Experts

ΔΕΝ ΣΥΝΗΘΙΖΩ να ασχολούμαι με ακαδημαϊκές διαμάχες σε αυτή τη στήλη. Ωστόσο, θα κάνω μια εξαίρεση με αφορμή τη δημοσίευση του βιβλίου Από την επαλήθευση στην επιλάθευση του απερχόμενου Προέδρου της Δημοκρατίας. Η συγκεκριμένη δημοσίευση πυροδότησε μια ανταλλαγή βιβλιοκριτικών σημειωμάτων μεταξύ τριών συναδέλφων μου φιλοσόφων. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι ο Προκόπης Παυλόπουλος αποφάσισε να παρέμβει ως ειδικός σε θέματα Φιλοσοφίας της Επιστήμης. Και όχι μόνο, είναι η αλήθεια, αλλά και σε θέματα Μεσαιωνικής Ιστορίας. Και έκανε φάουλ. Διότι, όπως σωστά επισημάνθηκε, αυτά που γράφει για τον Popper και τον Kuhn είναι ανακριβή και αυτά που γράφει για την ελληνική αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα είναι αφελείς ιδεοληψίες.

Το ερώτημα της ειδημοσύνης είναι κρίσιμο στις μέρες μας. Ποιος είναι ειδικός σε τι και ποιος/α «δικαιούται διά να ομιλεί»; Η αλήθεια είναι ότι, με όρους γνωστικών πεδίων, ο καθένας κι η καθεμιά γνωρίζουμε πολλά για λίγα και ελάχιστα για όλα τα υπόλοιπα. Η πυκνότητα γνώσης που διαθέτουμε σε μια συγκεκριμένη περιοχή μάς κάνει επιστήμονες, καλλιτέχνες, τεχνίτες, δημιουργούς – ειδικούς. Σε όλες τις υπόλοιπες περιοχές, όπως αποδεικνύει και το παράδειγμα του Προέδρου, είμαστε εξίσου αδαείς, ημιμαθείς ή ευάλωτοι στην παραπληροφόρηση με οποιονδήποτε πολίτη – ανεξάρτητα από το πόσο ενάρετοι ή καλλιεργημένοι είμαστε: Το ήθος δεν υποκαθιστά τη γνώση· απλώς, κάνει ευκολότερη την απόκτησή της.

Τι πρέπει να κάνουμε, όμως, σε μια εποχή που τα γνωστικά πεδία πολλαπλασιάζονται και η απαίτηση της διεπιστημονικότητας γίνεται ιδιαίτερα επιτακτική; Έχω έναν συνάδελφο που έχει λύσει το πρόβλημα με απλό τρόπο. Σε όποια συνάντηση πηγαίνει συστήνεται ως ειδικός στο αντίστοιχο γνωστικό πεδίο. Είναι ειδικός στα ενεργειακά, στο περιβάλλον, στον ψηφιακό πολιτισμό, στη βιοηθική, στην ευρωπαϊκή ιστορία, στη διακινδύνευση, στην επικοινωνία της επιστήμης, στο φύλο, στην τεχνητή νοημοσύνη – και, υπό αυτές τις ιδιότητες, είναι ειδικός ασφαλώς και στη χάραξη επιστημονικής και τεχνολογικής πολιτικής σε όλα αυτά τα πεδία.

Πιστεύω ότι υπάρχει καλύτερος τρόπος να ανταποκριθούμε στην απαίτηση της διεπιστημονικότητας. Πρώτα απ’ όλα, οφείλουμε να έχουμε σαφή επίγνωση των ορίων εντός των οποίων κείται η ειδημοσύνη μας. Κατόπιν να τιμούμε τη συγκεκριμένη γνωστική περιοχή με την προσωπική ερευνητική συμβολή μας. Δεν αμφιβάλλω ότι όλοι το κάνουμε αυτό, αλλά αποτελεί κοινό μυστικό ότι αρκετοί/ές πανεπιστημιακοί πολλαπλασιάζουν την παρουσία τους οικειοποιούμενοι/ες διακριτικά την έρευνα των υποψηφίων διδακτόρων τους. Τέλος, να προσερχόμαστε στις διεπιστημονικές συναντήσεις για να συμβάλουμε με την ειδημοσύνη που διαθέτουμε, και όχι προσκομίζοντας πιστοποιητικά παντογνωσίας. Αν το πρώτο προάγει τον διάλογο ανάμεσα σε διαφορετικά επιστημονικά πεδία, το δεύτερο αποτελεί ιδιοτελή οικειοποίηση του δημόσιου χώρου, με στόχο τον έλεγχο των διαδικασιών ανταλλαγής, επικοινωνίας και συλλογικής δημιουργικότητας που συμβάλλουν στην ανάδυση μιας νέας γνωστικής επικράτειας. Τελικά, η απαίτηση της διεπιστημονικότητας θέτει με ανανεωμένη έμφαση το ζήτημα της δημοκρατίας στη γνώση.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 82, στις 7 Μαρτίου 2020.

Image Credit: De Chirico, Εβραιος αγγελος, 1916.

Γνώση και Αντιγνώση

Γνώση
Τι σημαίνει γνωρίζω; Η ερώτηση είναι, ασφαλώς, παλιά. Ο πλατωνικός Θεαίτητος αποτελεί ίσως την πρώτη συστηματική προσπάθεια εξέτασης του ζητήματος. Η έννοια με την οποία τίθεται εδώ, όμως, είναι διαφορετική: Σε μια εποχή που η επιστήμη και η τεχνολογία έχουν αποδείξει την αποτελεσματικότητά τους πέρα από κάθε αμφιβολία, η γνώση μας για τον κόσμο είναι εγγυημένη από τις επιστημονικές και τεχνολογικές μεθόδους έρευνας. Ό,τι θεωρούμε πως γνωρίζουμε, το γνωρίζουμε χάρη στο πείραμα, τους αδιάβλητους μαθηματικούς υπολογισμούς και τις αλάνθαστες τεχνολογικές διατάξεις, που είναι σε θέση να επικυρώσουν ή να διαψεύσουν τις θεωρητικές μας εικασίες. Βάση όλης της γνώσης είναι η εμπειρία.

Ο εμπειρισμός του 17ου αιώνα κληροδότησε στην επιστήμη τη σιγουριά του: Η εμπειρία διορθώνει την εμπειρία, ισχυριζόταν ο John Locke. Τα πράγματα διαθέτουν πρωτογενείς και δευτερογενείς ιδιότητες. Οι δεύτερες εξαρτώνται από την αλληλεπίδραση με τον παρατηρητή, γι’ αυτό αποτελούν επισφαλείς δείκτες της πραγματικότητας. Οι πρώτες, όμως, εξαρτώνται μόνο από το αντικείμενο της μελέτης μας και, το σημαντικότερο, είναι μετρήσιμες. Αν τις παραβλέψουμε ή τις παρανοήσουμε θα μας επιβάλουν την αλήθεια τους με το ζόρι. Θα εισβάλουν στην αντίληψή μας για τον κόσμο, ανατρέποντας τις καθησυχαστικές και αυτοεπιβεβαιωτικές θεωρίες μας, όπου αυτές δεν συμφωνούν με τον κόσμο των αντικειμένων.

Ας αφήσουμε, όμως, προς στιγμήν κατά μέρος το ερώτημα της αντικειμενικότητας κι ας εστιάσουμε στο υποκείμενο της γνώσης. Ποιος γνωρίζει;

Continue reading