Impostor syndrome

ΤΟ «ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΑΠΑΤΕΩΝΑ» συνίσταται στην αίσθηση που έχει ένα άτομο ότι απολαμβάνει προνόμια που δεν τα αξίζει, επειδή έχει καταφέρει να πείσει τους άλλους ότι διαθέτει κάποια προσόντα που δεν τα διαθέτει στην πραγματικότητα. Αλλά, κάποια στιγμή, οι άλλοι θα καταλάβουν ότι έχουν εξαπατηθεί και τότε θα το αποκαθηλώσουν, θα του στερήσουν τα προνόμια και θα το ντροπιάσουν. Κάθε φορά που ένα άτομο κατορθώνει να κάνει ένα μεγάλο άλμα στη ζωή του, ιδίως αν αυτό εμπεριέχει σημαντική βελτίωση της κοινωνικής του θέσης, το σύνδρομο του απατεώνα παραμονεύει. Υποθέτω ότι δεν ενοχλεί όσους είναι όντως απατεώνες και συνειδητά επιδιώκουν να πετύχουν τους στόχους τους διά της πλαγίας. Ούτε όσους, ταξικά, θεωρούν ότι τους ανήκει ο κόσμος. Για τους κοινούς θνητούς, όμως, αποτελεί μια σταθερή παράμετρο του ενοχικού τους σύμπαντος.

Μάσκα μεταμόρφωσης των Kwakwaka’wakw (πηγή: Wikipedia, “Impostor syndrome”).

Θα περίμενε κανείς, βεβαίως, ότι σε χώρους όπου ισχύει η αξιοκρατία, ο ορθολογισμός της κρίσης, και μάλιστα της «κρίσης των ομοτίμων», θα εξουδετέρωνε αυτή την ανορθολογική ψυχολογική προδιάθεση. Και όμως, σε αυτούς του χώρους είναι που κατεξοχήν ευδοκιμεί το συγκεκριμένο σύνδρομο. Το πανεπιστήμιο αποτελεί ίσως τη χαρακτηριστικότερη περίπτωση. Χιλιάδες πανεπιστημιακοί, ιδιαίτερα γυναίκες, αισθάνονται ότι κατέχουν τη θέση τους στην ακαδημαϊκή κοινότητα κατά παραχώρηση. Ότι ποτέ δεν εργάστηκαν όσο πραγματικά χρειαζόταν για να κατακτήσουν τη συγκεκριμένη θέση και ποτέ δεν καινοτόμησαν ερευνητικά όσο υπονοεί το καλογραμμένο βιογραφικό τους. Κι αυτό δεν εκδηλώνεται όταν κάποιος/α κατακτήσει μια θέση ευθύνης (τότε μάλλον εξαφανίζεται!), αλλά από τη στιγμή που αρχίζει να γράφει το διδακτορικό του/ης: «Είμαι εγώ για τέτοια, τώρα;»

Η ταξική και έμφυλη διάσταση του συνδρόμου του απατεώνα στο πανεπιστήμιο τροφοδοτείται από δύο στερεότυπα. Αφενός, από τη μυθική εικόνα του επιστήμονα. Ο επιστήμονας (ναι, ο) είναι ένας άνθρωπος που έχει αφιερώσει τη ζωή του στην έρευνα και την καινοτομία, χωρίς να αποσπάται από τετριμμένες μέριμνες της καθημερινότητας, όπως ο βιοπορισμός ή το μεγάλωμα των παιδιών. Αφετέρου, από το πατρικό ενδιαφέρον που δείχνουν οι φτασμένοι πανεπιστημιακοί να «αποκαταστήσουν» τους άστεγους συναδέλφους τους, νέους ερευνητές και ερευνήτριες, ώστε αυτοί να μπορέσουν να αφοσιωθούν στο έργο τους, στο γόνιμο ακαδημαϊκό περιβάλλον ενός τομέα, ενός τμήματος, μιας κλινικής. Δεν είναι περίεργο που οι περισσότερες/οι πανεπιστημιακοί ξεκινούν τη σταδιοδρομία τους με μια αίσθηση χρέους. Το κλείσιμο του ματιού που συχνά συνοδεύει την εκλογή τους («τα καταφέραμε!») και η εμπιστευτική σχέση με το άτομο ή την ομάδα που μερίμνησε γι’ αυτήν δημιουργούν την αίσθηση μιας προστατευτικής εξάρτησης που τις/ους συνοδεύει στην εξ ορισμού ατελέσφορη προσπάθειά τους να ανταποκριθούν στο εξιδανικευμένο πρότυπο του επιστήμονα. Πέρα από μια απλή αίσθηση προσωπικής ανασφάλειας, επομένως, το σύνδρομο του απατεώνα είναι ένας μηχανισμός που καθορίζει τους τρόπους με τους οποίους συγκροτούνται τα δίκτυα εξουσίας και οι σφαίρες επιρροής, κάτω από τον μανδύα της αξιοκρατίας.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 134, στις 28 Μαΐου 2022.

Αναφορές
Feenstra, S., Begeny, C.T., Ryan, M.K., Rink, F.A., Stoker, J.I. and Jordan, J. (2020). Contextualizing the Impostor “Syndrome”. Frontiers in Psychology 11:575024. doi: 10.3389/fpsyg.2020.575024

Μέλλον

ΣΕ ΜΙΑ ΕΡΕΥΝΑ που κάναμε πρόσφατα, ήρθαμε αντιμέτωποι με μια περίεργη διαπίστωση. Η έρευνα αφορούσε την αντίληψη που αναπτύσσουν για τον χρόνο άτομα μεταξύ 13 και 16 ετών, τα οποία εκτίθενται συστηματικά σε ψηφιακά περιβάλλοντα (gaming και μέσα κοινωνικής δικτύωσης). Ενώ η αντίληψη αυτή είναι εξαιρετικά εκλεπτυσμένη και αρθρώνεται σε πολλαπλά επίπεδα, μοιάζει να είναι ελλιπής: Σχεδόν πουθενά δεν εμφανίζεται το μέλλον. Οι ικανότητες που αναπτύσσουν οι digital natives να κινούνται ανάμεσα σε διαφορετικά χρονικά πλαίσια, να αψηφούν τις διαφορές ανάμεσα σε χρονικές ζώνες, ακόμα και να παράγουν συνεχείς αφηγήσεις από ασυνεχείς ροές δεδομένων είναι εκπληκτικές και πρωτόγνωρες. Ωστόσο, αυτές οι ικανότητες αφορούν κατά κύριο λόγο το παρόν και το παρελθόν. Το μέλλον εμφανίζεται μόνο ως μια παιχνιδοποιημένη εκδοχή του παρόντος, η οποία εμφορείται από έντονο τεχνολογικό ντετερμινισμό και παίρνει τη μορφή της χάρη στα σενάρια που υλοποιούνται στις ψηφιακές πλατφόρμες.

«Πού χάθηκε το μέλλον;» αναρωτιόταν πριν μερικά χρόνια ο ανθρωπολόγος Marc Augé. Ασφαλώς, δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι τα άτομα που μελετήθηκαν είναι αντιπροσωπευτικά μιας γενιάς που μεγάλωσε στο πλαίσιο δυο διαδοχικών κρίσεων, της οικονομικής και της υγειονομικής. Το παρόν αποκτά ιδιαίτερο βάρος σε αυτές τις συνθήκες. Χάνει την αποβλεπτικότητα και τον μεταβατικό χαρακτήρα του και γίνεται μια δυσκίνητη μάζα προβλημάτων που απαιτεί την αποκλειστική προσοχή των υποκειμένων. H επίκληση του μέλλοντος, και μάλιστα ενός διαφορετικού ή ανατρεπτικού μέλλοντος, μετατρέπεται σε επιπόλαιη ονειροπόληση που παραβλέπει την επιτακτικότητα του παρόντος και τα «προβλήματα της πραγματικής ζωής».

Δεν είναι, όμως, μόνο οι σημερινοί έφηβοι που χάνουν την προοπτική του μέλλοντος. Η απουσία προοπτικής τείνει να γίνει καταστατική συνθήκη της ζωής μεγάλου αριθμού ανθρώπων. Το πρεκαριάτο είναι η ρευστή κοινωνική κατηγορία που περιλαμβάνει όσους και όσες προορίζονται να ζήσουν σε μόνιμη εργασιακή επισφάλεια. Περιμένουμε (απαιτούμε!) από αυτούς τους ανθρώπους να είναι καλοί παιδαγωγοί, παραγωγικοί εργαζόμενοι, δημιουργικοί ερευνητές, ενώ ταυτόχρονα τους εγκλωβίζουμε σε έναν τρόπο οργάνωσης της παραγωγής και του κράτους που τους στερεί κάθε δυνατότητα να οραματιστούν την προσωπική τους εξέλιξη. Η επανάληψη του παρόντος αποτελεί την καλύτερη εκδοχή του μέλλοντος που μπορούν να φανταστούν. Όταν το έργο στο οποίο πρέπει να διοχετεύσουν όλη τους την ενέργεια είναι η εξασφάλιση μιας θέσης αναπληρώτριας καθηγήτριας στη Μέση Εκπαίδευση ή ακαδημαϊκής υποτρόφου στο Πανεπιστήμιο για την επόμενη χρονιά, η επεξεργασία μιας παιδαγωγικής ή ερευνητικής ατζέντας αποτελεί πολυτέλεια, πόσω μάλλον η σύνδεση της εργασίας τους με την προοπτική της κοινωνικής αλλαγής.

Σε συνθήκες κρίσης, ο καπιταλισμός εγκαταλείπει την επιτήδευση της νεοτερικότητας. Η λειτουργία του επικεντρώνεται στη στείρα αναπαραγωγή μοτίβων που εξασφαλίζουν τη σταθερότητα του συστήματος, ενώ ταυτόχρονα μετατρέπουν την επιτακτικότητα του παρόντος σε μαύρη τρύπα που καταβροχθίζει όλες τις διαστάσεις της χρονικότητας των υποκειμένων.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 106, στις 27 Μαρτίου 2021.

IMAGE CREDIT: M.C. Escher, Bond of Union, 1956.

Διαίρεση

ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΤΟ ότι αυτή η κυβέρνηση δεν τα πάει καλά με την απλή αριθμητική. Ιδιαίτερα με τη διαίρεση, που είναι η πράξη που μας βοηθάει να υπολογίζουμε μέσους όρους (π.χ., μαθητές ανά τάξη) ή ρυθμούς (π.χ., αριθμό εμβολιασμών ανά ημέρα προκειμένου να επιτευχθεί συλλογική ανοσία μέχρι τον Ιούνιο). Το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη δεν έχει λόγο να αποτελεί εξαίρεση. Αστυνομία στα πανεπιστήμια. Μάλιστα! Πώς θα το κάνουν αυτό; Διαβάζω ότι επίκειται η πρόσληψη 1.030 Ειδικών Φρουρών, οι οποίοι θα συγκροτήσουν το σώμα που θα αναλάβει τη φύλαξη των πανεπιστημίων – πρωτίστως από τους φοιτητές τους, φαντάζομαι.

ΠΟΣΑ πανεπιστήμια έχει η Ελλάδα; Αν βγάλουμε τις στρατιωτικές και αστυνομικές σχολές (αυτές δεν έχουν ανάγκη από φύλαξη, γιατί έχουν καλά παιδιά), έχει 26 πανεπιστημιακά ιδρύματα. Πολλά! Και μεγάλα, θα προσθέσω. Καταρχάς, πολλά από αυτά εκτείνονται σε περισσότερες από μία πόλεις. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τα πανεπιστήμια Πελοποννήσου, Κρήτης ή Θεσσαλίας. Επίσης, μετά την κατάργηση των ΤΕΙ και την απορρόφησή τους από τα γειτονικά πανεπιστήμια, πολλά πανεπιστήμια απέκτησαν «παραρτήματα» σε άλλες πόλεις. Πρώτο και καλύτερο το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το οποίο απέκτησε το Συγκρότημα Ευρίπου στα Ψαχνά Ευβοίας. Ακόμα και μέσα στην ίδια πόλη, όμως, κάθε πανεπιστήμιο διαθέτει εγκαταστάσεις σε διάφορα σημεία. Ανέκαθεν τα πανεπιστήμια δημιουργούσαν εστίες μέσα στον αστικό ιστό και αναπτύσσονταν μαζί με την πόλη που τα φιλοξενούσε. Πόσα είναι λοιπόν τα σημεία φύλαξης που αντιστοιχούν στα 26 ελληνικά πανεπιστήμια; Αν πολλαπλασιάσουμε, μετριοπαθώς, με έναν μέσο όρο 10, μιλάμε για 260 σημεία φύλαξης. Και φτάσαμε στη διαίρεση. 1030 : 260 = 3,96 Ειδικοί Φρουροί ανά σημείο φύλαξης. Άλλη μια διαιρεσούλα και τελειώσαμε. Τρεις βάρδιες, άρα 3,96 : 3 = 1,32 Ειδικοί Φρουροί ανά βάρδια, ανά σημείο φύλαξης. Σοβαρά;

Θα μου πείτε, δεν λειτουργεί έτσι η Αστυνομία. Έχει επιχειρησιακό σχέδιο (lol!). Όταν γίνεται φασαρία θα πέφτει σύρμα, «παιδιά, την πέφτουν στο Χημικό!» και θα μαζεύονται οι Ειδικοί Φρουροί από τα γύρω (πανεπιστημιακά) τμήματα, θα φωνάζουν και κάποιους από το κέντρο που θα καταφτάνουν με παπάκια και θα αντιμετωπίζουν συντεταγμένα την απειλή.

Είναι δυνατόν να μην ξέρει αριθμητική η εξουσία; Είναι δυνατόν να μην ξέρουν ότι στέλνουν κάτι κακόμοιρους και κακόμοιρες να αναμετρηθούν με την αδιαφορία και τη χλεύη φοιτητών και φοιτητριών; Φυσικά και το ξέρουν. Φυσικά και έχουν κάνει τους λογαριασμούς τους. Μόνο που το διακύβευμα είναι διαφορετικό από αυτό που νομίζουμε: Δεν έχει να κάνει με την αποτελεσματικότητα της κίνησης, αλλά με τον συμβολισμό. Η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου σήμαινε, «απλώς», ότι η αστυνομία μπορούσε να μπαίνει στα πανεπιστήμια. Η ίδρυση πανεπιστημιακής αστυνομίας σημαίνει ότι η αστυνομία είναι ήδη μέσα στο πανεπιστήμιο. Κι αυτό αποτελεί μια άνευ προηγουμένου επίδειξη αυταρχισμού, που κανένα δημοκρατικό πανεπιστήμιο δεν μπορεί να ανεχτεί.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 104, στις 27 Φεβρουαρίου 2021.

IMAGE CREDIT: Jean Michel Basquiat, La Hara, 1981