Μεγάλες αφηγήσεις
Στον χώρο της ιστοριογραφίας υπάρχει μια γκρίνια τα τελευταία αρκετά χρόνια: Δίνουμε μεγάλη έμφαση στις περιπτωσιολογικές μελέτες και χάνουμε το ενδιαφέρον μας για τις μεγάλες αφηγήσεις. Για την ακρίβεια, όχι μόνο χάνουμε το ενδιαφέρον μας, αλλά αφιερώνουμε χρόνο και ενέργεια για να αποδομήσουμε αυτές τις αφηγήσεις. Το αφήγημα της Επιστημονικής Επανάστασης του 17ου αιώνα, της νικηφόρας εξέγερσης του ανθρώπινου πνεύματος ενάντια στη μεσαιωνική διανοητική στασιμότητα, έχει περιπέσει σε αχρηστία, εξαιτίας του πλήθους των μικρο-ιστορικών μελετών που το έχουν μετατρέψει σε ένα πυκνοκατοικημένο καμβά σαν πολύπτυχο του Ιερώνυμου Μπος. Το αφήγημα του Διαφωτισμού το ίδιο, εξαιτίας αφενός της έμφασης στην τοπικότητα του φαινομένου και, αφετέρου, της εκπόνησης ενός πλήθους μελετών που αναδεικνύουν τον σύνθετο και αντιφατικό χαρακτήρα ενός φαινομένου που μόνο από απόσταση μοιάζει να είναι αυτό που ισχυρίζεται ότι είναι. Τι χάνουμε με την απώλεια των μεγάλων αφηγήσεων και τι κερδίζουμε με τη μικρο-ιστορική εμβάθυνση; Μεγάλη συζήτηση, που προφανώς δεν μπορούμε να την κάνουμε εδώ. Θα είχε ενδιαφέρον, ωστόσο, να μείνουμε σε ένα στοιχείο αυτής της συζήτησης. Οι μεγάλες αφηγήσεις τακτοποιούν την ιστορία και την κάνουν ανθρώπινη και παροντική.
Αυστηρά μιλώντας, ο ιστορικός χρόνος δεν είναι μόνο ο χρόνος των ανθρώπων. Είναι η διάρκεια εντός της οποίας πραγματοποιούνται αλλαγές σε όλα τα επίπεδα της ύπαρξης. Η αδυναμία των ανθρώπων να συλλάβουν όλο το εύρος των αλλαγών και η επιθυμία τους να ελέγξουν το πεπρωμένο τους, τούς ωθούν προς μια αφήγηση που μετατρέπει τη διάρκεια σε ανθρώπινο χρόνο. Η ιστορία, από αυτή την άποψη, είναι μια πράξη οικειοποίησης της διάρκειας από τους ανθρώπους, μια επιλεκτική και ανθρωποκεντρική ανασυγκρότηση αυτού που συμβαίνει και, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, βρίσκεται έξω από τον έλεγχο και πέρα από τις αντιληπτικές τους ικανότητες.
Η μεγάλη αφήγηση επίσης εξηγεί το παρόν. Η εξιστόρηση του παρελθόντος γίνεται κατά τρόπον ώστε να φανεί η διαδικασία μέσω της οποίας μια σειρά γεγονότων και ενεργειών οδήγησε στη σημερινή κατάσταση των πραγμάτων. Στη μεγάλη αφήγηση, πίσω από το επιμέρους και το συγκυριακό λειτουργούν οι τάσεις, οι νόμοι ή τα τελικά αίτια, που οδήγησαν με λογική ή μεταφυσική αναγκαιότητα στο συντελεσμένο παρόν. Και όχι μόνο αυτό, αλλά το επιμέρους και το συγκυριακό υποτάσσονται σε αυτές τις τάσεις, τους νόμους και τα αίτια, ακόμα κι αν οι πρωταγωνιστές τους δεν έχουν επίγνωση αυτής της υποταγής. Άρα η μεγάλη αφήγηση εμπλουτίζει το παρόν μας με την επίγνωση των δυνάμεων που το μορφοποίησαν και υποδεικνύει τον βαθμό στον οποίο οι δυνάμεις αυτές παραμένουν ιστορικά ενεργές.
Τίποτα από αυτά δεν είναι αθώο, ωστόσο. Η ίδια η πράξη της αφήγησης είναι μια μορφή άσκηση εξουσίας και, όπως θα δούμε, οι ιστοριογραφικές διαμάχες είναι κατά βάση πολιτικές διαμάχες.
Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 41, στις 19.5.2018.
Μικρο-ιστορία
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη χρησιμότητα και τον συγκροτητικό χαρακτήρα των μεγάλων αφηγήσεων. Όπως έγραφα στο προηγούμενο σημείωμα, οι μεγάλες αφηγήσεις κάνουν την ιστορία ανθρώπινη και παροντική. Σημείωσα όμως, επίσης, ότι η πράξη της αφήγησης είναι μια μορφή άσκησης εξουσίας, ως εκ τούτου, οι ιστοριογραφικές διαμάχες είναι κατά βάση πολιτικές διαμάχες.
Η μετατροπή της διάρκειας σε ανθρώπινο ιστορικό χρόνο δεν γίνεται σε πολιτικό κενό. Όσο φυσικά απροσδιόριστη είναι η έννοια της διάρκειας, τόσο πολιτισμικά καθορισμένη είναι η έννοια του χρόνου. Ο χρόνος δεν νοείται ούτε βιώνεται με τον ίδιο τρόπο σε όλα τα πολιτισμικά περιβάλλοντα. Ο ινδός ιστορικός Dipesh Chakrabarty σημειώνει ότι η μετατροπή του χρόνου των διαφόρων κοινωνιών σε ιστορικό χρόνο είναι μια πράξη υπαγωγής των κοινωνιών αυτών στον Δυτικό κανόνα. Η επιβολή του Δυτικού χρόνου στις αποικιοκρατούμενες κοινωνίες τις μετατρέπει σε μέρος ενός αφηγήματος που κατά κανόνα τοποθετεί την Ευρώπη στην απόληξη της πολιτισμικής εξέλιξης και τις κοινωνίες αυτές σε ένα πρώιμο στάδιο πολιτισμικής ωρίμανση ή σε μια διαδικασία μονίμως ανολοκλήρωτης μετάβασης. Η ιστορία, από αυτή την άποψη, λειτουργεί ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία της Δυτικής κοινωνικής και πολιτισμικής ανωτερότητας.
Ταυτόχρονα, η ανάγνωση του παρελθόντος μέσα από γενικές τάσεις, νομοτέλειες και τελεολογίες υπονομεύει τον ενδεχομενικό χαρακτήρα της ιστορίας. Η υπαγωγή της δράσης των ιστορικών πρωταγωνιστών στις γενικές τάσεις της κάθε «εποχής» υποβαθμίζει, αν δεν εξαφανίζει εντελώς, τη δράση των παραγόντων που παρεμβαίνουν με μη ντετερμινιστικό τρόπο στο ιστορικό γίγνεσθαι, πολύ δε περισσότερο των παραγόντων που αντιπροσωπεύουν ακυρωμένες ιστορικές δυνατότητες. Το παρελθόν γίνεται συντελεσμένο και μονοδιάστατο. Οι δυνάμεις που οδήγησαν το ιστορικό γίγνεσθαι (άντε και οι αντίθετές τους) είναι οι μόνες που παραμένουν ενεργές στο παρόν, αφομοιώνοντας και μετασχηματίζοντας όλες τις δευτερεύουσες επιρροές. Το παρελθόν αποσυνδέεται από το μέλλον: μόνο το παρόν θα καθορίσει την περαιτέρω εξέλιξη.
Η στροφή στη μικρο-ιστορία προέκυψε, εν μέρει, από την ανάγκη εναντίωσης στην κανονιστικότητα των μεγάλων αφηγήσεων. Μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να οδήγησε σε υπερβολικά λεπτομερή και ανούσια εξιστόρηση ασήμαντων επεισοδίων, αλλά κατά βάση υπήρξε ένα πολιτικό εγχείρημα, το οποίο επιχείρησε να φέρει στην επιφάνεια τα πολλαπλά και ενίοτε ανταγωνιστικά μεταξύ τους βιώματα της διάρκειας, που έχουν διαφορετικά άτομα και πολιτισμοί. Επιχείρησε, επίσης, να αναδείξει τις πολύμορφες δυνάμεις που λειτουργούν στο ιστορικό γίγνεσθαι και παραμένουν ενεργές ως ιστορικές δυνατότητες, ακόμα κι όταν εγκιβωτίζονται στις συντελεσμένες ιστορικές πραγματικότητες. Ένα από τα πρώτα πράγματα που συμβαίνουν σε περιόδους κρίσης είναι το άνοιγμα των «μαύρων κουτιών» της ιστορίας.
Ποιος δεν νοσταλγεί την καθησυχαστική αθωότητα των μεγάλων αφηγήσεων; Η αποδόμησή τους, ωστόσο, δεν είναι αποτέλεσμα της κυριαρχίας της μεταμοντέρνας ιστοριογραφίας. Είναι συνέπεια μιας πολιτικής στάσης που προσπαθεί να ανακτήσει το παρελθόν ως πεδίο ενεργών ανταγωνισμών και δυνατοτήτων: Όχι ως το παρελθόν του παρόντος, αλλά ως το παρελθόν του μέλλοντος.
Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 42, στις 2.6.2018