ΜΙΑ ΑΣΚΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
ΦΥΛΛΟΜΕΤΡΟΥΣΑ πρόσφατα τον συλλογικό τόμο που επιμελήθηκε η Shannon Vallor, The Oxford Handbook of Philosophy of Technology. Η Vallor είναι καθηγήτρια στο τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου και ειδική σε θέματα Ηθικής των Δεδομένων και Τεχνητής Νοημοσύνης. Επίσης, έχει διατελέσει πρόεδρος της Εταιρείας Φιλοσοφίας και Τεχνολογίας. Υπάρχει κάτι περίεργο με το συγκεκριμένο εκδοτικό εγχείρημα, το οποίο η Vallor χρησιμοποιεί ως αφετηρία για να στοχαστεί τη θέση της Φιλοσοφίας της Τεχνολογίας στον ακαδημαϊκό χάρτη: Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2022. Αυτό είναι δηλωτικό, παρατηρεί η Vallor, μιας καθυστερημένης πρόσληψης της Φιλοσοφίας της Τεχνολογίας. Ακριβέστερα (και τιμιότερα): μιας μακροχρόνιας απαξίωσης. Δεν είναι τυχαίο ότι τον ίδιο προβληματισμό εκφράζουν και κάποιοι από τους συγγραφείς που συμμετέχουν στον τόμο Φιλοσοφία της Τεχνολογίας. Μια κριτική επισκόπηση που επιμεληθήκαμε με τον Χαράλαμπο Κόκκινο (και κυκλοφόρησε κι αυτός το 2023): η Diane Michelfelder, ο Sven Hansson, ο Philip Brey, ακόμα και ο Don Ihde. Όταν γράφαμε την εισαγωγή στον δικό μας τόμο, αναρωτηθήκαμε, όπως και η Vallor, πώς εξηγείται αυτή η παραγνώριση τόσο από τα, ούτως ή άλλως ολιγάριθμα, τμήματα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης όσο και από την πλειονότητα των τμημάτων Φιλοσοφίας.

Σίγουρα ένας λόγος γι’ αυτό είναι ότι στα σύγχρονα ακαδημαϊκά προγράμματα των δυτικών πανεπιστημίων, το πεδίο που καλείται να καλύψει η Φιλοσοφία της Τεχνολογίας έχει σε σημαντικό βαθμό καταληφθεί από το πεδίο «Επιστήμη, Τεχνολογία, Κοινωνία», το γνωστό STS (Science, Technology and Society). Περισσότερο ελκυστικό και λιγότερο απαιτητικό από ένα αμιγώς φιλοσοφικό αντικείμενο, το STS έχει συγκεντρώσει το ενδιαφέρον πολλών μελετητών της τεχνολογίας, είτε αυτοί|ές βρίσκονται σε τμήματα επιστημών και τεχνολογίας είτε θεραπεύουν τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες. Η υπόρρητα πολιτική φύση του συγκεκριμένου πεδίου, εξάλλου, επιτρέπει σε πολλά από αυτά τα άτομα είτε να αρθρώσουν κριτικό λόγο (συχνά επηρεασμένο από την Κριτική Θεωρία) είτε να διεκδικήσουν μια θέση σε τμήματα πολιτικού σχεδιασμού διάφορων κρατικών ή ιδιωτικών φορέων που σχετίζονται με τις τεχνοεπιστήμες. Αυτό, όμως, δεν εξηγεί γιατί η Φιλοσοφία της Τεχνολογίας δεν έχει παρουσία ούτε στα τμήματα Φιλοσοφίας. Η αλήθεια είναι ότι, παρά τη στενή της συγγένεια με την Αναλυτική Φιλοσοφία, ούτε η Φιλοσοφία της Επιστήμης έχει βρει πραγματικά το δρόμο της στα τμήματα Φιλοσοφίας. Τα προγράμματα σπουδών αυτών των τμημάτων έχουν ισχυρή ροπή προς την παραδοσιακή διδασκαλία της Φιλοσοφίας (αρχαία, νεότερη, σύγχρονη) και, όπως φαίνεται τα τελευταία χρόνια, τα ανοίγματά τους προς τα ζητήματα της τεχνοεπιστήμης αφορούν είτε τις εξελίξεις στον χώρο των νευροεπιστημών (οι οποίες διασταυρώνονται με τη Φιλοσοφία του Νου) είτε τα οικοτεχνολογικά διλήμματα του σύγχρονου πολιτισμού (τα οποία αντιμετωπίζονται σχεδόν αποκλειστικά στο πλαίσιο της Ηθικής).
Οι τρέχουσες εξελίξεις, ωστόσο, αφορούν ένα ελάχιστο μέρος της δυνατής ιστορίας της Φιλοσοφίας της Τεχνολογίας. «Λογικά», η τεχνολογία ή, εν πάση περιπτώσει, η τεχνικότητα (για να θυμηθούμε τον Simondon) θα μπορούσαν να έχουν απασχολήσει την Φιλοσοφία από την αρχαιότητα. Ήδη, στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη έχουμε έναν φιλοσοφικά επεξεργασμένο λόγο περί τέχνης, παρατηρεί η Vallor. Όμως, ο λόγος αυτός δεν καταφέρνει ποτέ να συγκροτηθεί ως μια αυτόνομη περιοχή του φιλοσοφικού στοχασμού. Παραμένει περιθωριακός, συμπληρωματικός και υποτελής. Η αιτία γι’ αυτή την αρχέγονη παραγνώριση είναι κοινωνική – ταξική, θα μπορούσαμε να πούμε. Κανένας αξιοσέβαστος πολίτης δεν ασχολείται με τις χειρωνακτικές, δημιουργικές τέχνες. Κανένας αξιοσέβαστος πολίτης δεν λερώνει τα χέρια του και δεν κουράζει το μυαλό του για να βρει τεχνικές λύσεις σε προβλήματα της οικιακής ζωής, του δημόσιου βίου, του πολέμου… Αυτά είναι δουλειές για τα υποδεέστερα στρώματα της κοινωνίας. Για τους σκλάβους, τις γυναίκες και τους τεχνίτες. Δεν θα περίμενε κανείς από τους ανθρώπους που στοχάζονται τις αξίες της ιδανικής πολιτείας να αφιερώσουν χρόνο στις τέχνες των υποδεέστερων. Αντίθετα από τον κινέζικο πολιτισμό, ας σημειωθεί εν παρόδω, ο οποίος, στο πλαίσιο της κομφουκιανής παράδοσης, τιμά την ενασχόληση με τις πρακτικές τέχνες. Στους αντίποδες της ελληνορωμαϊκής παράδοσης της «φροντίδας του εαυτού», η οποία αποβλέπει στην καλλιέργεια του εαυτού ως ατομικής ψυχής που προσπαθεί να απαλλαγεί από το βάρος του υλικού κόσμου, ο κομφουκιανός τρόπος σκέψης θεωρεί ότι το ανθρώπινο ον συγκροτείται αποκλειστικά από τις κοινωνικές, πολιτικές και υλικές διαστάσεις της ύπαρξής του. Σε αυτό το πλαίσιο, η πρακτική ενασχόληση με τις ανάγκες της οικογένειας και της κοινότητας αποτελεί σημαντικό πεδίο έκφρασης του φιλοσοφικού βίου.
Θα περίμενε κανείς ότι η αρνητική προκατάληψη απέναντι στις πρακτικές τέχνες που κληροδοτήθηκε από την κλασική σοφία θα περιερχόταν σε αχρηστία, όταν οι τέχνες αυτές κλήθηκαν να επιτελέσουν κομβικό ρόλο στην αποικιοκρατική επέκταση των ευρωπαϊκών κρατών, τον 17ο και τον 18ο αιώνα. Ήδη από εκείνη την εποχή, η εμφάνιση του τεκτονισμού σηματοδοτεί μια αξιακή αναβάθμιση των πρακτικών τεχνών, οι οποίες μετατρέπονται σε σύμβολα κοινωνικής ισχύος της ανερχόμενης αστικής τάξης. Όμως, για να γίνει αυτό χρειάστηκε να συντελεστούν δύο μετασχηματισμοί. Πρώτον, η συμβολοποίηση των πρακτικών τεχνών. Αυτό που ενσωματώνεται στο κοινωνικό κεφάλαιο της αστικής τάξης δεν είναι αυτή καθαυτή η πρακτική ενασχόληση με τα ζητήματα του υλικού κόσμου, αλλά η «μαγική» δύναμη της τεχνικής να μετασχηματίζει και να κυβερνά τον κόσμο: Η δύναμη των μαθηματικών, της ναυπηγικής, της αρχιτεκτονικής, της χύτευσης, και ούτω καθεξής, να μορφοποιούν τη φυσική πραγματικότητα σύμφωνα με τις επιταγές μιας τάξης που επιδιώκει να ηγεμονεύσει σε όλη την υφήλιο. Εδώ βρίσκεται, εξάλλου, και ο θεμελιώδης διχασμός της τέχνης στον οποίο θεμελιώνεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής: Η δύναμή της ανήκει στους αστούς· η εκτέλεσή της, όμως, ανατίθεται στα υποδεέστερα στρώματα. Ο δεύτερος μετασχηματισμός, έχει να κάνει με την επικύρωση της πατριαρχικής σχέσης με τη φύση. Οι μηχανικές τέχνες γίνονται το όργανο με το οποίο ο άνθρωπος-άνδρας, θα διεισδύσει στη φύση-γυναίκα, θα αποσπάσει ακόμα και τα πιο απόκρυφα μυστικά της και θα κυριαρχήσει επί αυτής. Αν η μαγεία των προηγούμενων αιώνων απέβλεπε στην κατανόηση των μυστικών δυνάμεων της φύσης και στην αναζήτηση τρόπων συνεργασίας με αυτές, η αναδυόμενη τεχνολογία της νεοτερικότητας, υποστηριζόμενη από την προϊούσα απομάγευση της φύσης, αποβλέπει στην απόσπαση αυτών των δυνάμεων και στην υποταγή της φύσης στις «ανθρώπινες» ανάγκες (τα εισαγωγικά επειδή, ασφαλώς, οι ανάγκες δεν είναι γενικά ανθρώπινες, αλλά ταξικά προσδιορισμένες).

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο δεν υπάρχει χώρος για φιλοσοφία. Αντίθετα, υπάρχει ανάγκη παραγωγής ενός νομιμοποιητικού λόγου. Η ανατίμηση των πρακτικών τεχνών απορροφάται από τη φυσική φιλοσοφία της εποχής και το πρόταγμα της κυριαρχίας στη φύση μετατρέπεται σε ανιδιοτελή αναζήτηση της γνώσης και της αλήθειας. Άγνωστο σήμερα, αλλά πολυδιαβασμένο στην εποχή του (τρεις εκδόσεις: 1700, 1721 και 1745), ένα μικρό βιβλιαράκι, μόλις 37 σελίδων, με τον τίτλο An Essay on the Usefulness of Mathematical Learning in a Letter from a Gentleman in the City, to his Friend at Oxford, αποτυπώνει αυτό ακριβώς το ιδεώδες. Όταν μιλάει για Μαθηματικά, ο συγγραφέας εννοεί την αφηρημένη γνώση των πρακτικών τεχνών και όταν μιλάει για χρησιμότητα εννοεί ξεκάθαρα την κυριαρχία στον κόσμο των πραγμάτων και των ανθρώπων. Η ανώνυμη έκδοση πιθανότατα παραπέμπει στην εν εξελίξει εκείνη την εποχή δημιουργία των πρώτων τεκτονικών στοών. Ο gentleman από το Λονδίνο επισημαίνει στον φίλο του που είναι καθηγητής στην Οξφόρδη την ανάγκη εισαγωγής των Μαθηματικών –εννοώντας με αυτό την ανάγκη διδασκαλίας των γενικών αρχών των πρακτικών τεχνών– στο παρωχημένο curriculum του ονομαστού πανεπιστημίου, ώστε να συμβάλει και αυτό στο μεγαλείο του έθνους.
Η αναδυόμενη τεχνολογία (από εκείνη την εποχή περίπου μπορούμε να αρχίσουμε να αναφερόμαστε ρητά σε τεχνολογία) εξευγενίζεται και αντί να αποκτήσει ένα δικό της πεδίο (φιλοσοφικού) αναστοχασμού αφομοιώνεται –μάλιστα επιδιώκει να αφομοιωθεί– από το γνωστικό σύμπαν της επίσης αναδυόμενης επιστήμης. Ο λόγος γι’ αυτό είναι και πάλι κοινωνικός. Χάρη στην ανιδιοτέλειά της, η φυσική φιλοσοφία και οι επιστήμες που αναδύθηκαν από αυτή θεωρούνταν πάντοτε ευγενείς ασχολίες, οι οποίες προσέδιδαν σε όσους τις ασκούσαν ιδιαίτερο κοινωνικό κύρος. Αντίθετα, οι μηχανικές τέχνες έφεραν πάντοτε την κληρονομιά της ταπεινής καταγωγής τους. Σε αυτήν ήρθε να προστεθεί η απαξία της επιδίωξης του υλικού κέρδους. Οι εφευρέτες-μηχανικοί του 18ου και του 19ου αιώνα, προερχόμενοι στην πλειονότητά τους από τα μεσαία στρώματα και χωρίς να διαθέτουν ιδιαίτερο κοινωνικό ή ακαδημαϊκό κύρος, επιδίωκαν να βιοποριστούν από τις τεχνικές τους επινοήσεις – ιδανικά, να γίνουν επιχειρηματίες. Κι αυτό θεωρήθηκε (από εκείνους που δεν είχαν ανάγκη να βιοποριστούν από την αναζήτηση της γνώσης) εξευτελιστικό, μια ανεπίτρεπτη έκπτωση στον ανιδιοτελή χαρακτήρα των πνευματικών ενασχολήσεων. Έτσι, οι φυσικοί φιλόσοφοι δεν ήθελαν να έχουν καμία σχέση με τους μηχανικούς. Αλλά, για τον ίδιο λόγο, οι μηχανικοί έκαναν τα πάντα προκειμένου να περάσουν για φυσικοί φιλόσοφοι. Έκαναν ομιλίες, ίδρυσαν εταιρείες, οργάνωναν επιδείξεις, για να δείξουν ότι οι εφευρέσεις τους συνέβαλαν στο «γενικό καλό». Αυτή η κοπιώδης προσπάθεια κοινωνικής καταξίωσης υποκρύπτει και μια τάση αυτοαπαξίωσης: Προκειμένου οι μηχανικοί να αναγνωριστούν κοινωνικά, η τέχνη τους έπρεπε να γίνει υποτελής. Εκεί, ακριβώς, έχει τις ρίζες της η αντίληψη ότι η τεχνολογία δεν είναι τίποτε άλλο παρά εφαρμοσμένη επιστήμη. Και εκεί έχει τις ρίζες του το γεγονός ότι ούτε τότε –ούτε όταν φάνηκε ότι η τεχνολογία επρόκειτο να αποτελέσει το θεμέλιο μιας νέας μορφής οργάνωσης της κοινωνίας– η τεχνολογία καθαυτή θεωρήθηκε άξια προσοχής από τη Φιλοσοφία.
Θα περίμενε κανείς μια πιο ψύχραιμη ματιά στη διάρκεια του 20ού αιώνα, όταν θα αποκαθίστατο η ισορροπία των κοινωνικών δομών και οι ανταγωνισμοί γύρω από ζητήματα κοινωνικού κύρους θα ατονούσαν στο πλαίσιο της εδραιωμένης, πλέον, αστικής δημοκρατίας. Όμως, αν και το δεύτερο σε κάποιο βαθμό συνέβη, η ισορροπία των κοινωνικών δομών δεν ήρθε ποτέ. Αυτή είναι, βεβαίως, η ταραγμένη και αυτοκαταστροφική ιστορία του 20ού αιώνα. Το στοιχείο, όμως, που πρέπει να επισημανθεί εδώ είναι ότι υπεύθυνη για τα κοινωνικά δεινά που κατέγραψε αυτή η ιστορία θεωρήθηκε, σε μεγάλο βαθμό, η τεχνολογία. Κι αυτό, περιέργως, μας βοήθησε να αποκτήσουμε, επιτέλους, Φιλοσοφία της Τεχνολογίας. Ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε εκ πρώτης όψεως. Γιατί, στην πραγματικότητα, αυτό που θα αποκαλούσαμε Φιλοσοφία της Τεχνολογίας του 20ού αιώνα, είναι περισσότερο ένας φιλοσοφικός λόγος για την ανθρώπινη κατάσταση και τους κινδύνους που εγκυμονεί γι’ αυτήν η ηγεμονική παρουσία της τεχνολογίας, παρά ένας φιλοσοφικός αναστοχασμός της τεχνικότητας καθαυτής. Δύο βασικές συνιστώσες αυτού του λόγου αφορούν, αφενός, την απαξίωση της φύσης και τη μετατροπή της σε ένα σύνολο πόρων που προορίζονται αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση των ανθρώπινων αναγκών και, αφετέρου, την αποξένωση των ανθρώπων από την ανθρώπινη φύση τους και την άνευ όρων παράδοσή τους στις επιταγές της καταναλωτικής κοινωνίας. Ο Heidegger συναντά τον Marx ή, μάλλον, την οικειοποίησή του από τη Σχολή της Φρανκφούρτης. Όπως και να έχει, το αποτέλεσμα αυτής της διασταύρωσης απέχει πολύ από το να αποτελέσει μια πραγματική Φιλοσοφία της Τεχνολογίας. Αν εξαιρέσουμε το μοναχικό και εν πολλοίς παραγνωρισμένο εγχείρημα του Gilbert Simondon, θα έπρεπε να περιμένουμε μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα για να δούμε να διαμορφώνεται ένας φιλοσοφικός λόγος που εστιάζει στην ίδια την τεχνολογία και όχι στις συνέπειές της – στον «τρόπο ύπαρξης των τεχνικών αντικειμένων» και όχι στην αλλοτριωτική επίδραση μιας αφηρημένης δύναμης που «πλαισιοθετεί» την πραγματικότητα.

Η «εμπειρική στροφή στη Φιλοσοφία της Τεχνολογίας», όπως ονομάστηκε, έθεσε τις βάσεις για μια μη ουσιοκρατική προσέγγιση της τεχνολογίας. Και τα δύο βιβλία που αναφέρθηκαν στην αρχή αυτού του σημειώματος επιχειρούν να συγκεντρώσουν τις συμβολές ανθρώπων οι οποίοι, στο πλαίσιο του συγκεκριμένου εγχειρήματος, συμμετέχουν στην προσπάθεια φιλοσοφικής κατανόησης της τεχνικότητας με τους δικούς της όρους. Βεβαίως, η πρώτη σχετική έκδοση, από την οποία έλαβε και το όνομά της η νέα προσέγγιση, πιστώνεται στον Hans Achterhuis, ο οποίος, το 2001, επιμελήθηκε τον συλλογικό τόμο American Philosophy of Technology: The Empirical Turn. Η εμπειρική στροφή οφείλει πολλά στις εμπειρικές μελέτες και στους θεωρητικούς προβληματισμούς που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο του πεδίου STS από τη δεκαετία του 1970 και εντεύθεν. Το βασικό της χαρακτηριστικό είναι η πληθυντικοποίηση της τεχνολογίας. Με άλλα λόγια, η μετάβαση από την Τεχνολογία (με κεφαλαίο Τ) ως τρόπο ζωής και θέασης του κόσμου στις τεχνολογίες ως τεχνικές διευθετήσεις που καθορίζουν και καθορίζονται από τις κοινωνικές διεργασίες· από την Τεχνολογία ως πλαισιοθέτηση στην τεχνολογία ως πεδίο έκφρασης της κοινωνικής δυνητικότητας με τεχνικά μέσα.
Με κάποιο περίεργο τρόπο όμως, αυτή η, για πρώτη φορά στην ιστορία της, φιλοσοφική προσέγγιση της τεχνολογίας με όρους τεχνικότητας άρχισε γρήγορα να υποχωρεί μπροστά στην ορμητική επέλαση ενός άλλου κλάδου της Φιλοσοφίας, της Ηθικής. Σε μια εποχή που η μετάβαση στην ψηφιακή συνθήκη καθιστά τη συναλλαγή με την τεχνολογία κοινή καθημερινή εμπειρία και τον ψηφιακό γραμματισμό απαραίτητη κοινωνική δεξιότητα, η Φιλοσοφία αποτυγχάνει να επεξεργαστεί το φιλοσοφικό πλαίσιο αυτής της εμπειρίας. Για την ακρίβεια, όπως συνέβη και στο παρελθόν, απαξιοί. Και ο λόγος είναι, και πάλι, κοινωνικός. Αν η αρχέγονη παραγνώριση της τεχνολογίας οφείλεται στη σύνδεσή της με τα υποδεέστερα κοινωνικά στρώματα (τους σκλάβους, τους τεχνίτες και τις γυναίκες), η σύγχρονη παραγνώρισή της οφείλεται στη σύνδεσή της με τη νεότητα και την κουλτούρα του παιχνιδιού. Έχει ενδιαφέρον να θυμηθούμε ότι ο προσωπικός υπολογιστής εισήλθε στην κοινωνική ζωή ως άθυρμα – ως μηχανή παιχνιδιών και ως τόπος εργασίας (και, αργότερα, συνάντησης) των ανθρώπων που ανέπτυσσαν ερασιτεχνικά λογισμικό και διαμοιράζονταν ψηφιακούς πόρους. Η χρήση του προσωπικού υπολογιστή είναι ιστορικά συνυφασμένη με την κουλτούρα του παιχνιδιού και την εξερεύνηση των ορίων της εδραιωμένης πραγματικότητας και, μαζί με αυτά, των ορίων της εδραιωμένης νομιμότητας. Οι άνθρωποι που παραδοσιακά αγκάλιασαν τις ψηφιακές τεχνολογίες ήταν οι νέοι, οι αμελείς, οι αποκλίνοντες και οι επίδοξοι καταπατητές των εδραιωμένων κοινωνικών (βλέπε ιδιοκτησιακών) συμβάσεων. Μια τεχνολογία που είναι συνδεδεμένη με αυτά τα υποκείμενα δεν χρήζει φιλοσοφικής επεξεργασίας, αλλά ηθικού ελέγχου. Μια τεχνολογία που υποθάλπει την ελευθεριότητα, υποστηρίζει την αναίδεια και ενθαρρύνει την υπέρβαση των ορίων δεν έχει ανάγκη τη μεταφυσική, αλλά τη ρύθμιση. Κι έτσι, αναλαμβάνει η Ηθική.
Στις συγκεκριμένες συνθήκες, η Ηθική λειτουργεί ως εχθρός της Φιλοσοφίας της Τεχνολογίας. Κι αυτό για δυο λόγους. Ο ένας είναι προφανής. Η «ηθικοποίηση» των φιλοσοφικών προβλημάτων της σύγχρονης τεχνολογίας εμποδίζει την ανάπτυξη ενός ουσιαστικού φιλοσοφικού στοχασμού γύρω από την τεχνική φύση των ψηφιακών μέσων και την κοινωνική δυνητικότητα που είναι συνυφασμένη με αυτά. Αντλώντας από την ουσιοκρατική παράδοση του 20ού αιώνα, όλη η προσπάθεια της Φιλοσοφίας της Τεχνολογίας συγκεντρώνεται στην αποτίμηση των συνεπειών της ψηφιακής μετάβασης στην ανθρώπινη κατάσταση και στην επεξεργασία μέτρων που θα διασώσουν το νεοτερικό πρότυπο του ανθρώπου και της (δυτικής, πάντα) κοινωνίας. Ο δεύτερος λόγος είναι πιο ταπεινός, αλλά γι’ αυτό και πιο καταστροφικός. Οι άνθρωποι που αναστοχάζονται ηθικά τη σύγχρονη τεχνολογία είναι, στην πλειονότητά τους, ερασιτέχνες. Οι περισσότεροι δεν είναι καν φιλόσοφοι. Προέρχονται από διάφορους κλάδους που τυχαίνει να διασταυρώνονται με την τεχνολογία και χρίζονται ειδικοί χάρη στις πολιτικές τους διασυνδέσεις ή στο γεγονός ότι βρέθηκαν στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή. Αλλά και οι φιλόσοφοι που ασχολούνται με την ηθική της τεχνολογίας είναι επίσης, στην πλειονότητά τους ερασιτέχνες. Ελάχιστοι από αυτούς είναι όντως φιλόσοφοι της τεχνολογίας, ακόμα λιγότεροι (sic) γνωρίζουν την ουσία των τεχνικών ζητημάτων τα οποία καλούνται να επεξεργαστούν (μια καλή άσκηση θα ήταν να προσπαθήσουν να διαβάσουν το βιβλίο του Simondon Για τον τρόπο ύπαρξης των τεχνικών αντικειμένων) και η ηθική που παράγουν εδράζεται σε ό,τι τυχαίνει να αποτελεί το γνωστικό αντικείμενο καθενός ή καθεμιάς από αυτούς|ές. Η οποία ηθική, μάλιστα, με κάποιο περίεργο τρόπο, καταλήγει πάντοτε να είναι μια ρηχή άσκηση αστικού καθωσπρεπισμού και πολιτικής ορθότητας.

Κι έτσι, η Φιλοσοφία της Τεχνολογίας, η οποία στις συνθήκες της όψιμης νεοτερικότητας έχει αποκτήσει επείγοντα χαρακτήρα, αναγκάζεται να διολισθήσει προς άλλα γνωστικά πεδία, να μπολιάσει άλλους γνωστικούς κλάδους. Καταρχάς εντός της ίδιας της Φιλοσοφίας (Φιλοσοφία της Πληροφορίας), αλλά επίσης στην Κοινωνιολογία (Θεωρία Δρώντος-Δικτύου), στις Σπουδές Φύλου (Cyborg politics), στην Κοινωνική Ανθρωπολογία (Gaming Studies), στην Αισθητική (Νέα Μέσα), στις Γεωεπιστήμες (Ανθρωπόκαινος), στην Πληροφορική (Σπουδές Λογισμικού) και, ασφαλώς, στη διεπιστημονική περιοχή των Σπουδών Επιστήμης και Τεχνολογίας. Και αυτά δεν είναι παρά μερικά μόνο παραδείγματα της πλούσιας αλλά κατακερματισμένης ανάπτυξης που γνωρίζει τα τελευταία χρόνια η Φιλοσοφία της Τεχνολογίας, ως επί το πλείστον εκτός του πεδίου της Φιλοσοφίας. Προκύπτει, επομένως, η ανάγκη ανασύστασης της Φιλοσοφίας της Τεχνολογίας, η δημιουργία μιας νέας Φιλοσοφίας της Τεχνολογίας, η οποία θα συγκροτείται από τα θραύσματα που βρίσκονται διασκορπισμένα σε όλα αυτά τα γνωστικά πεδία. Βασική προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι, πρώτον, η αποστασιοποίηση από τους κάθε λογής ηθικούς πανικούς, οι οποίοι στραγγίζουν τη γονιμότητα του πεδίου και εξαντλούν τον περί τεχνολογίας λόγο σε μια προσπάθεια ευθυγράμμισης της τεχνικής δυνητικότητας της κοινωνίας με τις απαιτήσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και του ηθικού καθωσπρεπισμού· και, δεύτερον, η στροφή προς μια θετική προσπάθεια παραγωγής φιλοσοφικού λόγου, ο οποίος θα κατανοεί εις βάθος αυτή την τεχνική δυνητικότητα και θα είναι ικανός να παράγει σενάρια κοινωνικής δράσης για τον μετασχηματισμό τόσο της κοινωνίας όσο και του ίδιου του ανθρώπινου υποκειμένου. Όπως εύστοχα σημειώνει και η Vallor,
… οι πολλοί ρόλοι που διαδραματίζουν οι τεχνολογίες και η τεχνική φαντασία στις ευρύτερες αισθητικές, ηθικές, ψυχολογικές, οικιακές και πολιτισμικές διαστάσεις της ανθρώπινης ζωής έχουν παραμείνει βαθιά υπομελετημένοι (profoundly undertheorized) στην ακαδημαϊκή φιλοσοφία […]
Οι συνέπειες αυτής της παράλειψης υπερβαίνουν την απλή διανοητική ανεπάρκεια. Εμποδίζουν την ανάδυση νέων φιλοσοφικών οραμάτων για την ανθρώπινη σχέση μας με την τεχνολογία: οραμάτων που θα μπορούσαν να εμπνεύσουν νέα μέλλοντα, τα οποία είναι κοινωνικά και περιβαλλοντικά πιο βιώσιμα από εκείνα στα οποία παραμένουμε πεισματικά προσκολλημένοι εξαιτίας της πρόσδεσής μας σε ξεπερασμένες και ανεπαρκείς ιεραρχίες ηθικών και ανθρώπινων αξιών. Στα είδη των τεχνοηθικών μελλόντων που θα μπορούσαμε να οραματιστούμε, οι τεχνολογίες θα ήταν κάτι περισσότερο από ντετερμινιστικές μηχανές οικονομικής παραγωγής, εκμετάλλευσης και πολιτικής κυριαρχίας, των οποίων οι βλάβες και οι κίνδυνοι μπορούν, στην καλύτερη περίπτωση, μόνο να μετριαστούν και να περιοριστούν. Σε έναν διαφορετικό κόσμο, που θα βασιζόταν με μια πιο διευρυμένη και περιεκτική φιλοσοφική φαντασία, οι τεχνολογίες και η τεχνική θα μπορούσαν να γίνουν αντιληπτές […] ως εκφράσεις της ανθρώπινης ελευθερίας για επίδειξη αλληλεγγύης, ακόμη και ως νέοι δρόμοι για την πραγμάτωση της αγάπης. Οι τεχνολογίες μπορούν να είναι, και συχνά υπήρξαν, μηχανές όχι μόνο του πολέμου και του πλούτου, αλλά και του δημιουργικού παιχνιδιού, της καλλιτεχνικής έκφρασης, της κοινωνικής μέριμνας, της φροντίδας και της ανακούφισης του άλλου (Vallor 2022, 6-7).
Αναφορές
Hans Achterhuis (2001). American Philosophy of Technology: The Empirical Turn. Bloomington: Indiana University Press.
Martin Heidegger (1977). The question concerning technology and other essays (μτφρ. William Lovitt). Νέα Υόρκη & Λονδίνο: Harper & Row
Gilbert Simondon (2022 [1958]). Για τον τρόπο ύπαρξης των τεχνικών αντικειμένων (μτφρ. Βασίλης Πατσογιάννης). Αθήνα: Πλέθρον.
Shannon Vallor (επιμ.) (2022). The Oxford Handbook of Philosophy of Technology. Οξφόρδη: Oxford University Press.
Αγνώστου (1700 | 1721 | 1745). An essay on the usefulness of mathematical learning, in a letter from a gentleman in the city to his friend in Oxford. Οξφόρδη. [Αποδίδεται στους M. Strong, J. Arbuthnot ή J. Keill.]
Μανώλης Πατηνιώτης (2017). Επιστήμη και εκπαίδευση: Μια ιστορική επισκόπηση. Στα πρακτικά του 9ου συνεδρίου Ιστορίας, Φιλοσοφίας και Διδακτικής των Φυσικών Επιστημών (επιμέλεια Δ. Πετάκος, Κ. Στεφανίδου), Τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης ΕΚΠΑ: 17-23.
Χαράλαμπος Κόκκινος & Μανώλης Πατηνιώτης (επιμ.) (2023). Φιλοσοφία της Τεχνολογίας. Μια κριτική επισκόπηση. Θεσσαλονίκη: Ροπή.