Ευρωεκλογές 2024: Τόσο μακριά, τόσο κοντά

ΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΙΡΟ δουλεύω πάνω σε ένα κείμενο του Frantz Fanon, ένα κεφάλαιο από το βιβλίο του Peau Noire, Masques Blanc (Μαύρο Δέρμα, Άσπρες Μάσκες). Όπως το συνηθίζει, ο Fanon ενσωματώνει στο κείμενό του άλλα κείμενα, μετατρέποντας τον λόγο του σε μια πολυφωνική συνήχηση της μαυρότητας. Πολλά αποσπάσματα προέρχονται από έργα του συμπατριώτη του ποιητή Aimé Césaire, συγκεκριμένα από τα βιβλία του Discours sur le colonialisme (Λόγος περί αποικιοκρατίας) και Cahier dun retour au pays natal (Σημειωματάριο μιας επιστροφής στην πατρίδα).

Η δύναμη του λόγου των δύο Μαρτινικανών πολιτικών στοχαστών είναι ασύλληπτη. Πέρα από τη δύναμη, όμως, η κριτική τους στην αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό χαρακτηρίζεται από μια φρεσκάδα, η οποία σπάνια απαντά σε κείμενα που έχουν γραφτεί στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας – στην προκειμένη περίπτωση στο πλαίσιο των αντιαποικιακών εξεγέρσεων της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας. Ο λόγος αυτός γίνεται ιδιαίτερα επίκαιρος σήμερα, σε μία συνθήκη που οι δυτικές κοινωνίες, μέσω του πολιτικού εξωραϊσμού και του ιδεολογικού εξαγνισμού, επιχειρούν να σβήσουν τα σημάδια της βαρβαρότητας που επέδειξαν επί αιώνες απέναντι σε εκείνο το μέρος του κόσμου που θεωρούσαν υποδεέστερο και λιγότερο-από-ανθρώπινο – δηλαδή απέναντι στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου.

Όμως, παρά τις προσπάθειες εξαγνισμού, το σώμα του δυτικού πολιτισμού είναι άρρωστο. Έχει μολυνθεί από το ίδιο του το δηλητήριο.

Έτσι, μια υπέροχη μέρα, η μεσαία τάξη δέχεται ένα ισχυρό πλήγμα: Οι Γκεσταπίτες έχουν πιάσει πάλι δουλειά, οι φυλακές γεμίζουν, οι βασανιστές και πάλι επινοούν, τελειοποιούν, ανταλλάσσουν ιδέες πάνω από τους πάγκους εργασίας τους.

Οι άνθρωποι εκπλήσσονται, θυμώνουν. Λένε: «Είναι πολύ παράξενο αυτό. Όμως είναι απλά ο Ναζισμός, δεν θα διαρκέσει». Και περιμένουν, και ελπίζουν, και κρύβουν την αλήθεια από τον εαυτό τους: Είναι η βαρβαρότητα, η υπέρτατη βαρβαρότητα που στέφει, επισφραγίζει τις καθημερινές βαρβαρότητες. Ναι, είναι ο Ναζισμός, αλλά πριν γίνουν θύματά του, ήταν οι συνεργοί του. Ο Ναζισμός τον οποίο ανέχτηκαν πριν υποκύψουν σ’ αυτόν, τον αθώωναν, έκλειναν τα μάτια τους, τον νομιμοποιούσαν, γιατί μέχρι τότε είχε εφαρμοστεί μόνο εναντίον μη ευρωπαϊκών λαών. Τον Ναζισμό αυτόν ενθάρρυναν, γι’ αυτόν ήταν υπεύθυνοι· και αυτός σταλάζει, αναβλύζει, ξεχειλίζει από κάθε ρωγμή του δυτικού χριστιανικού πολιτισμού, μέχρι να τον καταβυθίσει σε μια αιματοβαμμένη θάλασσα (Césaire 1956, 14-15· μτφρ. Φιλιώ Χατζημπεκιάρη).

Όμως, υπάρχει μέθοδος στην τρέλα. Ο φασισμός δεν επιστρέφει στην Ευρώπη απλώς για να τιμωρήσει τους αποικιοκράτες που με τη βία και την επιβεβλημένη εξαθλίωση απανθρωποποίησαν το μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου. Επιστρέφει στην Ευρώπη, αφενός, γιατί δεν έχει πού αλλού να πάει. Η Ευρώπη είναι η πατρίδα του: αυτή τον γέννησε, αυτή τον εξέθρεψε, αυτή τον «χάρισε» στον υπόλοιπο κόσμο. Αφετέρου, γιατί η επιστροφή του φασισμού στην Ευρώπη είναι η αυτονόητη ιστορική εξέλιξη ενόψει του τέλους της αποικιοκρατίας. Επί αιώνες η ευμάρεια της Δύσης και η επιτυχία του μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης του καπιταλισμού στηρίχτηκε στην άντληση πόρων από εκείνο το κομμάτι του κόσμου που «δεν άξιζε», «δεν δικαιούνταν» να κρατήσει αυτούς τους πόρους για τον εαυτό του, επειδή οι περιορισμένες ανάγκες και οι ανύπαρκτες γνώσεις του δεν του επέτρεπαν, ούτως ή άλλως, να τους αξιοποιήσει. Όταν αυτό το βολικό αφήγημα αρχίζει να φαίνεται πως δεν ανταποκρίνεται πλέον στην πραγματικότητα –και μάλιστα χάρη στην επιτυχία και όχι στην αποτυχία του καπιταλισμού–, η ευημερούσα Δύση πρέπει να αρχίσει να συμβιβάζεται με την προοπτική μιας εσωτερικής αναδιάταξης που θα απορροφήσει τις αναταράξεις. Και εδώ είναι που καλείται να παίξει τον ρόλο του ο φασισμός.

Βλέπουμε τον φασισμό να ξεφυτρώνει σε διάφορες περιοχές του κοινωνικού σώματος και τον αντιμετωπίζουμε ως προσωρινή μόλυνση που πρέπει να καταπολεμηθεί με τα κατάλληλα φάρμακα. Βλέπουμε τον ρατσισμό και τον σεξισμό να εκφράζονται με ακραίους τρόπους σε μια κοινωνία που υποτίθεται ότι έχει αφήσει πίσω της αυτούς τους τρόπους σκέψης και ψάχνουμε να βρούμε τις κατάλληλες «θεραπείες». Καλά κάνουμε, προφανώς. Δεν πρέπει να αφήσουμε αυτές τις κοινωνικές στάσεις να σηκώσουν κεφάλι. Όμως, ποιες είναι οι πιθανότητες επιτυχίας; Πρόκειται όντως για τοπική μόλυνση που μπορεί να ιαθεί με την κατάλληλη θεραπεία ή μήπως για μια νέα πολιτική συνθήκη; Δυστυχώς, μάλλον ισχύει το δεύτερο. Και, από αυτή την άποψη, ο νεοφασισμός δεν εκπορεύεται από τα εξαθλιωμένα κοινωνικά στρώματα. Εκεί βρίσκει έδαφος να εξαπλωθεί. Εκεί επιπολάζει. Αλλά (όπως πάντα στην Ιστορία) η πηγή του βρίσκεται εκεί που βρίσκεται και η εξουσία, στα ανώτερα στρώματα.

Η επανεισαγωγή του φασισμού στην Ευρώπη δεν έχει να κάνει πρωτίστως με την αυθόρμητη, σκοτεινή αντίδραση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων που πλήττονται από το τέλος της αποικιοκρατίας, αλλά με τις πολιτικές που επεξεργάζεται η τεχνογραφειοκρατία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διαχείριση της κρίσης που προκαλεί η νέα γεωπολιτική συνθήκη. Εξού και οι αγαθές πολιτικές σχέσεις με τις φασιστικές κυβερνήσεις που ξεφυτρώνουν η μία μετά την άλλη μέσα στην Ευρώπη. Παρά τις δημοκρατικές κορώνες των Ευρωπαίων αξιωματούχων, με τον διάλογο και την «αμοιβαία κατανόηση» (mutual understanding) πάντα βρίσκεται ένα έδαφος συνεννόησης – τουτέστιν, ένας τρόπος να διασφαλιστεί η ενότητα του ευρωπαϊκού χώρου γύρω από ένα διαρκώς αυξανόμενο αριθμό φασιστικών κυβερνήσεων.

Γιατί, στην πραγματικότητα, η Ευρώπη έχει ανάγκη την αυταρχική πολιτική και τον κοινωνικό αποκλεισμό για να διατηρήσει αλώβητο το καπιταλιστικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης μετά την κατάρρευση της ηγεμονίας της στον ευφημιστικά αποκαλούμενο αναπτυσσόμενο κόσμο. Τα όνειρα για έναν κόσμο ισότητας πρέπει να ξεχαστούν και να επικρατήσει ο πραγματισμός. Η πίτα πρέπει να μοιραστεί διαφορετικά και η ελευθερία των επιλογών πρέπει να περιοριστεί δραστικά. Λέγαμε παλιά ότι αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν το καθεστώς, θα είχαν κηρυχθεί παράνομες. Αυτό δεν απέχει πολύ από τη realpolitik που εφαρμόστηκε από τους αξιωματούχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα χρόνια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης. Juncker, Merkel, Schäuble, Dijsselbloem και η αλήστου μνήμης τρόικα είχαν διακηρύξει σε όλους τους τόνους, απευθυνόμενοι στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου: Μπορείτε να ψηφίσετε ό,τι θέλετε στις εθνικές εκλογές σας. Όμως, η οικονομική πολιτική που πρέπει να εφαρμόσετε προκειμένου να παραμείνετε στην «ευρωπαϊκή οικογένεια» είναι μία. Αριστερά ή δεξιά (σοσιαλισμός ή φασισμός, θα πρόσθετα εγώ, βλέποντας τις εξελίξεις των τελευταίων χρόνων) δεν θα παίξει κανένα ρόλο. Η «ορθολογική» οικονομική πολιτική είναι μία και μοναδική: There Is No Alternative. Κι αν η εφαρμογή αυτής της πολιτικής απαιτεί την υποχρεωτική συμμόρφωση σε συγκεκριμένα πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς, την υποχρεωτική αποδοχή της φτωχοποίησης και του περιορισμού των δικαιωμάτων σας, μην ξεχνάτε ότι όλα αυτά γίνονται για το καλό σας και για τη διασφάλιση της συνοχής της μεγάλης «ευρωπαϊκής οικογένειας»: EU is You!

Συνεπώς, η ύπαρξη επί ευρωπαϊκού εδάφους φασιστικών κυβερνήσεων, οι οποίες είναι πρόθυμες να εφαρμόσουν τις αυταρχικές πολιτικές που ενεργοποιεί το τέλος της αποικιοκρατίας, βρίσκεται σε πλήρη σύμπνοια και όχι σε σύγκρουση, όπως υποκριτικά δηλώνεται, με τους σχεδιασμούς της ευρωπαϊκής τεχνογραφειοκρατίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η δημοκρατία μετατρέπεται σε πρόσχημα και οι εκλογές σε μηχανισμό αποποίησης ευθύνης για όσους αρνούνται να δουν το σκοτάδι που πλησιάζει.

Καλή ψήφο!

 Αναφορές
Aimé Césaire (1956). Discours sur le colonialisme, Παρίσι: Présence Africaine.
Frantz Fanon (2008). The so-called dependency complex of colonized peoples. Στο Black Skin, White masks, μτφρ. Charles Lam Markmann, εισαγωγή Ziauddin Sardar και Homi K. Bhabha. Λονδίνο: Pluto Press.

Επέτειοι

ΓΡΑΦΩ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ την επαύριον της Εθνικής Επετείου. Όλες/οι ξέρουμε πια πως η Ελληνική Επανάσταση δεν ξεκίνησε στις 25 Μαρτίου 1821 κι ότι δεν ήταν μια ιδιαίτερα επιτυχής επανάσταση. Αλλά οι επέτειοι είναι για να ανανεώνουμε τη μεταφυσική δέσμευσή μας στη συλλογική μας ταυτότητα κι όχι για να μαθαίνουμε Ιστορία. Για την ακρίβεια, είναι για να θυμόμαστε τις επώδυνες τομές της Ιστορίας από τις οποίες ξεπήδησαν τα τερατώδη «εμείς» που μας περιέχουν, και να τις συγκαλύπτουμε με αφηγήσεις νίκης και δικαίωσης. Η Καθημερινή θυμάται άλλη μια επέτειο γι’ αυτή τη μέρα – υπερεθνική αυτή τη φορά: Στις 26 Μαρτίου 1995 τίθεται για πρώτη φορά σε ισχύ η συνθήκη Schengen. Τουρίστες, επιχειρηματίες και λαθρέμποροι θα κυκλοφορούν ελεύθεροι πλέον στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, όπως έγραφαν οι Times, λίγες μέρες αργότερα. Στις επτά αρχικές χώρες θα προστεθούν, τα επόμενα χρόνια, και τα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ενωμένη Ευρώπη αποκτά, επιτέλους, χωρική υπόσταση. Με μερικές ανακολουθίες, όμως: Στη διάρκεια της προσφυγικής κρίσης και της πανδημίας –όταν, δηλαδή, απαιτείται η μέγιστη ενότητα– οι συνοριακοί έλεγχοι επανενεργοποιούνται και η Ευρώπη κατακερματίζεται εκ νέου.

Εξάλλου, η ενωμένη Ευρώπη ποτέ δεν έπεισε για την ενότητά της, ούτε τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της. Μια τρίτη επέτειος που θα πρέπει να γιορτάζεται τον Μάρτιο αφορά τη συνέντευξη του Jeroen Dijsselbloem στη Frankfurter Allgemeine τον Μάρτιο του 2017. Εκεί, ο γνωστός μας Γερούν έκανε την περίφημη δήλωση: «Ως σοσιαλδημοκράτης αποδίδω εξαιρετική σημασία στην αλληλεγγύη. Όμως όσοι την επικαλούνται έχουν και καθήκοντα. Δεν μπορώ να ξοδεύω όλα μου τα λεφτά σε ποτά και σε γυναίκες και μετά να ζητάω βοήθεια» είπε, αναφερόμενος στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Δεν θα έπρεπε να περιμένουμε κάτι λιγότερο από κάποιον που ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του σε Καθολικά σχολεία: Η παραβολή του Ασώτου Υιού και ο ρόλος του αυστηρού πατέρα που επιφύλαξε στον εαυτό του αποτυπώνουν την ιδέα του νηφάλιου και πειθαρχημένου Βορρά για τον αμελή και ακατάστατο Νότο. Με μερικές σοβαρές ανακολουθίες κι εδώ, όμως.

Πέρα από τον εξόφθαλμο ρατσισμό, η δήλωση του Γερούν αποπνέει και μια βαθιά σεξιστική αντίληψη. «Οι γυναίκες» είναι αντικείμενα, σαν τα ποτά και τις άλλες έκλυτες απολαύσεις, στις οποίες σπαταλώ τα χρήματά μου – αυτό το ιερό αντάλλαγμα της συνετής προσήλωσής μου στην εργασία. Η ενασχόληση με τις γυναίκες αποτελεί περίσπαση, παρέκκλιση και ανηθικότητα, που μου στερεί το δικαίωμα να ζητήσω βοήθεια όταν βρεθώ σε ανάγκη. Η (σοσιαλδημοκρατική, μάλιστα) αλληλεγγύη ισχύει μόνο για όσους επιδεικνύουν εγκράτεια και συμμορφώνονται με το πατριαρχικό πρότυπο που απορρέει από τα διδάγματα της Καινής Διαθήκης. Σε 30 λέξεις ο Γερούν συνόψισε το όραμα της ενωμένης Ευρώπης. Και, μαζί μ’ αυτό, τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό που ενέπνευσε τις πολιτικές αποφάσεις στις οποίες στηρίχτηκε η διαχείριση της οικονομικής κρίσης.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίμα αρ. 153, την 1η Απριλίου 2023.

Image credit: Hans Baldung Grien, Το Σαμπατ των Μαγισσων, 1510.

Το τέλος

ΕΓΡΑΦΑ στο προηγούμενο σημείωμα ότι ο Ευγένιος Βούλγαρης, αρχιεπίσκοπος Σλαβηνίου και Χερσώνος, βρέθηκε στο επίκεντρο ενός δράματος που επρόκειτο να παιχτεί δυόμισι αιώνες αργότερα. Ποιο είναι αυτό το δράμα; Ίσως σκεφτεί κανείς ότι είναι το λεγόμενο «ουκρανικό». Όμως το «ουκρανικό», όπως και το «πολωνικό» δεν χρειάζονταν να περιμένουν δυόμισι αιώνες. Παίζονταν ήδη από τα χρόνια του Βούλγαρη, ο οποίος εξάλλου είχε μεταφράσει το δοκίμιο του Βολτέρου «Περί των διχονοιών των εν ταις εκκλησίαις της Πολονίας». Το θέμα του δοκιμίου είναι η ουνιτική πολιτική της Καθολικής Εκκλησίας και τα δικαιώματα των Ορθόδοξων και Διαμαρτυρόμενων πληθυσμών της Πολωνίας έναντι των Καθολικών. Η προώθηση της ιδέας της ανεξιθρησκίας από τον Βολτέρο και τον Βούλγαρη είχε πολιτική βάση: Το 1767, τη χρονιά που δημοσιεύτηκε η μετάφραση, η Μεγάλη Αικατερίνη εισέβαλε στην Πολωνία ως υπερασπίστρια των Ορθόδοξων αδελφών, με πρόσχημα την αποτροπή του εμφυλίου πολέμου.

Οι μεθοριακές διαμάχες δεν είναι κάτι ξένο στην εποχή του Βούλγαρη λοιπόν και ο ίδιος καταλήγει (ή επιλέγει) να γίνει όργανο μίας από αυτές. Η τεράστια αρχιεπισκοπή που ιδρύεται για να τεθεί υπό την ευθύνη του περιλαμβάνει μεγάλο μέρος των σημερινών εδαφών της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας και ο ρόλος του Βούλγαρη είναι να στερεώσει την παρουσία της ρωσικής αυτοκρατορίας σε αυτά. Οι αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών, η πολιτικά υποκινούμενη θρησκευτική κατήχηση και η καλλιέργεια εθνοτικών οραμάτων στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας ήταν μέρος των πρακτικών της εποχής και συνέχισαν να χρησιμοποιούνται με διαφορετικές μορφές όλο το επόμενο διάστημα.

Το μελλοντικό δράμα, όμως, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται ο Βούλγαρης έχει άλλες διαστάσεις. Τα χρόνια που μεσολάβησαν από την εγκατάστασή του στην Πολτάβα μέχρι τις μέρες μας σηματοδοτούν την ανάδυση των εθνικισμών και τη δημιουργία των εθνών-κρατών που υπήρξαν οι πρωταγωνιστές της νεοτερικότητας. Οι «κοινωνίες», οι «οικονομίες», οι «ταυτότητες», οι «κουλτούρες» γίνονται αφύσικα τοπικές και κλείνονται σε εθνικά σύνορα που οριοθετούν γεωπολιτικά «αυτονόητα». Η ευρωπαϊκή νεοτερικότητα πορεύεται με αυτά τα αυτονόητα κάνοντάς τα, μέσω του ιμπεριαλισμού, αυτονόητα για όλον τον πλανήτη. Τα εθνικά σύνορα, κατακτημένα ή επιβεβλημένα αλλά πάντα «φαντασιακά», γίνονται βίαιες τομές στο σώμα της πολιτισμικής συνέχειας και κινητικότητας. Και, όταν το αφήγημα της νεοτερικότητας καταρρέει, αντί να επουλωθούν, μετατρέπονται σε ουλές, σε ενθύμια ενός τραύματος που υπονομεύει κάθε προοπτική υπέρβασης της επινοημένης τοπικότητας. Η μόνη προοπτική που επιφυλάσσει η Ιστορία σε αυτό το πληγωμένο σώμα είναι η ανασύσταση των αυτοκρατοριών. Ο Βούλγαρης στάθηκε στο σημείο μηδέν της σύγκρουσης που επρόκειτο να εκδηλωθεί στο τέλος της νεοτερικότητας. Της σύγκρουσης ανάμεσα σε νεοαναδυόμενους αυτοκρατορικούς σχηματισμούς που επιδιώκουν να θεμελιώσουν την κυριαρχία τους με τη βοήθεια των μέσων που έθεσε στη διάθεσή τους η τεχνοεπιστημονική νεοτερικότητα. Και για να το πετύχουν αυτό μετατρέπουν, εκ νέου, τον πόλεμο σε πάγια συνθήκη του πολιτικού βίου.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 145, στις 3 Δεκεμβρίου 2022.

Αναφορές
Benedict Anderson, Φαντασιακές Κοινότητες. Στοχασμοί για τις Απαρχές και τη Διάδοση του Εθνικισμού, Νεφέλη, Αθήνα 1997.
Ernest Gellner, Έθνη και Εθνικισμός, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1992.

Image Credit: Paul Nash, Circle of monoliths, 1937-8.