Info-trash

Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ είναι ένα δοκιμαζόμενο επάγγελμα. Αυτό το γνωρίζαμε από καιρό, αλλά οι κρίσεις των τελευταίων χρόνων το ανέδειξαν με μεγαλύτερη έμφαση. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας: Ο Τύπος είναι άθλιος. Υπάρχουν πολλές τίμιες δουλειές που θα μπορούσαν να κάνουν οι δημοσιογράφοι αντί να λειτουργούν ως πειθήνια όργανα ενός φαύλου συστήματος και να χρησιμοποιούν τη δύναμη των μέσων μαζικής επικοινωνίας για να χειραγωγούν τους πολίτες. Ακούω ήδη τις αντιρρήσεις: «Δεν χρειάζεται να καταδικάζουμε συλλήβδην τον Τύπο – υπάρχει καλή και κακή δημοσιογραφία. Ασφαλώς και πρέπει να απαλλαγούμε από τη δεύτερη. Η ποιοτική δημοσιογραφία, όμως, είναι πυλώνας της Δημοκρατίας.» Θα συμφωνήσω – με μία μόνο επιφύλαξη: Δεν υπάρχει (πλέον) ποιοτική δημοσιογραφία. Ο αναστοχαστικός, κριτικός λόγος που εμφανίζεται στα μέσα (στον βαθμό που εμφανίζεται κι αυτός) προέρχεται σχεδόν αποκλειστικά από άτομα που δεν είναι δημοσιογράφοι. Οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι περιορίζονται στη άκριτη και ανεπεξέργαστη μεταφορά δελτίων τύπου, με τα οποία γεμίζουν τις στήλες και τις ιστοσελίδες τους προσφέροντας μια επίφαση ενημέρωσης στους αναγνώστες και τις αναγνώστριές τους. Είναι πια καθημερινό φαινόμενο να διαβάζουμε την ίδια είδηση, με τα ίδια ακριβώς λόγια και με τις ίδιες ασυνταξίες ή ορθογραφικά λάθη σε τρία, τέσσερα ή περισσότερα μέσα.

Διότι η ενημέρωση είναι επίφαση. Το «κυρίως γεύμα», όπως το ονόμαζε κι ένας παλιός θεωρητικός των μέσων, ο Dallas Smythe, είναι οι (άμεσες ή έμμεσες) διαφημίσεις. Οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες προσέρχονται στα μέσα (όπως προσέρχονταν στην τηλεόραση, για την οποία μιλούσε ο Smythe) για να ψυχαγωγηθούν, να ενημερωθούν, να μορφωθούν να λάβουν ερεθίσματα για κριτική σκέψη και αναστοχασμό. Όλα αυτά, όμως, ανήκουν σε μια ιδανική πολιτεία του Διαφωτισμού που δεν υπήρξε ποτέ. Το γεύμα που τους σερβίρεται δεν αφορά την ιδιότητά τους ως πολιτών, αλλά την ιδιότητά τους ως καταναλωτών. Κι αυτήν ακριβώς την τέχνη έχουν εκλεπτύνει και ασκούν με τη μεγαλύτερη επιμέλεια οι σύγχρονοι δημοσιογράφοι – ιδιαίτερα χάρη στη συμβολή των ψηφιακών μέσων. Η είδηση καθαυτή δεν παίζει σπουδαίο ρόλο· είναι απλώς ένα εργαλείο διαχείρισης της προσοχής των υποκειμένων που εκτίθενται σε αυτήν. Η δημοσιογραφία σήμερα δεν είναι πρωτίστως συνυφασμένη με την ενημέρωση, αλλά με αυτό που διεθνώς αποκαλείται attention economy.

Άρα, η επιλογή των ειδήσεων και του τρόπου παρουσίασής τους δεν γίνεται με κριτήριο την κρισιμότητα του πληροφοριακού τους περιεχομένου, αλλά με στόχο την κινητοποίηση της περιέργειας των αναγνωστών, οι οποίοι, στη συνέχεια, θα σερβιριστούν με ξέχειλες μερίδες διαφήμισης και καταναλωτικού αισθησιασμού. Με αυτόν τον τρόπο, η δημόσια ζωή μετατρέπεται σε έναν απέραντο σκουπιδότοπο γεμάτο συντρίμμια από προσωπικές και συλλογικές καταστροφές, που όλα έχουν την ίδια και καμία σημασία. Και οι πολίτες σε ρακοσυλλέκτες που περιφέρονται υπνωτισμένοι, αναζητώντας συνδυασμούς λέξεων και εικόνων που θα εξορκίσουν την απουσία νοήματος και θα μετατρέψουν την ανασφάλεια σε ελπίδα.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 150, στις 18 Φεβρουαρίου 2023.

Αναφορές
Smythe, D. W. (1981). On the Audience Commodity and its Work. Στου ίδιου, Dependency Road: Communications, Capitalism, Consciousness and Canada, σ. 22–51. Norwood, NJ: Ablex Publishing.
Jhally, S. και Livant, B. (1986). Watching as Working: The Valorization of Audience Consciousness. Journal of Communication. 36(3): 124-143.
Billy Wilder, Ace in the Hole (ελληνικός τίτλος: Το τελευταίο ατού), κινηματογραφική ταινία του 1951.

Image credits: O Caliban (Michael Clark) απο την ταινια του Peter Greenaway, Τα Βιβλια του Προσπερο (1991).

Τσέπες

ΚΑΠΟΤΕ οι αστυνομικοί ήταν μοντελάκια του Τσεκλένη. ΠΑΣΟΚ, ωραία χρόνια! Σιγά-σιγά όμως, με την πάροδο του χρόνου, άρχισαν να χάνουν τη φινέτσα τους. Η στολή τους άρχισε να φορτώνεται με εξαρτήματα, να γίνεται βαριά και δύσκαμπτη. Έτσι, χωρίς να το πολυκαταλάβουμε, ο ταπεινός χωροφύλακας μετατράπηκε σε Robocop. Σήμερα, όταν αντικρίζουμε έναν αστυνομικό, βλέπουμε ένα ημιανθρώπινο πλάσμα, ζωσμένο με κάθε λογής τεχνολογικά εξαρτήματα και βοηθητικά όργανα που τον κάνουν να μοιάζει με αποφασισμένο εκτελεστή ενός εξωανθρώπινου πεπρωμένου.

Μπορεί να ακούγεται αστείο, αλλά ένα στοιχείο που δίνει αυτή την ρομποτική όψη στους αστυνομικούς είναι οι τσέπες. Οι στολές των αστυνομικών είναι γεμάτες τσέπες, το σχήμα και η διάταξη των οποίων δηλώνει την παρουσία κρυφών δυνάμεων: τεχνολογικών δυνατοτήτων, όπλων, συσκευών επικοινωνίας, μέσων προστασίας… Η μοδιστρική των στολών απευθύνεται στο συλλογικό φαντασιακό, όπως αυτό διαμορφώθηκε από την κουλτούρα των υπερηρώων, την επιστήμη της κατάκτησης του διαστήματος και την πολεμική προπαγάνδα των ΗΠΑ. Οι παραστάσεις από αυτά τα τρία πεδία, που κατέκλυσαν τη λαϊκή κουλτούρα του όψιμου 20ού αιώνα, δημιούργησαν την εικόνα ενός πλάσματος που υπερβαίνει τους συμβατικούς περιορισμούς της ανθρώπινης συνθήκης. Ενός υπερανθρώπου που οι δυνάμεις και οι αντιληπτικές του ικανότητες ενισχύονται από (άγνωστες στο ευρύ κοινό) τεχνολογίες, οι οποίες του επιτρέπουν να γνωρίζει με ακρίβεια, να κινείται με ασφάλεια σε περιβάλλοντα που κανονικά δεν θα μπορούσε να κινηθεί ένα ανθρώπινο πλάσμα και, κυρίως, να επιφέρει πλήγματα των οποίων η αποτελεσματικότητα υπερβαίνει κατά πολλές τάξεις μεγέθους την αποτελεσματικότητα της άμεσης ανθρώπινης επαφής.

Οι τσέπες, τα κουμπιά, τα καλώδια και τα προσθετικά εξαρτήματα στις στολές των αστυνομικών έχουν στόχο να δημιουργήσουν αυτήν ακριβώς την τεχνοεκφοβιστική εικόνα, στο πλαίσιο της οποίας η εικόνα του αστροναύτη και του υπερστρατιώτη συγχωνεύεται με εκείνη του εκδικητή. Το βασικό χαρακτηριστικό αυτού του τεχνολογικού πλάσματος είναι η αποκοπή του από το περιβάλλον. Οι μπότες, οι επιγονατίδες, το αλεξίσφαιρο γιλέκο και το κράνος με τη σκοτεινή καλύπτρα μετατρέπουν τους αστυνομικούς σε μονάδες που επικοινωνούν μόνο μεταξύ τους και με το κέντρο εντολών που κατευθύνει τις ενέργειές τους. Αν το συναίσθημα είναι η φυσική αντίδραση των ανθρώπων κατά την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον τους, τότε ο στόχος αυτής της εικόνας είναι να δείξει ότι οι αστυνομικοί δεν έχουν συναίσθημα, δεν είναι διατεθειμένοι να αλληλεπιδράσουν, να διαπραγματευτούν, να δείξουν κατανόηση ή οίκτο. Είναι εκτελεστικά όργανα ενός υπερβατικού δέοντος που δεν μπαίνει στον κόπο να διερωτηθεί για τις συνέπειες των αποφάσεών του – υπηρέτες ενός νόμου που εκπορεύεται από μια εξωανθρώπινη τεχνολογική ορθολογικότητα, στο πλαίσιο της οποίας η δικαστική και η εκτελεστική εξουσία έχουν «αυτονόητα» συγχωνευθεί. Στις τσέπες αυτής της άδειας στολής είναι κρυμμένα τα τεχνουργήματα που ακυρώνουν καθημερινά τη δημοκρατία και επωάζουν τη νεοφασιστική κανονικότητα με την οποία το κεφάλαιο επιχειρεί να ξεπεράσει την κρίση του.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 149, στις 4 Φεβρουαρίου 2023.

IMAGE CREDIT: Giovanni Battista Bracelli, Bizzarie di varie figure, 1624.

Nomophobia

ΔΥΟ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ με πρόδηλο νόημα: Η φοβία του νόμου. Περίεργο, βέβαια, να έχει κάποιος φοβία για τον νόμο. Θα μπορούσε να έχει φόβο. Η φοβία είναι μια παθολογική εκδήλωση που δηλώνει το αδικαιολόγητο άγχος και την εμμονική ανησυχία ενός ατόμου για μια κατάσταση, χωρίς να υφίσταται πραγματικός κίνδυνος από αυτή. Η λέξη nomophobia είναι μια από τις λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν εκτεταμένα το 2022, ενώ ήδη από το 2018 οι χρήστες του λεξικού Cambridge την είχαν ανακηρύξει λέξη της χρονιάς. Και φυσικά δεν σημαίνει φοβία του νόμου. Προέρχεται από τις αγγλικές λέξεις no mobile (phone) phobia. Δηλώνει, λοιπόν, το έντονο άγχος που προκαλείται σε ένα άτομο στην προοπτική να μείνει χωρίς κινητό ή το κινητό του να πάψει να λειτουργεί, επειδή έχει αποφορτιστεί ή βρίσκεται εκτός δικτύου.

Οι ειδικοί εντάσσουν τη nomophobia (ας τη μεταφράσουμε με τον εξίσου αμφίσημο όρο «ακινητοφοβία») στη χορεία των ψηφιακών εθισμών. Ιδιαίτερα οι έφηβοι θεωρούνται εξαιρετικά επιρρεπείς στην ακινητοφοβία. Σύμφωνα με τον Αμερικανό ψυχολόγο Adam Alter, οι έφηβοι/ες που ρωτήθηκαν σε μια έρευνα του 2017 αν θα προτιμούσαν να διαλυθεί το κινητό τους ή να σπάσουν ένα κόκκαλο της παλάμης τους, απάντησαν σχεδόν κατά 50% ότι θα προτιμούσαν το δεύτερο. Διευκρινίζοντας, μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις, ότι θα το προτιμούσαν υπό την προϋπόθεση ότι θα ήταν σε θέση να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν το κινητό τους. Από τέτοιες μελέτες, οι ειδικοί έχουν βγάλει το συμπέρασμα ότι η ακινητοφοβία αποτελεί σοβαρή ψυχολογική διαταραχή, ιδιαίτερα για νεαρά άτομα και άτομα με ευαισθησίες και ανασφάλειες. Για την αντιμετώπισή της έχουν προταθεί διάφορες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις καθώς και φαρμακευτική αγωγή.

Έχω ξαναγράψει ότι θεωρώ εξαιρετικά προβληματική τη συζήτηση περί ψηφιακών εθισμών. Χτίζει καριέρες, αλλά παραποιεί την εικόνα μιας δυναμικά μεταβαλλόμενης πραγματικότητας. Αυτό που χάνουν από το οπτικό τους πεδίο τέτοιες θεωρήσεις είναι το κρίσιμο γεγονός ότι τεχνολογία και κοινωνία συμπαράγονται. Η τεχνολογία δεν είναι μια εξωτερική δύναμη που καθηλώνει ή απογειώνει την κοινωνία. Είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους η κοινωνία μετασχηματίζει τον εαυτό της. Ως τέτοια αποτελεί, ασφαλώς, πεδίο κοινωνικών ανταγωνισμών. Διαφορετικές τεχνολογίες και διαφορετικές στρατηγικές εντός κάθε τεχνολογίας αντιπροσωπεύουν διαφορετικά συμφέροντα και κοινωνικά οράματα. Σε καμία περίπτωση, όμως, η τεχνολογία δεν αλλοτριώνει τον άνθρωπο από τον αυθεντικό εαυτό του, επειδή απλούστατα τέτοιος εαυτός δεν υφίσταται. Ο έφηβος της έρευνας δεν καλείται να επιλέξει ανάμεσα σε έναν οικείο και έναν αποξενωμένο εαυτό, αλλά ανάμεσα σε δυο καταστάσεις του εαυτού του. Και, όπως είναι λογικό, σε έναν κόσμο που, χωρίς να το αντιληφθούμε, έχει αναδιοργανωθεί γύρω από την αυτονόητη παρουσία και την πολυχρηστικότητα του κινητού, επιλέγει την κατάσταση που θα τον κάνει να νιώσει πιο ολοκληρωμένα παρών σε αυτόν. Το ενδεχόμενο απώλειας αυτής της δυνατότητας δεν προκαλεί φοβία, αλλά πραγματικό υπαρξιακό άγχος.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 148, στις 21 Ιανουαρίου 2023.

Αναφορές
Adam Alter (2017). Irresistible : the rise of addictive technology and the business of keeping us hooked. Νέα Υόρκη: Penguin Books.
Sheila Jasanoff (επιμ.) (2004). States of knowledge: The co-production of science and social order. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge.