Ήταν όντως σκοτεινός ο Μεσαίωνας;

Pierre Duhem, Σώζειν τα Φαινόμενα, Νεφέλη 2007. Εισαγωγή, Μετάφραση-Επιμέλεια Δημήτρης Διαλέτης, Γιάννης Χριστιανίδης.

Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, εδραιώθηκε πριν τρεις αιώνες, περίπου, χάρη στο έργο και τις προσπάθειες φωτισμένων ανθρώπων, όπως ο Γαλιλαίος, ο Κέπλερ, ο Καρτέσιος και ο Νεύτωνας. Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, η εδραίωσή της πραγματοποιήθηκε μέσα από τη σύγκρουση με την Εκκλησία και τους συντηρητικούς εκπροσώπους της, οι οποίοι υπερασπίζονταν μια στείρα και αδρανή αριστοτελική φιλοσοφία ενάντια στο λόγο και την εμπειρική προφάνεια που επικαλούνταν οι εκπρόσωποι του νέου επιστημονικού πνεύματος.

Όσο κι αν δικαιώνει τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα της επιστήμης και την ηρωική επέλαση του λόγου, ωστόσο, η συγκεκριμένη άποψη δεν φαίνεται να βρίσκεται σε συμφωνία με τους προβληματισμούς των ιστορικών της επιστήμης τα τελευταία 25 χρόνια. Ένα βιβλίο, γραμμένο από ένα φανατικό Καθολικό στις αρχές του εικοστού αιώνα έρχεται, περιέργως, να συναντήσει αυτή την προβληματική και να ανοίξει ένα γόνιμο διάλογο μαζί της. Ο Pierre Duhem είναι ο ίδιος άνθρωπος που μας απάλλαξε (μας απάλλαξε;) από την προκατάληψη του σκοτεινού Mεσαίωνα, ο ιστορικός ο οποίος αντέταξε σε μια μακρά παράδοση αναθέματος στο μεσαιωνικό σχολαστικισμό μια εμβριθή μελέτη που δείχνει ότι οι απαρχές της Επιστημονικής Επανάστασης βρίσκονται στις εργασίες των άγνωστων και παραγνωρισμένων λογίων των μεσαιωνικών χρόνων.

Το Σώζειν τα Φαινόμενα συνοψίζει μια άλλη σημαντική πλευρά της προβληματικής του γάλλου φυσικού, ιστορικού και φιλοσόφου. Τι είναι η επιστήμη; Είναι μια προσπάθεια ερμηνείας του φυσικού κόσμου, όπως αυτός πράγματι είναι ή είναι μια συμβατική αναπαράσταση των φαινομένων που απλώς υπαινίσσεται (μεθοδικά, είναι η αλήθεια) την απροσπέλαστη ουσία των όντων; Και πώς οφείλουμε να κάνουμε επιστήμη; Επιχειρώντας να διαπεράσουμε το φλοιό των φαινομένων και να οδηγηθούμε στις πρωταρχικές τους αιτίες ή αρκούμενοι στη συγκρότηση μαθηματικών προτύπων που οργανώνουν τις εκδηλώσεις του φυσικού κόσμου χωρίς ουσιοκρατικές αξιώσεις; Ο Duhem για να απαντήσει αυτά τα ερωτήματα κάνει ιστορία. Ανασυγκροτεί την πορεία των αστρονομικών θεωριών από την εποχή του Πλάτωνα μέχρι τα χρόνια του Γαλιλαίου, ως μια διηνεκή διαμάχη ανάμεσα σε δύο ρεύματα: Το ρεύμα των παρατηρησιακών αστρονόμων και μαθηματικών που αρκούνται στο να «σώζουν τα φαινόμενα» με εύλογες μαθηματικές διευθετήσεις και το ρεύμα των φυσικών φιλοσόφων και κοσμολόγων που διατείνονται ότι κάθε αστρονομική θεωρία οφείλει να αποδίδει την πραγματική δομή του κόσμου και να απορρέει από τις αληθείς αιτίες των φαινομένων. Η σύγκρουση είναι σφοδρή και η αφήγηση συναρπαστική. Το έργο του Duhem έχει τη μυρωδιά σκονισμένων χειρογράφων και το νεύρο που χαρακτήριζε τις διαμάχες των σχολαστικών. Ο διάλογος των δύο ρευμάτων ξεδιπλώνεται μέσα από τα ξεχασμένα κατάλοιπα των πρωταγωνιστών του σε σκοτεινές κεντροευρωπαϊκές βιβλιοθήκες με μια ένταση που δίνει σε αυτές τις φιγούρες νέα ζωή και επικαιρότητα.

Η θέση του ίδιου του συγγραφέα είναι ξεκάθαρη. Η επιστήμη (και μιλάει για την επιστήμη γενικά, αλλά και για την επιστήμη της εποχής του συγκεκριμένα) πρέπει να απέχει από υπαρκτικές δηλώσεις και από ερμηνευτικές απόπειρες. Έργο της είναι οι εύλογες εικασίες οι οποίες διευθετούν τον κόσμο και καθιστούν δυνατές τις προβλέψεις. Κάθε αξίωση που υπερβαίνει αυτό το πλαίσιο αποτελεί ύβρι, αναιδή παραβίαση περιοχών που ανήκουν στη δικαιοδοσία της πίστης και της μεταφυσικής. Σε αυτό το αμάρτημα υπέπεσαν, εξάλλου, ο Κοπέρνικος, ο Κέπλερ και ο Γαλιλαίος. Η αντίθεση ανάμεσα στην Ιερά Εξέταση και το Γαλιλαίο, σύμφωνα με τον Duhem, έχει επιστημονική αφετηρία και έγκειται στο ότι τόσο ο ίδιος ο Γαλιλαίος όσο και ο Κοπέρνικος, που εισηγήθηκε τον ηλιοκεντρισμό, δεν περιορίστηκαν στη διατύπωση μιας λειτουργικής υπόθεσης για τη δομή του κόσμου (η οποία, πράγματι, απαντούσε σε κάποιες σοβαρές ανακολουθίες του γεωκεντρικού συστήματος) αλλά ισχυρίστηκαν, επιπλέον, ότι η δομή που πρότειναν αναπαριστά τον κόσμο όπως πραγματικά είναι. Αυτός ο μεταφυσικός ισχυρισμός αποτελούσε θρυαλλίδα στα θεμέλια του νέου επιστημονικού οικοδομήματος, η οποία απειλούσε το θετικό χαρακτήρα της επιστημονικής γνώσης. Η Εκκλησία αντέδρασε και αυτή η αντίδραση, όχι ο Γαλιλαίος, ισχυρίζεται ο Duhem, αντιπροσωπεύει το αναδυόμενο επιστημονικό πνεύμα της εποχής.

Παρά το γεγονός ότι αυτή ήταν η πρόθεση του Duhem όταν έγραφε το βιβλίο στα 1908, σήμερα μας είναι δύσκολο να συμμεριστούμε την ολοκληρωτική αντιστροφή της εικόνας που μας προτείνει. Όπως έγινε με τις έρευνές του στη μεσαιωνική επιστήμη, όμως, το συγκεκριμένο έργο έθεσε στους ιστορικούς μια σειρά ερωτημάτων που καρποφόρησαν με την πάροδο του χρόνου. Ασφαλώς και η θεμελίωση της νεοτερικότητας υπερβαίνει τις μανιχαϊστικές διακρίσεις που μας κληροδότησε ο Διαφωτισμός. Ασφαλώς και ο μπρεχτικός Γαλιλαίος δεν είναι παρά μια πρωθύστερη κατασκευή που δικαιώνει το επιστημονικό πνεύμα (την επιστημονική υπεροψία, αν προτιμάτε) μεταγενέστερων εποχών. Οι ιστορικοί της επιστήμης δεν πιστεύουν, πλέον, ότι η επιστήμη του 17ου αιώνα θεμελιώθηκε στο δίπολο καλός Γαλιλαίος-κακιά Εκκλησία. Αντιθέτως, κάνουν μια συστηματική προσπάθεια να ανασυγκροτήσουν τη συμβολή της μαθηματικής παράδοσης των Ιησουϊτών στην Επιστημονική Επανάσταση ενώ, παράλληλα, εξετάζουν τους ρεαλιστικούς ισχυρισμούς των μαθηματικών και των παρατηρησιακών αστρονόμων ως στοιχείο μιας κοινωνικής στρατηγικής που αποσκοπούσε στην αναβάθμιση του κύρους μιας ομάδας λογίων που επί αιώνες εργάζονταν στη σκιά των φιλοσόφων και των θεολόγων.

ΕΙΧΑ ΠΑΝΤΟΤΕ την άποψη ότι η μετάφραση διευρύνει το πνευματικό εύρος μιας γλωσσικής επικράτειας, καθώς επιτρέπει στους αναγνώστες και τις αναγνώστριες να συμμετάσχουν σε ένα πλατύτερο κόσμο ιδεών και αναζητήσεων. Η επιμελημένη απόδοση στα ελληνικά του έργου του Duhem από το Δ. Διαλέτη και το Γ. Χριστιανίδη σίγουρα εξυπηρετεί αυτό το σκοπό. Ταυτόχρονα, όμως, η επικαιροποίηση ενός έργου που γράφτηκε πριν από σχεδόν έναν αιώνα και ακολούθησε τη δική του «συναρπαστική αυτονομημένη ζωή … μέσα στη μεταμορφωτική πολυπλοκότητα της ιστορίας» είναι μια εξαιρετικά σύνθετη υπόθεση. Τα δύο επίμετρα που συνοδεύουν την έκδοση βοηθούν το σημερινό αναγνώστη να εξοικειωθεί με την ιστορική και τη φιλοσοφική προβληματική που συνδέεται με το έργο του Duhem. Το πρώτο, γραμμένο από τους επιμελητές της έκδοσης και τον Κ. Γαβρόγλου, περιγράφει την επίδραση που άσκησε ο Duhem στην ιστοριογραφία της Επιστημονικής Επανάστασης και τις ποικίλες αναθεωρήσεις που έτυχαν οι απόψεις τους. Το δεύτερο, γραμμένο από το Σ. Ψύλλο και τη Μ. Ιβάνοβα, εκθέτει τη φιλοσοφία της επιστήμης του Duhem και συζητά τις ερμηνείες με τις οποίες κατά καιρούς συνδέθηκε το έργο του. Επιπλέον, η έκδοση συνοδεύεται από μια σύντομη αλλά διαφωτιστική βιογραφία του Duhem καθώς και από ένα βιβλιογραφικό οδηγό, χρήσιμο βοήθημα σε όσους και όσες επιθυμούν να εμβαθύνουν στη σχετική θεματογραφία.

Η γλωσσική επιμέλεια, εξίσου σχολαστική, κατορθώνει να μεταφέρει στο ελληνόφωνο κοινό όχι μόνο τον αφηγηματικό οίστρο του Duhem, αλλά και την αίσθηση της αρχειακής έρευνας που διατρέχει όλη την έκταση του βιβλίου. Από αυτή την άποψη, σημαντική συμβολή αποτελεί ο εντοπισμός και η παρουσίαση από τους επιμελητές όλων των αρχαίων παραθεμάτων που αναφέρονται στο πρωτότυπο και, ενίοτε, ο σχολιασμός των παρανοήσεων που παρέσυραν τον Duhem σε εσφαλμένες ερμηνείες.

Το έργο του Duhem συνεχίζει να ταξιδεύει στην ταραγμένη θάλασσα των μεταμορφώσεων της ιστορίας και να συνομιλεί με τους ιστορικούς και τους φιλοσόφους των επιστημών, συχνά πέρα από και σε αντίθεση με τις προθέσεις του δημιουργού του. Υπάρχει και κάτι άλλο, όμως, κάτι που δίνει σε αυτή την έκδοση μια ξεχωριστή επικαιρότητα. Στους δύσκολους καιρούς που ζούμε, η ελληνική απόδοση του Σώζειν τα φαινόμενα έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι κάθε εγχείρημα που ανοίγει τη συζήτηση γύρω από την ιστορία και ιδιαίτερα γύρω από τον τρόπο με τον οποίο η ιστορία χειρίζεται εδραιωμένες αντιλήψεις αποτελεί πολιτική πράξη.

Δημοσιεύτηκε στο ένθετο «Αναγνώσεις» της εφημερίδας η Αυγή, στις 20.1.2008.