Επιτελεστικότητα

ΕΓΡΑΦΑ ΣΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ σημείωμα ότι η εργασία που πραγματοποιούμε για την αναπαραγωγή του φύλου μας είναι ασταμάτητη. Αρχίζει τη στιγμή που  ξυπνάμε, καταλαμβάνει όλο τον χρόνο που είμαστε ενεργοί/ές και συνεχίζεται ακόμα και στα όνειρά μας. Ο λόγος είναι ότι το φύλο δεν είναι ποτέ οριστικά συντελεσμένο. Δεν είναι όνομα, που δίνεται στη βάπτιση και παραμένει αναλλοίωτο σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Το φύλο πρέπει να το επιτελούμε, να το διεκδικούμε να το επιβεβαιώνουμε, ξανά και ξανά, ακόμα κι εκεί που «κανονικά» θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένο. Η αμέλεια να επιτελέσουμε το φύλο μας τιμωρείται με εξορία, απομόνωση, διαπόμπευση. Τι είδους γνώση, όμως, είναι αυτή που υπαγορεύει τη συγκεκριμένη εργασία; Γιατί σίγουρα μια τέτοια εργασία δεν είναι αποτέλεσμα της αυθόρμητης επιθυμίας του υποκειμένου να είναι κάτι. Είναι προϊόν μιας γνώσης που έχει επιτακτικό χαρακτήρα.

Η ΓΝΩΣΗ του φύλου αρθρώνεται σε τρία επίπεδα. Κατ’ αρχάς, είναι μια γνώση ταξινομική: τα άτομα κατατάσσονται στα δύο φύλα και αναπαρίστανται ως υποκείμενα τα οποία, «από τη φύση τους», διαθέτουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και συμπεριφορικές προδιαθέσεις. Η γνώση αυτή αφορά το σύνολο της κοινωνίας και αποτελεί το υπόστρωμα της υποκειμενοποίησης. Φτιάχνει έναν κλειστό, δυαδικό κόσμο, ο οποίος αντλεί τη νομιμότητά του από μια υπερβατική φυσική τάξη. Στο πλαίσιο αυτού του κόσμου είσαι ή το ένα ή το άλλο. Δεν μπορεί να μην είσαι τίποτα από τα δύο ή ένα τρίτο πράγμα.

ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ επίπεδο γνώσης αφορά τη γνώση των συνεπειών της παρέκκλισης. Είναι η γνώση των μηχανισμών που περιφρουρούν τη νομιμότητα του εδραίου ταξινομικού συστήματος. Ο φόβος της τιμωρίας και της απομόνωσης αποτελούν τον πυρήνα αυτού του συστήματος γνώσης. Και είναι, ακριβώς, η ικανότητά μας να διαχειριζόμαστε τον φόβο, που μας ολοκληρώνει ως υποκείμενα: Συμμορφωνόμαστε, αλλά επίσης επινοούμε, παρακάμπτουμε, προσποιούμαστε. Αναπτύσσουμε στάσεις και συμπεριφορές απέναντι στο κυκλώπειο πατριαρχικό βλέμμα που εγκαθίσταται στον πυρήνα της ηθικότητάς μας, σαν ιός.

ΤΟ ΤΡΙΤΟ επίπεδο γνώσης αφορά την επιτέλεση καθεαυτήν: Τι πρέπει να κάνω για να επιβεβαιώσω το φύλο μου·  πώς πρέπει να φαίνομαι, να κινούμαι, να ντύνομαι, να εκφράζομαι, να συμπεριφέρομαι… Αυτό το είδος γνώσης –η γνώση του πώς– συνοψίζει τις δεσμεύσεις και τις επιταγές των προηγούμενων ειδών γνώσης και δίνει περιεχόμενο στην καθαυτό εργασία του φύλου: Συγκροτεί  την ακατάπαυστη καθημερινή κοπιώδη εργασία που χωρίζει τον κόσμο σε ομάδες με διαφορετικές υποχρεώσεις και δικαιώματα απέναντι στη ζωή. Πώς θα ήταν αν αυτή η εργασία αποκτούσε συνείδηση του εαυτού της; Αν σκεφτόταν τον κόσμο ως ένα πεδίο δυνατοτήτων όπου μπορεί να πραγματώσει πολύ περισσότερες μορφές από αυτές που της επιβάλλει η εδραιωμένη γνώση του φύλου; Ίσως τότε η επιτελεστικότητα γινόταν μια πραγματικά δημιουργική διαδικασία εξερεύνησης που θα κατέλυε τις εδραιωμένες ταξινομήσεις και θα μετέτρεπε τον κόσμο σε ένα φιλόξενο πεδίο αυτοπραγμάτωσης.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 152, στις 18 Μαρτίου 2023.

IMAGE CREDIT: Giovanni Battista Bracelli, Bizzarie di varie figure, 1624

Εργασία

ΟΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ απόφοιτοι του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος είμαστε εξοικειωμένοι με την αστεία φράση «σηκώθηκα, νίφτηκα, ντύθηκα κι έφυγα για το σχολείο». Ίσως υπάρχει παρόμοια εκδοχή και για τους millennials. Πρόκειται, πάντως, για ένα είδος παγκόσμιας σταθεράς. Είναι ο τρόπος που τα παιδιά αρχίζουν να γράφουν τις πρώτες τους «εκθέσεις». Χωρίς λογοτεχνικές φιλοδοξίες και συγκεντρώνοντας την προσοχή τους στην καλλιγραφία και την ορθογραφία, οι μικροί συγγραφείς περιορίζονται αποκλειστικά στην περιγραφή. Δεν υπάρχουν συναισθήματα, προσδοκίες, ποικιλία, επινοητικότητα – μόνο η καθαρή, γυμνή περιγραφή. Κοινή για όλους, πλούσιους και φτωχούς, μικρούς και μεγάλους, αγόρια και κορίτσια. Τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν οι άνθρωποι όταν σηκώνονται από το κρεβάτι τους – εκτός φυσικά από αυτά που δεν μπορούν να κατονομαστούν;

Graham Sutherland, Standing Forms II, 1952.

Η αλήθεια είναι ότι στην ηλικία που γράφουν τις πρώτες τους εκθέσεις, τα παιδιά έχουν ήδη μάθει να κάνουν πολύ περισσότερα από το να σηκώνονται απλώς από το κρεβάτι τους. Δεν είναι, όμως, μια γνώση που την έχουν αποκτήσει συνειδητά γι’ αυτό και δεν γνωρίζουν πως την έχουν. Είναι αυτό που ονομάζουμε άρρητη γνώση, το είδος της γνώσης που μεταδίδεται μέσω της κοινωνικοποίησης και της ένταξης σε μια ομάδα και όχι μέσω της εκπαίδευσης και της απομνημόνευσης. Έχουν μάθει, λοιπόν, ότι πρέπει να σηκώνονται από το κρεβάτι με έναν συγκεκριμένο τρόπο, να κάνουν την τουαλέτα τους με συγκεκριμένο τρόπο, να κοιτάζονται στον καθρέφτη και να διορθώνουν την εμφάνισή τους προσέχοντας συγκεκριμένες λεπτομέρειες, να διακοσμούν την εμφάνισή τους με συγκεκριμένα προϊόντα και ότι φτάνοντας στο σχολείο θα πρέπει να είναι προετοιμασμένα για συγκεκριμένες μορφές αποδοχής και απόρριψης. Τα παιδιά κατέχουν ένα είδος γνώσης, που τους υπαγορεύει ένα συγκεκριμένο είδος εργασίας με το σώμα και με τη συμπεριφορά τους. Κι αυτή δεν είναι άλλη από τη γνώση του φύλου.

Η γνώση αυτή δεν σταματά, φυσικά, στην παιδική ηλικία. Το φύλο είναι μια γνώση που δεν επιλέγουμε να έχουμε, αλλά μας επιβάλλεται μέσω της κοινωνικοποίησής μας, κι αυτό συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Υποθέτω ότι δεν κομίζω γλαύκα εις Αθήνας λέγοντας ότι το φύλο δεν είναι ουσία, αλλά επιτέλεση. Ωστόσο, είναι τρομακτικό αν αναλογιστούμε πόση ενέργεια απαιτείται γι’ αυτή την επιτέλεση. Από τη στιγμή που ανοίγουμε τα μάτια μας, γινόμαστε –πρέπει να γίνουμε– το φύλο μας. Από τη στιγμή που ανοίγουμε τα μάτια μας αρχίζουμε να εργαζόμαστε για την αναπαραγωγή του φύλου μας. Η άλλη εργασία, αυτή που απαιτείται για την αναπαραγωγή των υλικών όρων της ύπαρξής μας, είναι ένα μικρό ποσοστό σε σύγκριση με την εργασία που αφιερώνουμε στην επιτέλεση του φύλου μας. Η εργασία για την αναπαραγωγή του φύλου δεν σταματά ποτέ! Γιατί αν σταματούσε –πολύ περισσότερο, αν γινόταν παιχνίδι– ποιος ξέρει τι είδους παράξενα λουλούδια θα φύτρωναν στις ρωγμές της στιβαρής αστικής κοινωνίας…

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 151, στις 4 Μαρτίου 2023.

Black Mirror

ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΥΣΤΟΠΙΑ

ΠΡΙΝ ΛΙΓΟ ΚΑΙΡΟ, στις 23 Γενάρη συγκεκριμένα, βρεθήκαμε στον φιλόξενο χώρο του Ρομάντσου για να μιλήσουμε για το Black Mirror. Αφορμή η κυκλοφορία από τις Εκδόσεις Καστανιώτη του τόμου Black Mirror, ο Μαύρος Καθρέφτης της Ψηφιακότητας, που επιμελήθηκε η Δέσποινα Καταπότη. Το Black Mirror υπήρξε μια εξαιρετικά δημοφιλής τηλεοπτική σειρά, η οποία τροφοδότησε μεγάλο αριθμό συζητήσεων στον ακαδημαϊκό χώρο. Τα θέματα των συζητήσεων αυτών περιλαμβάνουν κρίσιμα κοινωνικά, ανθρωπολογικά και φιλοσοφικά ζητήματα, τα οποία αρκετά χρόνια μετά το τέλος της σειράς συνεχίζουν να απασχολούν τους θεωρητικούς. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, όμως, είναι κάπως περίεργο: Βρεθήκαμε για να συζητήσουμε για μια τηλεοπτική σειρά. Μέχρι τα μέσα του 2000 κάτι τέτοιο θα έμοιαζε αδιανόητο, εκτός αν προερχόμασταν από κάποιο πανεπιστημιακό τμήμα Σπουδών Επικοινωνίας. Αυτό κάτι λέει για τη συγκεκριμένη τηλεοπτική σειρά, αλλά και για αρκετές από τις σειρές που γυρίστηκαν έκτοτε. Πέρα από το ότι ο κατ’ οίκον περιορισμός της καραντίνας και η εξάπλωση των τηλεοπτικών πλατφορμών μάς έδωσαν την ευκαιρία να εντρυφήσουμε στη νέα τηλεοπτική παραγωγή, υπάρχουν και αρκετά νέα χαρακτηριστικά του τηλεοπτικού λόγου που έχουν τραβήξει την προσοχή των θεωρητικών. Ένα από αυτά είναι η αποδραματοποίηση. Σε πολλές από τις σειρές που παρακολουθήσαμε τα τελευταία χρόνια, η περιπέτεια, οι συμπλοκές και οι σεναριακές ανατροπές είναι απλές προφάσεις για να ειπωθεί μια ιστορία που έχει σχέση με κρίσιμα κοινωνικά ή φιλοσοφικά προβλήματα. Η πραγματική περιπέτεια είναι η περιπέτεια της ανθρώπινης ύπαρξης, η αναζήτηση της ταυτότητας, η ψηλάφηση των ορίων της ανθρωπινότητας. Αρκετές σειρές αποτυπώνουν αυτό το χαρακτηριστικό με ιδιαίτερα εύγλωττο τρόπο:

  • To Penny Dreadful, μια queer σειρά του 2014 που συνοψίζει τη βικτωριανή λογοτεχνία του φανταστικού και πραγματεύεται την ανάδυση του νεοτερικού υποκειμένου ως τερατογένεση.
  • Το Orphan Black του 2013, το οποίο συζητά θέματα που σχετίζονται με την υπέρβαση των ορίων της ανθρώπινης σωματικότητας υπό το πρίσμα της φιλοσοφίας του διανθρωπισμού και των πιο πρόσφατων εξελίξεων στη βιοτεχνολογία. Σημειώνω χαρακτηριστικά ότι οι τίτλοι των επεισοδίων του πρώτου κύκλου της σειράς προέρχονται από την Καταγωγή των Ειδών του Δαρβίνου, του δεύτερου από έργα του Francis Bacon και του τέταρτου από έργα της Donna Haraway.
  • Το Westworld του 2016, το οποίο εξετάζει το ζήτημα της προσωπικής ταυτότητας, της ελεύθερης βούλησης και του συμπεριφορικού ελέγχου σε μια επικράτεια όπου η γραμμή που οριοθετεί το ανθρώπινο από το μη ανθρώπινο δεν είναι πάντοτε σαφής.
  • Και, φυσικά, το Black Mirror για το οποίο θα συζητήσουμε αναλυτικότερα στη συνέχεια.

Τι κοινό έχουν αυτές οι σειρές; Πέρα από το ότι είναι καλοφτιαγμένες και χαρακτηρίζονται από την πρόθεση να απευθυνθούν σε ένα ενημερωμένο και προβληματισμένο κοινό, θέτουν όλες με έμφαση το ίδιο πρόβλημα: Σε έναν κόσμο που υφίσταται βαθιές τεχνολογικές μεταβολές και ανασημασιοδοτήσεις, πώς οριοθετείται το ανθρώπινο από το μη ανθρώπινο; Το Penny Dreadful μιλάει για την αποκόλληση του νεοτερικού υποκειμένου από τη μήτρα της Ιστορίας, όπου το ανθρώπινο μοιραζόταν τον κόσμο με διάφορες προνεοτερικές μορφές, και για το τραύμα που προκλήθηκε από αυτή τη ρήξη. Οι υπόλοιπες σειρές μιλούν για το ενδεχόμενο απώλειας της κυριαρχίας που έχει εξασφαλίσει ο άνθρωπος επί των άλλων μορφών ζωής με τις οποίες μοιράζεται τον νεοτερικό κόσμο, και το υπαρξιακό άγχος που προκαλείται από αυτή την προοπτική.

Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό που μοιράζονται οι τρεις από τις τέσσερις σειρές που ανέφερα (αλλά, για λόγους που δεν μπορώ να εξηγήσω εδώ, πιστεύω και το Penny Dreadful) είναι η αναφορά τους στην ψηφιακότητα. Οι δυνατότητες που ενεργοποιούνται από τις ψηφιακές τεχνολογίες αποτελούν την πάγια τεχνολογική αναφορά αυτών των σειρών και ορίζουν το πλαίσιο στο οποίο διενεργείται ξανά και ξανά, με ακατάβλητη επιμονή, η Δοκιμασία Turing που θα δείξει ότι η Rachel είναι ρέπλικα (και που το έδειξε, όμως, δεν έπαιξε κανένα ρόλο).

BLACK MIRROR, λοιπόν. Οι συζητήσεις για τη σειρά έχουν εστιάσει ως επί το πλείστον στο δίπολο τεχνοφιλία-τεχνοφοβία. Η σειρά έχει καταγραφεί ως τεχνοφοβική, αλλά με έναν ιδιαίτερο τρόπο: όχι ως μια άκριτη καταγγελία της τεχνολογίας, ως μια σύγχρονη έκφραση λουδισμού, αλλά ως μια εύστοχη κριτική των συνεπειών της γενικευμένης ψηφιακότητας στην κοινωνική ζωή και την προσωπική ταυτότητα των υποκειμένων. Μια κριτική που είναι αδύνατο να παραβλέψουν ακόμα και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της ψηφιακότητας. Ωστόσο, αυτή η ανάγνωση δεν συλλαμβάνει το κύριο χαρακτηριστικό της σειράς. Το Black Mirror πετυχαίνει κάτι αξιοθαύμαστο – κάτι που πολύ λίγες σειρές και ταινίες επιστημονικής φαντασίας έχουν κατορθώσει. Παράγει μια εικόνα του τώρα που δεν είναι τώρα. Τοποθετεί τις προηγμένες ψηφιακές τεχνολογίες του αύριο σε έναν κόσμο που δεν έχει αλλάξει από την τεχνολογία· έναν κόσμο που δεν είναι αυτός που παρήγαγε τις συγκεκριμένες τεχνολογίες, άρα δεν μετασχηματίστηκε, δεν ωρίμασε, δεν ανανοηματοδοτήθηκε κατά τη διαδικασία παραγωγής και κοινωνικής ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογικών δυνατοτήτων. Είναι ένας κόσμος που κατοικείται από τα ίδια υποκείμενα και διέπεται από τις ίδιες αξίες με τον κόσμο που μας είναι οικείος. Γι’ αυτό και η παρουσία των συγκεκριμένων τεχνολογιών τον κάνει να δείχνει ανατριχιαστικός. Σαν να τοποθετείς το αγριεμένο στόμα μιας γάτας στο πρόσωπο ενός μωρού. Το οικείο και το ξένο ταυτόχρονα, η ασυμφιλίωτη αντίθεση που δεν έχει οντολογική αναφορά, η απειλή της οποίας αδυνατείς να προσδιορίσεις την προέλευση. Το Black Mirror δεν είναι μια «ρεαλιστική φαντασία», δεν είναι η προβολή στο μέλλον της σημερινής τεχνολογικής κοινωνίας· είναι μια επί τούτου κατασκευασμένη εικόνα ενός κόσμου που δεν είναι ούτε υπαρκτός ούτε πιθανός. Είναι σκέτο θέαμα. Ο Charlie Brooker αξιοποιεί τα εργαλεία που τόσο καλά ξέρει να χειρίζεται για να φτιάξει και να τοποθετήσει στον κόσμο της σκέψης και του κοινωνικού προβληματισμού ένα τεχνούργημα που λειτουργεί ως μηχανή καταστροφής νοημάτων. Το οικείο μετατρέπεται σε ξένο, το φιλικό σε απειλή και το ανθρώπινο … σε όλα τα πιθανά αντίθετά του.

Γιατί, όμως, η θέαση του Black Mirror λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο; Στο κάτω κάτω, το θέμα του είναι η ψηφιακότητα, μια τεχνολογία με την οποία όλες και όλοι είμαστε εξοικειωμένοι, μια τεχνολογία που αποτελεί πλέον τη βάση της καθημερινής μας εμπειρίας, από την εργασία μέχρι την επικοινωνία και από τη διασκέδαση μέχρι τη γνώση. Τι νέο φέρνει σε αυτή την εμπειρία η θέαση της σειράς;

ΣΥΝΗΘΙΖΟΥΜΕ να βλέπουμε την ψηφιακότητα ως συνέχεια και, ενδεχομένως, κορύφωση των μετασχηματισμών που ξεκίνησαν με την πρώτη βιομηχανική επανάσταση. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι όταν αναφερόμαστε στις ψηφιακές τεχνολογίες μιλάμε για τέταρτη βιομηχανική επανάσταση: Ό,τι έκαναν οι μηχανές των προηγούμενων βιομηχανικών επαναστάσεων τώρα γίνεται πιο γρήγορα, πιο αποτελεσματικά, πιο «έξυπνα». Αναμφίβολα, κάθε επίπεδο τεχνολογικής ανάπτυξης προσθέτει νέες κοινωνικές ποιότητες, αλλά ο σκοπός είναι πάντα ο ίδιος. Να καταφέρουν οι άνθρωποι να παραγάγουν πιο αποτελεσματικά τους υλικούς όρους της ύπαρξης και της συνύπαρξής τους. Άρα, αυτό που κάνει η ψηφιακότητα είναι, αφενός, ότι μεταφέρει αυτή τη διαδικασία σε υψηλότερο επίπεδο και, αφετέρου, ότι εισάγει τον αυτοματισμό σε σφαίρες του κοινωνικού όπου μέχρι πρόσφατα κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο. Όπως είναι φυσικό, από αυτή τη διεύρυνση προκύπτουν μια σειρά από πολύ σημαντικά κοινωνικά ζητήματα, όπως είναι η ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων και η επέκταση των διαδικασιών παραγωγής υπεραξίας στη σφαίρα της αναπαραγωγής. Το Black Mirror, όμως, δεν επικεντρώνεται σε αυτό που ενώνει τις ψηφιακές τεχνολογίες με τις προηγούμενες βιομηχανικές επαναστάσεις, αλλά σε αυτό που τις διαχωρίζει. Δεν σχολιάζει, δηλαδή, την επίταση των προβλημάτων που σχετίζονται με την παρουσία της τεχνολογίας στην κοινωνική ζωή, αλλά τους μετασχηματισμούς που επιφέρουν οι ψηφιακές τεχνολογίες ειδικά στην ανθρώπινη κατάσταση.

Σε όλη την ιστορία τους, οι βιομηχανικοί αυτοματισμοί μηχανοποιούσαν την ανθρώπινη σωματικότητα. Την ικανότητα του ανθρώπου να σηκώνει βάρη, να μετακινεί, να τοποθετεί, να βιδώνει, να συναρμολογεί ή ακόμα πιο εκλεπτυσμένες σωματικές λειτουργίες, όπως το να βλέπει, να ακούει, να αισθάνεται τη θερμοκρασία κ.λπ. Αναμφίβολα, με τις ψηφιακές λειτουργίες οι αυτοματισμοί αυτού του είδους περνούν σε άλλο επίπεδο. Όμως, η ψηφιακότητα κάνει και κάτι παραπάνω. Για πρώτη φορά στην ιστορία, μηχανοποιεί και αυτό που έκανε τον άνθρωπο να νιώθει μοναδικός. Τις ψυχικές και διανοητικές του λειτουργίες και ικανότητες. Αυτό είναι πραγματικά νέο. Για τη σωματικότητα, πιθανότατα λόγω της επιρροής του Χριστιανισμού, ο δυτικός άνθρωπος ποτέ δεν προβληματίστηκε ιδιαίτερα. Εδώ και τέσσερις αιώνες πειραματίζεται με την ιδέα ότι το σώμα είναι μηχανή και μετά με την ιδέα ότι είναι ένα σύνολο φυσικοχημικών διεργασιών – στην οποία ιδέα, εξάλλου, στηρίζεται και όλη η σύγχρονη Ιατρική. Η μηχανοποίηση των σωματικών ικανοτήτων μπορεί να συνιστά μια μορφή απαλλοτρίωσης (στην οποία αντέδρασαν οι ειδικευμένοι εργάτες του 18ου αιώνα όταν αισθάνθηκαν να απειλούνται από τις μηχανές), αλλά δεν προξενεί κανένα υπαρξιακό άγχος. Με το «πνεύμα» τα πράγματα είναι διαφορετικά. Σε όλη τη μακρά ιστορία των βιομηχανικών επαναστάσεων, η μόνη νοητική διεργασία που έγινε δυνατό να μηχανοποιηθεί ήταν η βηματική καταμέτρηση, τουτέστιν ο υπολογισμός. Και ξαφνικά (όχι και τόσο ξαφνικά, στην πραγματικότητα) βλέπουμε να μηχανοποιούνται η ευφυΐα, η βούληση, η επιθυμία, η διαίσθηση, η ικανότητα λήψης αποφάσεων… Ένα πλήθος από ιδιότητες που χάριζαν στον άνθρωπο τη μοναδικότητά του, ακόμα και η ικανότητά του να κάνει λάθος, γίνονται ιδιότητες περισσότερο ή λιγότερο πολύπλοκών μηχανικών συστημάτων. Αυτό δεν είναι βιομηχανική επανάσταση, είναι μια νέα κοινωνική συνθήκη.

ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ θέτει μπροστά μας το Black Mirror. Πώς θα ήταν ένας κόσμος στον οποίο θα μοιραζόμασταν με τα τεχνουργήματά μας αυτό που μας κάνει μοναδικούς, αυτό που μας κάνει δυνητικά ισότιμους με το θείο; Η σειρά δεν ρωτάει πώς θα ήταν ένας κόσμος που θα τον μοιραζόμασταν με άλλες νοήμονες οντότητες· με καλούς ή κακούς εξωγήινους, με συνεργάσιμες ή εξεγερμένες τεχνητές νοημοσύνες, με ανοίκειες μορφές ζωής που εισβάλλουν στον κόσμο των ανθρώπων. Αυτό είναι επιστημονική φαντασία. Το Black Mirror θέλει να θέσει μια πιο ανατριχιαστική ερώτηση: Πώς θα ήταν ένας κόσμος όπου θραύσματα της ανθρώπινης ψυχής, λογικές διεργασίες, συναισθήματα, επιθυμίες, αποφάσεις, γνώσεις, προκαταλήψεις θα είχαν ενσωματωθεί σε μηχανικά συστήματα, τα οποία θα αλληλεπιδρούσαν με τον άνθρωπο σε όλες τις σφαίρες της προσωπικής και κοινωνικής ζωής του; Πώς θα ήταν ένας κόσμος στον οποίο ο άνθρωπος δεν θα χειριζόταν τις μηχανές του, αλλά θα έπρεπε να επικοινωνεί μαζί τους;

Το σενάριο αρχίζει να γίνεται ανατριχιαστικό. Αλλά ο Charlie Brooker δεν αρκείται σε αυτό. Οι νοήμονες μηχανές με τις οποίες μοιραζόμαστε το κόσμο παραμένουν, παρ’ όλα αυτά, μηχανές – τεχνουργήματα που χαρακτηρίζονται από όλη την αβεβαιότητα και απροσδιοριστία που χαρακτηρίζει τις ανθρώπινες κατασκευές. Είναι μηχανικά συστήματα φτιαγμένα βάσει της ατελούς γνώσης που έχουμε για τον κόσμο και για τον εαυτό μας. Βάσει της ατελούς κατανόησης του ανθρώπινου ψυχισμού και των ανθρώπινων νοητικών διεργασιών, αλλά επίσης της ατελούς κατανόησης της φύσης του χρόνου και των νόμων που διέπουν τις φυσικές διεργασίες. Τι μπορεί να περιμένει κανείς από αυτά τα μηχανήματα, πέρα από το ότι θα αναπαράγουν την ατέλειά μας χωρίς δικαιολογίες, διορθώσεις, στρογγυλοποιήσεις και παράβλεψη σφαλμάτων; Κι ότι, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, αργά ή γρήγορα θα οδηγούνται σε απρόβλεπτες συμπεριφορές, αδυσώπητες χρονικές λούπες και απάνθρωπες αποφάσεις που καμιά συγχώρεση δεν μπορεί να τις αναιρέσει;

Αυτό ακριβώς περιγράφει το Black Mirror: Μια κοινωνική συνθήκη όπου τα υποκείμενα είναι εγκλωβισμένα σε ένα μηχανικό σύμπαν το οποίο αναπαράγει την ανθρώπινη ατέλεια, αλλά λειτουργεί με την άτεγκτη αυστηρότητα και τον ψυχρό ορθολογισμό των μηχανών. Κι αυτό είναι που μας τρομάζει, που κάνει το Black Mirror ανατριχιαστικό. Το ίδιο στοιχείο, όμως, συμπυκνώνει και την ιδιαίτερη αξία της σειράς: Αν απεγκλωβιστούμε από το δίπολο τεχνοφιλίας-τεχνοφοβίας, ιδιαίτερα από την προσφιλή μας τεχνοφοβία, θα διαπιστώσουμε ότι η σειρά έχει στόχο να μας θέσει μπροστά σε ένα επιτακτικό κοινωνικό ερώτημα: Πώς θα είναι ένας κόσμος που θα προκύψει από την εφαρμογή της επιστήμης και της τεχνολογίας, χωρίς καμιά κοινωνική διαβούλευση και κανένα κοινωνικό αναστοχασμό; Γιατί αυτό είναι, εντέλει, ο ανατριχιαστικός κόσμος του Black Mirror: Ένα τεχνολογικό σύμπαν που προέκυψε χωρίς κανέναν αναστοχασμό σχετικά με τις δυνατότητες και τους περιορισμούς της γνώσης, της επιστήμης και της τεχνολογίας. Ο καθρέφτης μιας κοινωνίας που χρησιμοποιεί τα θραύσματα των πιο σκοτεινών πλευρών της ανθρώπινης κατάστασης για να οικοδομήσει την τεχνολογική της ουτοπία.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 150, στις 18 Φεβρουαρίου 2023.