Ο νόμος της παγκόσμιας έλξης

ΟΛΟΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ότι ο Νεύτων εισηγήθηκε τον νόμο της παγκόσμιας έλξης. Λίγοι και λίγες γνωρίζουν, όμως, τις αντιδράσεις που ξεσήκωσε αυτή η εξωφρενική ιδέα στην εποχή της. Η ύλη έλκει τη ύλη. Κι αυτό γίνεται χωρίς να απαιτείται η μεσολάβηση κάποιου μηχανικού παράγοντα, κάποιου μέσου που να μεταφέρει τη δράση από το ένα σημείο στο άλλο. Η αδρανής και άψυχη ύλη είναι σε θέση να αναγνωρίσει από μακριά την παρουσία άλλης ύλης και να ενεργήσει κατά τρόπον ώστε να την τραβήξει προς το μέρος της. Ή, ακριβέστερα, κατά τρόπον ώστε τα αντίστοιχα υλικά σώματα, ανεξάρτητα από το μέγεθος ή τις άλλες ιδιότητές τους, να συγκλίνουν. Έτσι δημιουργούνται τα αστέρια, έτσι δημιουργούνται οι μαύρες τρύπες. Ωστόσο, όταν ο Νεύτων διατύπωσε την ιδέα της «δράσης από απόσταση», οι περισσότεροι φυσικοί φιλόσοφοι της εποχής τον κατηγόρησαν ότι επανεισήγαγε στον φυσικό στοχασμό τις απόκρυφες ιδιότητες που με τόσο κόπο είχαν εξορίσει.

Margaret Watts-Hughes, Pigment on Glass, Cyfarthfa Castle Museum and Art Gallery

Ένα από τα πράγματα που μας θύμισε η πανδημία είναι ότι η βαρύτητα δεν είναι μόνο κατακόρυφη. Ίσα-ίσα, είναι ο νόμος της παγκόσμιας έλξης που ορίζει το πάνω και το κάτω και όχι το αντίστροφο. Η ύλη έλκει την ύλη απ’ όλες τις κατευθύνσεις. Απλώς, όπως και πολλά άλλα πράγματα σε αυτή την περίεργη συνθήκη, η συνειδητοποίηση ήρθε μέσω της στέρησης. Όταν τα σώματα διαχωρίστηκαν, απομονώθηκαν και τοποθετήθηκαν σε αυστηρή διάταξη στον χώρο, τότε ο αέρας γέμισε από την ένταση των βουβών δυνάμεων που προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν, να μεταδώσουν την επιθυμία της συνάντησης, να πραγματώσουν την επαφή. Για πολύ καιρό οι δυνάμεις έμειναν μετέωρες και ατελέσφορες. Η επαφή μπορούσε να πραγματοποιηθεί, αλλά η μαγεία, η μυστική δύναμη που κληροδότησε η νευτώνεια μεταφυσική στον νόμο της παγκόσμιας έλξης, ήταν απούσα. Κανένα αστέρι δεν μπορεί να γεννηθεί στις ψηφιακές πλατφόρμες επικοινωνίας, κανένας καρναβαλικός παροξυσμός δεν μπορεί να εξορκίσει το φόβο του θανάτου, όπως γινόταν στις πανδημίες του παρελθόντος. Ο ψηφιακός χώρος μετατρέπεται σε μήτρα που ταξινομεί, επιτηρεί και επιτρέπει ελεγχόμενες αλληλεπιδράσεις αποκλείοντας την πιθανότητα της σύγκλισης.

Ο νόμος της παγκόσμιας έλξης, όμως, είναι πανίσχυρος. Κανένα υλικό μέσο δεν μπορεί να τον περιορίσει, επειδή εξ ορισμού καθετί συμμετέχει στον ξέφρενο χορό της ύλης. Όλα ανεξαιρέτως τα σώματα ακολουθούν την καμπύλωση του χώρου για να προσεγγίσουν το ένα το άλλο, ν’ ανταλλάξουν συντρόφους, να παίξουν με τις πυκνώσεις και τις αραιώσεις, να αναδιαμορφώσουν το πεδίο. Η προσωρινή αναστολή του νόμου της παγκόσμιας έλξης καταρρέει υπό την πίεση της επιθυμίας για επαφή, της μύχιας ανάγκης για επιβεβαίωση της σωματικότητάς μας μέσω της αφομοίωσης του σώματος του άλλου. Η τήρηση των αποστάσεων και η απομόνωση μας προφυλάσσουν αναμφίβολα από τον κίνδυνο της νόσου. Όμως, τι είμαστε στ’ αλήθεια χωρίς τους άλλους;

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 86, στις 9 Μαΐου 2020.

Το νησί

ΤΟ ΝΗΣΙ είναι μια πτύχωση του εδάφους που δημιουργεί βαθιές κοιλάδες και στενά περάσματα. Όσο εκτεταμένο κι αν είναι, από κανένα σημείο του δεν μπορείς να δεις μακρύτερα από μερικές εκατοντάδες μέτρα. Εκτεθειμένο τριγύρω στις ριπές του θαλασσινού νερού, στο εσωτερικό του μοιάζει περισσότερο με ηπειρωτική χώρα γεμάτη δέντρα, νερά και εύφορες πλαγιές. Ο αέρας μεταφέρει θερμές ανάσες που μυρίζουν αμπέλι, πεύκο, σύκο και πάλλονται από το ζουζούνισμα των εντόμων.

Κάποτε ήταν στεριά, χερσόνησος για την ακρίβεια. Η δυτικότερη απόληξη της αχανούς ασιατικής ηπείρου, εκτεθειμένη σε μια κλειστή, πολυσύχναστη θάλασσα. Όταν συνέβαιναν καταστροφές, όταν η Γη βυθιζόταν κι η θάλασσα ανέβαινε, όταν οι φωτιές κατέτρωγαν τις γειτονικές πεδιάδες, τα ζώα έτρεχαν να σκαρφαλώσουν στις απόκρημνες πλαγιές του και να λουφάξουν στις σκιερές χαράδρες του. Έβρισκαν καταφύγιο. Το νησί ποτέ δεν παραπονέθηκε, ποτέ δεν στέναξε από το βάρος των τρομοκρατημένων ποδιών. Τα έπαιρνε όλα και τα μετέτρεπε σε δική του ζωή. Ακόμα και σήμερα, αν σκάψεις θα βρεις απολιθώματα μορφών ζωής που έχουν εξαφανιστεί πριν από πολλές χιλιάδες χρόνια. Τα έχει κρατήσει όλα μέσα του.

Όταν ανέβηκαν τα νερά και το χώρισαν από την απέναντι στεριά –όταν γνώρισε τον πρώτο αποχωρισμό– το ρεύμα ζωής που το συντηρούσε δεν διακόπηκε. Το χάσμα που δημιουργήθηκε το γεφύρωσαν οι άνθρωποι. Πλεούμενα κάθε λογής προσέγγιζαν τις ακτές του. Πειρατές, φυγάδες, προσκυνητές… κυρίως αυτοί, κουβαλώντας αναθήματα για τη μεγάλη θεά. Κοσμήματα, μπουκαλάκια με αρώματα, μυθικούς γρύπες, ομοιώματα ανθρώπινων μελών, μαρμάρινους κούρους. Τα κράτησε κι αυτά μέσα του, στα ερείπια των ναών που σιγά-σιγά καλύπτονταν από τη βλάστηση.

Με το πέρασμα του χρόνου η ζωή του νησιού άλλαζε. Οι άνθρωποι κινούνταν πάνω του όπως άλλοτε τα ζουζούνια. Το τρυπούσαν, το γονιμοποιούσαν, το μεταμόρφωναν. Εκείνοι δεν το καταλάβαιναν, αλλά είχαν γίνει μέρος της ζωής του, μια από τις δυνάμεις που το κρατούσαν συνδεδεμένο με τη Γη και με τους κύκλους των αλλαγών. Τους δεχόταν πρόθυμα, τους φιλοξενούσε και τους έκανε μέρος του όταν έκλειναν τον κύκλο τους. Ποτέ δεν παραπονέθηκε, ποτέ δεν ξεχώρισε, ποτέ δεν αρνήθηκε. Γι’ αυτό του φάνηκε περίεργο όταν κατάλαβε ότι κάποιοι από αυτούς εμπόδιζαν άλλους να το κατοικήσουν. Για το ίδιο, περισσότεροι άνθρωποι σήμαιναν μεγαλύτερη σύνδεση με τη ζωή, πλουσιότερη εμπειρία του κόσμου. Όμως, όπως συμβαίνει μερικές φορές σε έναν άρρωστο οργανισμό, ένα μέρος του σώματός του άρχισε να καταβροχθίζει ένα άλλο επειδή το θεώρησε απειλή. Το νησί νοσεί. Από τόπος φιλοξενίας μετατρέπεται σε τόπο εξορίας. Ξαναγνωρίζει τον αποχωρισμό, αυτή τη φορά όμως εκείνον που επιβάλλουν οι φράχτες και οι οπλισμένες περίπολοι. Και καταλαβαίνει ότι όταν η ζωή επανέλθει σ’ αυτό, το μόνο που θα βρει θα είναι μια έρημη χώρα κατοικημένη από παγωμένες μορφές και σημαδεμένη από μνήμες ταπείνωσης, ματαίωσης και απώλειας.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 81, στις 15 Φεβρουαρίου 2020.

Ο Νεύτων στο Δελχί

Η ΕΝΝΟΙΑ του χώρου αποτελεί ένα από τα ισχυρότερα μεταφυσικά θεμέλια της δυτικής επιστήμης, αλλά και της κοινής αντίληψης για τον κόσμο. Δύο ερωτήματα απασχόλησαν κυρίως τους φιλοσόφους και τους επιστήμονες σε σχέση με τη φύση του χώρου. Το ένα είναι αν ο χώρος είναι απόλυτος ή σχετικός. Το άλλο είναι αν ο χώρος υπάρχει αντικειμενικά ή αν είναι συνυφασμένος με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Κανένα από τα δύο δεν έχει απαντηθεί τελεσίδικα. Από μια άλλη άποψη, ωστόσο, και τα δύο έχουν απαντηθεί μέσω της καθημερινής πολιτισμικής πρακτικής. Μέσω του τρόπου που τοποθετούμε τα σώματά μας, που κινούμαστε, που χτίζουμε τις πόλεις μας, που σχεδιάζουμε τα διαστημικά ταξίδια: Ο χώρος είναι ένας κενός υποδοχέας, ο οποίος αποτελείται από θέσεις. Δεν έχει ποιότητες και όλα τα σημεία του είναι κατ’ αρχήν αδιαφοροποίητα. Το μόνο που διακρίνει τα διαφορετικά σημεία μεταξύ τους είναι οι συντεταγμένες τους. Μολονότι συχνά μιλάμε για «καρτεσιανές συντεταγμένες», στην πραγματικότητα πρόκειται για τον «απόλυτο, αληθή και μαθηματικό» χώρο του Νεύτωνα.

Η κίνηση σε αυτόν τον χώρο είναι κατ’ αρχήν αδρανειακή, δηλαδή ευθύγραμμη και ισοταχής. Και άσκοπη. Η σκοπιμότητα εκδηλώνεται με την παρουσία ενός βουλητικού παράγοντα –μιας δύναμης–, η οποία αποτυπώνει την απόφαση του κινητού να εκτραπεί από την αδρανειακή κίνηση προκειμένου να μεταβεί σε μια συγκεκριμένη θέση. Η τροχιά που διαγράφεται αποτυπώνει τον τρόπο με τον οποίο η βούληση αλληλεπιδρά με τη φυσική αναγκαιότητα για την υλοποίηση της συγκεκριμένης απόφασης. Κι αυτό υπήρξε ανέκαθεν ένα από τα κύρια αντικείμενα της Φυσικής.

Όλα αυτά μέχρι να βρεθεί κάποιος στο Παλιό Δελχί. Εκεί, η αίσθηση του χώρου αλλάζει άρδην. Η πυκνότητα των σωμάτων, των αντικειμένων, των ήχων, των οσμών είναι τέτοια που ο χώρος μετατρέπεται σε plenum. Όλα κινούνται σε επαφή το ένα με το άλλο. Και για να κινηθεί ή να αλλάξει κατεύθυνση κάτι, πρέπει να κινηθούν όλα. Ο χώρος δεν προϋπάρχει των σωμάτων, δεν έχει συντεταγμένες στις οποίες αυτά μπορούν να μεταβούν, πολύ δε περισσότερο να εγκατασταθούν. Η αίσθηση της έκτασης παράγεται από την ίδια την κίνηση, σαν κουκούλι που διαστέλλεται και συστέλλεται για να περιβάλει τα σώματα που αλληλεπιδρούν. Ο χώρος βιώνεται ως ένα μεταβαλλόμενο σύνολο νοημάτων που τροφοδοτείται από την αντιληπτικότητα και τον συγκερασμό των προθέσεων υποκειμένων που διαπραγματεύονται διαρκώς τις επιλογές τους. Σε αυτό το πλαίσιο, οι τροχιές των σωμάτων δεν αντιπροσωπεύουν την υλοποίηση της απόφασής τους να μεταβούν σε συγκεκριμένες θέσεις που έχουν συλλάβει με τη μαθηματική τους φαντασία. Αντιπροσωπεύουν τον τρόπο με τον οποίο αυτά εντάσσονται στη ροή, προκειμένου να βρεθούν προσωρινά σε θέσεις που ταιριάζουν περισσότερο με τις επιλογές τους. Η κίνηση είναι η τέχνη με την οποία τα σώματα συμμετέχουν στον χορό της πραγματικότητας.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 64, στις 18 Μαΐου 2019.