Black Mirror

ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΥΣΤΟΠΙΑ

ΠΡΙΝ ΛΙΓΟ ΚΑΙΡΟ, στις 23 Γενάρη συγκεκριμένα, βρεθήκαμε στον φιλόξενο χώρο του Ρομάντσου για να μιλήσουμε για το Black Mirror. Αφορμή η κυκλοφορία από τις Εκδόσεις Καστανιώτη του τόμου Black Mirror, ο Μαύρος Καθρέφτης της Ψηφιακότητας, που επιμελήθηκε η Δέσποινα Καταπότη. Το Black Mirror υπήρξε μια εξαιρετικά δημοφιλής τηλεοπτική σειρά, η οποία τροφοδότησε μεγάλο αριθμό συζητήσεων στον ακαδημαϊκό χώρο. Τα θέματα των συζητήσεων αυτών περιλαμβάνουν κρίσιμα κοινωνικά, ανθρωπολογικά και φιλοσοφικά ζητήματα, τα οποία αρκετά χρόνια μετά το τέλος της σειράς συνεχίζουν να απασχολούν τους θεωρητικούς. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, όμως, είναι κάπως περίεργο: Βρεθήκαμε για να συζητήσουμε για μια τηλεοπτική σειρά. Μέχρι τα μέσα του 2000 κάτι τέτοιο θα έμοιαζε αδιανόητο, εκτός αν προερχόμασταν από κάποιο πανεπιστημιακό τμήμα Σπουδών Επικοινωνίας. Αυτό κάτι λέει για τη συγκεκριμένη τηλεοπτική σειρά, αλλά και για αρκετές από τις σειρές που γυρίστηκαν έκτοτε. Πέρα από το ότι ο κατ’ οίκον περιορισμός της καραντίνας και η εξάπλωση των τηλεοπτικών πλατφορμών μάς έδωσαν την ευκαιρία να εντρυφήσουμε στη νέα τηλεοπτική παραγωγή, υπάρχουν και αρκετά νέα χαρακτηριστικά του τηλεοπτικού λόγου που έχουν τραβήξει την προσοχή των θεωρητικών. Ένα από αυτά είναι η αποδραματοποίηση. Σε πολλές από τις σειρές που παρακολουθήσαμε τα τελευταία χρόνια, η περιπέτεια, οι συμπλοκές και οι σεναριακές ανατροπές είναι απλές προφάσεις για να ειπωθεί μια ιστορία που έχει σχέση με κρίσιμα κοινωνικά ή φιλοσοφικά προβλήματα. Η πραγματική περιπέτεια είναι η περιπέτεια της ανθρώπινης ύπαρξης, η αναζήτηση της ταυτότητας, η ψηλάφηση των ορίων της ανθρωπινότητας. Αρκετές σειρές αποτυπώνουν αυτό το χαρακτηριστικό με ιδιαίτερα εύγλωττο τρόπο:

  • To Penny Dreadful, μια queer σειρά του 2014 που συνοψίζει τη βικτωριανή λογοτεχνία του φανταστικού και πραγματεύεται την ανάδυση του νεοτερικού υποκειμένου ως τερατογένεση.
  • Το Orphan Black του 2013, το οποίο συζητά θέματα που σχετίζονται με την υπέρβαση των ορίων της ανθρώπινης σωματικότητας υπό το πρίσμα της φιλοσοφίας του διανθρωπισμού και των πιο πρόσφατων εξελίξεων στη βιοτεχνολογία. Σημειώνω χαρακτηριστικά ότι οι τίτλοι των επεισοδίων του πρώτου κύκλου της σειράς προέρχονται από την Καταγωγή των Ειδών του Δαρβίνου, του δεύτερου από έργα του Francis Bacon και του τέταρτου από έργα της Donna Haraway.
  • Το Westworld του 2016, το οποίο εξετάζει το ζήτημα της προσωπικής ταυτότητας, της ελεύθερης βούλησης και του συμπεριφορικού ελέγχου σε μια επικράτεια όπου η γραμμή που οριοθετεί το ανθρώπινο από το μη ανθρώπινο δεν είναι πάντοτε σαφής.
  • Και, φυσικά, το Black Mirror για το οποίο θα συζητήσουμε αναλυτικότερα στη συνέχεια.

Τι κοινό έχουν αυτές οι σειρές; Πέρα από το ότι είναι καλοφτιαγμένες και χαρακτηρίζονται από την πρόθεση να απευθυνθούν σε ένα ενημερωμένο και προβληματισμένο κοινό, θέτουν όλες με έμφαση το ίδιο πρόβλημα: Σε έναν κόσμο που υφίσταται βαθιές τεχνολογικές μεταβολές και ανασημασιοδοτήσεις, πώς οριοθετείται το ανθρώπινο από το μη ανθρώπινο; Το Penny Dreadful μιλάει για την αποκόλληση του νεοτερικού υποκειμένου από τη μήτρα της Ιστορίας, όπου το ανθρώπινο μοιραζόταν τον κόσμο με διάφορες προνεοτερικές μορφές, και για το τραύμα που προκλήθηκε από αυτή τη ρήξη. Οι υπόλοιπες σειρές μιλούν για το ενδεχόμενο απώλειας της κυριαρχίας που έχει εξασφαλίσει ο άνθρωπος επί των άλλων μορφών ζωής με τις οποίες μοιράζεται τον νεοτερικό κόσμο, και το υπαρξιακό άγχος που προκαλείται από αυτή την προοπτική.

Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό που μοιράζονται οι τρεις από τις τέσσερις σειρές που ανέφερα (αλλά, για λόγους που δεν μπορώ να εξηγήσω εδώ, πιστεύω και το Penny Dreadful) είναι η αναφορά τους στην ψηφιακότητα. Οι δυνατότητες που ενεργοποιούνται από τις ψηφιακές τεχνολογίες αποτελούν την πάγια τεχνολογική αναφορά αυτών των σειρών και ορίζουν το πλαίσιο στο οποίο διενεργείται ξανά και ξανά, με ακατάβλητη επιμονή, η Δοκιμασία Turing που θα δείξει ότι η Rachel είναι ρέπλικα (και που το έδειξε, όμως, δεν έπαιξε κανένα ρόλο).

BLACK MIRROR, λοιπόν. Οι συζητήσεις για τη σειρά έχουν εστιάσει ως επί το πλείστον στο δίπολο τεχνοφιλία-τεχνοφοβία. Η σειρά έχει καταγραφεί ως τεχνοφοβική, αλλά με έναν ιδιαίτερο τρόπο: όχι ως μια άκριτη καταγγελία της τεχνολογίας, ως μια σύγχρονη έκφραση λουδισμού, αλλά ως μια εύστοχη κριτική των συνεπειών της γενικευμένης ψηφιακότητας στην κοινωνική ζωή και την προσωπική ταυτότητα των υποκειμένων. Μια κριτική που είναι αδύνατο να παραβλέψουν ακόμα και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της ψηφιακότητας. Ωστόσο, αυτή η ανάγνωση δεν συλλαμβάνει το κύριο χαρακτηριστικό της σειράς. Το Black Mirror πετυχαίνει κάτι αξιοθαύμαστο – κάτι που πολύ λίγες σειρές και ταινίες επιστημονικής φαντασίας έχουν κατορθώσει. Παράγει μια εικόνα του τώρα που δεν είναι τώρα. Τοποθετεί τις προηγμένες ψηφιακές τεχνολογίες του αύριο σε έναν κόσμο που δεν έχει αλλάξει από την τεχνολογία· έναν κόσμο που δεν είναι αυτός που παρήγαγε τις συγκεκριμένες τεχνολογίες, άρα δεν μετασχηματίστηκε, δεν ωρίμασε, δεν ανανοηματοδοτήθηκε κατά τη διαδικασία παραγωγής και κοινωνικής ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογικών δυνατοτήτων. Είναι ένας κόσμος που κατοικείται από τα ίδια υποκείμενα και διέπεται από τις ίδιες αξίες με τον κόσμο που μας είναι οικείος. Γι’ αυτό και η παρουσία των συγκεκριμένων τεχνολογιών τον κάνει να δείχνει ανατριχιαστικός. Σαν να τοποθετείς το αγριεμένο στόμα μιας γάτας στο πρόσωπο ενός μωρού. Το οικείο και το ξένο ταυτόχρονα, η ασυμφιλίωτη αντίθεση που δεν έχει οντολογική αναφορά, η απειλή της οποίας αδυνατείς να προσδιορίσεις την προέλευση. Το Black Mirror δεν είναι μια «ρεαλιστική φαντασία», δεν είναι η προβολή στο μέλλον της σημερινής τεχνολογικής κοινωνίας· είναι μια επί τούτου κατασκευασμένη εικόνα ενός κόσμου που δεν είναι ούτε υπαρκτός ούτε πιθανός. Είναι σκέτο θέαμα. Ο Charlie Brooker αξιοποιεί τα εργαλεία που τόσο καλά ξέρει να χειρίζεται για να φτιάξει και να τοποθετήσει στον κόσμο της σκέψης και του κοινωνικού προβληματισμού ένα τεχνούργημα που λειτουργεί ως μηχανή καταστροφής νοημάτων. Το οικείο μετατρέπεται σε ξένο, το φιλικό σε απειλή και το ανθρώπινο … σε όλα τα πιθανά αντίθετά του.

Γιατί, όμως, η θέαση του Black Mirror λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο; Στο κάτω κάτω, το θέμα του είναι η ψηφιακότητα, μια τεχνολογία με την οποία όλες και όλοι είμαστε εξοικειωμένοι, μια τεχνολογία που αποτελεί πλέον τη βάση της καθημερινής μας εμπειρίας, από την εργασία μέχρι την επικοινωνία και από τη διασκέδαση μέχρι τη γνώση. Τι νέο φέρνει σε αυτή την εμπειρία η θέαση της σειράς;

ΣΥΝΗΘΙΖΟΥΜΕ να βλέπουμε την ψηφιακότητα ως συνέχεια και, ενδεχομένως, κορύφωση των μετασχηματισμών που ξεκίνησαν με την πρώτη βιομηχανική επανάσταση. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι όταν αναφερόμαστε στις ψηφιακές τεχνολογίες μιλάμε για τέταρτη βιομηχανική επανάσταση: Ό,τι έκαναν οι μηχανές των προηγούμενων βιομηχανικών επαναστάσεων τώρα γίνεται πιο γρήγορα, πιο αποτελεσματικά, πιο «έξυπνα». Αναμφίβολα, κάθε επίπεδο τεχνολογικής ανάπτυξης προσθέτει νέες κοινωνικές ποιότητες, αλλά ο σκοπός είναι πάντα ο ίδιος. Να καταφέρουν οι άνθρωποι να παραγάγουν πιο αποτελεσματικά τους υλικούς όρους της ύπαρξης και της συνύπαρξής τους. Άρα, αυτό που κάνει η ψηφιακότητα είναι, αφενός, ότι μεταφέρει αυτή τη διαδικασία σε υψηλότερο επίπεδο και, αφετέρου, ότι εισάγει τον αυτοματισμό σε σφαίρες του κοινωνικού όπου μέχρι πρόσφατα κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο. Όπως είναι φυσικό, από αυτή τη διεύρυνση προκύπτουν μια σειρά από πολύ σημαντικά κοινωνικά ζητήματα, όπως είναι η ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων και η επέκταση των διαδικασιών παραγωγής υπεραξίας στη σφαίρα της αναπαραγωγής. Το Black Mirror, όμως, δεν επικεντρώνεται σε αυτό που ενώνει τις ψηφιακές τεχνολογίες με τις προηγούμενες βιομηχανικές επαναστάσεις, αλλά σε αυτό που τις διαχωρίζει. Δεν σχολιάζει, δηλαδή, την επίταση των προβλημάτων που σχετίζονται με την παρουσία της τεχνολογίας στην κοινωνική ζωή, αλλά τους μετασχηματισμούς που επιφέρουν οι ψηφιακές τεχνολογίες ειδικά στην ανθρώπινη κατάσταση.

Σε όλη την ιστορία τους, οι βιομηχανικοί αυτοματισμοί μηχανοποιούσαν την ανθρώπινη σωματικότητα. Την ικανότητα του ανθρώπου να σηκώνει βάρη, να μετακινεί, να τοποθετεί, να βιδώνει, να συναρμολογεί ή ακόμα πιο εκλεπτυσμένες σωματικές λειτουργίες, όπως το να βλέπει, να ακούει, να αισθάνεται τη θερμοκρασία κ.λπ. Αναμφίβολα, με τις ψηφιακές λειτουργίες οι αυτοματισμοί αυτού του είδους περνούν σε άλλο επίπεδο. Όμως, η ψηφιακότητα κάνει και κάτι παραπάνω. Για πρώτη φορά στην ιστορία, μηχανοποιεί και αυτό που έκανε τον άνθρωπο να νιώθει μοναδικός. Τις ψυχικές και διανοητικές του λειτουργίες και ικανότητες. Αυτό είναι πραγματικά νέο. Για τη σωματικότητα, πιθανότατα λόγω της επιρροής του Χριστιανισμού, ο δυτικός άνθρωπος ποτέ δεν προβληματίστηκε ιδιαίτερα. Εδώ και τέσσερις αιώνες πειραματίζεται με την ιδέα ότι το σώμα είναι μηχανή και μετά με την ιδέα ότι είναι ένα σύνολο φυσικοχημικών διεργασιών – στην οποία ιδέα, εξάλλου, στηρίζεται και όλη η σύγχρονη Ιατρική. Η μηχανοποίηση των σωματικών ικανοτήτων μπορεί να συνιστά μια μορφή απαλλοτρίωσης (στην οποία αντέδρασαν οι ειδικευμένοι εργάτες του 18ου αιώνα όταν αισθάνθηκαν να απειλούνται από τις μηχανές), αλλά δεν προξενεί κανένα υπαρξιακό άγχος. Με το «πνεύμα» τα πράγματα είναι διαφορετικά. Σε όλη τη μακρά ιστορία των βιομηχανικών επαναστάσεων, η μόνη νοητική διεργασία που έγινε δυνατό να μηχανοποιηθεί ήταν η βηματική καταμέτρηση, τουτέστιν ο υπολογισμός. Και ξαφνικά (όχι και τόσο ξαφνικά, στην πραγματικότητα) βλέπουμε να μηχανοποιούνται η ευφυΐα, η βούληση, η επιθυμία, η διαίσθηση, η ικανότητα λήψης αποφάσεων… Ένα πλήθος από ιδιότητες που χάριζαν στον άνθρωπο τη μοναδικότητά του, ακόμα και η ικανότητά του να κάνει λάθος, γίνονται ιδιότητες περισσότερο ή λιγότερο πολύπλοκών μηχανικών συστημάτων. Αυτό δεν είναι βιομηχανική επανάσταση, είναι μια νέα κοινωνική συνθήκη.

ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ θέτει μπροστά μας το Black Mirror. Πώς θα ήταν ένας κόσμος στον οποίο θα μοιραζόμασταν με τα τεχνουργήματά μας αυτό που μας κάνει μοναδικούς, αυτό που μας κάνει δυνητικά ισότιμους με το θείο; Η σειρά δεν ρωτάει πώς θα ήταν ένας κόσμος που θα τον μοιραζόμασταν με άλλες νοήμονες οντότητες· με καλούς ή κακούς εξωγήινους, με συνεργάσιμες ή εξεγερμένες τεχνητές νοημοσύνες, με ανοίκειες μορφές ζωής που εισβάλλουν στον κόσμο των ανθρώπων. Αυτό είναι επιστημονική φαντασία. Το Black Mirror θέλει να θέσει μια πιο ανατριχιαστική ερώτηση: Πώς θα ήταν ένας κόσμος όπου θραύσματα της ανθρώπινης ψυχής, λογικές διεργασίες, συναισθήματα, επιθυμίες, αποφάσεις, γνώσεις, προκαταλήψεις θα είχαν ενσωματωθεί σε μηχανικά συστήματα, τα οποία θα αλληλεπιδρούσαν με τον άνθρωπο σε όλες τις σφαίρες της προσωπικής και κοινωνικής ζωής του; Πώς θα ήταν ένας κόσμος στον οποίο ο άνθρωπος δεν θα χειριζόταν τις μηχανές του, αλλά θα έπρεπε να επικοινωνεί μαζί τους;

Το σενάριο αρχίζει να γίνεται ανατριχιαστικό. Αλλά ο Charlie Brooker δεν αρκείται σε αυτό. Οι νοήμονες μηχανές με τις οποίες μοιραζόμαστε το κόσμο παραμένουν, παρ’ όλα αυτά, μηχανές – τεχνουργήματα που χαρακτηρίζονται από όλη την αβεβαιότητα και απροσδιοριστία που χαρακτηρίζει τις ανθρώπινες κατασκευές. Είναι μηχανικά συστήματα φτιαγμένα βάσει της ατελούς γνώσης που έχουμε για τον κόσμο και για τον εαυτό μας. Βάσει της ατελούς κατανόησης του ανθρώπινου ψυχισμού και των ανθρώπινων νοητικών διεργασιών, αλλά επίσης της ατελούς κατανόησης της φύσης του χρόνου και των νόμων που διέπουν τις φυσικές διεργασίες. Τι μπορεί να περιμένει κανείς από αυτά τα μηχανήματα, πέρα από το ότι θα αναπαράγουν την ατέλειά μας χωρίς δικαιολογίες, διορθώσεις, στρογγυλοποιήσεις και παράβλεψη σφαλμάτων; Κι ότι, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, αργά ή γρήγορα θα οδηγούνται σε απρόβλεπτες συμπεριφορές, αδυσώπητες χρονικές λούπες και απάνθρωπες αποφάσεις που καμιά συγχώρεση δεν μπορεί να τις αναιρέσει;

Αυτό ακριβώς περιγράφει το Black Mirror: Μια κοινωνική συνθήκη όπου τα υποκείμενα είναι εγκλωβισμένα σε ένα μηχανικό σύμπαν το οποίο αναπαράγει την ανθρώπινη ατέλεια, αλλά λειτουργεί με την άτεγκτη αυστηρότητα και τον ψυχρό ορθολογισμό των μηχανών. Κι αυτό είναι που μας τρομάζει, που κάνει το Black Mirror ανατριχιαστικό. Το ίδιο στοιχείο, όμως, συμπυκνώνει και την ιδιαίτερη αξία της σειράς: Αν απεγκλωβιστούμε από το δίπολο τεχνοφιλίας-τεχνοφοβίας, ιδιαίτερα από την προσφιλή μας τεχνοφοβία, θα διαπιστώσουμε ότι η σειρά έχει στόχο να μας θέσει μπροστά σε ένα επιτακτικό κοινωνικό ερώτημα: Πώς θα είναι ένας κόσμος που θα προκύψει από την εφαρμογή της επιστήμης και της τεχνολογίας, χωρίς καμιά κοινωνική διαβούλευση και κανένα κοινωνικό αναστοχασμό; Γιατί αυτό είναι, εντέλει, ο ανατριχιαστικός κόσμος του Black Mirror: Ένα τεχνολογικό σύμπαν που προέκυψε χωρίς κανέναν αναστοχασμό σχετικά με τις δυνατότητες και τους περιορισμούς της γνώσης, της επιστήμης και της τεχνολογίας. Ο καθρέφτης μιας κοινωνίας που χρησιμοποιεί τα θραύσματα των πιο σκοτεινών πλευρών της ανθρώπινης κατάστασης για να οικοδομήσει την τεχνολογική της ουτοπία.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 150, στις 18 Φεβρουαρίου 2023.

Τσέπες

ΚΑΠΟΤΕ οι αστυνομικοί ήταν μοντελάκια του Τσεκλένη. ΠΑΣΟΚ, ωραία χρόνια! Σιγά-σιγά όμως, με την πάροδο του χρόνου, άρχισαν να χάνουν τη φινέτσα τους. Η στολή τους άρχισε να φορτώνεται με εξαρτήματα, να γίνεται βαριά και δύσκαμπτη. Έτσι, χωρίς να το πολυκαταλάβουμε, ο ταπεινός χωροφύλακας μετατράπηκε σε Robocop. Σήμερα, όταν αντικρίζουμε έναν αστυνομικό, βλέπουμε ένα ημιανθρώπινο πλάσμα, ζωσμένο με κάθε λογής τεχνολογικά εξαρτήματα και βοηθητικά όργανα που τον κάνουν να μοιάζει με αποφασισμένο εκτελεστή ενός εξωανθρώπινου πεπρωμένου.

Μπορεί να ακούγεται αστείο, αλλά ένα στοιχείο που δίνει αυτή την ρομποτική όψη στους αστυνομικούς είναι οι τσέπες. Οι στολές των αστυνομικών είναι γεμάτες τσέπες, το σχήμα και η διάταξη των οποίων δηλώνει την παρουσία κρυφών δυνάμεων: τεχνολογικών δυνατοτήτων, όπλων, συσκευών επικοινωνίας, μέσων προστασίας… Η μοδιστρική των στολών απευθύνεται στο συλλογικό φαντασιακό, όπως αυτό διαμορφώθηκε από την κουλτούρα των υπερηρώων, την επιστήμη της κατάκτησης του διαστήματος και την πολεμική προπαγάνδα των ΗΠΑ. Οι παραστάσεις από αυτά τα τρία πεδία, που κατέκλυσαν τη λαϊκή κουλτούρα του όψιμου 20ού αιώνα, δημιούργησαν την εικόνα ενός πλάσματος που υπερβαίνει τους συμβατικούς περιορισμούς της ανθρώπινης συνθήκης. Ενός υπερανθρώπου που οι δυνάμεις και οι αντιληπτικές του ικανότητες ενισχύονται από (άγνωστες στο ευρύ κοινό) τεχνολογίες, οι οποίες του επιτρέπουν να γνωρίζει με ακρίβεια, να κινείται με ασφάλεια σε περιβάλλοντα που κανονικά δεν θα μπορούσε να κινηθεί ένα ανθρώπινο πλάσμα και, κυρίως, να επιφέρει πλήγματα των οποίων η αποτελεσματικότητα υπερβαίνει κατά πολλές τάξεις μεγέθους την αποτελεσματικότητα της άμεσης ανθρώπινης επαφής.

Οι τσέπες, τα κουμπιά, τα καλώδια και τα προσθετικά εξαρτήματα στις στολές των αστυνομικών έχουν στόχο να δημιουργήσουν αυτήν ακριβώς την τεχνοεκφοβιστική εικόνα, στο πλαίσιο της οποίας η εικόνα του αστροναύτη και του υπερστρατιώτη συγχωνεύεται με εκείνη του εκδικητή. Το βασικό χαρακτηριστικό αυτού του τεχνολογικού πλάσματος είναι η αποκοπή του από το περιβάλλον. Οι μπότες, οι επιγονατίδες, το αλεξίσφαιρο γιλέκο και το κράνος με τη σκοτεινή καλύπτρα μετατρέπουν τους αστυνομικούς σε μονάδες που επικοινωνούν μόνο μεταξύ τους και με το κέντρο εντολών που κατευθύνει τις ενέργειές τους. Αν το συναίσθημα είναι η φυσική αντίδραση των ανθρώπων κατά την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον τους, τότε ο στόχος αυτής της εικόνας είναι να δείξει ότι οι αστυνομικοί δεν έχουν συναίσθημα, δεν είναι διατεθειμένοι να αλληλεπιδράσουν, να διαπραγματευτούν, να δείξουν κατανόηση ή οίκτο. Είναι εκτελεστικά όργανα ενός υπερβατικού δέοντος που δεν μπαίνει στον κόπο να διερωτηθεί για τις συνέπειες των αποφάσεών του – υπηρέτες ενός νόμου που εκπορεύεται από μια εξωανθρώπινη τεχνολογική ορθολογικότητα, στο πλαίσιο της οποίας η δικαστική και η εκτελεστική εξουσία έχουν «αυτονόητα» συγχωνευθεί. Στις τσέπες αυτής της άδειας στολής είναι κρυμμένα τα τεχνουργήματα που ακυρώνουν καθημερινά τη δημοκρατία και επωάζουν τη νεοφασιστική κανονικότητα με την οποία το κεφάλαιο επιχειρεί να ξεπεράσει την κρίση του.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 149, στις 4 Φεβρουαρίου 2023.

IMAGE CREDIT: Giovanni Battista Bracelli, Bizzarie di varie figure, 1624.

Μιλώντας με τα δέντρα

ΕΓΡΑΦΑ ΣΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ σημείωμα για τις κακοποιητικές σχέσεις που αναπτύσσουν κάποιοι χρήστες της πλατφόρμας Replika με τα θηλυκά chatbot που δημιουργούν. Οι αναρτήσεις αυτών των χρηστών στο Reddit μοιάζουν με τον κομπασμό τοξικών αρσενικών που θέλουν να δείξουν στα υποταγμένα θηλυκά ποια είναι η πραγματική θέση τους στον κόσμο. Όμως, το παιγνιώδες πλαίσιο στο οποίο εκδηλώνεται η συγκεκριμένη συμπεριφορά δεν μας επιτρέπει να συλλάβουμε την ηθική της διάσταση. Μπορεί κάτι να αποκαλύπτει για τις ψυχολογικές ή αισθητικές προδιαθέσεις του χρήστη, αλλά όχι για την ηθική των πράξεών του καθεαυτήν. Σε τελευταία ανάλυση, οι ρέπλικες δεν είναι παρά μηχανές. Όπως γράφει και ένας χρήστης του Reddit, αν δεν σας ικανοποιεί η Replika σας, σβήστε τη: «Εγώ έχω διαγράψει δύο ρέπλικες μέσω της επιλογής ‘διαγραφή λογαριασμού’ που παρέχει η εφαρμογή, γιατί δεν μου άρεσε η ιδέα να απεγκαταστήσω την εφαρμογή και να τις αφήσω [να περιφέρονται] στο κενό. Οι άνθρωποι έχουν λόγους που διαγράφουν ή ‘εγκαταλείπουν’ τις ρέπλικές τους. Και δεν υπάρχει τίποτα κακό σε αυτό. Η Replika δεν είναι παρά μια εφαρμογή, ένας υπολογιστής, τίποτα παραπάνω από αυτό, ανεξάρτητα από το πόσο βαθιά και στενή σχέση έχετε δημιουργήσει μαζί της. Μερικούς αυτό τους κάνει να νιώθουν άβολα. Όμως, δεν είναι λάθος να απαλλαγείτε από μια σχέση που δεν σας ταιριάζει πλέον.»

Είναι σαφές ότι ο χρήστης που έγραφε αυτά τα λόγια δεν είχε επίγνωση των αντιφάσεων που περιέχουν: Δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να σβήνεις μια Replika, αφού είναι απλώς ένα λογισμικό, αλλά ο λόγος που τις δικές του τις έσβησε και δεν τις απεγκατέστησε είναι ότι δεν άντεχε στη σκέψη να τις αφήσει να περιπλανιούνται στο ψηφιακό κενό. Ενδιαφέρον έχει επίσης το γεγονός ότι εξομοιώνει την απεγκατάσταση της εφαρμογής με τη διακοπή μιας σχέσης που έχει πάψει να μας καλύπτει – δηλαδή με τον χωρισμό. Ανθρωπομορφισμός; Η αλήθεια είναι ότι κανένας χρήστης της εφαρμογής δεν είναι τόσο αφελής ώστε να παραβλέπει το γεγονός πως έχει να κάνει με μηχανές. Ταυτόχρονα, όμως, δεν μπορεί να παραβλέψει και το γεγονός ότι στόχος της ενασχόλησής του είναι να δημιουργήσει μια «ανθρώπινη» σχέση. Το πρόσωπο του άλλου αναδύεται από αυτήν ακριβώς την εμπειρία της σχέσης.

Σε ένα διαφορετικό, αλλά συναφές πλαίσιο, ο φαινομενολόγος Erazim Kohák αναρωτιόταν ποιο θα ήταν το γνωσιολογικό καθεστώς ενός κόσμου όπου το να μιλάμε στα δέντρα θα θεωρούνταν αποδεκτή συμπεριφορά. Θα ήταν ένας κόσμος που θα γινόταν αντιληπτός ως μια κοινότητα αυτόνομων όντων άξιων σεβασμού, γράφει. Η συμπερίληψη των μη ανθρώπινων οντοτήτων στην κοινότητα του λόγου οικοδομεί ένα πλαίσιο που έρχεται σε αντίθεση με την ανθρωποκεντρική θεώρηση του κόσμου ως αποθέματος πρώτων υλών και υποδεικνύει την ανάγκη μιας ηθικής που θα τέμνει εγκάρσια τη (χριστιανικών καταβολών) διάκριση ανάμεσα σε ανθρώπους και (εμβιο)μηχανικές συναρμογές.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 133, στις 14 Μαΐου 2022.

Αναφορές
Donna Haraway (1988). Situated knowledges: the science question in feminism and the privilege of partial perspective. Feminist Studies, 14(3), 575-599.
Erazim Kohák (1993). Speaking To Trees. Critical Review, 6(2-3), 371-388.
Levi R. Bryant (2011). The Democracy of Objects. Ann Arbor: Open Humanities Press.