Μοντάζ

Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ είναι η κύρια πολιτισμική διεπαφή του 20ού αιώνα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε τον κόσμο καθορίζεται σε τεράστιο βαθμό από την εξοικείωσή μας με την κινηματογραφική γλώσσα. Ασφαλώς, ο κινηματογράφος άντλησε και ο ίδιος από πολιτισμικές διεπαφές που ήταν κυρίαρχες την εποχή της εμφάνισής του. Από το μυθιστόρημα πήρε την αφήγηση, από τη ζωγραφική το κάδρο, από το θέατρο την υποκριτική και από τη μουσική… τη μουσική. Ο Peter Greenaway, στα τέλη του 20ού αιώνα, ονόμαζε αυτές τις κληρονομιές «δουλείες», για να ισχυριστεί ότι ο κινηματογράφος, μολονότι κυρίαρχη πολιτισμική μορφή, δεν κατόρθωσε ποτέ να αποτελέσει αυτόνομη μορφή τέχνης.

Editing

Ωστόσο, αυτό που προσδίδει στον κινηματογράφο την ιδιαιτερότητά του είναι η τεχνολογία της αφήγησης που καθιέρωσε. Η παραγραφοποίηση και ο χωρισμός σε κεφάλαια του κινηματογραφικού κειμένου γίνεται με τη βοήθεια του μοντάζ. Η μετάβαση από το ένα πλάνο στο άλλο κι από τη μια σεκάνς στην επόμενη πραγματοποιείται με τη βοήθεια ασυνεχειών που σημαίνουν. Ο θεατής βλέπει στην κινηματογραφική οθόνη ένα ζευγάρι να δειπνεί και το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο τους ίδιους ανθρώπους ντυμένους με εντελώς διαφορετικά ρούχα, στο φως της μέρας, να βγαίνουν από το σπίτι τους για να πάνε στη δουλειά τους. Και αντιλαμβάνεται αυτή την ασυνέχεια ως ρεαλιστική καταγραφή αυτού που υποτίθεται ότι συμβαίνει στο χωροχρονικό συνεχές. Συμπληρώνει τις δέκα ώρες που λείπουν με την καθησυχαστική σκέψη ότι στο ενδιάμεσο αυτοί οι άνθρωποι ακολούθησαν μια γνώριμη στον ίδιο ρουτίνα, στη διάρκεια της οποίας τίποτα ασυνήθιστο δεν συνέβη. Το μόνο που χρειάζεται να κάνει είναι να παρεμβληθεί ο ίδιος στην κινηματογραφική αφήγηση και να μετατρέψει την προσωπική του εμπειρία σε γέφυρα, που προσδίδει αφηγηματική συνοχή στην αποσπασματικότητα της κινηματογραφικής γλώσσας.

Για να λειτουργήσει το μοντάζ πρέπει να πληρούνται δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, όπως γίνεται εμφανές από τα παραπάνω, οι θεατές πρέπει να είναι κατάλληλα εκπαιδευμένοι. Σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, η μια γενιά μετά την άλλη εκπαιδεύτηκαν σε όλο και πιο εκλεπτυσμένες μορφές κινηματογραφικής αφήγησης. Και είναι πράγματι εντυπωσιακό ότι οι θεατές είναι πλέον σε θέση να αποκωδικοποιούν ακόμα και αφηγήσεις που δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την κοινή τους εμπειρία (λ.χ. ταινίες επιστημονικής φαντασίας). Δεύτερον, οι θεατές θα πρέπει να συνηθίσουν να συμμετέχουν στην αφήγηση χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι το κάνουν. Μόνον έτσι ο κινηματογράφος θα μπορεί να λειτουργήσει πειστικά ως ψευδαίσθηση της πραγματικότητας, ως καταγραφή αυτού που υποτίθεται ότι συμβαίνει μπροστά από την κάμερα, ανεξάρτητα από τις εμπειρίες και τις προσδοκίες των θεατών.

Η τέχνη του μοντάζ αποτελεί τον πυρήνα της πολιτισμικής τεχνολογίας του κινηματογράφου και ως τέτοια βρίσκεται βαθιά κρυμμένη μέσα στους ίδιους τους θεατές.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 47, στις 15.9.2018.

Μέγας Αλέξανδρος

ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ πραγματικά ο Μέγας Αλέξανδρος; Τι έκανε στη ζωή του, από τι παρακινήθηκε και σε ποιο βαθμό κατόρθωσε να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες του; Αυτές δεν είναι ερωτήσεις που θα έθετε ένας ιστορικός κι αν τις έθετε θα θεωρούσε εξ αρχής αδύνατο να απαντηθούν. Είναι ερωτήσεις, ωστόσο, που θέτει μια ιδιαίτερα εκτεταμένη γραμματεία, η οποία ξεκινάει από τον 3ο αιώνα και διατρέχει το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας. Η γραμματεία αυτή έχει τις απαρχές της στο έργο Historia Alexandri Magni και με την πάροδο του χρόνου εμπλουτίζεται με αραβικές, αιγυπτιακές, περσικές, ελληνικές, γαλλικές και αγγλικές εκδοχές της ιστορίας του Αλέξανδρου.

Το πρόσωπο που παρουσιάζεται σε αυτές τις αφηγήσεις είναι μια μυθική φιγούρα που διακατέχεται από τη φιλοδοξία να φτάσει στα όρια της ανθρώπινης γνώσης και εμπειρίας. Ένας Σεβάχ, που ταξιδεύει στα πέρατα του κόσμου για να γνωρίσει μυστικά απρόσιτα στους κοινούς θνητούς και να κερδίσει την αθανασία. Τα ύψη και τα βάθη δεν έχουν όριο γι’ αυτόν τον Αλέξανδρο. Σε μια από τις ιστορίες, ο Αλέξανδρος επιθυμεί να κατακτήσει τους ουρανούς. Οι σύντροφοί του συλλαμβάνουν δύο γρύπες και τους αφήνουν να λιμοκτονήσουν. Κατόπιν τους δένουν σε ένα καλάθι και τους δελεάζουν με ένα κομμάτι κρέας που κρέμεται πάνω από τα κεφάλια τους. Έτσι τους αναγκάζουν να ανυψώσουν τον Αλέξανδρο στο ψηλότερο σημείο του κόσμου, όπου εκείνος, με μια δόση μελαγχολίας, διαπιστώνει ότι οι ήπειροι δεν είναι παρά τα μέλη ενός γιγαντιαίου ανθρώπινου σώματος. Η ίδια μελαγχολία τον καταλαμβάνει όταν, σε μια άλλη ιστορία, μπαίνει σε ένα γυάλινο δοχείο και βυθίζεται στον ωκεανό για να γνωρίσει τα θαύματα της θαλάσσιας ζωής. Πράγματι, γνωρίζει όλων των ειδών τα παράξενα πλάσματα, αλλά στο τέλος αυτό που μένει είναι μια τετριμμένη διαπίστωση. Ο νόμος του ωκεανού είναι ίδιος με το νόμο της Γης: το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό.

Η φιλοδοξία του Αλέξανδρου είναι μεγάλη, τέτοια που τον οδηγεί στις πύλες του Παραδείσου, τις οποίες αδυνατεί να διαβεί, βέβαια. Μόλις αυτή η φιλοδοξία πασπαλιστεί με τη σκόνη της θνητότητας, όμως, όπως περιγράφει μια άλλη ιστορία, δεν ζυγίζει παραπάνω από ένα άχυρο. Χάνει τη λάμψη και τη μεγαλοπρέπειά της και μετατρέπεται σε αβάσταχτη ανθρώπινη μοναξιά. Ο Αλέξανδρος απαρνείται την αθανασία, όταν ο φύλακας της πηγής με το θαυματουργό νερό τον προειδοποιεί ότι το τίμημα της αθανασίας θα είναι μια ζωή χωρίς φίλους και συντρόφους. Λίγες μέρες αργότερα θα πεθάνει δηλητηριασμένος από έναν από αυτούς του συντρόφους.

Οι ιστορίες για τον Αλέξανδρο έχουν λίγο πολύ το ίδιο τέλος: Ο Αλέξανδρος πεθαίνει χωρίς να έχει ολοκληρώσει το έργο του και η αυτοκρατορία διαλύεται. Το μόνο που μένει είναι η αίσθηση της περατότητας και η αβάσταχτη πεποίθηση ότι ο κόσμος είναι πέρα για πέρα ανθρώπινος.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 43, στις 16.6.2018.

Ιστορία

Μεγάλες αφηγήσεις
Στον χώρο της ιστοριογραφίας υπάρχει μια γκρίνια τα τελευταία αρκετά χρόνια: Δίνουμε μεγάλη έμφαση στις περιπτωσιολογικές μελέτες και χάνουμε το ενδιαφέρον μας για τις μεγάλες αφηγήσεις. Για την ακρίβεια, όχι μόνο χάνουμε το ενδιαφέρον μας, αλλά αφιερώνουμε χρόνο και ενέργεια για να αποδομήσουμε αυτές τις αφηγήσεις. Το αφήγημα της Επιστημονικής Επανάστασης του 17ου αιώνα, της νικηφόρας εξέγερσης του ανθρώπινου πνεύματος ενάντια στη μεσαιωνική διανοητική στασιμότητα, έχει περιπέσει σε αχρηστία, εξαιτίας του πλήθους των μικρο-ιστορικών μελετών που το έχουν μετατρέψει σε ένα πυκνοκατοικημένο καμβά σαν πολύπτυχο του Ιερώνυμου Μπος. Το αφήγημα του Διαφωτισμού το ίδιο, εξαιτίας αφενός της έμφασης στην τοπικότητα του φαινομένου και, αφετέρου, της εκπόνησης ενός πλήθους μελετών που αναδεικνύουν τον σύνθετο και αντιφατικό χαρακτήρα ενός φαινομένου που μόνο από απόσταση μοιάζει να είναι αυτό που ισχυρίζεται ότι είναι. Τι χάνουμε με την απώλεια των μεγάλων αφηγήσεων και τι κερδίζουμε με τη μικρο-ιστορική εμβάθυνση; Μεγάλη συζήτηση, που προφανώς δεν μπορούμε να την κάνουμε εδώ. Θα είχε ενδιαφέρον, ωστόσο, να μείνουμε σε ένα στοιχείο αυτής της συζήτησης. Οι μεγάλες αφηγήσεις τακτοποιούν την ιστορία και την κάνουν ανθρώπινη και παροντική.

Continue reading