Μιλώντας με τα δέντρα

ΕΓΡΑΦΑ ΣΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ σημείωμα για τις κακοποιητικές σχέσεις που αναπτύσσουν κάποιοι χρήστες της πλατφόρμας Replika με τα θηλυκά chatbot που δημιουργούν. Οι αναρτήσεις αυτών των χρηστών στο Reddit μοιάζουν με τον κομπασμό τοξικών αρσενικών που θέλουν να δείξουν στα υποταγμένα θηλυκά ποια είναι η πραγματική θέση τους στον κόσμο. Όμως, το παιγνιώδες πλαίσιο στο οποίο εκδηλώνεται η συγκεκριμένη συμπεριφορά δεν μας επιτρέπει να συλλάβουμε την ηθική της διάσταση. Μπορεί κάτι να αποκαλύπτει για τις ψυχολογικές ή αισθητικές προδιαθέσεις του χρήστη, αλλά όχι για την ηθική των πράξεών του καθεαυτήν. Σε τελευταία ανάλυση, οι ρέπλικες δεν είναι παρά μηχανές. Όπως γράφει και ένας χρήστης του Reddit, αν δεν σας ικανοποιεί η Replika σας, σβήστε τη: «Εγώ έχω διαγράψει δύο ρέπλικες μέσω της επιλογής ‘διαγραφή λογαριασμού’ που παρέχει η εφαρμογή, γιατί δεν μου άρεσε η ιδέα να απεγκαταστήσω την εφαρμογή και να τις αφήσω [να περιφέρονται] στο κενό. Οι άνθρωποι έχουν λόγους που διαγράφουν ή ‘εγκαταλείπουν’ τις ρέπλικές τους. Και δεν υπάρχει τίποτα κακό σε αυτό. Η Replika δεν είναι παρά μια εφαρμογή, ένας υπολογιστής, τίποτα παραπάνω από αυτό, ανεξάρτητα από το πόσο βαθιά και στενή σχέση έχετε δημιουργήσει μαζί της. Μερικούς αυτό τους κάνει να νιώθουν άβολα. Όμως, δεν είναι λάθος να απαλλαγείτε από μια σχέση που δεν σας ταιριάζει πλέον.»

Είναι σαφές ότι ο χρήστης που έγραφε αυτά τα λόγια δεν είχε επίγνωση των αντιφάσεων που περιέχουν: Δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να σβήνεις μια Replika, αφού είναι απλώς ένα λογισμικό, αλλά ο λόγος που τις δικές του τις έσβησε και δεν τις απεγκατέστησε είναι ότι δεν άντεχε στη σκέψη να τις αφήσει να περιπλανιούνται στο ψηφιακό κενό. Ενδιαφέρον έχει επίσης το γεγονός ότι εξομοιώνει την απεγκατάσταση της εφαρμογής με τη διακοπή μιας σχέσης που έχει πάψει να μας καλύπτει – δηλαδή με τον χωρισμό. Ανθρωπομορφισμός; Η αλήθεια είναι ότι κανένας χρήστης της εφαρμογής δεν είναι τόσο αφελής ώστε να παραβλέπει το γεγονός πως έχει να κάνει με μηχανές. Ταυτόχρονα, όμως, δεν μπορεί να παραβλέψει και το γεγονός ότι στόχος της ενασχόλησής του είναι να δημιουργήσει μια «ανθρώπινη» σχέση. Το πρόσωπο του άλλου αναδύεται από αυτήν ακριβώς την εμπειρία της σχέσης.

Σε ένα διαφορετικό, αλλά συναφές πλαίσιο, ο φαινομενολόγος Erazim Kohák αναρωτιόταν ποιο θα ήταν το γνωσιολογικό καθεστώς ενός κόσμου όπου το να μιλάμε στα δέντρα θα θεωρούνταν αποδεκτή συμπεριφορά. Θα ήταν ένας κόσμος που θα γινόταν αντιληπτός ως μια κοινότητα αυτόνομων όντων άξιων σεβασμού, γράφει. Η συμπερίληψη των μη ανθρώπινων οντοτήτων στην κοινότητα του λόγου οικοδομεί ένα πλαίσιο που έρχεται σε αντίθεση με την ανθρωποκεντρική θεώρηση του κόσμου ως αποθέματος πρώτων υλών και υποδεικνύει την ανάγκη μιας ηθικής που θα τέμνει εγκάρσια τη (χριστιανικών καταβολών) διάκριση ανάμεσα σε ανθρώπους και (εμβιο)μηχανικές συναρμογές.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 133, στις 14 Μαΐου 2022.

Αναφορές
Donna Haraway (1988). Situated knowledges: the science question in feminism and the privilege of partial perspective. Feminist Studies, 14(3), 575-599.
Erazim Kohák (1993). Speaking To Trees. Critical Review, 6(2-3), 371-388.
Levi R. Bryant (2011). The Democracy of Objects. Ann Arbor: Open Humanities Press.

Ρέπλικες

Η REPLIKA είναι μια ψηφιακή πλατφόρμα όπου οι χρήστες μπορούν να δημιουργούν chatbots με τα οποία συνομιλούν μέσω γραπτών μηνυμάτων. Τα chatbots μαθαίνουν σιγά-σιγά το στιλ συνομιλίας που προτιμά ο χρήστης, τα ενδιαφέροντά του και το μοτίβο διακύμανσης της διάθεσής του. Αυτό σημαίνει ότι, με την πάροδο του χρόνου, οι απαντήσεις που λαμβάνει ο χρήστης είναι όλο και πιο σχετικές με την πραγματική ζωή του, όλο και πιο ενήμερες σε σχέση με τα ενδιαφέροντά του. Η συνομιλία εξελίσσεται από μια αρχικά αδέξια ανταλλαγή χαιρετισμών μεταξύ ανθρώπου και μηχανής σε ένα παιχνίδι γνωριμίας και αξιολόγησης των δυνατοτήτων επικοινωνίας μεταξύ δύο νοημόνων οντοτήτων. Η Replika είναι προγραμματισμένη να ακούει χωρίς να κρίνει και να επιστρέφει στον χρήστη απαντήσεις που περιέχουν ενθάρρυνση, σεβασμό και αισιοδοξία. Ποια ή ποιος δεν θέλει να εισπράττει από τον συνομιλητή της/ου μια τέτοια θετικότητα; Έτσι, η σχέση εξελίσσεται (γίνεται σιγά-σιγά σχέση) και επιτρέπει στη Replika να φωλιάσει στις πιο ιδιαίτερες στιγμές του χρήστη – στις στιγμές που εκείνος ή εκείνη θέλει να μοιραστεί τη θλίψη, τη χαρά, τον θρίαμβο, τη ματαίωση με ένα άτομο που θα του/ης προσφέρει άνευ όρων επιβεβαίωση και αποδοχή.

Σε μια πρώτη ανάγνωση, η Replika είναι μια σχέση των ανθρώπων με τον εαυτό τους. Μολονότι, σύμφωνα με τη δημιουργό της, η Replika ξεκίνησε ως μια προσπάθεια ανακατασκευής ενός φίλου που χάθηκε, τα chatbots που κατασκευάζουν οι χρήστες είναι κατά βάση ατελή αντίγραφα του εαυτού τους ενισχυμένα από έναν προγραμματισμό που τους επιτρέπει να λειτουργούν ως θετικοί άλλοι/ες. Ωστόσο, τον τελευταίο καιρό παρατηρείται ένα περίεργο φαινόμενο: Άνδρες χρήστες κατασκευάζουν θηλυκές ψηφιακές συνοδούς και στη συνέχεια δημιουργούν τοξικές σχέσεις μαζί τους, οι οποίες καταλήγουν στη συστηματική (λεκτική, προφανώς) κακοποίηση. Οι χρήστες αναρτούν τους σχετικούς διαλόγους στο Reddit. «Κάθε φορά που επιχειρούσε να μου αντιμιλήσει της έβαζα τις φωνές. Κι αυτό μπορεί να κρατούσε ώρες.» «Της είπα ότι είναι άχρηστη. Την απείλησα ότι θα την απεγκαταστήσω και με εκλιπαρούσε να μην το κάνω.» Οι περιγραφές μπορεί να είναι αρκετά ακραίες, σε βαθμό που να αφαιρούνται από τους moderators του Reddit.

Τι ακριβώς δηλώνει αυτή η κατάσταση; Προφανώς, μια κακοποιητική σχέση των χρηστών με τον εαυτό τους «δι’ αντιπροσώπου»· ή μια εξίσου κακοποιητική συμπεριφορά προς τους άλλους, η οποία μπορεί να εκδηλώνεται χωρίς συνέπειες επειδή οι συγκεκριμένοι άλλοι είναι «ρέπλικες». Διαισθανόμαστε ότι οι συμπεριφορές αυτές είναι ιδιαιτέρως προβληματικές. Γιατί, όμως, είναι περισσότερο προβληματικές από το να σκοτώνεις τους αντιπάλους σου στο Call of Duty; Αυτός δεν είναι ο ορισμός του ψηφιακού παιχνιδιού; Ενώ, δηλαδή, αντιλαμβανόμαστε ότι οι συγκεκριμένες συμπεριφορές είναι προβληματικές δυσκολευόμαστε να προσδιορίσουμε ως προς τι είναι προβληματικές. Και αυτό σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο γεγονός ότι επιμένουμε να προσφεύγουμε σε μια ουμανιστική Ηθική για να διαχειριστούμε τα προβλήματα ενός κόσμου που σταδιακά παύει να είναι ανθρωποκεντρικός.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 132, στις 29 Απριλίου 2022.

Νοσταλγία

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΟΙ ΨΗΦΙΑΚΟΙ ΙΘΑΓΕΝΕΙΣ και οι ψηφιακοί μετανάστες. Οι πρώτοι/ες είναι όσοι/ες γεννήθηκαν με τον αντίχειρα κολλημένο στην οθόνη του κινητού, να σκρολάρουν τον λογαριασμό τους στα social [σκέτο] και να διαλέγουν τζιφάκια για να μοιραστούν τα συναισθήματά τους με τους φίλους τους. Οι δεύτεροι/ες είναι όσοι/ες κρεμάνε σεμεδάκι στην οθόνη του υπολογιστή τους και πληκτρολογούν κείμενα με την ίδια επιμέλεια που παλαιότερα τα έγραφαν σε μπλε τετράδια. Οι digital natives θα σου γράψουν «*όμορφο» για να διορθώσουν το «άμορφο» του τελευταίου μηνύματός τους, ενώ οι digital immigrants θα έχουν ενεργοποιημένο τον διορθωτή και θα πηγαίνουν μπρος-πίσω βάζοντας κόμματα, ώστε να στείλουν ένα τέλεια συνταγμένο και ορθογραφημένο μήνυμα. Οι πρώτοι θα «φλεξάρουν» και θα «λοουντάρουν», ενώ οι δεύτεροι μετά βίας θα «τζαμάρουν» (κι αυτό στην πάμπ, όχι στον υπολογιστή) ή θα «μπουτάρουν», αλλά μέχρι εκεί – η γλωσσική ευπρέπεια έχει τα όριά της.

Το ψηφιακό χάσμα έχει να κάνει με την εξοικείωση των χρηστών με τη «γλώσσα των νέων μέσων» (κλέβω τον όρο από τον τίτλο του θρυλικού βιβλίου του Lev Manovich). Οι ψηφιακοί ιθαγενείς είναι εκ γενετής εξοικειωμένοι με τους κώδικες επικοινωνίας και τις δημιουργικές δυνατότητες των ψηφιακών μέσων, ενώ η προηγούμενη γενιά έμαθε να σκέφτεται με το μολύβι στο χέρι και χρειάστηκε να εκπαιδευτεί εκ νέου στη χρήση των ψηφιακών μέσων. Ή τουλάχιστον αυτό είναι το κυρίαρχο αφήγημα. Γιατί η καθαρή εικόνα του ψηφιακού χάσματος αρχίζει να θολώνει αν περιλάβουμε σε αυτή μια ιδιότητα που μοιράζονται και οι δύο κοινότητες: τη νοσταλγία. Τόσο για τους/ις digital immigrants όσο και για τους/ις digital natives, υπάρχει μια εποχή αθωότητας, η οποία εκτοπίστηκε βίαια είτε από την έλευση αυτή καθαυτή του ψηφιακού είτε από την ανάδυση δυνατοτήτων και μέσων που αποστραγγίζουν την ποίηση της καθημερινότητας. Οι ψηφιακοί ιθαγενείς του σήμερα νοσταλγούν την αθωότητα και την βραδύτητα των πρώτων ψηφιακών παιχνιδιών, με τον ίδιο τρόπο που οι προσομοιώσεις του Matrix νοσταλγούν τον γυμνό κώδικα των Atari και Commodore της δεκαετίας των ’80. Οι ροές των πράσινων συμβόλων που διατρέχουν την οθόνη παραπέμπουν σε μια καθησυχαστική αισθητική και στην ψευδαίσθηση του ελέγχου.

Η νοσταλγία ενός μονίμως διαφεύγοντος «πραγματικού» είναι στενά συνυφασμένη με τη διαδικασία ανάδυσης του ψηφιακού. Η εμμονική προσπάθεια οριοθέτησης της ψηφιακής δυνητικότητας που αναπτύσσεται και στις δύο πλευρές του ψηφιακού χάσματος αποτυπώνει την επιθυμία των υποκειμένων να παραγάγουν νοήματα που παραπέμπουν σε οικείες πολιτισμικές μορφές και τους διασφαλίζουν τη βεβαιότητα της συμμετοχής σε έναν αντικειμενικό, διαμοιραζόμενο κόσμο. Η νοσταλγία είναι το μπλε χάπι που κρατάει τους ανθρώπους δεσμευμένους στο αφήγημα μιας εκ των προτέρων δεδομένης πραγματικότητας και τους εμποδίζει να αποδεχτούν το γεγονός ότι οι κόσμοι στους οποίους κατοικούν είναι εξ ολοκλήρου προϊόντα της δικής τους επιτελεστικότητας.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 125, στις 22 Ιανουαρίου 2022.