Εργασία

ΟΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ απόφοιτοι του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος είμαστε εξοικειωμένοι με την αστεία φράση «σηκώθηκα, νίφτηκα, ντύθηκα κι έφυγα για το σχολείο». Ίσως υπάρχει παρόμοια εκδοχή και για τους millennials. Πρόκειται, πάντως, για ένα είδος παγκόσμιας σταθεράς. Είναι ο τρόπος που τα παιδιά αρχίζουν να γράφουν τις πρώτες τους «εκθέσεις». Χωρίς λογοτεχνικές φιλοδοξίες και συγκεντρώνοντας την προσοχή τους στην καλλιγραφία και την ορθογραφία, οι μικροί συγγραφείς περιορίζονται αποκλειστικά στην περιγραφή. Δεν υπάρχουν συναισθήματα, προσδοκίες, ποικιλία, επινοητικότητα – μόνο η καθαρή, γυμνή περιγραφή. Κοινή για όλους, πλούσιους και φτωχούς, μικρούς και μεγάλους, αγόρια και κορίτσια. Τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν οι άνθρωποι όταν σηκώνονται από το κρεβάτι τους – εκτός φυσικά από αυτά που δεν μπορούν να κατονομαστούν;

Graham Sutherland, Standing Forms II, 1952.

Η αλήθεια είναι ότι στην ηλικία που γράφουν τις πρώτες τους εκθέσεις, τα παιδιά έχουν ήδη μάθει να κάνουν πολύ περισσότερα από το να σηκώνονται απλώς από το κρεβάτι τους. Δεν είναι, όμως, μια γνώση που την έχουν αποκτήσει συνειδητά γι’ αυτό και δεν γνωρίζουν πως την έχουν. Είναι αυτό που ονομάζουμε άρρητη γνώση, το είδος της γνώσης που μεταδίδεται μέσω της κοινωνικοποίησης και της ένταξης σε μια ομάδα και όχι μέσω της εκπαίδευσης και της απομνημόνευσης. Έχουν μάθει, λοιπόν, ότι πρέπει να σηκώνονται από το κρεβάτι με έναν συγκεκριμένο τρόπο, να κάνουν την τουαλέτα τους με συγκεκριμένο τρόπο, να κοιτάζονται στον καθρέφτη και να διορθώνουν την εμφάνισή τους προσέχοντας συγκεκριμένες λεπτομέρειες, να διακοσμούν την εμφάνισή τους με συγκεκριμένα προϊόντα και ότι φτάνοντας στο σχολείο θα πρέπει να είναι προετοιμασμένα για συγκεκριμένες μορφές αποδοχής και απόρριψης. Τα παιδιά κατέχουν ένα είδος γνώσης, που τους υπαγορεύει ένα συγκεκριμένο είδος εργασίας με το σώμα και με τη συμπεριφορά τους. Κι αυτή δεν είναι άλλη από τη γνώση του φύλου.

Η γνώση αυτή δεν σταματά, φυσικά, στην παιδική ηλικία. Το φύλο είναι μια γνώση που δεν επιλέγουμε να έχουμε, αλλά μας επιβάλλεται μέσω της κοινωνικοποίησής μας, κι αυτό συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Υποθέτω ότι δεν κομίζω γλαύκα εις Αθήνας λέγοντας ότι το φύλο δεν είναι ουσία, αλλά επιτέλεση. Ωστόσο, είναι τρομακτικό αν αναλογιστούμε πόση ενέργεια απαιτείται γι’ αυτή την επιτέλεση. Από τη στιγμή που ανοίγουμε τα μάτια μας, γινόμαστε –πρέπει να γίνουμε– το φύλο μας. Από τη στιγμή που ανοίγουμε τα μάτια μας αρχίζουμε να εργαζόμαστε για την αναπαραγωγή του φύλου μας. Η άλλη εργασία, αυτή που απαιτείται για την αναπαραγωγή των υλικών όρων της ύπαρξής μας, είναι ένα μικρό ποσοστό σε σύγκριση με την εργασία που αφιερώνουμε στην επιτέλεση του φύλου μας. Η εργασία για την αναπαραγωγή του φύλου δεν σταματά ποτέ! Γιατί αν σταματούσε –πολύ περισσότερο, αν γινόταν παιχνίδι– ποιος ξέρει τι είδους παράξενα λουλούδια θα φύτρωναν στις ρωγμές της στιβαρής αστικής κοινωνίας…

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 151, στις 4 Μαρτίου 2023.

Μαλάκια

Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ άρχισε από ένα δημοσίευμα της Καθημερινής, ο συγγραφέας του οποίου δήλωνε ότι αποφάσισε να μην τρώει χταπόδια, επειδή πρόκειται για μια αξιοθαύμαστη μορφή ζωής. Μολονότι έχουν υπάρξει πολλά τέτοια δημοσιεύματα σε αγγλόφωνα περιοδικά, όπως έχουν υπάρξει και πολλές επιστημονικές μελέτες σχετικά με τη νευροφυσιολογία και τη συμπεριφορά του χταποδιού, το συγκεκριμένο δημοσίευμα φαίνεται ότι προκάλεσε έκπληξη σε πολλούς αναγνώστες. Κάποιοι αποκρίθηκαν ευθαρσώς ότι το τι τρώει ο καθένας κι η καθεμιά είναι ζήτημα γούστου. Κάποιοι άλλοι ότι συμφωνούν, χωρίς όμως να διευκρινίσουν πού σταματούν τα όρια της ευαισθησίας τους: Ο αστακός και τα ταπεινά σαλιγκάρια που πέφτουν ζωντανά στο βραστό νερό τρώγονται ευκολότερα επειδή έχουν υποτυπώδες νευρικό σύστημα; Κάποιοι άλλοι, τέλος, διακρίνουν ένα υποβόσκοντα ειδισμό (speciesism) στον λόγο του συγγραφέα, αλλά τον ευχαριστούν για την ευαισθητοποίηση. Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση εξαντλήθηκε σε ανούσια δημοσιογραφικά σχόλια και εξυπνακίστικα ευφυολογήματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Και όμως, η συζήτηση παρουσιάζει ορισμένες εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πλευρές. Ας προσπαθήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε τον βασικό ισχυρισμό. Δεν τρώμε χταπόδια επειδή μας μοιάζουν; Ε, λοιπόν, όχι, δεν μας μοιάζουν ούτε στο ελάχιστο. Η ευφυΐα δεν είναι μια συνεχής κλίμακα που ξεκινάει από την αμοιβάδα και φτάνει μέχρι τον άνθρωπο. Περισσότερη ευφυΐα ο ελέφαντας, λιγότερη το φίδι και ακόμα λιγότερη ο αχινός. Αυτή είναι η κλίμακα μέτρησης της ανθρώπινης ευφυΐας. Υπάρχουν όμως κι άλλες μορφές, μη ανθρώπινης ευφυΐας. Αν η ευφυΐα είναι η ικανότητα ενός όντος να συγκεντρώνει και να επεξεργάζεται πληροφορίες προκειμένου να παραγάγει σώματα γνώσης που θα του επιτρέψουν να προσαρμοστεί αποτελεσματικά στο περιβάλλον του, τότε είναι εύλογο να σκεφτούμε: πρώτον, ότι υπάρχουν πολλών ειδών ευφυΐες (που εξαρτώνται από τα όντα και τα περιβάλλοντά τους)· δεύτερον, ότι αυτές οι ευφυΐες δεν μπορούν να μπουν σε μια κοινή ποσοτική κλίμακα· και, τρίτον, ότι η θέση της ανθρώπινης ευφυΐας σε αυτό το διανοητικό multiverse είναι απροσδιόριστη και σίγουρα όχι στην κορυφή, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει κορυφή.

Αν σήμερα η εγγύτητα στην υποτιθέμενη κορυφή της κλίμακας ευφυΐας αποτελεί λόγο για την αποφυγή κατανάλωσης ενός ζωικού είδους, στα χρόνια του δουλεμπορίου και της αποικιοκρατίας η απόσταση από αυτή την κορυφή αποτελούσε ηθικό άλλοθι για την απροσχημάτιστη εκμετάλλευση και την κακομεταχείριση άλλων ανθρώπων. Δεν πάνε περισσότερα από εβδομήντα χρόνια, εξάλλου, που έκλεισαν οι ζωολογικοί κήποι με ανθρώπινα εκθέματα στο Βέλγιο, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Άρα, το να διατυπώνουμε κρίσεις βάσει μιας απόλυτης ανθρωποκεντρικής κλίμακας ευφυΐας είναι ούτως ή άλλως προσχηματικό και δεν εγγυάται την ηθική ακεραιότητα των αποφάσεών μας. Χρειαζόμαστε μια ηθική που θα περιλαμβάνει το χταπόδι όχι επειδή μοιάζει στον άνθρωπο, αλλά ανεξάρτητα από αυτό. Επειδή ανήκει σε έναν κόσμο που μας είναι ξένος, αλλά τον σεβόμαστε – έναν κόσμο που, μολονότι αδυνατούμε να τον καταλάβουμε, αρνούμαστε να τον κανιβαλίσουμε.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 137, στις 9 Ιουλίου 2022.

Αναφορές
Thomas Nagel (1974). What Is It Like to Be a Bat? The Philosophical Review, 83(4), 435-450.

Αναμνήσεις

Τι σημαίνει θυμάμαι; Η απάντηση είναι προφανής: Ανακαλώ αναμνήσεις. Τι είναι οι αναμνήσεις; Είναι εγγραφές σε κάποιο σημείο του νευρικού συστήματος (πιθανότατα στον εγκέφαλο), οι οποίες έχουν προκληθεί από αισθητηριακά ερεθίσματα. Γι’ αυτό και όταν για κάποιο λόγο εκφυλίζεται, φυσιολογικά ή παθολογικά, το νευρικό σύστημα, οι αναμνήσεις φθίνουν ή χάνονται τελείως. Τι σημαίνει ανακαλώ; Σημαίνει ότι ενεργοποιώ μια διαδικασία του νευρικού μου συστήματος, η οποία βάσει των οδηγιών που θα της δοθούν αναζητά ένα αντικείμενο με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και συγκεκριμένη χρονική και γεωγραφική σήμανση (θυμάσαι αυτό που συνέβη εκεί, τότε;). Προκειμένου να πραγματοποιηθεί η ανάκτηση της ανάμνησης θα πρέπει η διαδικασία αναζήτησης να οδηγηθεί σε μια συγκεκριμένη περιοχή της μνήμης, να εντοπίσει και να ανασύρει το συγκεκριμένο αντικείμενο. Γι’ αυτό και όταν οι αναμνήσεις πλακώνονται από άλλα αντικείμενα η ανάκτησή τους είναι δύσκολη. Μπορεί ακόμα και να είναι αδύνατη, αν η συσσώρευση άλλων αντικειμένων πάνω τους προκαλεί την καταστροφή τους λόγω συμπίεσης.

Το σχήμα αυτό είναι ασφαλώς μια καρικατούρα. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι όταν δεν έχουμε κάποιον ιδιαίτερο λόγο να είμαστε προσεκτικοί, αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο σκεπτόμαστε τη μνήμη. Το ότι αυτή η συγκεκριμένη περιγραφή θυμίζει τον τρόπο που λειτουργούν οι υπολογιστές (μείον το γεγονός ότι οι υπολογιστές δεν ανατρέχουν απευθείας στη μνήμη, αλλά σε ένα μητρώο εγγραφών) δεν αποδεικνύει ότι η αντίληψή μας για τη μνήμη είναι επηρεασμένη από την κουλτούρα των υπολογιστών, αλλά ότι οι υπολογιστές φτιάχτηκαν προσομοιώνοντας μια ορισμένη αντίληψη για τη λειτουργία του ανθρώπινου νευρικού συστήματος.

Σε μια προσεκτικότερη εξέταση, όμως, η συγκεκριμένη αντίληψη φαίνεται ότι δεν ανταποκρίνεται στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί πραγματικά η μνήμη. Η ανάκτηση της ανάμνησης δεν είναι ανάκτηση ενός «πρωτοτύπου» και δεν υπόκειται σε κριτήρια πιστότητας, από τα οποία ενδεχομένως τεκμαίρεται και η νευρολογική κατάσταση του υποκειμένου. Οι αναμνήσεις έχουν τη δική τους ζωή, η οποία ξεκινά από τη στιγμή της «εγγραφής» των εμπειρικών δεδομένων και φτάνει μέχρι την απόπειρα ανάκτησής τους από το υποκείμενο. Η ενθύμηση  είναι μια ενεργητική διαδικασία επανεπινόησης –ανακατασκευής– του βιώματος που αναφέρεται σε μια στιγμή του παρελθόντος. Αυτή η διαδικασία χρησιμοποιεί τις εμπειρικές αποτυπώσεις περισσότερο ως πρώτη ύλη (ως «πόρους») παρά ως οριστικά διαμορφωμένες εγγραφές, συνδυάζοντάς τες με μεταγενέστερες εμπειρίες, καθώς και με το εκάστοτε διανοητικό και κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο πραγματοποιείται η ανάκτηση. Υπό αυτή την έννοια, η ανάμνηση ενός γεγονότος δεν είναι ποτέ η ίδια. Είναι προϊόν μιας διανοητικής προσπάθειας, η οποία χαράσσει διαδρομές στην αχανή επικράτεια του χρόνου συσχετίζοντας κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο γεγονότα και εμπειρίες προκειμένου να συνθέσει μια συνεκτική αφήγηση που θα νοηματοδοτεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο ένα συγκεκριμένο παρόν. Η μνήμη είναι το ποτάμι του Ηράκλειτου: Κανείς δεν μπαίνει στο ίδιο ποτάμι δύο φορές.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 131, στις 16 Απριλίου 2022.

Αναφορές
Tanja E. Bosch (2016). Memory Studies. A brief concept paper. Working paper in Media, Conflict and Democratisation series.
Andrew Hoskins (2001). New Memory: mediating history. Historical Journal of Film, Radio and Television, 21(4), 333-346.