Πανεπιστήμιο

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ χρόνια γίνεται μεγάλη συζήτηση από εθνικούς και διεθνείς οργανισμούς, «think tank» και εταιρείες συμβούλων σχετικά με τις γνώσεις και τις δεξιότητες που θα πρέπει να διαθέτουν οι άνθρωποι που θα εισέλθουν στην αγορά εργασίας το επόμενο διάστημα. Πώς πρέπει να μετασχηματιστεί η εκπαίδευση για να ανταποκριθεί στις αλλαγές που επιφέρει η ψηφιακή τεχνολογία στην οργάνωση και εκτέλεση της εργασίας; Περιέργως, οι απαντήσεις που δίνουν οι περισσότεροι φορείς εστιάζουν σε μια χρησιμοθηρική και κοντόφθαλμη αναθεώρηση της εκπαίδευσης: Τα πανεπιστήμια πρέπει να γίνουν ευαίσθητοι δέκτες των αναγκών της «αγοράς» και να τροποποιήσουν τα γνωστικά τους αντικείμενα κατά τρόπον ώστε να εφοδιάζουν τους εκπαιδευόμενους με τις τεχνικές δεξιότητες που απαιτούνται για να ανταποκριθούν στην «ψηφιοποίηση» της εργασίας.

                                                                                                                                     LÁSZLÓ MOHOLY-NAGY, CH B3 (1941)

Σύμφωνα με αυτή την άποψη, οι αλλαγές που επιφέρει η ψηφιακότητα στην εργασία αφορούν την «αγορά» ή την «οικονομία», ωσάν η αγορά και η οικονομία να ήταν φυσικές οντότητες, οι οποίες μετασχηματίζονται στο πλαίσιο μιας μονόδρομης εξελικτικής διαδικασίας. Το βασικό πρόβλημα, όμως, είναι ότι ζούμε σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από ανισότητες και η εργασία είναι η κύρια πηγή αυτών των ανισοτήτων. Οι εργαζόμενοι αποξενώνονται από το προϊόν της εργασίας τους και από τη δημιουργικότητά τους· ο πλούτος κατανέμεται ανισομερώς· οι πολίτες χειραγωγούνται και επιτηρούνται· η υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο εκτείνεται πλέον στον ελεύθερο χρόνο και στη σφαίρα του ιδιωτικού. Πώς αυτός ο κόσμος των ανισοτήτων μεταβαίνει στην ψηφιακότητα; Αυτό είναι το ερώτημα που θα κληθούν να απαντήσουν οι εργαζόμενοι των επόμενων δεκαετιών. Θα οξυνθούν ή θα αμβλυνθούν οι ανισότητες στο νέο πλαίσιο; Η εργασία θα γίνει πιο δημιουργική ή πιο αποξενωμένη; Μπορεί να μας απαλλάξει, άραγε, η τεχνητή νοημοσύνη από την καταναγκαστική εργασία και ποιο θα ήταν το κοινωνικό κόστος για κάτι τέτοιο;

Το πανεπιστήμιο ήταν πάντοτε χώρος ελεύθερου και κριτικού στοχασμού. Έχουν αλλάξει πολλά από τότε που πρωτοεμφανίστηκε, εδώ και οκτώ αιώνες, αλλά όχι αυτό. Η παραγωγή γνώσης για τις κρίσιμες αλλαγές που συμβαίνουν στην κοινωνία δεν μπορεί να αφεθεί στα «think tank» και στις εταιρείες συμβούλων. Και οι εργαζόμενοι που θα κληθούν να λειτουργήσουν στο νέο πλαίσιο δεν επιτρέπεται να είναι προϊόντα ενός εκπαιδευτικού συστήματος που θα περιορίζεται στην τεχνική και επαγγελματική κατάρτιση – μιας φτηνής, αναλώσιμης εκπαιδευτικής επένδυσης που θα μπορεί να επαναλαμβάνεται σε επικαλυπτόμενους κύκλους. Το πανεπιστήμιο έχει κρίσιμο ρόλο στη νέα συγκυρία: Αφενός, ως χώρος συλλογικού αναστοχασμού των αλλαγών που φέρνει η μετάβαση στην ψηφιακότητα· αφετέρου, ως εκπαιδευτικό πλαίσιο που θα παρέχει στους πολίτες την ικανότητα να διαχειριστούν με επίγνωση και κριτικό πνεύμα τα τεχνολογικά, ανθρωπολογικά και πολιτικά ζητήματα που θέτει η ψηφιοποίηση της εργασίας. Το λιγότερο που χρειάζεται σε αυτή τη φάση είναι η μετατροπή του σε ίδρυμα τεχνικής και επαγγελματικής κατάρτισης.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 36, στις 10.3.2018.

Αναφορές
Yehuda Elkana, “The University of the 21st Century: An Aspect of Globalization” στον τόμο Jürgen Renn (επιμ.), The Globalization of Knowledge in History, Max Planck Research Library for the History and Development of Knowledge, Studies 1, Βερολίνο 2012.

Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο

ΤΟ ΕΠΕΙΓΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ

Τις τελευταίες μέρες γίνεται πολλή συζήτηση σχετικά με το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο: διαπίστωση προβλημάτων, εξαγγελίες από την κυβέρνηση, θετική ανταπόκριση από τη διοίκηση του ΕΑΠ. Καταρχάς, είναι βεβαίως θετικό ότι το ΕΑΠ βρίσκεται στις ειδήσεις, ότι, όπως φαίνεται, θα αποτελέσει θέμα συζήτησης στο πλαίσιο της γενικότερης προβληματικής για την αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο άνοιξε η συζήτηση είναι, κατά τη άποψή μου, στρεβλός. Η (πενηντάχρονη πλέον) Μαφάλντα είχε επισημάνει κάποτε με τη χαρακτηριστική παιδική της αφέλεια ότι «το σημαντικό δίνει πάντοτε τη θέση του στο επείγον». Κάπως έτσι μοιάζουν τα πράγματα με το ΕΑΠ. Το ζήτημα που κυριάρχησε είναι η κατάργηση της κλήρωσης και η δυνατότητα «ελεύθερης» πρόσβασης στα προπτυχιακά προγράμματα, ενώ από την άλλη πλευρά ακούστηκαν οι ενστάσεις όσων βλέπουν με επιφυλακτικότητα τον πιθανά χρησιμοθηρικό χαρακτήρα των σπουδών. Από την κυβέρνηση και τη διοίκηση του ΕΑΠ, πάλι, πολύς λόγος έγινε για το πρόβλημα των διοικητικών υπαλλήλων που αμείβονταν από το ΕΣΠΑ και την επείγουσα ανάγκη διοικητικής αναδιάρθρωσης του Ιδρύματος.

Ας μιλήσουμε για το ΕΑΠ, λοιπόν· αλλά, από πού θα πρέπει να ξεκινήσει η συζήτηση; Ποια είναι τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν και με ποια σειρά; Και ποιοι είναι αρμόδιοι να τα απαντήσουν; Δυστυχώς, από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη ελάχιστοι και ελάχιστες έχουν γνώση του ΕΑΠ εκ των ένδον, και η ισχνή ακαδημαϊκή κοινότητα που συγκροτείται από το μόνιμο προσωπικό του πανεπιστημίου απέχει από την άρθρωση δημόσιου λόγου. Είμαι βέβαιος ότι όσο περνάει ο καιρός θα έρχονται στην επιφάνεια οι στρεβλώσεις ενός θεσμού που οικοδομήθηκε με αδιαφάνεια και απόλαυσε μια ιδιόμορφη πολιτική ασυλία επί πολλά χρόνια: τα αδιαφανή οικονομικά του, η τεχνητή διατήρησή του υπό την εποπτεία Διοικούσας Επιτροπής, αλλά και μικρότερες «αμαρτίες» όπως οι διαδικασίες στελέχωσης των υπηρεσιών του και οι όροι παραγωγής του εκπαιδευτικού υλικού. Όλα αυτά, ωστόσο, δεν θα πρέπει να μας κάνουν να χάσουμε από τα μάτια μας την ουσία. Και η ουσία είναι ότι το ΕΑΠ είναι ένα καινοτόμο εκπαιδευτικό εγχείρημα, το οποίο θα πρέπει να κατέχει κεντρική θέση σε οποιοδήποτε μελλοντικό σχεδιασμό της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Continue reading