Γνώση και Αντιγνώση

Γνώση
Τι σημαίνει γνωρίζω; Η ερώτηση είναι, ασφαλώς, παλιά. Ο πλατωνικός Θεαίτητος αποτελεί ίσως την πρώτη συστηματική προσπάθεια εξέτασης του ζητήματος. Η έννοια με την οποία τίθεται εδώ, όμως, είναι διαφορετική: Σε μια εποχή που η επιστήμη και η τεχνολογία έχουν αποδείξει την αποτελεσματικότητά τους πέρα από κάθε αμφιβολία, η γνώση μας για τον κόσμο είναι εγγυημένη από τις επιστημονικές και τεχνολογικές μεθόδους έρευνας. Ό,τι θεωρούμε πως γνωρίζουμε, το γνωρίζουμε χάρη στο πείραμα, τους αδιάβλητους μαθηματικούς υπολογισμούς και τις αλάνθαστες τεχνολογικές διατάξεις, που είναι σε θέση να επικυρώσουν ή να διαψεύσουν τις θεωρητικές μας εικασίες. Βάση όλης της γνώσης είναι η εμπειρία.

Ο εμπειρισμός του 17ου αιώνα κληροδότησε στην επιστήμη τη σιγουριά του: Η εμπειρία διορθώνει την εμπειρία, ισχυριζόταν ο John Locke. Τα πράγματα διαθέτουν πρωτογενείς και δευτερογενείς ιδιότητες. Οι δεύτερες εξαρτώνται από την αλληλεπίδραση με τον παρατηρητή, γι’ αυτό αποτελούν επισφαλείς δείκτες της πραγματικότητας. Οι πρώτες, όμως, εξαρτώνται μόνο από το αντικείμενο της μελέτης μας και, το σημαντικότερο, είναι μετρήσιμες. Αν τις παραβλέψουμε ή τις παρανοήσουμε θα μας επιβάλουν την αλήθεια τους με το ζόρι. Θα εισβάλουν στην αντίληψή μας για τον κόσμο, ανατρέποντας τις καθησυχαστικές και αυτοεπιβεβαιωτικές θεωρίες μας, όπου αυτές δεν συμφωνούν με τον κόσμο των αντικειμένων.

Ας αφήσουμε, όμως, προς στιγμήν κατά μέρος το ερώτημα της αντικειμενικότητας κι ας εστιάσουμε στο υποκείμενο της γνώσης. Ποιος γνωρίζει;

Εύκολο: Υποκείμενο της γνώσης είναι το άτομο που επιστρατεύει τις μεθόδους της επιστήμης για να εξερευνήσει τον κόσμο. Με αυτόν τον τρόπο ο Γαλιλαίος βεβαιώθηκε για την ορθότητα της ηλιοκεντρικής υπόθεσης, ο Joule για την ισοδυναμία μηχανικού έργου και θερμότητας και ο Eddington για την ορθότητα της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας. Εγώ, όμως, πώς τα γνωρίζω όλα αυτά; Εγώ δεν έχω κοιτάξει ποτέ μέσα από ένα τηλεσκόπιο, δεν έχω εκτελέσει ποτέ το πείραμα της φτερωτής και δεν έχω μελετήσει ποτέ την κάμψη του φωτός από τη βαρύτητα του Ήλιου. Η πεποίθηση ότι γνωρίζω από πρώτο χέρι όλα αυτά τα πράγματα προέρχεται από ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της επιστήμης: Η επιστημονική γνώση κοινοποιείται με τρόπο που ο καθένας μπορεί να ελέγξει τη διαδικασία η οποία οδήγησε σε αυτή. Παραμένει, ωστόσο, γεγονός ότι εγώ δεν έχω πραγματοποιήσει ποτέ αυτόν τον έλεγχο. Συνεπώς, η προσωπική μου γνώση εδραιώνεται στη εμπιστοσύνη και όχι στη μέθοδο.

Η επιστήμη και η τεχνολογία έχουν αναπτύξει θεσμούς που εγγυώνται την ακρίβεια της γνώσης που κοινοποιείται. Αλλά οι θεσμοί αυτοί δεν παράγουν οι ίδιοι γνώση, παράγουν πολιτικό λόγο. Συνεπώς, αν εξαιρέσουμε τα ελάχιστα πράγματα των οποίων τυχαίνει να έχουμε οι ίδιοι άμεση εποπτεία, η αλήθεια που γνωρίζουμε για τον κόσμο δεν είναι προϊόν εμπειρικής μελέτης, αλλά συναινέσεων που καλλιεργούνται στη δημόσια σφαίρα. Η γνώση για τον κόσμο είναι ένα πράγμα του κόσμου των ανθρώπων.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 39, στις 21.4.2018.

Αντιγνώση
Στο προηγούμενο σημείωμα έγραφα ότι η γνώση για τον κόσμο είναι ένα πράγμα του κόσμου των ανθρώπων. «Πράγμα» από το πράττω. Η γνώση του κόσμου δεν είναι μια απευθείας σχέση του υποκειμένου της γνώσης με τον κόσμο, αλλά μια σχέση που διαμεσολαβείται από τους όρους της συλλογικής του ύπαρξης, από το γεγονός δηλαδή ότι ζει σε μια κοινωνία. Το κλασικό ερώτημα της γνωσιολογίας είναι: Τι μπορούμε να γνωρίσουμε και πώς μπορούμε να γνωρίσουμε; Αν το δούμε υπό το πρίσμα της παραπάνω διαπίστωσης, όμως, τα πράγματα περιπλέκονται.

Το 2004, ο Peter Galison, θεωρητικός των Σπουδών Επιστήμης και Τεχνολογίας, δημοσίευσε ένα άρθρο με θέμα τις διαδικασίες διαβάθμισης εγγράφων, δηλαδή τους τρόπους με τους οποίους διάφορα έγγραφα που αφορούν την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ χαρακτηρίζονται απόρρητα. Όπως είναι εύλογο, η πλειονότητα των εγγράφων αφορά επιστημονικές εργασίες που εκπονούνται σε εργαστήρια που συνδέονται με την αμυντική βιομηχανία της χώρας. Το ζητούμενο από τους ανθρώπους που επιφορτίζονται με τη διαβάθμιση των σχετικών εγγράφων είναι να αφαιρέσουν χειρουργικά από το σύνολο της θεωρητικής παραγωγής εκείνα τα στοιχεία που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια, και να επιτρέψουν τη διάθεση της υπόλοιπης και κατά τεκμήριο πολύτιμης γνώσης στη δημόσια σφαίρα. Το πρόβλημα είναι ότι κάτι τέτοιο αποδεικνύεται αδύνατο.

Αφενός, επειδή τα διάφορα σώματα των ανθρώπων που είναι επιφορτισμένοι με τη διαβάθμιση εγγράφων δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Κάθε ομάδα έχει πρόσβαση σε διαφορετική κατηγορία εγγράφων, τα οποία παραμένουν εν δυνάμει απόρρητα για όλες τις υπόλοιπες ομάδες. Συνεπώς, είναι αδύνατο να υπάρξει ένα κοινό πρωτόκολλο εργασίας που θα διασφαλίσει ότι όλα τα σώματα γνώσης υφίστανται παρόμοια μεταχείριση. Αφετέρου γιατί η ελπίδα ότι μπορούν να υπάρξουν παρεμβάσεις στη γλώσσα σε «ατομικό» επίπεδο αποδεικνύεται φρούδα. Οι «χειρουργικές» παρεμβάσεις δεν αρκούν για να συσκοτίσουν το θεωρητικό πλαίσιο το οποίο κάνει δυνατή τη γνώση ενός φαινομένου ή την ανάπτυξη μιας τεχνολογίας. Με αποτέλεσμα, η διαβάθμιση να περιλαμβάνει όλο και ευρύτερα σώματα γνώσης, αποστερώντας τα, αντίστοιχα, από τη δημόσια σφαίρα. Ο Galison σημειώνει:

«Το διαβαθμισμένο σύμπαν, απ’ όσο μπορώ να εκτιμήσω, είναι πέντε έως δέκα φορές μεγαλύτερο από την ελεύθερα διαθέσιμη βιβλιογραφία που φτάνει στις βιβλιοθήκες μας. Η εικόνα που έχουμε για τη γνώση είναι πιθανότατα υπερβολικά αισιόδοξη, θα έλεγα μάλιστα αντεστραμμένη. Ο κλειστός κόσμος δεν είναι ένα μικρό χρηματοκιβώτιο με τις κωδικοποιημένες και αποθηκευμένες γνώσεις, στη γωνία του συλλογικού μας σπιτιού. Αντίθετα, είμαστε εμείς, που ζούμε στον ανοιχτό κόσμο –εμείς που μελετάμε τον κόσμο που απόκειται στις βιβλιοθήκες μας […]– αυτοί που ζουν σε μια μικρή θυρίδα πληροφοριών που βλέπει προς τα έξω, με τις πλάτες μας στραμμένες σε μια απέραντη διαβαθμισμένη αυτοκρατορία που μόλις και μετά βίας γνωρίζουμε.»

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 40, στις 5.5.2018.

Image Credit: Jackson Pollock, Blue poles, 1952