Αμφισημία

ΟΧΙ, η πληροφορία δεν παραβιάζει τους νόμους της θερμοδυναμικής. Στο προηγούμενο σημείωμα έγραφα ότι η πληροφορία, αντίθετα από την ύλη και την ενέργεια, είναι το μόνο πράγμα που αυξάνεται στο σύμπαν. Μπορεί, ασφαλώς, κάποιος να διαφωνήσει ισχυριζόμενος ότι η πληροφορία δεν είναι κάτι διαφορετικό από την ύλη και την ενέργεια – ότι είναι απλώς μία από τις μεταμορφώσεις της ενέργειας. Και κάποιος άλλος να του απαντήσει ότι η αναγωγή του νοήματος στην ενέργεια δεν είναι έγκυρη: «A unit of information is a difference which makes a difference», έγραφε ο George Bateson το 1972. Μολονότι ο ορισμός μοιάζει με τον ορισμό της διαφοράς δυναμικού που ευθύνεται για την παραγωγή έργου, η ενέργεια απουσιάζει εντελώς, και τη θέση της παίρνει το νόημα. Το θέμα μου, ωστόσο, δεν είναι ο πληροφοριακός δομικός ρεαλισμός του Luciano Floridi ούτε το «it from bit» του John Wheeler. Είναι η γνωσιολογική χρησιμότητα της αμφισημίας.

Τη δεκαετία του 1960 έκανε την εμφάνισή του ο όρος «δύο κουλτούρες», για να δηλώσει το χάσμα ανάμεσα στις θετικές, από τη μία πλευρά, και τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές, από την άλλη, επιστήμες. Η διάκριση, ασφαλώς, υπήρχε ήδη επί δεκαετίες και το ομώνυμο βιβλίο του C. P. Snow ήρθε απλώς να καταγράψει  το φαινόμενο. Από τη μια ο κόσμος του λόγου κι από την άλλη ο κόσμος του συναισθήματος· από τη μια ο κόσμος της αυστηρής μεθοδολογίας κι από την άλλη ο κόσμος της ενσυναίσθησης και της συμμετοχής· από τη μια ο κόσμος των αντικειμενικών φυσικών νόμων κι από την άλλη ο κόσμος των απρόβλεπτων ανθρώπινων φαινομένων. Η αντικειμενικότητα απέναντι στην ενδεχομενικότητα.

Στα χρόνια του μεσοπολέμου, ωστόσο, άρχισαν να αποκτούν κεντρική σημασία κάποιες αμφίσημες έννοιες: Η εμπειρία, ο χρόνος, η πληροφορία, η επικοινωνία. Η αμφισημία των συγκεκριμένων εννοιών έγκειται στο γεγονός ότι καθεμιά από αυτές ανήκει και στις δύο περιοχές –και στην περιοχή των θετικών και στη περιοχή των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών– αλλά σε κάθε περιοχή έχει διαφορετικό νόημα. Η εμπειρία της πειραματικής ψυχολογίας και η εμπειρία της Φαινομενολογίας. Ο  χρόνος του Αϊνστάιν και ο χρόνος του Bergson. Η πληροφορία των μηχανικών και η πληροφορία των γλωσσολόγων. Η επικοινωνία των πληροφορικών και η επικοινωνία των κοινωνιολόγων. Μολονότι πάντα υπήρχε διάλογος ανάμεσα στις δύο κουλτούρες, η έμφαση δόθηκε περισσότερο στην αυστηρή περιχαράκωση της κάθε έννοιας στο αντίστοιχο πεδίο, ώστε να μην συγχέεται με την ομώνυμή της στο άλλο πεδίο, παρά στην αξιοποίηση της διπολικής τους φύσης.

Θα μπορούσαμε, άραγε, να σκεφτούμε μια μορφή γνώσης που να κάνει το ακριβώς αντίθετο; Αντί, δηλαδή, να εκκινεί από τη διχοτόμηση και την εσωτερική οριοθέτηση των εννοιών, να θεμελιώνεται στην εξερεύνηση της ίδιας της αμφισημίας τους; Ποια θα ήταν η εικόνα του κόσμου που θα προέκυπτε από μια τέτοια επιστήμη;

Αναφορές
Bateson, G. (1972). Steps to an Ecology of Mind. New York: Ballantine Books.
Bergson, H. (1999). Duration and Simultaneity: Bergson and the Einsteinian Universe. Manchester: Clinamen Press Ltd 1999.
Floridi, L. (2008). A defense of informational structural realism. Synthese 161, 219-53.
Snow, C. P. (1962). The two cultures and the scientific revolution; the Rede lecture, 1959. Cambridge: Cambridge University Press.
Wheeler, J. A. (2018). Information, physics, quantum: The search for links. Στο A. J. G. Hey (επιμ.), Feynman and Computation. Exploring the Limits of Computers. Boca Raton, FL: CRC Press.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 123, στις 18 Δεκεμβρίου 2021.

Αρχαιότερη από τη Βαβέλ

ΣΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ σημείωμα έγραφα για τη διεπαφή ως τεχνολογικό τόπο όπου επιτελείται η επικοινωνία, όχι μεταξύ ενός εσωτερικού και ενός εξωτερικού, αλλά μεταξύ δύο λειτουργιών – μιας μηχανής και ενός χρήστη. Ωστόσο, η διεπαφή δεν είναι μόνο τεχνολογικός τόπος. Μπορεί να είναι και πολιτισμικός τόπος, όπου επιτελείται η επικοινωνία μεταξύ διαφορετικών διανοητικών πλαισίων. Η μετάφραση, ή ακριβέστερα η μεταφραστική εργασία είναι μια τέτοια και ίσως η σημαντικότερη πολιτισμική διεπαφή. Και όπως κάθε καλή διεπαφή, οφείλει να παραμένει αφανής.

Το 2008 κυκλοφόρησε η αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου του Lawrence Venuti, The translators invisibility, το οποίο παρακολουθεί τις διαφορετικές μορφές μεταφραστικής εργασίας στη διάρκεια της Ιστορίας. Η «καλή» μεταφράστρια είναι η αόρατη μεταφράστρια: ο άνθρωπος που παύει να υπάρχει τη στιγμή ακριβώς που ολοκληρώνει την εργασία του και αφήνει τον αναγνώστη να έρθει σε «απευθείας» επαφή με το έργο της συγγραφέως. Μόνο που αυτός ο άνθρωπος δεν υπάρχει και δεν υπήρξε ποτέ στην Ιστορία. Η μεταφραστική εργασία, όπως κάθε εργασία, μετασχηματίζει το αντικείμενό της. Υπό αυτή την έννοια, η μετάφραση είναι μια δημιουργική εργασία η οποία παράγει ένα νέο προϊόν. Επίσης, η πρώτη ύλη αυτής της εργασίας δεν είναι μόνο το έργο, η εκφρασμένη με μοναδικό τρόπο σκέψη της συγγραφέως, αλλά και ολόκληρο το διανοητικό πλαίσιο στο οποίο συγκροτείται αυτή η σκέψη, καθώς και το διανοητικό πλαίσιο που την υποδέχεται. Συνεπώς, η μετάφραση αποτελεί τη διεπαφή μέσω της οποίας ένα διανοητικό πλαίσιο αλληλεπιδρά με ένα άλλο, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η πρόσληψη του συγκεκριμένου έργου. Και, όπως κάθε διεπαφή, αποκρυσταλλώνει συγκεκριμένες αισθητικές, αξιακές, εννοιολογικές και γλωσσικές συμβάσεις. Γι’ αυτό και στη διάρκεια της Ιστορίας, η μετάφραση πήρε πολύ διαφορετικές μορφές.

Ακόμα, λοιπόν, κι αν ο αναγνώστης επιλέγει να ζήσει με την ψευδαίσθηση ότι η μετάφραση τού εξασφαλίζει απευθείας πρόσβαση στη σκέψη της συγγραφέως, αυτό δεν συμβαίνει σε καμία περίπτωση. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι του εξασφαλίζει πρόσβαση στην ίδια τη μεταφραστική εργασία, η οποία εμπλουτίζει το εννοιολογικό και γλωσσικό του σύμπαν με νέες έννοιες, νέα μέσα και, ως εκ τούτου, νέες εκφραστικές και δημιουργικές δυνατότητες. Υπό αυτή την έννοια, η μετάφραση δεν περιορίζεται στη μεταφορά ενός έργου στο πλαίσιο υποδοχής, αλλά συμβάλλει στον μετασχηματισμό αυτού του πλαισίου. Το ίδιο συμβαίνει και προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το μετάφρασμα επιστρέφει στο αρχικό έργο διευρύνοντας το εννοιολογικό του σύμπαν με τις ερμηνείες και τις ανανοηματοδοτήσεις που δέχτηκε κατά τη διέλευσή του από τη διεπαφή της μετάφρασης. Μετά την μετάφρασή του ούτε το αρχικό έργο ούτε η σκέψη που το γέννησε είναι πλέον ίδια.

Η μετάφραση είναι αρχαιότερη από τη Βαβέλ, επειδή βλέπει τη διαφορετικότητα, όχι ως τιμωρία, αλλά ως προϋπόθεση για τη δημιουργία των νοημάτων που συνέχουν έναν κοινό ανθρώπινο κόσμο.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 112, στις 18 Ιουνίου 2021.

IMAGE CREDIT: Pieter Bruegel ο πρεσβυτερος, Ο Πυργος της Βαβελ,1563.

Εκλαΐκευση

Αυτές τις μέρες το Πρίσμα κλείνει ένα χρόνο. Στη διάρκεια της ετήσιας περιφοράς του γύρω από τον Ήλιο, παρουσίασε θέματα σχετικά με τις τελευταίες επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις και με τον τρόπο που αυτές επηρεάζουν την επικοινωνία, την εργασία και την οικονομία. Παρουσίασε τους ανθρώπους που συμμετέχουν στα συγκεκριμένα επιστημονικά και τεχνολογικά εγχειρήματα και προσπάθησε να συνδέσει τις φιλοδοξίες τους με τις προσδοκίες και τους φόβους των πολιτών. Παρουσίασε όψεις της ιστορίας και της φιλοσοφίας της επιστήμης και επιχείρησε να δείξει γιατί αυτές αφορούν το λεγόμενο ευρύ κοινό και γιατί οφείλουν να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της συζήτησης που συνοδεύει κάθε επιστημονική και τεχνολογική αλλαγή.

Το Πρίσμα οφείλει ασφαλώς πολλά στη διαθεσιμότητα των συνεργατών του, αλλά και στην προθυμία όσων συνέβαλαν με άρθρα και συνεντεύξεις στον εμπλουτισμό της ύλης του. Το έκαναν όλες και όλοι με υπευθυνότητα και σεβασμό προς τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες του εντύπου, χωρίς να καταφεύγουν σε προκατασκευασμένες παρουσιάσεις ή σε αποθαρρυντικές τεχνοφλυαρίες που έχουν στόχο να εντυπωσιάσουν το απληροφόρητο κοινό. Κι αυτό είναι κάτι στο οποίο το Πρίσμα διαφέρει από τα περισσότερα έντυπα τεχνοεπιστημονικής πληροφόρησης: ο στόχος του δεν είναι η εκλαΐκευση της επιστήμης και της τεχνολογίας.

Η εκλαΐκευση της επιστήμης και της τεχνολογίας έχει κι αυτή την ιστορία της, που πάει πίσω στον 19ο αιώνα και συνοδεύει τις πρώτες προσπάθειες επαγγελματοποίησης της επιστήμης, αλλά και τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις κοινότητες των επιστημόνων και των μηχανικών για τη διεύρυνση της κοινωνικής τους επιρροής. Η εκλαΐκευση στηρίζεται σε μια θεμελιώδη παραδοχή: ότι οι επιστήμονες ξέρουν ενώ το γενικό κοινό δεν ξέρει· και μάλιστα ότι δεν έχει την παραμικρή ελπίδα να εισχωρήσει στον σκληρό πυρήνα των τεχνοεπιστημονικών γνώσεων, εφόσον στερείται των απαραίτητων δεξιοτήτων και εκπαίδευσης. Σε αυτή τη βάση, οι επιστήμονες και οι μηχανικοί αναλαμβάνουν να ενημερώσουν τους πολίτες απλοποιώντας τις σχετικές γνώσεις, ούτως ώστε να γίνουν κατανοητές από το ακατάρτιστο κοινό. Και κάτι ακόμα σημαντικότερο: να νουθετήσουν και να κατευθύνουν τους πολίτες στη λήψη αποφάσεων που αφορούν τη ζωή τους, βάσει ακριβώς των επιστημονικών γνώσεων που οι ίδιοι διαθέτουν, ενώ οι πολίτες στερούνται.

Αυτό ακριβώς είναι που δεν κάνει αυτό το ένθετο. Το Πρίσμα θεωρεί ότι τα ζητήματα που συνδέονται με την τεχνοεπιστημονική οργάνωση της κοινωνικής ζωής αποτελούν περιοχές εντατικού φιλοσοφικού προβληματισμού και ενεργητικού πολιτικού διαλόγου, όπου τον πρώτο λόγο έχουν οι ενημερωμένοι πολίτες και όχι οι ειδικοί. Και οι σελίδες του προσφέρονται σε όσες και όσους είναι διατεθειμένοι να συμβάλουν με τις γνώσεις και τις απόψεις τους σε αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 24, στις 23.9.2017.

IMAGE CREDIT: Jackson Pollock, Mural, 1943