Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ τα τελευταία χρόνια διαγράφει μια σημαντική καμπή. Ένα θέμα το οποίο όλο και περισσότερο συγκεντρώνει την προσοχή των ιστορικών είναι η ενσωμάτωση στον επιστημονικό λόγο αξιών και προτύπων που προέρχονται από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Η επιστήμη δεν αντιμετωπίζεται, πλέον, μόνο σαν μια διανοητική κατασκευή, η οποία απαντά με μεγαλύτερη ή μικρότερη επάρκεια σε μια συγκεκριμένη κατηγορία αναγκών της κοινωνίας, ούτε σαν μια αυτοτελής διαδικασία αναζήτησης της αλήθειας περί της φύσης, η οποία διευκολύνεται ή παρεμποδίζεται από τους εκάστοτε κοινωνικούς όρους. Το βασικό στοιχείο της νέας θεώρησης είναι ότι περιγράφει την επιστημονική δραστηριότητα ως ένα πολιτισμικό φαινόμενο καθαυτό, το οποίο δεν διαχωρίζεται a priori από τις υπόλοιπες εκδηλώσεις του κοινωνικού σώματος. Υπό αυτή την έννοια, οι γνωσιακές παραδόσεις και οι τεχνικές δεξιότητες που συνθέτουν την εκάστοτε εικόνα της επιστήμης έχουν την ίδια βαρύτητα στις διαδικασίες συγκρότησης, ανάπτυξης και μετασχηματισμού του επιστημονικού λόγου με αυτή που έχουν και όλες οι άλλες κοινωνικές διεργασίες στις οποίες συμμετέχουν οι φορείς του.
Αυτή η θεώρηση έχει μία σημαντική συνέπεια: Ο ιστορικός που μελετά τη διαμόρφωση ή το μετασχηματισμό του επιστημονικού λόγου είναι υποχρεωμένος να λαμβάνει κάθε φορά υπόψη του το σύνολο των γνωσιακών παραδόσεων, των πολιτισμικών επιρροών και των κοινωνικών συμβάσεων που συμμετέχουν σε αυτή τη διαδικασία. Όχι υπό τη μορφή προωθητικών ή ανασχετικών παραγόντων στην κατεύθυνση της ανακάλυψης μιας αδιαμφισβήτητης αλήθειας για τη φύση, αλλά υπό τη μορφή θεωρητικών και πρακτικών συμβάσεων, που εντυπώνονται στη δομή του επιστημονικού λόγου και μορφοποιούν αυτή την αλήθεια.
Η προσέγγιση αυτή έφερε στην επιφάνεια νέες διαστάσεις της επιστημονικής δραστηριότητας. Για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια άρχισε η συστηματική μελέτη της επιστήμης σε τοπικό επίπεδο. Η ιδέα ότι η συγκρότηση του επιστημονικού λόγου διαμεσολαβείται από ένα σύνολο οικονομικών, πολιτικών και πολιτισμικών παραγόντων ευαισθητοποίησε τους ιστορικούς στην ύπαρξη «εθνικών στιλ» άσκησης των διαφόρων επιστημών, «τοπικών σχολών» που συνδέονται με την ανάπτυξη συγκεκριμένων ερευνητικών κατευθύνσεων σε επιμέρους επιστημονικούς κλάδους, καθώς και «τοπικών επιστημών» που συνδέονται με τους όρους ύπαρξης και λειτουργίας μιας επιστημονικής κοινότητας υπό συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Η άποψη που υπάρχει πίσω από τέτοιου τύπου μελέτες είναι ότι η διαμόρφωση μιας επιστήμης δεν πραγματοποιείται με τον ίδιο τρόπο σε όλα τα κοινωνικά και πολιτικά περιβάλλοντα. Ως εκ τούτου, θα πρέπει κάθε φορά να εξετάζεται ποιοι είναι οι τοπικοί παράγοντες που αποτυπώνονται στη θεματική και τη μορφολογία μιας ορισμένης επιστημονικής δραστηριότητας και με ποιο τρόπο αυτοί τη διαφοροποιούν από αντίστοιχες δραστηριότητες που αναπτύσσονται σε άλλα περιβάλλοντα.
Είναι προφανές ότι αυτή η στροφή στην ιστοριογραφία θέτει νέα ζητήματα στην ιστοριογραφία της επιστήμης στην περιφέρεια (της Ευρώπης και όχι μόνο). Η ιδέα ότι οι επιστήμες δεν αποτελούν κλειστά συστήματα ιδεών και πρακτικών που εγκαθίστανται σαν τέτοια στο εκάστοτε περιβάλλον υποδοχής αποδεσμεύει την ιστοριογραφία της επιστήμης από το πρότυπο της «μεταφοράς», της παροχέτευσης ή —για να χρησιμοποιήσουμε έναν πλησιέστερο στα ελληνικά πράγματα κοραϊκό όρο— της «μετακένωσης». Τα ερωτήματα που προκύπτουν από μια νέα ανάγνωση της ιστορίας της επιστήμης στην περιφέρεια προσανατολίζονται περισσότερο στη διερεύνηση των διαδικασιών μέσω των οποίων οι νέες επιστημονικές ιδέες και οι τεχνολογικές καινοτομίες αφομοιώνονται σε ένα περιβάλλον που έχει άλλου τύπου προτεραιότητες και διαπερνάται από διαφορετικές πνευματικές και πολιτισμικές παραδόσεις από τα περιβάλλοντα στα οποία αυτές οι ιδέες και οι καινοτομίες μορφοποιήθηκαν αρχικά. Το ζητούμενο, επομένως, δεν είναι η εξέταση των παραγόντων που ευνόησαν ή παρεμπόδισαν την εγκατάσταση της επιστήμης και της τεχνολογίας, αλλά των μέσων που μετήλθε το περιβάλλον υποδοχής για να ενσωματώσει τις νέες ιδέες και πρακτικές στις υπάρχουσες κοινωνικές, ιδεολογικές και εκπαιδευτικές δομές του.
Πολλοί ιστορικοί θεωρούν αυτονόητο ότι οι λόγιοι της περιφέρειας που εισάγουν τις νέες επιστημονικές ιδέες υιοθετούν ταυτόχρονα και τις καταστατικές αρχές του επιστημονικού λόγου που συνδέεται με αυτές. Κάτι τέτοιο όμως δε συμβαίνει· αντίθετα, το εγχείρημα αφομοίωσης των νέων ιδεών δεν μπορεί να ευοδωθεί παρά μόνο με τη διαμόρφωση ενός νέου επιστημονικού λόγου, ο οποίος θα τους επιτρέψει να υπερβούν τους περιορισμούς που θέτουν οι τοπικοί πολιτισμικοί παράγοντες. Οι περιορισμοί αυτοί έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι οι νέες ιδέες παρέχουν συνήθως διαφορετικές απαντήσεις σε ερωτήματα για τα οποία οι άνθρωποι και η συγκεκριμένη κοινωνία διαθέτουν ήδη επαρκείς απαντήσεις. Με άλλα λόγια, οι νέες ιδέες δεν προορίζονται να καλύψουν τα κενά στο διανοητικό στερέωμα της συγκεκριμένης κοινωνίας, αλλά να υποκαταστήσουν άλλες, ήδη υπάρχουσες και συνήθως ισχυρά εδραιωμένες ιδέες. Συνεπώς, η αφομοίωση των νέων ιδεών δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς τη δημιουργία του κατάλληλου νομιμοποιητικού πλαισίου.
Από αυτή την άποψη, αντί να συγκεντρώνουμε την προσοχή μας στην απαρίθμηση των ιδεών και των θεωριών που κατόρθωσαν ή δεν κατόρθωσαν να ενσωματωθούν στο τοπικό πολιτισμικό πλαίσιο, θα ήταν προτιμότερο να στραφούμε στην εξέταση των μετασχηματισμών που αυτές οι ιδέες υφίστανται κατά την ενσωμάτωσή τους σε ένα νέο επιστημονικό λόγο. Η προσέγγιση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι, συχνά, οι λόγιοι που συμμετέχουν σε τέτοιου είδους εγχειρήματα δεν βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα παγιωμένο σύστημα επιστημονικών ιδεών και μεθόδων, αλλά με μία ποικιλία εναλλακτικών θεωρήσεων της φύσης, η οποία αφήνει πολλά περιθώρια εκδίπλωσης των προσωπικών τους προτιμήσεων και επιλογών. Έτσι, ο επιστημονικός λόγος που εντέλει διαμορφώνουν δεν είναι απλή αντανάκλαση ενός μονοσήμαντα ορισμένου εννοιολογικού και μεθοδολογικού πλαισίου, εντός του οποίου λειτουργεί το corpus των νέων επιστημονικών ιδεών, αλλά μια ορισμένη θεώρηση αυτών των ιδεών, οργανωμένη στη βάση ενός διανοητικού πλαισίου που απηχεί, μεταξύ άλλων, τις προτιμήσεις, τις προτεραιότητες και τις φιλοσοφικές δεσμεύσεις της τοπικής κοινότητας.
Δημοσιεύτηκε στο ένθετο «Αναγνώσεις» της εφημερίδας η Αυγή, στις 29.1.2006.