Στις 11 και 12 Μαΐου πραγματοποιήθηκε το συνέδριο «Πανεπιστήμιο και Κρίσεις» που διοργάνωσε το Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο προβληματισμός που παρουσιάστηκε ήταν ιδιαίτερα πλούσιος και μας κάνει να σκεφτούμε πόσο λίγα ξέρουμε στ’ αλήθεια για την κρίση του πανεπιστημίου.
Τα τελευταία χρόνια, η κρίση του πανεπιστημίου, η κρίση των ανθρωπιστικών σπουδών, η κρίση της βασικής έρευνας, αλλά επίσης η κρίση διεθνοποίησης του ελληνικού πανεπιστημίου και η κρίση του ελληνικού πανεπιστημίου ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης έχουν αποτελέσει τον καμβά πάνω στον οποίο χαράσσονται διάφορες πολιτικές και λαμβάνονται αποφάσεις που αλλάζουν σε σημαντικό βαθμό τον χαρακτήρα του πανεπιστημίου τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς. Όπως συμβαίνει όμως σχεδόν πάντοτε στην πολιτική, ο λόγος περί κρίσης αποτελεί ένα ρητορικό εργαλείο για τη νομιμοποίηση πολιτικών επιλογών που εκκινούν από εντελώς διαφορετική αφετηρία. Ας κάνουμε μια προσπάθεια, λοιπόν, να μιλήσουμε για την κρίση του πανεπιστημίου.
Ένας μεσαιωνικός θεσμός
Η κρίση του πανεπιστημίου τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς δεν προκλήθηκε από την οικονομική κρίση. Υπήρχε πολύ πριν από αυτή και είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Καταρχάς, το πανεπιστήμιο είναι ο μόνος θεσμός της νεωτερικής (και μετανεωτερικής) κοινωνίας που διατηρεί απαράλλακτα τα βασικά χαρακτηριστικά του από τότε που πρωτοεμφανίστηκε, πριν από εννέα αιώνες. Αυτό από μόνο του αποτελεί ικανό λόγο για να περιέλθει σε κρίση φυσιογνωμίας, στο πλαίσιο μιας κοινωνίας που εν τω μεταξύ έχει αλλάξει άρδην. Είναι αλήθεια ότι η ιστορία του θεσμού έχει γνωρίσει κάποιες σημαντικές καμπές. Μπορεί η δομή των σπουδών και τα πτυχία να φέρουν ακόμα έντονα τα ίχνη του Μεσαίωνα, αλλά από τις αρχές του 19ου αιώνα δρομολογείται μια σειρά αλλαγών που θέτουν στο περιθώριο τον σχολαστικισμό και εγκαινιάζουν το σύγχρονο ερευνητικό πανεπιστήμιο. Στόχος της πανεπιστημιακής διδασκαλίας δεν είναι πλέον η ανασύσταση της βιβλιακής γνώσης, αλλά η καλλιέργεια δεξιοτήτων για την παραγωγή νέας γνώσης από τα ίδια τα υποκείμενα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Παρόλ’ αυτά, το πανεπιστήμιο παραμένει προσηλωμένο στο ιδεαλιστικό ιδεώδες της προσωπικής καλλιέργειας και της κοινωνικής συνεισφοράς.
Η θέση του πανεπιστημίου στις νεωτερικές δυτικές κοινωνίες ήταν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στενά συνυφασμένη με τη λειτουργία του κράτους. Οι διαφοροποιήσεις ανάμεσα στο γαλλικό, το γερμανικό και το αγγλικό μοντέλο περνάνε σε δεύτερη μοίρα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν τα πανεπιστήμια αφενός διεθνοποιούνται και αφετέρου συνδέονται με τη βιομηχανία και τον στρατό. Κι εδώ είναι που εντοπίζεται η δεύτερη αιτία της κρίσης. Παρά τη σύνδεσή του με το νεωτερικό κράτος και τη βιομηχανία, το πανεπιστήμιο δεν ενσωματώνεται ποτέ πειστικά στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Ο λόγος είναι ότι η δομή του, οι σχέσεις εργασίας στο εσωτερικό του και η διακηρυγμένη («ανθρωπιστική» και «οικουμενική») αποστολή του δεν έγινε δυνατό μέχρι σήμερα να ευθυγραμμιστούν με τις απαιτήσεις της καπιταλιστικής οικονομίας, πολύ δε περισσότερο να υπαχθούν στον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας, κατά τρόπον ώστε το πανεπιστήμιο να αποτελέσει πεδίο αξιοποίησης του κεφαλαίου.
Ένας τρίτος παράγοντας που συμμετέχει στη γενεαλογία της κρίσης του πανεπιστημίου είναι, αναμφίβολα, αυτό το ιδιαίτερο κοινωνικό σώμα που χαρακτηρίζει τις νεωτερικές κοινωνίες, η νεολαία. Το πανεπιστήμιο γίνεται ο τόπος διανοητικής και πολιτικής συγκρότησης ενός σώματος ενηλίκων ατόμων που, ενώ δεν είναι υποχρεωμένα να ενταχθούν στην παραγωγή, διαθέτουν τους διανοητικούς και υλικούς πόρους που τους επιτρέπουν να αναστοχαστούν κριτικά το σύνολο της κοινωνικής ζωής. Το φαινόμενο δεν είναι καινούριο: ο ονειροπόλος Άνσελμος του Ε.Τ.Α. Χόφμαν, αλλά και ο «σχισματικός» Ρασκόλνικωφ του Ντοστογιέφσκι ήταν φοιτητές. Δεν είναι όμως και παλιό: ο Μάης του 68 απέχει ακριβώς πενήντα χρόνια. Το πανεπιστήμιο ως ο κατεξοχήν χώρος νεολαίας είναι ένας χώρος στον οποίο ενδημεί η κριτική και γι’ αυτό η κρίση.
Η νεοφιλελεύθερη ρύθμιση
Ποια είναι η απάντηση στην κρίση; Προφανώς υπάρχουν πολλές δυνατές απαντήσεις, όπως υπάρχουν και πολλές δυνατές διαγνώσεις. Το ερώτημα όμως είναι τι μέτρα λαμβάνονται στην πράξη. Αυτή τη στιγμή τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο η απάντηση είναι μία και συνοψίζεται στο αίτημα πλήρους και ολοκληρωτικής υπαγωγής του πανεπιστημίου στη διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου. Βασική στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού είναι να απορροφήσει στον κύκλο αξιοποίησης του κεφαλαίου όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία του κοινωνικού εποικοδομήματος μπορεί, και το πανεπιστήμιο είναι πολύ μεγάλο και πολύ δυναμικό για να αποτελέσει εξαίρεση. Παράλληλα, ωστόσο, είναι αλήθεια ότι, όπως συμβαίνει και σε άλλους τομείς, οι στρατηγικές του νεοφιλελευθερισμού είναι αποσπασματικές και μυωπικές. Δεν είναι καν στρατηγικές, είναι κατάλογοι μέτρων και ενεργειών. Στην προκειμένη περίπτωση, τα μέτρα αρθρώνονται γύρω από τρεις άξονες.
- Συγχρονισμός του πανεπιστημίου με την αγορά
- Μετατροπή της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης σε προϊόν
- Μετασχηματισμός των εργασιακών σχέσεων στο εσωτερικό του πανεπιστημίου
Ο σκοπός μου εδώ δεν είναι να σχολιάσω λεπτομερώς καθέναν από αυτούς τους άξονες. Θα ήταν χρήσιμο όμως να τους συνδέσουμε με τη δημόσια ρητορική περί αναβάθμισης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και με τα μέτρα που προτείνονται ή/και λαμβάνονται προς αυτή την κατεύθυνση. Τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο, λοιπόν, γινόμαστε αποδέκτες ενός λόγου που εστιάζει:
- Στην ανάγκη μετασχηματισμού των πανεπιστημιακών τμημάτων ή στη δημιουργία νέων που θα ανταποκρίνονται στις λεγόμενες ανάγκες της αγοράς: Αν η αγορά χρειάζεται οικονομολόγους με κατάρτιση στην πληροφορική, θα πρέπει να δημιουργηθούν τα ανάλογα τμήματα. Αν η αγορά χρειάζεται φυσικούς με εξειδίκευση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, θα πρέπει να πραγματοποιηθούν οι ανάλογες συγχωνεύσεις. Η λογική πίσω από τέτοιου είδους πρωτοβουλίες είναι η ένα-προς-ένα αντιστοιχία πανεπιστημιακών πτυχίων και επαγγελματικών ειδικεύσεων – μια λογική απλουστευτική, μυωπική και κυριολεκτικά αγοραία.
- Στην ανάγκη μετατροπής των πανεπιστημίων σε παρόχους εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Ο τεράστιος αριθμός των προγραμμάτων κατάρτισης, οι πιστοποιήσεις καθώς και η νομοθετημένη πλέον δυνατότητα των ελληνικών πανεπιστημίων να προσφέρουν διετείς κύκλους σπουδών αποτελούν χαρακτηριστικές κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Τα πανεπιστήμια πρέπει να βρουν επιτέλους τρόπους να τοποθετήσουν τα προϊόντα τους στην πραγματική οικονομία. Η πίτα είναι πολύ μεγάλη και παρ’ όλα αυτά, όπως σημείωσα παραπάνω, ποτέ μέχρι σήμερα δεν συνδέθηκε πειστικά με τις διαδικασίες αξιοποίησης του κεφαλαίου – καιρός να το κάνει!
- Στην ανάγκη μετασχηματισμού της φυσιογνωμίας του ακαδημαϊκού προσωπικού. Το 75% του ακαδημαϊκού προσωπικού στη Βόρεια Αμερική αποτελείται από συμβασιούχους καθηγητές (adjunct professors) που για το ίδιο ακαδημαϊκό έργο εισπράττουν πολύ μικρότερη αμοιβή από τους μονίμους συναδέλφους τους και, επιπλέον, κάθε περίοδο χρειάζεται να διεκδικούν με ανταγωνιστικούς όρους την ανανέωση των συμβάσεών τους. Η δημιουργία ενός ακαδημαϊκού πρεκαριάτου είναι παγκόσμια τάση και, αν θέσουμε κατά μέρος τη ρητορική περί αποτροπής του brain drain, χαρακτηρίζει και τις εγχώριες πολιτικές. Οι πολιτικές αυτές δεν αποβλέπουν στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της κρίσης, ενόψει της επανόδου σε μια προγενέστερη κανονικότητα: το πανεπιστήμιο δεν θα γίνει ποτέ όπως ήταν πριν την κρίση. Αποβλέπουν στην ανεπίστρεπτη ελαστικοποίηση των όρων εργασίας στο ακαδημαϊκό περιβάλλον.
Οι δύο κουλτούρες
Υπάρχει, όμως, και μια άλλη διάσταση της κρίσης του πανεπιστημίου. Εάν η διάσταση που συζητήσαμε μέχρι τώρα αφορά την κρίση του πανεπιστημίου ως μεσαιωνικού και ως ουμανιστικού θεσμού, η άλλη διάσταση αφορά την κρίση του νεωτερικού πανεπιστημίου. Το νεωτερικό πανεπιστήμιο και ιδιαίτερα το πανεπιστήμιο του 20ού αιώνα στηρίχτηκε στο μοντέλο που τη δεκαετία του 1960 έγινε γνωστό ως «δύο κουλτούρες», από το ομώνυμο βιβλίο του C. P. Snow. Η διάκριση ανάμεσα σε θετικές και ανθρωπιστικές επιστήμες (sciences and humanities) δεν λειτούργησε μόνο ως πλαίσιο διανοητικής πόλωσης, αλλά και ως πλαίσιο διαμόρφωσης των σύγχρονων πανεπιστημιακών προγραμμάτων σπουδών και, κυρίως, ως μέσο προσέλκυσης πόρων και χρηματοδοτήσεων. Είναι προφανές ότι το σύγχρονο ερευνητικό πανεπιστήμιο δομείται γύρω από τις λεγόμενες θετικές επιστήμες, ενώ εκλαμβάνει τις ανθρωπιστικές σπουδές ως ένα σώμα γνώσης που λειτουργεί επικουρικά προς το σώμα «σκληρής» τεχνοεπιστημονικής γνώσης που παράγουν οι πρώτες. Εξ ου και η μαζική υποβάθμιση, συγχώνευση, ακόμα και κλείσιμο πολλών τμημάτων ανθρωπιστικών σπουδών τα τελευταία χρόνια: Οι ανθρωπιστικές επιστήμες ή θα γίνουν «σοβαρές» επιστήμες και θα αποδείξουν ότι μπορούν να συμβάλουν στην επιστημονική καινοτομία ή θα αποδεχτούν τον επικουρικό τους ρόλο και θα περιοριστούν σε «service departments». Η κρίση του νεωτερικού πανεπιστημίου συνίσταται στο γεγονός ότι αυτή ακριβώς η διάκριση που έθρεψε την ακαδημαϊκή ζωή του 20ού αιώνα αδυνατεί να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις της γνώσης και στον νέο ορισμό της καινοτομίας!
Τις τελευταίες δεκαετίες το τοπίο έχει αλλάξει άρδην στα πανεπιστήμια. Τη θέση της φυσικής που επί ενάμιση αιώνα ήταν η αδιαμφισβήτητη βασίλισσα των επιστημών, την καταλαμβάνει σταδιακά η βιολογία με πολύ σημαντικές συνέπειες στην οργάνωση, τη μεθοδολογία και τον προσανατολισμό της έρευνας· ο κόσμος των μαθηματικών και της πληροφορικής διασταυρώνεται με ένα ευρύ φάσμα γνωστικών αντικειμένων ορίζοντας ένα νέο χώρο παραγωγής και διαχείρισης της γνώσης, τον χώρο των ψηφιακών σπουδών· και οι επιστήμες του ανθρώπου βιώνουν μια ριζική μεταμόρφωση μέσω της ένταξης πολλών παραδοσιακών κλάδων τους στο διεπιστημονικό πεδίο της γνωσιακής επιστήμης. Δεν πρόκειται απλώς για μεταμόρφωση του πανεπιστημίου, αλλά για κρίση του μοντέλου του πανεπιστημίου που στηρίχτηκε στις δύο κουλτούρες, στο σχήμα των δύο διαφορετικών και εν πολλοίς ανταγωνιστικών επικρατειών της επιστημονικής γνώσης. Και η κρίση αυτή συνίσταται στο γεγονός ότι το συγκεκριμένο μοντέλο δεν δουλεύει πλέον για τα νέα επιστημονικά πεδία που αναδύονται στον χώρο του πανεπιστημίου. Είναι στον χαρακτήρα αυτών των πεδίων να αμφισβητούν τη διάκριση μεταξύ θετικών και ανθρωπιστικών επιστημών. Και όχι μόνο αυτό, αλλά να διεκδικούν την επανίδρυση του πανεπιστημίου στη βάση μεγάλων διεπιστημονικών προγραμμάτων, στο πλαίσιο των οποίων θα ακυρώνονται οι καθηλωτικές διακρίσεις του νεωτερικού πανεπιστημίου. Η παραδοσιακή οργάνωση των σπουδών σε προγράμματα επιστημονικής, τεχνολογικής, ανθρωπιστικής και καλλιτεχνικής κατάρτισης δεν ανταποκρίνεται στον χαρακτήρα των νέων γνωστικών αντικείμενων (ή μήπως γνωστικών επικρατειών;), αλλά ούτε και στη μορφή της εκπαίδευσης που καλείται να προσφέρει το νέο πανεπιστήμιο.
Προβληματική σε αυτό το πλαίσιο είναι και η οργάνωση της έρευνας. Η αποσπασματικότητα και η επισφάλεια προς την οποία ωθεί την πανεπιστημιακή ζωή η νεοφιλελεύθερη ρύθμιση δεν εξυπηρετούν την προαγωγή της γνώσης. Τα κατά κανόνα διετή «ερευνητικά προγράμματα», η εναλλαξιμότητα του προσωπικού και ο ανταγωνιστικός τρόπος διεκδίκησης των πόρων έχουν αποδειχθεί ιδιαιτέρως αναποτελεσματικά. Είμαι βέβαιος ότι υπάρχουν στατιστικές των οργάνων της Ευρωπαϊκή Επιτροπής που αποδεικνύουν πόσο αποτελεσματικός είναι ο συγκεκριμένος τρόπος οργάνωσης της έρευνας. Είμαι, όμως, επίσης βέβαιος ότι δεν είναι. Ο αριθμός των επιστημονικών και τεχνολογικών καινοτομιών που προκύπτουν μέσω αυτής της διαδικασίας είναι μηδαμινός και ως ποσοστό τείνει στο μηδέν. Ας μην κρυβόμαστε: η τεχνολογική καινοτομία παράγεται στα εργαστήρια των μεγάλων βιομηχανικών ομίλων και όχι στα πανεπιστήμια. Οι αλλαγές στο πανεπιστήμιο κάνουν ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη αναθεώρησης αυτής της ερευνητικής πολιτικής. Η υπέρβαση των παραδοσιακών διχοτομήσεων διαμορφώνει ένα πλαίσιο έρευνας που φέρνει μαζί αντικείμενα από διαφορετικούς κλάδους της γνώσης και απαιτεί τη συνεργασία και τη συνεκπαίδευση μεγάλου αριθμού συνεργατών προερχόμενων από αυτούς τους κλάδους. Ένα παράδειγμα μόνο: Η λεγόμενη γνωσιακή επανάσταση που οδήγησε στην εδραίωση της γνωσιακής επιστήμης τροφοδοτήθηκε από έρευνες στη γλωσσολογία, την ανθρωπολογία, τη φιλοσοφία, την πληροφορική, τις επιστήμες της εκπαίδευσης, τις νευροεπιστήμες και την τεχνητή νοημοσύνη. Και αυτό συνεχίζει να είναι το πλαίσιο στο οποίο η γνωσιακή επιστήμη διεξάγει τις έρευνές της.
Ένα άλλο πανεπιστήμιο
Ένα πανεπιστήμιο διαφορετικό, λοιπόν, μοιάζει να είναι η απάντηση στην κρίση του νεωτερικού πανεπιστημίου. Ένα πανεπιστήμιο στο οποίο η διάρθρωση της γνώσης, η οργάνωση της εκπαίδευσης και ο σχεδιασμός της έρευνας θα υπερβαίνουν τις διακρίσεις που κληροδότησαν στο πανεπιστήμιο οι δύο κουλτούρες και ο μεθοδολογικός μονισμός που συνδέεται με τη διανοητική ηγεμονία των λεγόμενων θετικών επιστημών. Το πώς θα είναι αυτό το πανεπιστήμιο δεν είναι εύκολο, δεν ξέρω αν είναι καν δυνατό να το προβλέψουμε. Αυτό που έχει σημασία, όμως, είναι ότι όταν μιλάμε για την κρίση του πανεπιστημίου μιλάμε, στην πραγματικότητα για δύο κρίσεις. Για την κρίση του μεσαιωνικού και του ουμανιστικού πανεπιστημίου αφενός· και για την κρίση του νεωτερικού πανεπιστημίου αφετέρου· χωρίς να παραβλέπουμε το γεγονός ότι η δεύτερη είναι μια κρίση εγκιβωτισμένη στην πρώτη.
Το γεγονός ότι οι πολιτικές αντιμετώπισης της κάθε κρίσης κινούνται σε διαφορετική κατεύθυνση έχει αποφασιστική σημασία, επειδή οδηγεί στην εμφάνιση μιας δυναμικής αντίθεσης μέσα στο πανεπιστήμιο. Και είναι η επίλυση αυτής της αντίθεσης και όχι η υπέρβαση της κρίσης, που θα καθορίσει μακροπρόθεσμα τη φυσιογνωμία του πανεπιστημίου. Πολλοί θεωρούν ότι το παιχνίδι έχει χαθεί από τη νεοφιλελεύθερη επέλαση – ότι είναι ζήτημα χρόνου να ολοκληρωθεί η υπαγωγή του πανεπιστημίου στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής κι ότι αυτό αποτελεί μια μη αναστρέψιμη προοπτική. Παραβλέπουν όμως το γεγονός ότι ο κατακερματισμός των γνωστικών αντικειμένων σύμφωνα με τις ανάγκες της αγοράς, η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων του ακαδημαϊκού προσωπικού και η ανταγωνιστική διεκδίκηση των ούτως ή άλλως περιορισμένων πόρων δεν αντιστοιχούν στις ανάγκες του νέου πανεπιστημίου. Συνεπώς, ο τρόπος με τον οποίο θα επιλυθεί η αντίθεση ανάμεσα στο πανεπιστήμιο της αγοράς και το πανεπιστήμιο των δικτύων γνώσης δεν έχει διαφανεί ακόμα και είναι πολύ πρόωρο να λέμε ότι το παιχνίδι έχει κριθεί. Έχω την αίσθηση ότι ο κόσμος του πανεπιστημίου, με όλες τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις και παλινωδίες του, συντάσσεται αυθόρμητα και σιωπηρά με τη δεύτερη λύση, τη λύση των νέων θεωρητικών συνθέσεων και της διανοητικής καινοτομίας, ενώ οι πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες πιέζουν προς την πρώτη λύση, τη λύση της αγοράς και της νεοφιλελεύθερης ρύθμισης. Το πώς θα τοποθετηθεί ο καθένας κι η καθεμιά σε αυτή τη διαδικασία είναι ζήτημα επιλογής – πολιτικής επιλογής, από την οποία θα καθοριστεί σε σημαντικό βαθμό και ο χαρακτήρας του υποκειμένου που θα οδηγήσει τις εξελίξεις. Από αυτή την άποψη, τα λόγια του Ίταλο Καλβίνο αποτελούν μια ιδιαίτερα επίκαιρη παρότρυνση. «Όλα είναι ανώφελα, αν ο τόπος της τελικής άφιξης δεν μπορεί παρά να είναι η κολασμένη πόλη, κι είναι εκεί που μας τραβάει το ρεύμα, με κύκλους που όλο και στενεύουν», είπε ο Κουμπλάι Χαν. Και ο Μάρκο Πόλο απάντησε: «Η κόλαση των ζωντανών δε είναι κάτι που θα υπάρξει· αν υπάρχει μία, είναι αυτή που βρίσκεται ήδη εδώ, η κόλαση που κατοικούμε κάθε μέρα, που φτιάχνουμε με το να ζούμε μαζί. Δυο τρόποι υπάρχουν για να γλυτώσεις από το μαρτύριό της. Ο πρώτος είναι εύκολος σε πολλούς: δέξου την κόλαση και γίνε μέρος της έτσι που να μην τη βλέπεις πια. Ο δεύτερος είναι επικίνδυνος και απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση και γνώση: ψάξε και μάθε ν’ αναγνωρίζεις ποιος και τι, στη μέση της κόλασης, δεν είναι κόλαση, κι αυτά κάνε να διαρκέσουν, δώσ’ τους χώρο» (Αόρατες Πόλεις, μτφρ. Ε. Γ. Ασλανίδης και Σ. Καπογιαννοπούλου).
Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 42, στις 2.6.2018.
Βλ. επίσης: Yehuda Elkana, “The University of the 21st Century: An Aspect of Globalization” στον τόμο Jürgen Renn (επιμ.), The Globalization of Knowledge in History, Max Planck Research Library for the History and Development of Knowledge, Studies 1, Βερολίνο 2012.