Το τέλος

ΕΓΡΑΦΑ στο προηγούμενο σημείωμα ότι ο Ευγένιος Βούλγαρης, αρχιεπίσκοπος Σλαβηνίου και Χερσώνος, βρέθηκε στο επίκεντρο ενός δράματος που επρόκειτο να παιχτεί δυόμισι αιώνες αργότερα. Ποιο είναι αυτό το δράμα; Ίσως σκεφτεί κανείς ότι είναι το λεγόμενο «ουκρανικό». Όμως το «ουκρανικό», όπως και το «πολωνικό» δεν χρειάζονταν να περιμένουν δυόμισι αιώνες. Παίζονταν ήδη από τα χρόνια του Βούλγαρη, ο οποίος εξάλλου είχε μεταφράσει το δοκίμιο του Βολτέρου «Περί των διχονοιών των εν ταις εκκλησίαις της Πολονίας». Το θέμα του δοκιμίου είναι η ουνιτική πολιτική της Καθολικής Εκκλησίας και τα δικαιώματα των Ορθόδοξων και Διαμαρτυρόμενων πληθυσμών της Πολωνίας έναντι των Καθολικών. Η προώθηση της ιδέας της ανεξιθρησκίας από τον Βολτέρο και τον Βούλγαρη είχε πολιτική βάση: Το 1767, τη χρονιά που δημοσιεύτηκε η μετάφραση, η Μεγάλη Αικατερίνη εισέβαλε στην Πολωνία ως υπερασπίστρια των Ορθόδοξων αδελφών, με πρόσχημα την αποτροπή του εμφυλίου πολέμου.

Οι μεθοριακές διαμάχες δεν είναι κάτι ξένο στην εποχή του Βούλγαρη λοιπόν και ο ίδιος καταλήγει (ή επιλέγει) να γίνει όργανο μίας από αυτές. Η τεράστια αρχιεπισκοπή που ιδρύεται για να τεθεί υπό την ευθύνη του περιλαμβάνει μεγάλο μέρος των σημερινών εδαφών της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας και ο ρόλος του Βούλγαρη είναι να στερεώσει την παρουσία της ρωσικής αυτοκρατορίας σε αυτά. Οι αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών, η πολιτικά υποκινούμενη θρησκευτική κατήχηση και η καλλιέργεια εθνοτικών οραμάτων στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας ήταν μέρος των πρακτικών της εποχής και συνέχισαν να χρησιμοποιούνται με διαφορετικές μορφές όλο το επόμενο διάστημα.

Το μελλοντικό δράμα, όμως, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται ο Βούλγαρης έχει άλλες διαστάσεις. Τα χρόνια που μεσολάβησαν από την εγκατάστασή του στην Πολτάβα μέχρι τις μέρες μας σηματοδοτούν την ανάδυση των εθνικισμών και τη δημιουργία των εθνών-κρατών που υπήρξαν οι πρωταγωνιστές της νεοτερικότητας. Οι «κοινωνίες», οι «οικονομίες», οι «ταυτότητες», οι «κουλτούρες» γίνονται αφύσικα τοπικές και κλείνονται σε εθνικά σύνορα που οριοθετούν γεωπολιτικά «αυτονόητα». Η ευρωπαϊκή νεοτερικότητα πορεύεται με αυτά τα αυτονόητα κάνοντάς τα, μέσω του ιμπεριαλισμού, αυτονόητα για όλον τον πλανήτη. Τα εθνικά σύνορα, κατακτημένα ή επιβεβλημένα αλλά πάντα «φαντασιακά», γίνονται βίαιες τομές στο σώμα της πολιτισμικής συνέχειας και κινητικότητας. Και, όταν το αφήγημα της νεοτερικότητας καταρρέει, αντί να επουλωθούν, μετατρέπονται σε ουλές, σε ενθύμια ενός τραύματος που υπονομεύει κάθε προοπτική υπέρβασης της επινοημένης τοπικότητας. Η μόνη προοπτική που επιφυλάσσει η Ιστορία σε αυτό το πληγωμένο σώμα είναι η ανασύσταση των αυτοκρατοριών. Ο Βούλγαρης στάθηκε στο σημείο μηδέν της σύγκρουσης που επρόκειτο να εκδηλωθεί στο τέλος της νεοτερικότητας. Της σύγκρουσης ανάμεσα σε νεοαναδυόμενους αυτοκρατορικούς σχηματισμούς που επιδιώκουν να θεμελιώσουν την κυριαρχία τους με τη βοήθεια των μέσων που έθεσε στη διάθεσή τους η τεχνοεπιστημονική νεοτερικότητα. Και για να το πετύχουν αυτό μετατρέπουν, εκ νέου, τον πόλεμο σε πάγια συνθήκη του πολιτικού βίου.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 145, στις 3 Δεκεμβρίου 2022.

Αναφορές
Benedict Anderson, Φαντασιακές Κοινότητες. Στοχασμοί για τις Απαρχές και τη Διάδοση του Εθνικισμού, Νεφέλη, Αθήνα 1997.
Ernest Gellner, Έθνη και Εθνικισμός, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1992.

Image Credit: Paul Nash, Circle of monoliths, 1937-8.

Ετεροτοπίες

Ο ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ υπήρξε από τις σημαντικότερες πνευματικές προσωπικότητες του ελληνικού 18ου αιώνα. Δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός, επειδή η εθνική αισθητική θέλγεται περισσότερο από ρακένδυτους αγίους που περιφέρονταν κηρύσσοντας την ανάσταση του Γένους, παρά από τα δίκτυα των εμπόρων και των λογίων που διέγραφαν τον σύγχρονο χάρτη της Ευρώπης. Σε κάθε περίπτωση, ο πολυμαθής Κερκυραίος υπήρξε μια φιγούρα της φιλοσοφίας και της επιστήμης που αναμετρήθηκε με τα σημαντικότερα διανοητικά εγχειρήματα του καιρού του. Συνομίλησε με τον Βολτέρο για το ζήτημα της ανεξιθρησκίας και με τον Νεύτωνα για τον ορισμό της αδράνειας. Συμμετείχε στην προσπάθεια επαναθεμελίωσης της μεταφυσικής που απασχόλησε τους φιλοσόφους του Διαφωτισμού και στοχάστηκε ενεργητικά πάνω στη σχέση φιλοσοφίας και πολιτικής. Υπήρξε περιώνυμος δάσκαλος σε μερικές από τις σημαντικότερες σχολές της εποχής του και εξέδωσε πλήθος πραγματειών, μεταφράσεων και υπομνημάτων.

Σε μια προεθνική εποχή, που οι διαδρομές των λογίων δεν γνωρίζουν τοπικούς περιορισμούς, ο δρόμος του Βούλγαρη τον οδηγεί στα Γιάννενα, την Κοζάνη, την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη, το Βουκουρέστι και τελικά στη Λειψία. Εκεί θα έρθει σε επαφή με το πολιτικό πρόγραμμα της Μεγάλης Αικατερίνης. Μεταφράζει στα Ελληνικά το περίφημο Νακάζ, την Εισήγηση της αυτοκράτειρας στην επιτροπή των αντιπροσώπων που συγκάλεσε η ίδια το 1767 με σκοπό τη σύνταξη ενός νέου νομοθετικού κώδικα για τη Ρωσική Αυτοκρατορία. Το βιβλίο εκδίδεται το 1771 με δικό του πρόλογο. Εκεί παρομοιάζει την Αικατερίνη με μητέρα που φροντίζει για το καλό τόσο των δικών της υπηκόων όσο και εκείνων των όμορων εθνών, στα οποία λειτουργεί ως «ειρηνεύτρια και προστάτις αδικουμένων».

Το Νακάζ αρχίζει ως εξής: «Η Ρωσσία είναι ένα Κράτος Ευρωπαίον. […] Αι υπό την Επικράτειαν της Ρωσσικής Αυτοκρατορίας χώραι, εφαπλούνται επί της υδρογείου σφαίρας 32 μοίρας πλάτους, και 165 μήκους. Ο της Ρωσσίας Μονάρχης είναι Υπέρτατος. Μία μόνη δύναμις εις το Πρόσωπον αυτού υφεστώσα δύναται να ενεργή προσφυώς, εις μιάς τόσον ευρυχώρου Αυτοκρατορίας την έκτασιν. […] Άπαν άλλο διοικήσεως είδος ου μόνον ήθελεν είναι εις την Ρωσσίαν επιβλαβές, αλλ’ ήθελεν επισύρη επ’ αυτής και παντελή τον όλεθρον».

Σε αναγνώριση του έργου του, ο Βούλγαρης προσκαλείται στην Πετρούπολη και, λίγα χρόνια αργότερα, χειροτονείται αρχιεπίσκοπος Σλαβηνίου και Χερσώνος. Η αρχιεπισκοπή του καλύπτει μεγάλο μέρος της σημερινής Ουκρανίας. Κύρια αποστολή του είναι να διαχειριστεί τις υποθέσεις των ελληνόφωνων πληθυσμών που είχαν εξεγερθεί κατά της ρωσικής πολιτικής. Η διοίκηση τον εξοντώνει όμως κι έτσι αποφασίζει να αποσυρθεί στα πνευματικά του ενδιαφέροντα, κληροδοτώντας την αρχιεπισκοπή στον φίλο και συμπατριώτη του Νικηφόρο Θεοτόκη.

Δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς την ενδιαφέρουσα σύμπτωση. Όλα τα στοιχεία του δράματος είναι ήδη εκεί: μια γεωπολιτική συνθήκη, ένα πρότυπο διακυβέρνησης, μια μεθοριακή περιοχή που πρέπει να ελεγχθεί. Και ένας ελληνόφωνος λόγιος που οι προσωπικές του διαδρομές τον έφεραν στο επίκεντρο ενός δράματος που επρόκειτο να παιχτεί δυόμισι αιώνες αργότερα.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 144, στις 19 Νοεμβρίου 2022.

Αναφορές
Stephen Batalden, Catherine II’s Greek Prelate Eugenios Voulgaris in Russia, 1771-1806, Columbia University Press, Νέα Υόρκη 1982.
Μανώλης Πατηνιώτης, Στοιχεία Φυσικής Φιλοσοφίας: Ο ελληνικός επιστημονικός στοχασμός τον 17ο και 18ο αιώνα, Gutenberg, Αθήνα 2013.
Manolis Patiniotis and Sakis Gekas, «Greek Travelers in Eastern Europe at the end of the 18th Century: Shifting identities and the production of knowledge across borders», Diasporas: Circulations, Migrations, Histoire 2017, 29: 17-32.

Αναμνήσεις

Τι σημαίνει θυμάμαι; Η απάντηση είναι προφανής: Ανακαλώ αναμνήσεις. Τι είναι οι αναμνήσεις; Είναι εγγραφές σε κάποιο σημείο του νευρικού συστήματος (πιθανότατα στον εγκέφαλο), οι οποίες έχουν προκληθεί από αισθητηριακά ερεθίσματα. Γι’ αυτό και όταν για κάποιο λόγο εκφυλίζεται, φυσιολογικά ή παθολογικά, το νευρικό σύστημα, οι αναμνήσεις φθίνουν ή χάνονται τελείως. Τι σημαίνει ανακαλώ; Σημαίνει ότι ενεργοποιώ μια διαδικασία του νευρικού μου συστήματος, η οποία βάσει των οδηγιών που θα της δοθούν αναζητά ένα αντικείμενο με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και συγκεκριμένη χρονική και γεωγραφική σήμανση (θυμάσαι αυτό που συνέβη εκεί, τότε;). Προκειμένου να πραγματοποιηθεί η ανάκτηση της ανάμνησης θα πρέπει η διαδικασία αναζήτησης να οδηγηθεί σε μια συγκεκριμένη περιοχή της μνήμης, να εντοπίσει και να ανασύρει το συγκεκριμένο αντικείμενο. Γι’ αυτό και όταν οι αναμνήσεις πλακώνονται από άλλα αντικείμενα η ανάκτησή τους είναι δύσκολη. Μπορεί ακόμα και να είναι αδύνατη, αν η συσσώρευση άλλων αντικειμένων πάνω τους προκαλεί την καταστροφή τους λόγω συμπίεσης.

Το σχήμα αυτό είναι ασφαλώς μια καρικατούρα. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι όταν δεν έχουμε κάποιον ιδιαίτερο λόγο να είμαστε προσεκτικοί, αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο σκεπτόμαστε τη μνήμη. Το ότι αυτή η συγκεκριμένη περιγραφή θυμίζει τον τρόπο που λειτουργούν οι υπολογιστές (μείον το γεγονός ότι οι υπολογιστές δεν ανατρέχουν απευθείας στη μνήμη, αλλά σε ένα μητρώο εγγραφών) δεν αποδεικνύει ότι η αντίληψή μας για τη μνήμη είναι επηρεασμένη από την κουλτούρα των υπολογιστών, αλλά ότι οι υπολογιστές φτιάχτηκαν προσομοιώνοντας μια ορισμένη αντίληψη για τη λειτουργία του ανθρώπινου νευρικού συστήματος.

Σε μια προσεκτικότερη εξέταση, όμως, η συγκεκριμένη αντίληψη φαίνεται ότι δεν ανταποκρίνεται στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί πραγματικά η μνήμη. Η ανάκτηση της ανάμνησης δεν είναι ανάκτηση ενός «πρωτοτύπου» και δεν υπόκειται σε κριτήρια πιστότητας, από τα οποία ενδεχομένως τεκμαίρεται και η νευρολογική κατάσταση του υποκειμένου. Οι αναμνήσεις έχουν τη δική τους ζωή, η οποία ξεκινά από τη στιγμή της «εγγραφής» των εμπειρικών δεδομένων και φτάνει μέχρι την απόπειρα ανάκτησής τους από το υποκείμενο. Η ενθύμηση  είναι μια ενεργητική διαδικασία επανεπινόησης –ανακατασκευής– του βιώματος που αναφέρεται σε μια στιγμή του παρελθόντος. Αυτή η διαδικασία χρησιμοποιεί τις εμπειρικές αποτυπώσεις περισσότερο ως πρώτη ύλη (ως «πόρους») παρά ως οριστικά διαμορφωμένες εγγραφές, συνδυάζοντάς τες με μεταγενέστερες εμπειρίες, καθώς και με το εκάστοτε διανοητικό και κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο πραγματοποιείται η ανάκτηση. Υπό αυτή την έννοια, η ανάμνηση ενός γεγονότος δεν είναι ποτέ η ίδια. Είναι προϊόν μιας διανοητικής προσπάθειας, η οποία χαράσσει διαδρομές στην αχανή επικράτεια του χρόνου συσχετίζοντας κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο γεγονότα και εμπειρίες προκειμένου να συνθέσει μια συνεκτική αφήγηση που θα νοηματοδοτεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο ένα συγκεκριμένο παρόν. Η μνήμη είναι το ποτάμι του Ηράκλειτου: Κανείς δεν μπαίνει στο ίδιο ποτάμι δύο φορές.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 131, στις 16 Απριλίου 2022.

Αναφορές
Tanja E. Bosch (2016). Memory Studies. A brief concept paper. Working paper in Media, Conflict and Democratisation series.
Andrew Hoskins (2001). New Memory: mediating history. Historical Journal of Film, Radio and Television, 21(4), 333-346.