Μονόλιθος

ΕΙΔΑ ΠΡΟΣΦΑΤΑ για δεύτερη φορά την ταινία του Stanley Kubrick, 2001. Οδύσσεια του Διαστήματος. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που την είδα πρώτη φορά και αυτό που κυρίως μου είχε μείνει ήταν οι σκηνές διαστημικής αιώρησης: η σιωπή κι η μοναξιά του διαστρικού χώρου. Φυσικά, η πρόσφατη συζήτηση για την Τεχνητή Νοημοσύνη, είχε γίνει αφορμή να ανακαλέσω τη σεκάνς με τον Hal 9000, το σύστημα Τεχνητής Νοημοσύνης του διαστημικού σκάφους, αν και ομολογώ ότι δεν θυμόμουν την δραματική ένταση με την οποία ο Kubrick περιγράφει τη θανάτωσή του. Ούτως ή άλλως, το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας είχε περάσει στη λήθη αφήνοντας πίσω του τη γενική εντύπωση ενός αισθητικά άρτιου και λεπτοδουλεμένου καλλιτεχνικού έργου.

Όπως συμβαίνει με όλα τα σημαντικά καλλιτεχνικά έργα, όμως, η ταινία του Kubrick είναι και μια πρόκληση για τον φιλοσοφικό στοχασμό. Μολονότι αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά ενός ευανάγνωστου μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας, η ταινία έχει μείνει στην ιστορία για τον διφορούμενο χαρακτήρα και την κρυπτικότητά της. Δεν πρόκειται για απλή διαστημική «περιπέτεια», αλλά για καταβύθιση σε ένα κλειστοφοβικό σύμπαν που δεν είναι σαφές αν περιβάλλει τον άνθρωπο ή αν υπάρχει εξολοκλήρου εντός του. Ίσα ίσα, το σημείο που φαίνεται ότι θέλει να αναδείξει ο σκηνοθέτης είναι ακριβώς η απουσία μιας οριοθετικής επιφάνειας ανάμεσα στο μέσα και στο έξω. Όχι ο πορώδης χαρακτήρας μιας τέτοιας επιφάνειας, η διαφάνεια ή η επιλεκτική διαπερατότητά της, αλλά η πλήρης απουσία της. Οι οντότητες του κόσμου είναι πτυχώσεις του συνεχούς. Και πτυχώσεις πτυχώσεων. Αν η ανθρώπινη συνείδηση είναι μια πτύχωση, όπως φαίνεται να υπονοεί η τελική σεκάνς της ταινίας, τότε τα ανθρώπινα δημιουργήματα είναι πτυχώσεις αυτής της πτύχωσης. Αλλά αυτό δεν τα τοποθετεί σε διαφορετικό επίπεδο από τον ίδιο τον άνθρωπο, παρά μόνο ως υπενθυμίσεις της προσωρινότητας και της ενδεχομενικότητας κάθε πτύχωσης.

Για τα σημερινά δεδομένα, η σεκάνς με την οποία ανοίγει η ταινία είναι μεγάλη και βαρετή: δεν υπάρχει καμία «δράση». Προανθρώπινες φιγούρες –«πίθηκοι»– που επί πολλή ώρα κινούνται άσκοπα σε μια στεγνή και αφιλόξενη σαβάνα. Δεν υπάρχει τίποτα το ειδυλλιακό και τίποτα το φιλοσοφικό στην απεικόνιση αυτής της κυριολεκτικά γυμνής πραγματικότητας. Δεν υπάρχει κανένα νόημα. Ακόμα και η εχθρότητα με μια άλλη ομάδα όμοιων όντων δεν σημαίνει τίποτα. Ακόμα κι παρουσία ενός θηρευτή που καταβροχθίζει ένα από αυτά δεν σημαίνει τίποτα. Και τότε είναι που εμφανίζεται ο μονόλιθος. Μια ψηλή, στιλπνή στήλη με οξείες ακμές και απόλυτο μαύρο χρώμα. Το τι αντιπροσωπεύει ο μονόλιθος στην ταινία του Kubrick έχει αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεων, πεπαιδευμένων εικασιών, ακόμα και ακαδημαϊκών εργασιών. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης αρνήθηκε πεισματικά να αποκαλύψει τη σημασία που απέδιδε στο συγκεκριμένο αντικείμενο. Ωστόσο, υπάρχει κάτι στην συμπεριφορά των πιθήκων που μοιάζει να υποδεικνύει μια εύλογη ερμηνεία. Όπως είναι φυσικό, τα όντα αισθάνονται επιφυλακτικότητα απέναντι στο ξένο αντικείμενο που εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά τους. Αισθάνονται και κάτι άλλο, όμως. Δέος. Πλησιάζουν το αντικείμενο και το αγγίζουν. Χαϊδεύουν την στιλπνή επιφάνειά του και τις κοφτερές ακμές του. Εκστασιάζονται από το απόλυτο μαύρο χρώμα, το παράστημα και το σχήμα του μονόλιθου. Γιατί; Γιατί κανένα από αυτά τα χαρακτηριστικά δεν υπάρχει στον κόσμο που τα περιβάλλει. Δεν υπάρχει κανένα λείο επίπεδο, καμιά ευθεία γραμμή, καμία γεωμετρική κανονικότητα· δεν υπάρχει μαύρο χρώμα. Ο μονόλιθος είναι κάτι διακριτό και ξένο: Είναι ένα αντι-κείμενο. Και, όπως φαίνεται από την εξέλιξη της ταινίας, αντιπροσωπεύει έναν τρόπο μορφοποίησης του κόσμου που προσφέρει δύναμη και κυριαρχία στα όντα που θα τον υιοθετήσουν. Η μετατροπή του ακανόνιστου εξωτερικού περιβάλλοντος σε γραμμές και επίπεδα, η μετατροπή του ληθαργικού εσωτερικού περιβάλλοντος σε δομημένη τελεολογική σκέψη και, πάνω απ’ όλα, η δυνατότητα ελέγχου, μέσω αυτών, ενός αβέβαιου, αφιλόξενου και επισφαλούς κόσμου μετασχηματίζει το αδύναμο, αργοκίνητο ον σε κυρίαρχο.

Ο μονόλιθος αντιπροσωπεύει το τυχαίο συναπάντημα του ανθρώπου με την τεχνική. Όχι ότι οι δύο όροι προϋπήρχαν – ο άνθρωπος ως «πρωτόγονος», ήδη έτοιμος να υποδεχτεί τον λόγο, και η τέχνη ως πλατωνική ιδέα που προοριζόταν νομοτελειακά για το μόνο ον που ήταν ικανό να την υποδεχτεί. Το αντίθετο: Η διασταύρωση, όπως ακριβώς αποτυπώνεται στην ταινία, είναι ένα απροσδόκητο συμβάν. Είναι η στιγμή που ένα αντικείμενο μετατρέπεται, μέσω της κίνησης, σε κάτι περισσότερο από αυτό που είναι. Ένα οστό μετατρέπεται σε ένα είδος μέσου. Και η ίδια κίνηση που ενεργοποιεί τη μετατροπή του οστού σε εργαλείο είναι εκείνη που ενεργοποιεί και τη μετατροπή του όντος που την εκτελεί σε φορέα εργαλείων. Μέσα από αυτό το τυχαίο συναπάντημα δημιουργείται η πτύχωση του πραγματικού όπου επωάζεται ο άνθρωπος και ο ανθρώπινος κόσμος. Δεν είναι ο άνθρωπος που επινοεί το εργαλείο, αλλά το εργαλείο που επινοεί τον άνθρωπο. Η τεχνική είναι η εργασία μέσω της οποίας ο άνθρωπος επινοεί διαρκώς τον εαυτό του, όχι ως μια αυθύπαρκτη και αυτονοηματοδοτούμενη οντότητα, αλλά ως μέρος ενός τεχνικού κόσμου, που είναι ο μόνος κόσμος στον οποίο μπορεί να υπάρξει.