Δυστοπίες

ΤΑ ΣΕΝΑΡΙΑ των περισσότερων ταινιών επιστημονικής φαντασίας περιγράφουν ένα δυστοπικό μέλλον, όπου μια ομάδα ανθρώπων προσπαθεί να διασφαλίσει την επιβίωση του ανθρώπινου πολιτισμού απέναντι σε μια εχθρική απειλή. Όλο και συχνότερα αυτή η απειλή προέρχεται από τον ίδιο τον άνθρωπο και τη δυνατότητά του να επιδράσει σε πλανητική κλίμακα. Τα μέσα με τα οποία τον εξοπλίζει η τεχνολογία είναι τέτοια που, για πρώτη φορά στην ιστορία, τού επιτρέπουν να επιφέρει αλλαγές γεωλογικής κλίμακας. Ως εκ τούτου, ζούμε καθημερινά με τον φόβο της επικείμενης καταστροφής.

Δεν είναι η πρώτη φορά που εμφανίζεται αυτός ο φόβος στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού. Το φαινόμενο έχει πάρει το όνομα fin de siècle, εξαιτίας του γεγονότος ότι εμφανιζόταν συστηματικά στο γύρισμα των αιώνων με τη μορφή μαζικού ψυχωσικού φόβου για το επικείμενο τέλος του κόσμου. Η χιλιαστική παράδοση του Χριστιανισμού, αλλά και του Ισλάμ αποτελούν το υπόβαθρο αυτού του φόβου, πάντοτε σε συνδυασμό με μεγάλες κοινωνικές και πολιτισμικές ανακατατάξεις. Η τελευταία μεγάλη εκδήλωση αυτού του φαινομένου ήταν στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν η μαζική τεχνοφοβία έδωσε ώθηση στην ανάδυση ανορθολογικών αντιλήψεων για τη φύση και τον άνθρωπο, αλλά και νέων μορφών καλλιτεχνικής έκφρασης και φιλοσοφικού στοχασμού. Η λεγόμενη πρώτη κρίση της νεωτερικότητας γέννησε πολιτισμό, αλλά και τέρατα.

Η διαφορά στις μέρες μας είναι ότι αυτός ο φόβος μοιάζει να εγκαθίσταται στην καθημερινότητα ως συστατικό στοιχείο του τεχνοεπιστημονικού πολιτισμού. Η αλήθεια είναι ότι και πάλι η κορύφωση συμπίπτει με το γύρισμα του αιώνα, αλλά η κλιμάκωση άρχισε από πολύ νωρίς (από τη δεκαετία του 1960) και δεν δείχνει σημάδια υποχώρησης. Αντίθετα, καλλιεργεί μια μόνιμη αίσθηση μηδαμινότητας στο ατομικό επίπεδο και τη θετικιστική κατάφαση του αναπόδραστου στο πολιτικό επίπεδο. Εξού και η αποτύπωσή της στα κάθε είδους σενάρια δυστοπιών: «Όλα είναι ανώφελα, αν ο τόπος της τελικής άφιξης δεν μπορεί παρά να είναι η κολασμένη πόλη, κι είναι εκεί που μας τραβάει το ρεύμα, με κύκλους που όλο και στενεύουν», είπε ο Κουμπλάι Χαν. Και ο Μάρκο Πόλο απάντησε: «Η κόλαση των ζωντανών δε είναι κάτι που θα υπάρξει· αν υπάρχει μία, είναι αυτή που βρίσκεται ήδη εδώ, η κόλαση που κατοικούμε κάθε μέρα, που φτιάχνουμε με το να ζούμε μαζί. Δυο τρόποι υπάρχουν για να γλυτώσεις από το μαρτύριό της. Ο πρώτος είναι εύκολος σε πολλούς: δέξου την κόλαση και γίνε μέρος της έτσι που να μην τη βλέπεις πια. Ο δεύτερος είναι επικίνδυνος και απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση και γνώση: ψάξε και μάθε ν’ αναγνωρίζεις ποιος και τι, στη μέση της κόλασης, δεν είναι κόλαση, κι αυτά κάνε να διαρκέσουν, δώσ’ τους χώρο» (Ί. Καλβίνο, Αόρατες Πόλεις, μετάφραση Ε. Γ. Ασλανίδης και Σ. Καπογιαννοπούλου).

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 19, στις 10.6.2017.

YOLO!

Το 2013 ο Terry Gilliam γύρισε μια ταινία που πήγε άπατη. Το «Θεώρημα Μηδέν». Ωστόσο, για τους γνωρίζοντες η ταινία είναι ένα κινηματογραφικό διαμάντι, που μαζί με τους «12 πιθήκους» ολοκληρώνει τη διεισδυτική τριλογία του «Brazil». Στο δυστοπικό σκηνικό που αναδύεται από τη steampunk φαντασία του Gilliam, ένας διχασμένος άνθρωπος προσλαμβάνεται από μια επιχείρηση για να αποδείξει –με τη μαθηματική έννοια του όρου– τη ματαιότητα των πάντων. Μπορεί οι υπολογισμοί να γίνονται με πετάλια και κονσόλα παλιού βιντεοπαιχνιδιού, αλλά ο υπερεπεξεργαστής που τροφοδοτεί τον ήρωα με δεδομένα έχει φτιαχτεί για να χωρέσει μέσα του ολόκληρο το σύμπαν. Το οποίο, βέβαια, δεν είναι όσο μεγάλο θα περίμενε κανείς, αφού… όλα είναι ένα τίποτα.

Ο ήρωας δεν μπορεί να καταλάβει γιατί μια επιχείρηση να θέλει να αποδείξει ότι όλα είναι μάταια. Η απάντηση τού δίνεται από τη φασματική φιγούρα που εκπροσωπεί τη «διοίκηση»: «Ποτέ δεν είπα ότι όλα είναι μάταια. Είμαι επιχειρηματίας, κ. Leth! Τίποτα δεν είναι μάταιο: το να δημιουργείς τάξη στην αταξία φέρνει χρήμα. Το χάος παράγει κέρδος, κ. Leth!» Το μοτίβο που επανέρχεται στις απεγνωσμένες προσπάθειες του ήρωα να αποδείξει τη ματαιότητα των πάντων είναι ότι το μηδέν ισούται με 93%, ενώ το ζητούμενο είναι να φτάσει το 100%. Αυτό που εμποδίζει τους ανθρώπους να αποδεχτούν πέραν πάσης αμφιβολίας την ανυπαρξία σκοπού και νοήματος της ζωής είναι η «κλήση» που περιμένουν. Η ανάθεση της αποστολής που θα δώσει νόημα στην ύπαρξή τους και προορισμό στις πράξεις τους. Κι αυτή η προσμονή πρέπει να ξεριζωθεί με επιστημονικό τρόπο. Τότε και μόνο τότε, το κενό της ύπαρξης θα γίνει ολοκληρωτικά κερδοφόρο, ένα απέραντο πεδίο δυνατοτήτων αξιοποίησης του κεφαλαίου.

Οι θρησκείες, οι φιλοσοφίες, οι μύθοι, η αφοσίωση, ο έρωτας αναστέλλουν την ολοκλήρωση του καπιταλισμού. Εν αναμονή της λύτρωσης ή της γνώσης, οι άνθρωποι αρνούνται να δουν τη μοναδική αλήθεια: YOLO! You only live once – «ζεις μόνο μια φορά» κι αυτή δεν έχει κανένα απολύτως νόημα. Έτσι απαρνούνται τη μοναδική ευτυχία που τους είναι δυνατή: να παραδοθούν ολοκληρωτικά στον παρηγορητικό καταναλωτισμό. Ο καπιταλισμός είναι η μόνη τεχνολογία που μπορεί να κατασκευάσει προϊόντα με πρώτη ύλη το τίποτα, και να λυτρώσει τους ανθρώπους από την ανάγκη να αντικρίζουν μόνοι και ανυπεράσπιστοι το αδυσώπητο κενό της ύπαρξης.

Οι γιορτές είναι η αποθέωση του καταναλωτισμού. Ήταν, όμως, ανέκαθεν συνδυασμένες και με σκοτεινούς μύθους. Αφηγήσεις και τελετουργίες που διασκέδαζαν τη βαθιά ριζωμένη αίσθηση ματαιότητας, με την υπόμνηση της ικανότητας των ανθρώπων να παράγουν νόημα. Η οικειοποίηση αυτής της ικανότητας από τον καπιταλισμό, απλώς γεμίζει το υπαρξιακό κενό με σκουπίδια.

Ευτυχισμένο το 2017!

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 8, την 1.1.2017.

Νοσταλγώντας το φως

ΑΝ Ο ΤΡΟΠΟΣ μας να γνωρίζουμε τον κόσμο είναι μέσω της όρασης, τότε ποτέ δεν μπορούμε να γνωρίσουμε το παρόν. Αυτό που γνωρίζουμε είναι μια εικόνα κατασκευασμένη από θραύσματα του παρελθόντος, μια σύνθεση στιγμών από διαφορετικούς χρόνους. Κάθε σώμα που βλέπουμε όταν ατενίζουμε τον νυχτερινό ουρανό είναι μια διαφορετική στιγμή του παρελθόντος, ανάλογα με τον χρόνο που χρειάστηκε το φως να ταξιδέψει μέχρις εμάς. Αν και σε διαφορετική κλίμακα, το ίδιο συμβαίνει και με τα αντικείμενα που μας περιβάλλουν: κανένα δεν βρίσκεται απολύτως στο παρόν μας και κανένα δεν είναι απολύτως ταυτόχρονο με κάποιο άλλο, εξαιτίας της πεπερασμένης ταχύτητας με την οποία μεταδίδονται οι οπτικές πληροφορίες. Με αυτή την έννοια, ο χώρος της γνώσης είναι ο χώρος της μνήμης.

Το 2010, ο χιλιανός κινηματογραφιστής Patricio Guzmán παρουσίασε το ντοκιμαντέρ Νοσταλγία για το φως (Nostalgia de la luz). Η έρημος της Atacama είναι το πιο ξηρό μέρος στον πλανήτη. Αυτό της προσδίδει δύο πολύ σημαντικές ιδιότητες. Πρώτον, εξαιρετική ατμοσφαιρική διαύγεια, πράγμα που την κάνει κατάλληλη για τηλεσκοπικές παρατηρήσεις. Δεύτερον, ξηρό και ψυχρό έδαφος, πράγμα που την καθιστά ιδανική για τη διατήρηση πτωμάτων(!). Ο Guzmán αποτυπώνει τη συνύπαρξη δυο ομάδων ανθρώπων με πολύ διαφορετικές δραστηριότητες. Των επιστημόνων που εργάζονται στα κλιματιζόμενα παρατηρητήρια και στις συστοιχίες ραδιοτηλεσκοπίων προσπαθώντας να βρουν απαντήσεις για την προέλευση του σύμπαντος. Και των γυναικών που σκάβουν το αφιλόξενο χώμα της ερήμου προσπαθώντας να βρουν τα λείψανα των αγαπημένων τους προσώπων που δολοφόνησε και εξαφάνισε η χούντα του Πινοτσέτ. Και οι δυο ψάχνουν στον αχανή χώρο της μνήμης –μια εμπράγματης μνήμης– προσπαθώντας να ανασυστήσουν ένα εύθραυστο παρόν και να συμβιβαστούν με την προσωρινότητα και την απουσία.

Οι επιστήμονες έχουν δώσει στο παρελθόν μάχες για να νομιμοποιήσουν και να οριοθετήσουν την εργασία τους από άλλες κοινωνικές δραστηριότητες – για να αποκτήσουν οι όροι επιστήμη και επιστήμονας ειδική σημασία. Η ποιητική καταγραφή του Guzmán αποτυπώνει, εν προκειμένω, την αντίθετη τάση: τη σύμφυση επιστήμης και ιστορίας στη γνωσιολογική επικράτεια της μνήμης. Σε αυτή την επικράτεια είναι που αναπτύσσεται η αμοιβαιότητα ανάμεσα στις δυο μέριμνες και η αλληλεγγύη ανάμεσα σε όσους τις υπηρετούν· και εδώ είναι που εγγράφεται η κοινή και ακατάπαυστη εργασία για τη νοηματοδότηση των απρόβλεπτων αλλαγών και των επώδυνων ασυνεχειών που σημαδεύουν τη ροή του χρόνου. «Πιστεύω ότι η μνήμη έχει βαρυτική δύναμη», λέει ο χιλιανός δημιουργός. «Μας έλκει διαρκώς. Όσοι έχουν αναμνήσεις μπορούν να ζήσουν σε ένα εύθραυστο παρόν. Όσοι δεν έχουν, δεν ζουν πουθενά».

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 2, την 1.10.2016.