Το μεγάλο τεχνούργημα

ΕΓΡΑΦΑ ΣΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ σημείωμα ότι η τεχνική είναι η συνθήκη ύπαρξης του ανθρώπου σε έναν κόσμο που εξ ορισμού στερείται νοήματος. Δεν είναι ότι ο άνθρωπος, μέσω της τεχνικής, βρήκε τον τρόπο να εδραιώσει την παρουσία και την κυριαρχία του σε έναν αβέβαιο κόσμο, αλλά ότι μέσω της τεχνικής δημιούργησε τον μόνο κόσμο στον οποίο μπορούσε να υπάρξει. Και, κάνοντάς το αυτό, δημιούργησε τον εαυτό του.

Φυσικά, άνθρωποι και πολιτισμοί είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους. Όπως περιγράφεται στους αρχαίους μύθους, οι άνθρωποι, από τη στιγμή που απέκτησαν συνείδηση της παρουσίας τους πάνω στη Γη, πήραν διαφορετικούς δρόμους. Έχτισαν διαφορετικούς κόσμους και οργάνωσαν με διαφορετικούς τρόπους τις ζωές τους. Το κοινό στοιχείο σε όλες τις εκδοχές αυτού του εγχειρήματος είναι ότι πρόκειται για πτυχώσεις του πραγματικού που συντηρούνται χάρη στην τεχνική εργασία. Οι διαφορές μεταξύ των κόσμων, από την άλλη, δεν οφείλονται στη βιολογία ή στη γεωγραφία, αλλά στις διαφορετικές μορφές της τεχνικής εργασίας που τους παράγει και τους συντηρεί.

Παρ’ όλα αυτά, για πολλές χιλιάδες χρόνια, οι άνθρωποι δεν έπαψαν να έχουν συνείδηση ότι μοιράζονταν την ύπαρξή τους με μια ποικιλία όντων και φαινομένων που υπερέβαιναν τους ανθρώπινους κόσμους τους. Κατανοούσαν ότι ζούσαν σε μια πτύχωση του πραγματικού, αλλά κατανοούσαν, επίσης, ότι ήταν μέρος ενός οργανικού συνόλου που τους περιείχε και τους καθόριζε. Η στιγμή που η σχέση αυτή διακόπτεται έρχεται πολύ αργά και όχι ταυτόχρονα σε όλους τους πολιτισμούς. Ο λεγόμενος δυτικός πολιτισμός, χάρη στην ιδιαίτερη ιστορική διαδρομή που ακολούθησε, πιστώνεται με την αποφασιστική κίνηση που οδήγησε στη ρήξη της σχέσης του ανθρώπου με το κοσμικό γίγνεσθαι. Η στιγμή αυτή είναι η δημιουργία της Φύσης.

Η έννοια της φύσης υπάρχει, ασφαλώς, από την αρχαιότητα. Μόνο που η φύση δεν είναι η Φύση, όπως την εννοούμε σήμερα, αλλά το σύνολο των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε επιμέρους όντος. Είναι πάντα η φύση κάποιου πράγματος, αυτό που το εξατομικεύει και το διαφοροποιεί από τα άλλα όντα. Και σε πολλές περιπτώσεις η φύση αυτή είναι ευμετάβλητη και παροδική. Η έννοια μιας περιεκτικής Φύσης που στέκεται απέναντι από τον άνθρωπο δεν υπάρχει, επειδή απλούστατα οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και τον κόσμο τους ως μέρη μιας οργανικής ολότητας που έχει έναν αυτοκαθοριζόμενο τρόπο ύπαρξης. Ο προνεοτερικός «κόσμος» αναφέρεται σε μια υπερβατική τάξη (πρβλ. «διάκοσμος», «κόσμημα»), η οποία περιλαμβάνει τα ανθρώπινα, υπογραμμίζοντας την ενδεχομενικότητα και τη μερικότητα κάθε πτύχωσης που τα φιλοξενεί. Από αυτόν τον κόσμο αποκόπτεται η δυτική νεοτερικότητα με τη δημιουργία της έννοιας της Φύσης.

Η δημιουργία της φύσης (ας συνεχίσουμε με μικρό φ, πλέον, μια που σήμερα αυτό είναι το κυρίαρχο νόημα της λέξης) πραγματοποιείται κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα, στο πλαίσιο της Επιστημονικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού. Η διαδικασία αυτή τροφοδοτείται από τέσσερις παράλληλες εξελίξεις, καμία από τις οποίες δεν αποβλέπει ευθέως στην αποκοπή του ανθρώπου από τον κόσμο, αλλά οι οποίες, μέσω του συνδυασμού τους, οδήγησαν σε αυτό το αποτέλεσμα.

Η πρώτη από αυτές τις εξελίξεις αφορά τη δημιουργία του ατόμου. Όπως παρατηρούσε ο Gideon Freudenthal το μακρινό 1986, ο 17ος αιώνας είναι ο αιώνας του ατόμου και του ατόμου. Το φυσικό άτομο (atom) και το κοινωνικό άτομο (individual) είναι μορφές που εμφανίζονται ταυτόχρονα και θεμελιώνουν αμφότερες το οικοδόμημα της νεοτερικότητας. Βεβαίως, το άτομο με την έννοια του οριοθετημένου όντος που συμμετέχει σε ένα σύνολο αλληλεπιδράσεων προϋπάρχει. Αυτό που είναι νέο τον 17ο αιώνα είναι ότι το κοινωνικό άτομο επαναπροσδιορίζεται ως μια οντότητα που διαθέτει ατομικότητα από την ίδια της τη φύση. Στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του φυσικού δικαίου, το άτομο ορίζεται ως ένα ον που είναι εκ φύσεως εφοδιασμένο με ορισμένα θεμελιώδη και αναφαίρετα δικαιώματα. Υπό αυτή την ιδιότητα, το άτομο προσέρχεται σε διαπραγμάτευση με άλλα άτομα και προσυπογράφει το κοινωνικό συμβόλαιο που καθορίζει τους όρους της συνύπαρξής τους. Θα μπορούσε να πει κανείς, επομένως, ότι ο 17ος αιώνας είναι η εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι «ανακαλύπτουν» τη φυσικότητα του κοινωνικού ατόμου. Όμως, αυτό δεν είναι απολύτως ακριβές. Διότι, αυτό που κάνει δυνατή μια τέτοια «ανακάλυψη» δεν είναι η καλλιέργεια της σκέψης και η ανάπτυξη της επιστήμης του δικαίου, αλλά η δημιουργία μιας έννοιας, η οποία μορφοποιείται στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο. Αυτή είναι η έννοια του «ατομικού συμφέροντος».

Μολονότι θεωρούμε αυτονόητο ότι το ουσιαστικό προηγείται οντολογικά του επιθέτου (το άτομο είναι το ον και το ατομικό είναι μια ιδιότητα ή κατάσταση που συνδέεται με την ύπαρξη του ατόμου), η ιστορική διαδικασία συχνά είναι αντίστροφη. Εν προκειμένω, δεν είναι η έννοια του ατόμου που δημιουργεί την έννοια του ατομικού συμφέροντος, αλλά η επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος που συγκροτεί το νεοτερικό άτομο. Το νεοτερικό άτομο εμφανίζεται όταν ο φορέας της εξουσίας, της ιδιοκτησίας και του πλούτου, που στις προνεοτερικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης ορίζεται μέσω συμβολικών σχέσεων, παραχωρεί τη θέση του στο διεκδικητικό υποκείμενο του εμπορικού καπιταλισμού: Το εκκοσμικευμένο ατομικό συμφέρον συγκροτεί ένα υποκείμενο, η δράση και η θέση του οποίου δεν καθορίζονται από μια υπερβατική εξωτερικότητα (κληρονομικότητα, καταγωγή), αλλά από ένα εσωτερικό κίνητρο ιδιοποίησης, πλουτισμού και κυριαρχίας. Αυτή είναι και η στιγμή που η «ατομική ιδιοκτησία» γίνεται πραγματικά ατομική. Αν στην προηγούμενη τάξη πραγμάτων οι οικογενειακές γαίες περιέρχονταν μέσω του κληρονομικού δικαίου στην κατοχή του προσώπου που εκπροσωπούσε τον οίκο, τώρα οι περιφραγμένες γαίες ήταν αποτέλεσμα ενεργητικής ιδιοποίησης που υποκινούνταν από την ενεργητική επιδίωξη του πλουτισμού. Το άτομο αναδύεται, επομένως, ως το ον που έχει επίγνωση του ατομικού του συμφέροντος. Και αυτή η επίγνωση είναι που του δίνει μια διακριτή θέση στον κόσμο. Το ατομικό του συμφέρον μπορεί να το φέρνει σε αντίθεση με άλλα άτομα, αλλά και με μια εξωτερικότητα, η οποία είναι μη άτομο και ως τέτοια δεν διαθέτει ατομικά συμφέροντα η ίδια: τη φύση.

Η δεύτερη διαδικασία που τροφοδοτεί τη δημιουργία της φύσης αφορά την εμφάνιση μιας θεολογικά προσανατολισμένης φυσικής φιλοσοφίας. Συνεχίζοντας την παράδοση του μεσαιωνικού νομιναλισμού, η φυσική φιλοσοφία του 17ου αιώνα στρέφεται προς τη μελέτη του κόσμου, όχι μόνο για να γνωρίσει αυτόν τον ίδιο, αλλά κυρίως για να γνωρίσει τον Δημιουργό του. Υπό αυτή την έννοια, ο κόσμος δεν γίνεται αντιληπτός ως μια πολύπλοκη, αυτοτελής ενότητα που περιλαμβάνει τον άνθρωπο, αλλά ως ένα βιβλίο που στέκεται απέναντι στον άνθρωπο και στο οποίο είναι γραμμένο το σχέδιο της Δημιουργίας. Όλους τους προηγούμενους αιώνες, το εγχείρημα κατανόησης της θεϊκής σοφίας είχε επενδύσει στη λογική: Μέσω του λόγου, ο άνθρωπος θα προσπαθούσε να συλλάβει τον τρόπο με τον οποίο σκέφτηκε ο Θεός για να δημιουργήσει τον κόσμο. Και εφόσον κατάφερνε να συλλάβει έστω και κάποιες όψεις αυτής της διάνοιας, θα αναγνώριζε τη σοφία, τη δύναμη και την πρόνοια με την οποία ενήργησε ο Δημιουργός. Τόσο ο νομιναλισμός του 14ου αιώνα, όμως, όσο και ο αγγλικός εμπειρισμός του 17ου αιώνα θεώρησαν ότι η προσέγγιση αυτή ήταν ατελέσφορη, γιατί η πεπερασμένη ανθρώπινη διάνοια ήταν αδύνατο να διαπεράσει την άπειρη θεϊκή διάνοια. Έτσι, ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να γνωρίσουμε και να δοξάσουμε το θεϊκό μεγαλείο περνά μέσα από την «επιστημονική» μελέτη της φύσης. Ο Θεός έδρασε κατά την απολύτως ελεύθερη και ακατανόητη από τον άνθρωπο ελεύθερη βούλησή του· αυτό που οφείλουν να κάνουν οι άνθρωποι είναι να μελετήσουν τη Δημιουργία όπως πραγματικά είναι και να προσπαθήσουν, μέσω αυτής, να κατανοήσουν κάποιες όψεις του Σχεδίου της Δημιουργίας. Αυτές οι όψεις θα είναι αρκετές για να αναγνωρίσει ο άνθρωπος τη δύναμη, τη σοφία και την πρόνοια με την οποία έδρασε ο Δημιουργός, δίχως να υποβιβάζουν τη διάνοιά του στο ανθρώπινο επίπεδο. Αυτό είναι το περίφημο «Επιχείρημα του Σχεδιασμού» (Argument by Design). Όσο αιρετικό κι αν ακούγεται (επειδή έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε ότι η επιστήμη βρίσκεται στους αντίποδες της θρησκείας), ο σύγχρονος εμπειρικός τρόπος μελέτης της φύσης έχει τις ρίζες του σε αυτή τη θεολογική παράδοση που επιδιώκει να επικυρώσει την απόλυτη ελευθερία του Θεού κατά την πράξη της Δημιουργίας.

Σε ό,τι μας αφορά εδώ, αυτή είναι και η παράδοση που μετατρέπει τον κόσμο στο δεύτερο ιερό βιβλίο. Το πρώτο είναι η Βίβλος. Οι πιστοί μπορούν να κατανοήσουν τον λόγο του Θεού διαβάζοντας τις Ιερές Γραφές. Μπορούν, όμως, να φτάσουν στην αναγνώριση του θεϊκού μεγαλείου και μέσω της μελέτης του δεύτερου ιερού βιβλίου που είναι η φύση. Ο Θεός όρισε τον άνθρωπο κυρίαρχο της φύσης, αλλά επίσης του έδωσε τη φύση ως ένα μέσο κατανόησης των δυνάμεων που κυβερνούν τη Δημιουργία και ενίσχυσης της πίστης του. Υπό αυτή την έννοια, δεν είναι τυχαίο ότι οι φυσικοί φιλόσοφοι του 17ου και του 18ου αιώνα θεωρούν ότι η πρωταρχική αποστολή τους είναι η υπεράσπιση της ορθής πίστης. Και για να φέρουν εις πέρας αυτή την αποστολή πρέπει να αποκρυπτογραφήσουν το βιβλίο της φύσης.

Η τρίτη εξέλιξη που συνέβαλε στην εδραίωση της έννοιας της φύσης συνδέεται και αυτή με μια νεοτερική αντίληψη. Ο άνθρωπος δεν είναι μέρος ενός ενιαίου κοσμικού γίγνεσθαι, αλλά ένα αυτεξούσιο ον που στέκεται απέναντι σε μια φύση, η οποία είναι φτιαγμένη για να τον υπηρετεί. Η φύση είναι ένα σύνολο από «πράγματα» που έχουν δυνάμεις και ιδιότητες. Όμως, αυτές οι δυνάμεις και ιδιότητες δεν εκφράζουν τις φύσεις των όντων, αλλά τη σχέση τους με τον άνθρωπο. Κάνουν τα πράγματα να είναι χρήσιμα, άχρηστα, επιβλαβή ή ωφέλιμα. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο το ανθρώπινο βλέμμα επισκοπεί και ταξινομεί τη φύση: Ένα φυτό είναι δηλητηριώδες, ένα ζώο παραγωγικό, ένα μέταλλο ελατό, μια θάλασσα πλεύσιμη, μια έρημος αφιλόξενη. Το κέντρο της Δημιουργίας είναι ο άνθρωπος και ο κόσμος φτιάχτηκε γι’ αυτόν. Άρα, η φύση είναι το σύνολο των πόρων που ο Θεός έθεσε στη διάθεση του ανθρώπου. Κι αν κάτι έκανε λάθος ο άνθρωπος στη διάρκεια της νεοτερικότητας, μας λένε οι σύγχρονοι υπερασπιστές της φύσης, είναι ότι χρησιμοποίησε αυτούς τους πόρους σαν να ήταν ανεξάντλητοι. Ενώ η σχέση μας με τη φύση έπρεπε να χαρακτηρίζεται από σύνεση και πνεύμα οικονομίας, ώστε οι πόροι να ανανεώνονται με ικανοποιητικό ρυθμό και να συνεχίζουν να τροφοδοτούν την ανθρώπινη πρόοδο.

Ακόμα και σήμερα, λοιπόν, το πρόβλημα στη σχέση μας με τη φύση δεν εντοπίζεται στην υποταγή όλων των πραγμάτων στην ανθρώπινη ιδιοτέλεια και στον συνακόλουθο οντολογικό υποβιβασμό τους, αλλά στην αλόγιστη σπατάλη της θεϊκής κληρονομιάς. Έτσι, ό,τι υπάρχει δεν υπάρχει για τον εαυτό του, δεν διαθέτει αυτενέργεια ή ένα διακριτό πρόγραμμα ζωής, αλλά ετεροπροσδιορίζεται από τον άνθρωπο, ο οποίος με τη βοήθεια της επιστήμης και της τεχνολογίας τού αποδίδει μια συγκεκριμένη θέση στον κόσμο του.

Η τελευταία από τις εξελίξεις που συνέβαλαν στη δημιουργία της νεοτερικής έννοιας φύσης αφορά τη γνωσιμότητα της φύσης. Η φράση «η γνώση είναι δύναμη» αποδίδεται στον Francis Bacon, μολονότι διατυπώθηκε από διάφορους στοχαστές της πρώιμης νεοτερικότητας. Ο Bacon, όμως, είναι αναμφίβολα ο άνθρωπος που στα γραπτά του εκφράζει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο την έμφυλη σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Ο άνθρωπος αντιπροσωπεύει το αρσενικό στοιχείο που είναι περίεργο και δυναμικό. Η φύση αντιπροσωπεύει το θηλυκό στοιχείο που είναι παθητικό και μυστικοπαθές. Το καθήκον της αρρενωπής επιστήμης, που θεμελιώνεται στις αρχές του 17ου αιώνα, είναι να αποσπάσει από τη φύση τα μυστικά της. Και για να το κάνει αυτό, πρέπει να την ακινητοποιήσει και να την εξετάσει με έναν τρόπο που δεν διαφέρει πολύ από εκείνον που χρησιμοποιούσαν οι δικαστές για να ανακρίνουν τις μάγισσες. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα πρώιμο προγραμματικό κείμενο του Bacon στο οποίο σκιαγραφείται η νέα μέθοδος φυσικής γνώσης επιγράφεται Temporis Partus Masculus, τουτέστιν Η αρρενωπή γέννηση του χρόνου. Ο σκοπός της ανανεωμένης φυσικής φιλοσοφίας είναι η σύναψη ενός «αγνού, ιερού και νόμιμου γάμου», ο οποίος θα θέσει τη φύση «στην υπηρεσία του ανθρώπου και θα την κάνει σκλάβα του». Μέσω αυτής της διαδικασίας, ο άνθρωπος θα ανακτήσει την κυριαρχία του επί του κόσμου («The Great Instauration»), την οποία απώλεσε κατά την εκδίωξή του από τον Παράδεισο.

Έτσι, το πατριαρχικό βλέμμα αναλαμβάνει να ορίσει τη φύση: Τέμνει τη φυσική συνέχεια μετατρέποντάς τη σε ένα σύνολο αδρανών αντικειμένων τα οποία είναι απαλλαγμένα από ζωτικότητα και αυτενέργεια. Η φύση στέκεται απέναντι στον άνθρωπο-άνδρα παθητική και διαθέσιμη. Κι εκείνος, με την ψυχρή, αμερόληπτη και διεισδυτική ματιά του, της αποσπά μεθοδικά τα μυστικά της. Η γνώση των ιδιοτήτων των αντικειμένων και των νόμων που διέπουν τις αλληλεπιδράσεις τους του επιτρέπει να τη θέσει υπό τον έλεγχό του και να επωφεληθεί από τον «αγνό, ιερό και νόμιμο» γάμο του μαζί της. Όπως μια γυναίκα στην εποχή του Bacon και για αιώνες αργότερα δεν θεωρούνταν ολοκληρωμένη έξω από τη δέσμευση του γάμου, έτσι και η φύση δεν υπάρχει έξω από τη σχέση της με τον άνθρωπο. Μόνο στο πλαίσιο αυτής της πατριαρχικής σχέσης, την οποία εγγυάται ο θείος νόμος, αποκτά υπόσταση, νόημα και λόγο ύπαρξης.

***

ΕΧΟΥΜΕ ΕΞΟΙΚΕΙΩΘΕΙ τόσο πολύ με την έννοια της φύσης που δεν μπορούμε να διανοηθούμε ότι αυτή η έννοια δεν ήταν πάντοτε «εκεί», δεν είναι μια αυθύπαρκτη εξωτερικότητα με την οποία ο άνθρωπος αλληλεπιδρούσε σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του. Η φύση είναι ένα τεχνούργημα – το μεγάλο τεχνούργημα που θεμελιώνει και νοηματοδοτεί τον κόσμο της νεοτερικότητας.

Όπως είδαμε, η φύση είναι προϊόν τεσσάρων κρίσιμων ιστορικών εξελίξεων:

  • Η πρώτη είναι αυτή που συγκροτεί το υποκείμενο του αναδυόμενου καπιταλισμού: Το άτομο που υποκινείται από το ατομικό του συμφέρον βλέπει τον κόσμο ως μια εξωτερικότητα, την οποία πρέπει να υποτάξει και να θέσει στην υπηρεσία του.
  • Η δεύτερη αφορά τη στροφή της φυσικής φιλοσοφίας στην αναζήτηση του σχεδίου της Δημιουργίας: Η ορθή κατανόηση του «βιβλίου της φύσης» μπορεί να συμβάλει στην εδραίωση της χριστιανικής πίστης.
  • Η τρίτη εξέλιξη αφορά τη μετατροπή του κόσμου σε ένα σύνολο πόρων που προορίζονται αποκλειστικά για την ανθρώπινη ανάπτυξη: Ο κόσμος χάνει την οντολογική του αυτοτέλεια και νοηματοδοτείται μόνο σε σχέση με το πρόγραμμα ζωής των ανθρώπων.
  • Η τέταρτη αφορά την εδραίωση της πατριαρχικής σχέσης μεταξύ ανθρώπου και φύσης: Το ανθρώπινο βλέμμα οριοθετεί, ταξινομεί και υποτάσσει τις οντότητες, συγκροτώντας τη φύση μέσω μιας πράξης κυριαρχίας του δυναμικού αρσενικού λόγου επί μιας αδρανούς και παθητικής θηλυκής υλικότητας.

Η φύση είναι το μεγάλο τεχνούργημα του χριστιανισμού, του καπιταλισμού, του ανθρωπισμού και της πατριαρχίας. Το σημαντικό σε αυτή τη διαπίστωση δεν είναι ότι η φύση παρουσιάζεται ως κάτι κατασκευασμένο –άρα ως κάτι που στερείται «φυσικότητας»–, αλλά ότι αποτελεί το πλαίσιο εντός του οποίου τα συγκεκριμένα συστήματα σχέσεων φυσικοποιούνται και εγγράφονται στον πυρήνα του τρόπου με τον οποίο ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τη θέση του στον κόσμο.

IMAGE CREDITS: Pablo Picasso, Κοριτσι με μαντολινο, 1910 | Ivan Puni, Αυτοπροσωπογραφια, 1921 | Henri Le Fauconnier, Αφθονια, 1910 |  Εκτελεση Μαγισσων στο Τσελμσφορντ το 1589 (απο το βιβλιο της Silvia Federici, Ο Καλιμπαν και η Μαγισσα, Εκδοσεισ των Ξενων).

Μονόλιθος

ΕΙΔΑ ΠΡΟΣΦΑΤΑ για δεύτερη φορά την ταινία του Stanley Kubrick, 2001. Οδύσσεια του Διαστήματος. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που την είδα πρώτη φορά και αυτό που κυρίως μου είχε μείνει ήταν οι σκηνές διαστημικής αιώρησης: η σιωπή κι η μοναξιά του διαστρικού χώρου. Φυσικά, η πρόσφατη συζήτηση για την Τεχνητή Νοημοσύνη, είχε γίνει αφορμή να ανακαλέσω τη σεκάνς με τον Hal 9000, το σύστημα Τεχνητής Νοημοσύνης του διαστημικού σκάφους, αν και ομολογώ ότι δεν θυμόμουν την δραματική ένταση με την οποία ο Kubrick περιγράφει τη θανάτωσή του. Ούτως ή άλλως, το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας είχε περάσει στη λήθη αφήνοντας πίσω του τη γενική εντύπωση ενός αισθητικά άρτιου και λεπτοδουλεμένου καλλιτεχνικού έργου.

Όπως συμβαίνει με όλα τα σημαντικά καλλιτεχνικά έργα, όμως, η ταινία του Kubrick είναι και μια πρόκληση για τον φιλοσοφικό στοχασμό. Μολονότι αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά ενός ευανάγνωστου μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας, η ταινία έχει μείνει στην ιστορία για τον διφορούμενο χαρακτήρα και την κρυπτικότητά της. Δεν πρόκειται για απλή διαστημική «περιπέτεια», αλλά για καταβύθιση σε ένα κλειστοφοβικό σύμπαν που δεν είναι σαφές αν περιβάλλει τον άνθρωπο ή αν υπάρχει εξολοκλήρου εντός του. Ίσα ίσα, το σημείο που φαίνεται ότι θέλει να αναδείξει ο σκηνοθέτης είναι ακριβώς η απουσία μιας οριοθετικής επιφάνειας ανάμεσα στο μέσα και στο έξω. Όχι ο πορώδης χαρακτήρας μιας τέτοιας επιφάνειας, η διαφάνεια ή η επιλεκτική διαπερατότητά της, αλλά η πλήρης απουσία της. Οι οντότητες του κόσμου είναι πτυχώσεις του συνεχούς. Και πτυχώσεις πτυχώσεων. Αν η ανθρώπινη συνείδηση είναι μια πτύχωση, όπως φαίνεται να υπονοεί η τελική σεκάνς της ταινίας, τότε τα ανθρώπινα δημιουργήματα είναι πτυχώσεις αυτής της πτύχωσης. Αλλά αυτό δεν τα τοποθετεί σε διαφορετικό επίπεδο από τον ίδιο τον άνθρωπο, παρά μόνο ως υπενθυμίσεις της προσωρινότητας και της ενδεχομενικότητας κάθε πτύχωσης.

Για τα σημερινά δεδομένα, η σεκάνς με την οποία ανοίγει η ταινία είναι μεγάλη και βαρετή: δεν υπάρχει καμία «δράση». Προανθρώπινες φιγούρες –«πίθηκοι»– που επί πολλή ώρα κινούνται άσκοπα σε μια στεγνή και αφιλόξενη σαβάνα. Δεν υπάρχει τίποτα το ειδυλλιακό και τίποτα το φιλοσοφικό στην απεικόνιση αυτής της κυριολεκτικά γυμνής πραγματικότητας. Δεν υπάρχει κανένα νόημα. Ακόμα και η εχθρότητα με μια άλλη ομάδα όμοιων όντων δεν σημαίνει τίποτα. Ακόμα κι παρουσία ενός θηρευτή που καταβροχθίζει ένα από αυτά δεν σημαίνει τίποτα. Και τότε είναι που εμφανίζεται ο μονόλιθος. Μια ψηλή, στιλπνή στήλη με οξείες ακμές και απόλυτο μαύρο χρώμα. Το τι αντιπροσωπεύει ο μονόλιθος στην ταινία του Kubrick έχει αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεων, πεπαιδευμένων εικασιών, ακόμα και ακαδημαϊκών εργασιών. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης αρνήθηκε πεισματικά να αποκαλύψει τη σημασία που απέδιδε στο συγκεκριμένο αντικείμενο. Ωστόσο, υπάρχει κάτι στην συμπεριφορά των πιθήκων που μοιάζει να υποδεικνύει μια εύλογη ερμηνεία. Όπως είναι φυσικό, τα όντα αισθάνονται επιφυλακτικότητα απέναντι στο ξένο αντικείμενο που εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά τους. Αισθάνονται και κάτι άλλο, όμως. Δέος. Πλησιάζουν το αντικείμενο και το αγγίζουν. Χαϊδεύουν την στιλπνή επιφάνειά του και τις κοφτερές ακμές του. Εκστασιάζονται από το απόλυτο μαύρο χρώμα, το παράστημα και το σχήμα του μονόλιθου. Γιατί; Γιατί κανένα από αυτά τα χαρακτηριστικά δεν υπάρχει στον κόσμο που τα περιβάλλει. Δεν υπάρχει κανένα λείο επίπεδο, καμιά ευθεία γραμμή, καμία γεωμετρική κανονικότητα· δεν υπάρχει μαύρο χρώμα. Ο μονόλιθος είναι κάτι διακριτό και ξένο: Είναι ένα αντι-κείμενο. Και, όπως φαίνεται από την εξέλιξη της ταινίας, αντιπροσωπεύει έναν τρόπο μορφοποίησης του κόσμου που προσφέρει δύναμη και κυριαρχία στα όντα που θα τον υιοθετήσουν. Η μετατροπή του ακανόνιστου εξωτερικού περιβάλλοντος σε γραμμές και επίπεδα, η μετατροπή του ληθαργικού εσωτερικού περιβάλλοντος σε δομημένη τελεολογική σκέψη και, πάνω απ’ όλα, η δυνατότητα ελέγχου, μέσω αυτών, ενός αβέβαιου, αφιλόξενου και επισφαλούς κόσμου μετασχηματίζει το αδύναμο, αργοκίνητο ον σε κυρίαρχο.

Ο μονόλιθος αντιπροσωπεύει το τυχαίο συναπάντημα του ανθρώπου με την τεχνική. Όχι ότι οι δύο όροι προϋπήρχαν – ο άνθρωπος ως «πρωτόγονος», ήδη έτοιμος να υποδεχτεί τον λόγο, και η τέχνη ως πλατωνική ιδέα που προοριζόταν νομοτελειακά για το μόνο ον που ήταν ικανό να την υποδεχτεί. Το αντίθετο: Η διασταύρωση, όπως ακριβώς αποτυπώνεται στην ταινία, είναι ένα απροσδόκητο συμβάν. Είναι η στιγμή που ένα αντικείμενο μετατρέπεται, μέσω της κίνησης, σε κάτι περισσότερο από αυτό που είναι. Ένα οστό μετατρέπεται σε ένα είδος μέσου. Και η ίδια κίνηση που ενεργοποιεί τη μετατροπή του οστού σε εργαλείο είναι εκείνη που ενεργοποιεί και τη μετατροπή του όντος που την εκτελεί σε φορέα εργαλείων. Μέσα από αυτό το τυχαίο συναπάντημα δημιουργείται η πτύχωση του πραγματικού όπου επωάζεται ο άνθρωπος και ο ανθρώπινος κόσμος. Δεν είναι ο άνθρωπος που επινοεί το εργαλείο, αλλά το εργαλείο που επινοεί τον άνθρωπο. Η τεχνική είναι η εργασία μέσω της οποίας ο άνθρωπος επινοεί διαρκώς τον εαυτό του, όχι ως μια αυθύπαρκτη και αυτονοηματοδοτούμενη οντότητα, αλλά ως μέρος ενός τεχνικού κόσμου, που είναι ο μόνος κόσμος στον οποίο μπορεί να υπάρξει.

Ο παράξενος βρόχος

ΣΤΙΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ λέμε συχνά ότι η επιστήμη δεν είναι παρά ένας από τους δυνατούς τρόπους γνώσης του κόσμου. Δεν είναι ο μοναδικός ούτε ο μόνος έγκυρος (όπως ισχυρίζεται η ίδια η επιστήμη). Μάλιστα, ο πολύ σημαντικός στοχαστής Paul Feyerabend είχε ισχυριστεί ότι η εξέχουσα θέση της επιστήμης στη νεοτερική κοινωνία δεν αποτέλεσμα της αυταπόδεικτης επιστημολογικής της ανωτερότητας, αλλά της προνομιακής της σχέσης με το κράτος. Στο πεδίο των Σπουδών Επιστήμης και Τεχνολογίας υπάρχουν διάφορες θεωρίες για το πώς παράγεται και νομιμοποιείται η επιστημονική γνώση, άλλες περισσότερο κοινωνιολογικές, όπως η κοινωνική κατασκευασιοκρατία, κι άλλες περισσότερο φυσιοκρατικές, όπως η θεωρία δρώντος-δικτύου. Οι περισσότερες από αυτές, ωστόσο, συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι η επιστημονική γνώση είναι, αν όχι κατασκευασμένη, πάντως ενδεχομενική: Η γνώση μας για τον κόσμο και τα φυσικά φαινόμενα δεν αναπαριστά τον έναν και μοναδικό τρόπο με τον οποίο υπάρχουν τα πράγματα, αλλά έναν από τους δυνατούς τρόπους με τους οποίους τα βλέπουμε ή έναν από τους δυνατούς τρόπους με τους οποίους αυτά μας παρουσιάζονται. Όπως ήταν αναμενόμενο, παρά τις μεταξύ τους διαφοροποιήσεις, οι προσεγγίσεις αυτές τροφοδότησαν έναν εύλογο προβληματισμό περί της αντικειμενικότητας της επιστήμης και προκάλεσαν στη συσπείρωση ενός αριθμού επιστημόνων και θεωρητικών εναντίον τους. Αυτοί ήταν οι «πόλεμοι της επιστήμης» της δεκαετίας του 1990.

Όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα στους πολέμους που διεξάγονται στη σφαίρα του πολιτισμού, και οι δύο πλευρές βγήκαν από τον πόλεμο με τις θέσεις τους ενισχυμένες. Οι ρεαλιστές επιστήμονες και φιλόσοφοι της επιστήμης ακόνισαν τα επιχειρήματά τους περί μιας φύσης «εκεί έξω» και μιας επιστήμης που έχει ως αποστολή την αντικειμενική κατανόησή της· και οι «μεταμοντέρνοι», «σχετικιστές» (όπως τους χαρακτήριζαν οι αντίπαλοί τους) θεωρητικοί έφεραν στο φως μια σειρά ιστορικών περιστατικών που τεκμηριώνουν με εντυπωσιακή ενάργεια την ενδεχομενική φύση της επιστημονικής γνώσης. Ωστόσο, με δεδομένη την κυριαρχία ενός «αυθόρμητου θετικισμού» τόσο στην επιστήμη όσο και στη δημόσια σφαίρα, εκείνοι που κλήθηκαν να αποδείξουν την εγκυρότητα των θέσεών τους ήταν οι δεύτεροι. Το ότι ο κόσμος είναι όπως τον περιγράφει η επιστήμη λαμβάνεται από τα περισσότερα άτομα ως δεδομένο. Κι αν κάτι δεν το γνωρίζουμε ικανοποιητικά ακόμα, θα το γνωρίσουμε στο μέλλον. Και θα λύνουμε, το ένα μετά το άλλο, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα χάρη, ακριβώς, στη μεθοδικότητα και τη συνέπεια με την οποία προχωρά η επιστήμη. Αυτό, εξάλλου, έχει δείξει και η Ιστορία. Άρα, αυτοί που υποστηρίζουν την ενδεχομενικότητα της επιστημονικής γνώσης, όσο αποτελεσματικά κι αν τεκμηριώνουν τη θέση τους, οφείλουν να απαντήσουν ένα κρίσιμο ερώτημα: Γιατί, εντέλει, η επιστήμη δουλεύει; Γιατί γίνονται τα πράγματα όπως προβλέπει, γιατί οι μηχανές λειτουργούν, γιατί οι θεραπείες είναι αποτελεσματικές; Γιατί βρίσκουμε τον κόσμο όπως περιμένουμε να τον βρούμε κι εκείνος συμπεριφέρεται όπως έχουμε προβλέψει ότι θα συμπεριφερθεί;

Συνήθως εκεί σταματάει η συζήτηση: Το επιχείρημα, παρόλη την κοινοτοπία του, μοιάζει αποστομωτικό: Η επιστήμη δουλεύει κι αυτή είναι η ύστατη απόδειξη της αλήθειας των ισχυρισμών της. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, δεν πρόκειται παρά για μια φτηνή κοινοτοπία, η οποία αγνοεί επιδεικτικά την ιστορία και τη φιλοσοφία της επιστήμης, αλλά, πάνω απ’ όλα, αγνοεί τα ίδια τα γεγονότα. Όχι, η επιστήμη δεν δουλεύει τόσο απρόσκοπτα όσο νομίζουμε. Συμβαίνει καθημερινά: Στην ιατρική, στην κοσμολογία, στη μηχανοτεχνία, στη βιολογία, στις επιστήμες του περιβάλλοντος. Η επιστήμη σκοντάφτει, λαχανιάζει, παραδίνεται στην παντοδυναμία της μη προβλεψιμότητας του κόσμου. Δεν το βλέπουμε επειδή δεν θέλουμε να το δούμε, αλλά οι περιπτώσεις στις οποίες η επιστήμη δεν δουλεύει είναι τόσο πολλές όσο κι εκείνες στις οποίες δουλεύει. Απλώς, τις περιπτώσεις στις οποίες η επιστήμη δεν δουλεύει τις θέτουμε εκτός επιστήμης. Τις αποδίδουμε σε απρόβλεπτους παράγοντες, σε φυσικές διεργασίες που δεν έχουν μελετηθεί ακόμα ικανοποιητικά ή, συνηθέστερα, σε ανθρώπινη αμέλεια: Η επιστήμη δεν «εφαρμόστηκε» με τον προσήκοντα τρόπο, γι’ αυτό και το αποτέλεσμα δεν ήταν το αναμενόμενο. Η (κυριολεκτικά) θρησκευτική προσήλωση του νεοτερικού ανθρώπου στην επιστήμη και στις υπερφυσικές της δυνάμεις τον κάνει να την τοποθετεί στο πεδίο του δυνητικά αλάθητου και να παραβλέπει το γεγονός ότι πρόκειται περί μιας διαρκούς εντατικής διαπραγμάτευσης με τον κόσμο.

Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι ότι η επιστήμη κάποιες φορές δουλεύει και κάποιες δεν δουλεύει. Δεν μπορούμε να επικαλούμαστε την καθολική της εφαρμοσιμότητα και αποτελεσματικότητα ως επιχείρημα ενάντια στον υποτιθέμενο σχετικισμό όσων αναφέρονται στην ενδεχομενικότητα της επιστημονικής γνώσης. Από την άλλη πλευρά, όμως, αυτό δεν μας απαλλάσσει από την υποχρέωση να απαντήσουμε το ερώτημα «γιατί δουλεύει η επιστήμη;». Γιατί σε πάρα πολλές περιπτώσεις η επιστήμη όντως δουλεύει. Άρα, αυτό που χρειάζεται είναι να αναδιατυπώσουμε το ερώτημα με μεγαλύτερη ακρίβεια: Όχι γιατί, αλλά πότε δουλεύει η επιστήμη; Με άλλα λόγια, υπό ποιους όρους δουλεύει η επιστήμη; Σε αυτό το ερώτημα, λοιπόν, η απάντηση είναι ότι η επιστήμη δουλεύει όταν είναι σε θέση να κατασκευάσει έναν κόσμο μέσα στον οποίο οι ισχυρισμοί της μπορούν να αποδειχθούν αληθείς. Η επιστήμη δεν είναι μια καθαρή (αμερόληπτη και αντικειμενική) αναπαράσταση του κόσμου. Είναι μια δύναμη, η οποία μορφοποιεί τον κόσμο κατά τρόπον ώστε οι ισχυρισμοί της να μπορούν να λειτουργήσουν. Φυσικά, σε αυτή τη διαδικασία πρέπει να συνεργαστεί και ο κόσμος. Δεν μπορεί να λειτουργήσει οποιοσδήποτε ισχυρισμός· η επιστήμη δεν έχει τη δύναμη να προβάλλει στον κόσμο οποιαδήποτε πραγματικότητα επινοεί. Αλλά ούτε είναι η διαυγής και αδιαμεσολάβητη αντανάκλαση μιας εξωτερικής πραγματικότητας. Η «εργαζόμενη επιστήμη» είναι το αποτέλεσμα μιας διεξοδικής διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε διάφορα επίπεδα της πραγματικότητας (αυτά που συμβατικά ονομάζουμε «φυσικό», «πολιτισμικό», «βιολογικό», «κοινωνικό», «έμβιο», «άβιο» κλπ.), προκειμένου να συγκροτηθεί μια εικόνα του κόσμου που θα έχει νόημα: ένα επίπεδο της πραγματικότητας, δηλαδή, όπου συγκεκριμένες ενέργειες θα πυροδοτούν συγκεκριμένες, προβλέψιμες σειρές αιτιακών ακολουθιών. Αυτό το επίπεδο της πραγματικότητας, όμως, δεν διαθέτει οντολογική αυτονομία, δεν είναι κάτι που προϋπάρχει της επιστήμης, αλλά κάτι που κατασκευάζεται χάρη στη συνέργεια ενός συνόλου ετερόκλητων δρώντων, τους οποίους η επιστήμη ενορχηστρώνει.

Ας σκεφτούμε, ως παράδειγμα, την ιατρική, μια επιστήμη η οποία έχει αποδείξει κατ’ επανάληψη τη δυνατότητά της να διαχειρίζεται τα ζητήματα της υγείας των ανθρώπων, αν και εξίσου συχνά αποτυγχάνει ή τα αντιμετωπίζει δημιουργώντας νέα προβλήματα που μεταφέρουν τον κύκλο της ασθένειας και της θεραπείας σε άλλο επίπεδο. Πάντως, θα συμφωνήσουμε ότι η (σύγχρονη δυτική) ιατρική δουλεύει. Τα φάρμακα που χορηγεί έχουν, ως επί το πλείστον, το αποτέλεσμα που υπόσχονται και στον χρόνο που υπόσχονται. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε, όμως, ότι αυτό μπορεί να συμβεί μόνο εντός ενός πλαισίου όπου οι άνθρωποι (τα υποκείμενα της θεραπείας), οι μικροοργανισμοί (οι αιτίες της νόσησης), τα εργαστήρια (οι διαδικασίες προσδιορισμού των παθολογικών παραγόντων), το ιατρικό προσωπικό (ο μηχανισμός λήψης αποφάσεων) και τα φάρμακα (οι θεραπευτικές ουσίες) σχηματίζουν ένα συνεκτικό δίκτυο, κάθε κόμβος του οποίου συνεργάζεται αρμονικά με όλους τους υπόλοιπους. Η χορήγηση ενός φαρμάκου εκτός αυτού του δικτύου, δεν θα έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα – πιθανότατα δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα ή ίσως θα έχει αποτελέσματα αντίθετα από τα επιθυμητά. Το παράδειγμα είναι, ασφαλώς, απλουστευτικό, εφόσον η παθολογία δεν είναι πάντοτε αποτέλεσμα της παρουσίας παθογόνων μικροοργανισμών, αλλά είναι επαρκώς αντιπροσωπευτικό αν το δούμε στην ιστορική του προοπτική. Η δυτική ιατρική ήρθε να αντικαταστήσει μια μακραίωνη γαληνική παράδοση, στο πλαίσιο της οποίας η υγεία ήταν αποτέλεσμα της ισορροπίας των τεσσάρων χυμών που αποτελούσαν τη βάση του ανθρώπινου οργανισμού. Η ιατρική πρακτική που εκπορευόταν από την αντίληψη του Ιπποκράτη και του Γαληνού είχε στόχο την αντιμετώπιση της ασθένειας μέσω της εξισορρόπησης αυτών των χυμών. Το άτομο, υγιές ή πάσχον, δεν είναι ένα σύνολο οργάνων που λειτουργούν ή δεν λειτουργούν και μικροσκοπικών οντοτήτων που προάγουν ή υπονομεύουν την υγεία, αλλά ένα σώμα που διαπερνάται από δυναμικές ροές, οι οποίες καθορίζουν τη μορφή και την ένταση της ζωτικότητάς του. Με αυτή την έννοια, δεν υπάρχει μια οντολογία της ασθένειας, πολύ λιγότερο δε μια οντολογία συνδεδεμένη με τη δράση συγκεκριμένων παθογόνων οργανισμών που έχουν παρεισδύσει στο ανθρώπινο σώμα, όπως συμβαίνει στη δυτική ιατρική. Στη γαληνική ιατρική, μεταξύ υγείας και ασθένειας υπάρχει ένα συνεχές φάσμα και η διαχείριση της ευζωίας του ατόμου είναι ζήτημα εξισορρόπησης των δυναμικών ροών που διασχίζουν το σώμα του, μέσω της αποβολής των χυμών που πλεονάζουν και της ενίσχυσης εκείνων που έχουν ατονήσει. Μάλιστα, αξίζει να επισημανθεί ότι, σε αυτό το πλαίσιο, δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ σωματικής και πνευματικής υγείας, καθώς το (πάσχον) υποκείμενο αντιμετωπίζεται πάντοτε ως ενιαίο ον. Η θεμελίωση της σύγχρονης ιατρικής ήρθε να αντικαταστήσει τη συγκεκριμένη θεώρηση με ένα διαφορετικό εννοιολογικό πλαίσιο και, ταυτόχρονα και αναγκαστικά, με ένα σύνολο θεσμών και πρακτικών που υπηρετούσαν το συγκεκριμένο πλαίσιο. Το πώς έγινε αυτό είναι άλλη ιστορία (που δεν μπορούμε να την αφηγηθούμε εδώ), αλλά το σημαντικό είναι ότι η σύγχρονη δυτική ιατρική λειτουργεί σε αυτό το πλαίσιο. Το φάρμακο έχει στόχο να θεραπεύσει μια συγκεκριμένη ασθένεια, η οποία οφείλεται στη δυσλειτουργία ενός οργάνου ή στην παρουσία ενός παθογόνου μικροοργανισμού. Και αν το όργανο ή ο μικροοργανισμός –οι εξατομικευμένες υποδιαιρέσεις της ανθρώπινης ύπαρξης– συνεργαστούν, αν το δίκτυο λειτουργήσει, τότε θα έχουμε και το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Αν δούμε τα πράγματα υπό αυτό το πρίσμα, τότε καταλαβαίνουμε ότι ο ρόλος της επιστήμης είναι διττός. Αφενός, ανατέμνει τη συνέχεια του κόσμου, ταξινομεί τις οντότητες που προκύπτουν από αυτές τις «γνωσιολογικές τομές» και δημιουργεί μεταξύ τους εννοιολογικές συσχετίσεις μέσω των οποίων μπορεί να ανασυσταθεί η ενότητα του κόσμου. Αφετέρου, δημιουργεί ένα δίκτυο δρώντων που αντιστοιχεί στις συγκεκριμένες εννοιολογικές συσχετίσεις και εξασφαλίζει ότι αυτό θα λειτουργεί με προβλέψιμο και ελεγχόμενο τρόπο κάθε φορά που θα τίθεται σε κίνηση, έτσι ώστε να επικυρώνεται η αναγκαία συνάφεια μεταξύ επιστήμης και κόσμου.

ΘΑ ΗΤΑΝ ΧΡΗΣΙΜΟ να δούμε και ένα αντιπαράδειγμα. Γιατί, αν η επιστήμη λειτουργεί ενορχηστρώνοντας δίκτυα, η αποτελεσματικότητα των οποίων εκλαμβάνεται ως επικύρωση των ισχυρισμών της, τότε θα μπορούσαμε εύλογα να υποθέσουμε ότι τα δίκτυα θα ήταν δυνατό να ενορχηστρωθούν και με διαφορετικό τρόπο. Θα μπορούσε να υπάρξει, δηλαδή, μια εναλλακτική επιστήμη, η οποία, όμως, θα δούλευε το ίδιο καλά (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό – που μάλλον δεν σημαίνει πολλά) με την τρέχουσα επιστήμη. Εννοείται ότι το πείραμα αυτό δεν μπορεί να γίνει με πραγματικούς όρους, επειδή ένα κύριο χαρακτηριστικό της επιστήμης είναι, ακριβώς, ότι αποκλείει οποιαδήποτε αλήθεια εκτός από τη δική της. Συνεπώς, δεν είναι δυνατή η συνύπαρξη εναλλακτικών επιστημών που αναφέρονται στην ίδια περιοχή του κόσμου – η μία θα υπέτασσε, αναγκαστικά, την άλλη. Μπορούμε, όμως, να κάνουμε το πείραμα στην Ιστορία: Θα μπορούσαν τα πράγματα να έχουν εξελιχθεί διαφορετικά σε μια κρίσιμη καμπή της Ιστορίας; Θα ήταν δυνατό να έχουμε σήμερα μια διαφορετική επιστήμη, η οποία θα ήταν το ίδιο αποτελεσματική με την υπάρχουσα; Φυσικά, τέτοια ερωτήματα δεν απαντώνται ­– αν θέλουμε να είμαστε αυστηροί, δεν επιτρέπεται καν να τεθούν. Ωστόσο, αν φύγουμε από τη στερεοτυπική αντίληψη, η οποία βλέπει την Ιστορία ως μια αλληλουχία συντελεσμένων γεγονότων που οδηγούν με μονοσήμαντο τρόπο στο παρόν και τη δούμε ως μια διαρκώς διακλαδιζόμενη ακολουθία συμβάντων η πορεία της οποίας καθορίζεται τόσο από τις πραγματοποιημένες όσο και από τις ματαιωμένες δυνατότητες (από τις επιλογές που έχουν γίνει και από τις επιλογές που δεν έχουν γίνει), τότε μπορούμε να αναχθούμε σε μια στιγμή του παρελθόντος και να εξετάσουμε τα σενάρια που διανοίγονται μπροστά σε μια δεδομένη κατάσταση – τις δυνατότητες δράσης (affordances) που είναι στη διάθεση των πρωταγωνιστών και τους τρόπους με τους οποίους οι επιλογές των τελευταίων καθορίζονται από το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο.

Η στιγμή στην οποία θα μεταφερθούμε για τις ανάγκες του αντιπαραδείγματός μας είναι το σωτήριον έτος 1543, η χρονιά που δημοσιεύεται το περίφημο De Revolutionibus Orbium Coelestium (Περί της Περιφοράς των Ουρανίων Σφαιρών) του Νικόλαου Κοπέρνικου. Η δημοσίευση του βιβλίου σηματοδοτεί, συμβολικά, τη μετάβαση από το γεωκεντρικό σύστημα του Κλαύδιου Πτολεμαίου στο σύγχρονο ηλιοκεντρικό σύστημα. Η Γη χάνει την προνομιακή της θέση στο κέντρο του κόσμου και μετατρέπεται σε έναν πλανήτη που περιφέρεται γύρω από τον Ήλιο. Θα τοποθετηθούμε σε αυτήν ακριβώς τη στιγμή, λοιπόν, και θα θέσουμε την ερώτηση: Η μετάβαση από το γεωκεντρικό στο ηλιοκεντρικό σύστημα ήταν η μόνη διαθέσιμη επιλογή; Η απάντηση στην ερώτηση εξαρτάται από τη φιλοσοφική μας προκατάληψη. Αν υιοθετήσουμε τη θετικιστική αντίληψη σύμφωνα με την οποία η επιστήμη κινείται από λιγότερη προς περισσότερη αλήθεια και μάλιστα με έναν γραμμικό και συνεχή τρόπο, τότε η απάντηση είναι σαφώς «ναι», εφόσον η κίνηση αυτή αντιπροσωπεύει, ακριβώς, τη μετάβαση από ένα «εσφαλμένο» κοσμολογικό σύστημα σε ένα άλλο, που βρίσκεται πλησιέστερα στην αληθή δομή του κόσμου. Εδώ, όμως, υπάρχουν δύο ενδιαφέροντα στοιχεία που υπονομεύουν το θετικιστικό αφήγημα. Πρώτον, στην εποχή του Κοπέρνικου το γεωκεντρικό σύστημα συνεχίζει να δουλεύει. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι είναι κοσμολογικά ανεπαρκές. Δεύτερον, ο Νικόλαος Κοπέρνικος που προτείνει τη μετάβαση στο ηλιοκεντρικό σύστημα δεν έχει κάνει αστρονομικές παρατηρήσεις που να έρχονται σε αντίθεση με το γεωκεντρικό σύστημα. Δεν υπάρχει, δηλαδή, κάποιο εύρημα που να τον στρέφει προς μια νέα κοσμολογική υπόθεση. Τότε τι είναι αυτό που τον πείθει για την ανάγκη διαμόρφωσης ενός νέου κοσμολογικού προτύπου;

Ο λόγος για τον οποίο ο Κοπέρνικος προβαίνει στην αναθεώρηση του γεωκεντρικού συστήματος είναι ο βαθμός υπολογιστικής δυσκολίας με την οποία έχει επιβαρυνθεί το γεωκεντρικό σύστημα. Αιώνες παρατηρήσεων, προσθηκών και διορθώσεων έχουν μετατρέψει το σύστημα σε ένα δυσκίνητο γεωμετρικό τέρας. Οι αστρονόμοι της εποχής του Κοπέρνικου βρίσκονται μπροστά σε μια δύσκολη επιλογή, επομένως. Είτε θα βρουν νέες μαθηματικές τεχνικές που θα απλοποιήσουν τους υπολογισμούς είτε θα καταφύγουν σε ένα νέο αστρονομικό μοντέλο, το οποίο θα ενσωματώνει στην ίδια τη δομή του (και, ως εκ τούτου, θα εξαλείφει) όσο το δυνατόν περισσότερα από τα προβλήματα που έχουν συσσωρευτεί. Ο Κοπέρνικος επέλεξε τη δεύτερη λύση. Κάποιοι θα μπορούσαν να έχουν επιλέξει την πρώτη και να εργαστούν προς αυτή την κατεύθυνση, όπως ο Κοπέρνικος εργάστηκε για την αναδόμηση του κοσμολογικού συστήματος. Μου αρέσει να λέω ότι αν ο υπολογιστής ήταν διαθέσιμος την εποχή του Κοπέρνικου, πιθανότατα θα ζούσαμε ακόμα σε ένα γεωκεντρικό σύμπαν. Φυσικά, για να υποστηριχτεί μια τέτοια επιλογή, θα έπρεπε να συνδράμουν και ένα σύνολο άλλων παραγόντων: θα έπρεπε να φτιαχτεί μια φυσική η οποία θα βασιζόταν στη διάκριση μεταξύ κίνησης (ουράνιες σφαίρες) και ηρεμίας (Γη)· θα έπρεπε να αναπτυχθεί μια άλγεβρα των κλειστών συστημάτων, η οποία θα κρατούσε το άπειρο έξω από τον πραγματικό κόσμο· θα έπρεπε να κατασκευαστούν όργανα παρατήρησης, τα οποία θα εστίαζαν στη σχετική κίνηση των σωμάτων και όχι στην αναζήτηση νέων οντοτήτων· θα έπρεπε, τέλος, να διαμορφωθούν επιστημονικοί θεσμοί που θα ήταν προσανατολισμένοι στη διαχείριση της τάξης ενός πεπερασμένου κόσμου και όχι στην κατάκτηση ενός άπειρου σύμπαντος. Θα έπρεπε, με άλλα λόγια, να κατασκευαστεί ένας κόσμος διαφορετικός από αυτόν που γνωρίζουμε, στον οποίο, όμως, το γεωκεντρικό αστρονομικό μοντέλο θα δούλευε αποτελεσματικά και θα βρισκόταν σε συμφωνία με την πραγματικότητα.

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΔΥΟ αντεπιχειρήματα σε αυτό το σενάριο. Το πρώτο είναι ότι στην περίπτωση της υπολογιστικής επικράτησης του γεωκεντρικού μοντέλου χρειάζεται να κατασκευαστεί ένας κόσμος στον οποίο αυτό θα είναι λειτουργικό, ενώ στην περίπτωση του ηλιοκεντρικού συστήματος κάτι τέτοιο δεν χρειάζεται. Και ο λόγος που δεν χρειάζεται είναι επειδή, ακριβώς, ο ηλιοκεντρισμός περιγράφει τον κόσμο όπως πραγματικά είναι. Με άλλα λόγια, ο ηλιοκεντρισμός δεν χρειάζεται ένα ειδικό πλαίσιο για να λειτουργήσει, επειδή ο «πραγματικός» κόσμος είναι αυτό το πλαίσιο. Όμως, ας σκεφτούμε ιστορικά: Για να θεμελιωθεί ο ηλιοκεντρισμός χρειάστηκαν 150 χρόνια και μέσα σε αυτά τα χρόνια έγιναν κάποιες σημαντικές αλλαγές στον κόσμο της αναδυόμενης επιστήμης. Πρώτον, φτιάχτηκε μια φυσική της κίνησης, στο πλαίσιο της οποίας δεν υπήρχε διάκριση μεταξύ κίνησης και στάσης. Αυτή η φυσική θεμελιώθηκε στην έννοια της αδράνειας, η οποία δεν ήταν αποτέλεσμα εμπειρικής παρατήρησης, αλλά θεωρητικής επεξεργασίας και μετασχηματισμού προγενέστερων μεσαιωνικών εννοιολογήσεων της κίνησης (για την ακρίβεια, της έννοιας του impetus). Δεύτερον, χρειάστηκε να επινοηθεί μια νέα άλγεβρα, η οποία ήταν σε θέση να διαχειριστεί με τα ίδια εργαλεία το απείρως μικρό και το απείρως μεγάλο, καθώς και (το σημαντικότερο) τη μετάβαση από το ένα στο άλλο. Ο Leibniz και ο Newton εργάστηκαν χωριστά και ταυτόχρονα γι’ αυτό. Ο πρώτος επιχειρώντας να μαθηματικοποιήσει την αρχή της συνέχειας που διαπερνούσε τη φιλοσοφία του· ο δεύτερος επειδή τα μαθηματικά της εποχής του δεν ήταν κατάλληλα για την περιγραφή του ηλιοκεντρικού συστήματος και χρειάστηκε να επινοήσει μια νέα μαθηματική γλώσσα γι’ αυτόν τον σκοπό. Τρίτον, χρειάστηκε να κατασκευαστούν όργανα, τα οποία φιλοδοξούσαν να εξερευνήσουν «τις εσχατιές» του σύμπαντος, μολονότι τόσο η θεωρία στην οποία βασίστηκαν όσο και τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή τους στερούνταν αξιοπιστίας. Οι φακοί που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή τηλεσκοπίων θεωρούνταν αθύρματα στην εποχή του Γαλιλαίου και η επιστήμη της οπτικής δεν μπορούσε να εγγυηθεί τα αποτελέσματα της παρατήρησης στον υπερσελήνιο κόσμο. Και δεν έφταναν αυτά: Τελικά, η χρήση του τηλεσκοπίου δεν νομιμοποιήθηκε λόγω της αποδεδειγμένης παρατηρησιακής αποτελεσματικότητάς του, αλλά χάρη στο γεγονός ότι ο Γαλιλαίος εκμεταλλεύτηκε το διπλωματικό δίκτυο των Μεδίκων για να δωρίσει τηλεσκόπια στις σημαντικότερες αυλές της Ευρώπης. Ίσως έχει κάποια σημασία να σημειωθεί ότι με μια παραλλαγή αυτού του οργάνου (αυτής της εργαλειοποιημένης διπλωματίας) παρατηρήθηκε, το 1838, η αστρική παράλλαξη, το φαινόμενο χάρη στο οποίο επιβεβαιώθηκε οριστικά η εγκυρότητα του ηλιοκεντρικού συστήματος.

Τέταρτον, η εδραίωση του ηλιοκεντρικού συστήματος συνοδεύτηκε από την εδραίωση των μεγάλων επιστημονικών εταιρειών (Ακαδημία των Λυγκέων, Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου κλπ.). Σπάνια το συζητάμε αυτό στην ιστορία της επιστήμης, αλλά ο βασικός λόγος για τον οποίο ιδρύθηκαν οι επιστημονικές εταιρείες ήταν για να παρακάμψουν τους εδραιωμένους θεσμούς γνώσης, τα πανεπιστήμια. Έτσι ώστε, οι άνθρωποι οι οποίοι υποστήριζαν τη νέα και αθεμελίωτη ακόμα κοσμοεικόνα να έχουν έναν χώρο όπου θα μπορούσαν να επεξεργάζονται τις απόψεις τους, να συνομιλούν, να αναπτύσσουν νέες έννοιες και να διαμορφώσουν μια γλώσσα που θα υπηρετεί το συγκεκριμένο εννοιολογικό σύστημα. Και, όπως όντως συνέβη, όταν θα έχουν πλέον διαμορφώσει και καταστήσει λειτουργικό αυτό το εννοιολογικό σύστημα, να επιστρέψουν στα πανεπιστήμια για να εκτοπίσουν την εδραιωμένη ανάγνωση του κόσμου. Το ότι αυτή η κατακτητική ματιά, που ήταν στραμμένη προς ένα άπειρο σύμπαν, συνδυάστηκε με την αρπακτικότητα του ανερχόμενου καπιταλισμού που προσέβλεπε στη μετατροπή του κόσμου σε ένα ανεξάντλητο απόθεμα πόρων, διευκόλυνε την κοινωνική της αποδοχή και την εδραίωσή της στην καρδιά του γνωστικού προτύπου της δυτικής νεοτερικότητας.

Άρα, και στην περίπτωση του ηλιοκεντρικού συστήματος έχουμε την κατασκευή ενός κόσμου παρόμοιου με εκείνον που θα απαιτούνταν για τη θεμελίωση του γεωκεντρικού συστήματος. Η ιδέα ότι στην περίπτωση του γεωκεντρισμού απαιτείται η κατασκευή ενός κόσμου, προκειμένου να πλαισιωθεί ένας αστήρικτος ισχυρισμός, ενώ στην περίπτωση του ηλιοκεντρισμού, που αποτελεί «αληθή» ισχυρισμό, την πλαισίωση αυτή την αναλαμβάνει ο πραγματικός κόσμος, είναι ιστορικά αθεμελίωτη. Και στη μία περίπτωση θα χρειαζόταν και στην άλλη περίπτωση πραγματικά χρειάστηκε η κατασκευή ενός κόσμου και είναι, ακριβώς, αυτή η κατασκευή που καθιστά, σε κάθε περίπτωση, τον ισχυρισμό αληθή.

Το δεύτερο επιχείρημα κατά της δυνατότητας επικράτησης ενός υπολογιστικά επαρκούς γεωκεντρικού συστήματος είναι ότι, ακόμα κι αν ισχύουν όλα αυτά, τώρα που γνωρίσαμε το ηλιοκεντρικό σύστημα, είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε ότι επί αιώνες οι άνθρωποι βρίσκονταν σε πλάνη. Άρα, όσο λειτουργικός και να ήταν ο κόσμος που θα υποστήριζε ένα υπολογιστικά επαρκές γεωκεντρικό σύστημα, θα ήταν ένας κόσμος που θα υποστήριζε μια πλάνη – ένας κόσμος που θα χρειαζόταν διαρκώς μπαλώματα και ad hoc παρεμβάσεις για να διατηρήσει τη συμφωνία του με μια πραγματικότητα που μονίμως θα του διέφευγε. Η απάντηση σε αυτό το αντεπιχείρημα είναι προφανής και πολυσυζητημένη στην ιστορία της επιστήμης: Όταν βρίσκεσαι στο εσωτερικό ενός γνωστικού συστήματος κρίνεις όλα τα υπόλοιπα με τους όρους του συγκεκριμένου γνωστικού συστήματος, με αποτέλεσμα να τα βρίσκεις πάντοτε και εξ ορισμού ανεπαρκή. Αυτή είναι η περίφημη «ασυμμετρία των Παραδειγμάτων» για την οποία μίλησε ο φιλόσοφος της επιστήμης Thomas Kuhn: Δεν υπάρχει αρχιμήδειο σημείο από το οποίο να μπορεί κάποιος να συγκρίνει αντικειμενικά και αμερόληπτα δύο διαφορετικά γνωστικά συστήματα, δύο διαφορετικά Παραδείγματα· η σύγκριση πάντοτε μεροληπτεί υπέρ του ενός Παραδείγματος, αλλά, sub specie aeternitatis, αυτό δεν σημαίνει τίποτα για την αλήθεια των ισχυρισμών που διατυπώνονται στο πλαίσιο του συγκεκριμένου Παραδείγματος. Θα μπορούσαμε, μάλιστα, να πάμε το επιχείρημα της ασυμμετρίας ένα βήμα παραπέρα: Οι οπαδοί του γεωκεντρισμού τελούσαν επί αιώνες σε κατάσταση πλάνης, αλλά δεν το γνώριζαν. Εμείς, οι οπαδοί του ηλιοκεντρικού συστήματος, πώς ξέρουμε ότι δεν τελούμε σε κατάσταση πλάνης και ότι όλη η επιστήμη μας δεν είναι μια σειρά ad hoc διορθώσεων απέναντι σε μια πραγματικότητα που αντιστέκεται στην ερμηνεία μας; Θα υπήρχε τρόπος να το γνωρίζουμε αν, πράγματι, συνέβαινε κάτι τέτοιο;

Τι αποδεικνύει αυτό το αντιπαράδειγμα; Όχι, βεβαίως, ότι πρέπει να αναθεωρήσουμε την απόφασή μας να εγκαταλείψουμε στον πτολεμαϊκό γεωκεντρισμό. Αποδεικνύει, όμως, ότι η επιστήμη που χτίστηκε γύρω από τον ηλιοκεντρισμό είναι εξίσου ενδεχομενική με μια επιστήμη που θα μπορούσε να έχει χτιστεί γύρω από έναν υπολογιστικά επιτυχημένο γεωκεντρισμό. Και ότι ο λόγος που δουλεύει αυτή η επιστήμη δεν είναι επειδή οι ισχυρισμοί της είναι αληθείς (δηλαδή, περιγράφουν τον κόσμο όπως «πραγματικά» είναι), αλλά επειδή κατάφερε (με πολύ κόπο και σε μεγάλο χρονικό διάστημα) να κατασκευάσει έναν κόσμο στο πλαίσιο του οποίου οι ισχυρισμοί της είναι αληθείς. Άρα, το γεγονός ότι η επιστήμη δουλεύει δεν αποτελεί επιχείρημα υπέρ της άποψης ότι αυτή περιγράφει τον κόσμο όπως πραγματικά είναι· ούτε, βεβαίως, θεμελιώνει τη γνωσιολογική της ανωτερότητα έναντι άλλων τρόπων γνώσης, όπως θα σημείωνε ο Paul Feyerabend.

Τι σημαίνουν όλα αυτά για την επιστήμη; Όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα, η ανάδειξη του ενδεχομενικού χαρακτήρα της επιστημονικής γνώσης έχει ενεργοποιήσει τα αντανακλαστικά ενός αριθμού στοχαστών που αυτοαποκαλούνται ρεαλιστές, ενάντια στον υποτιθέμενο σχετικισμό των υποστηρικτών της συγκεκριμένης άποψης. Αξίζει να σημειώσουμε δύο πράγματα που έχουν κοινό παρονομαστή. Πρώτον, η στάση των ρεαλιστών στοχαστών στο συγκεκριμένο ζήτημα δεν έχει χαρακτηριστικά συντεταγμένης φιλοσοφικής αντίδρασης, αλλά ηθικού πανικού. Και, μάλιστα, ενός ηθικού πανικού που ξεκίνησε με τους «πολέμους της επιστήμης» της δεκαετίας του 1990 και παραμένει ακόμα ακμαίος: Αυτοί οι άθλιοι μεταμοντέρνοι σχετικιστές δεν έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο· θέλουν να ξεριζώσουν κάθε έννοια αλήθειας και αντικειμενικότητας και να μας επιβάλουν μια πολιτικά επικίνδυνη new age θεώρηση της επιστήμης, στο πλαίσιο της οποίας παύει να υφίσταται η διάκριση ανάμεσα σε αλήθεια, μύθο και προκατάληψη. Δεύτερον, ο τίτλος «ρεαλιστές» αποτελεί οικειοποίηση. Αυτοαποκαλούνται ρεαλιστές επειδή ισχυρίζονται ότι η επιστήμη είναι σε θέση να περιγράψει τον κόσμο όπως πραγματικά είναι, αλλά οι ίδιοι παραμένουν εγκλωβισμένοι σε μια ιδεαλιστική προσήλωση στην αλήθεια και την αντικειμενικότητα, η οποία τους εμποδίζει να συλλάβουν την πραγματική, ιστορική διάσταση της επιστήμης.

Η ΑΛΗΘΕΙΑ είναι ότι η απόκρυψη της ιστορικής διάστασης της επιστήμης, όπως και η απόκρυψη του ενδεχομενικού χαρακτήρα της επιστημονικής γνώσης, είναι έργο της ίδιας της επιστήμης. Η επιστήμη έχει αναπτύξει μηχανισμούς μέσω των οποίων συγκαλύπτει και εξορθολογίζει την ακαταστασία του εργαστηρίου, την αποσπασματικότητα των ευρημάτων, την αβεβαιότητα των συμπερασμάτων, την επισφάλεια των αποφάσεων – έχει αναπτύξει, με άλλα λόγια, μηχανισμούς που της επιτρέπουν να τα αφήνει όλα αυτά στο πίσω δωμάτιο και να εμφανίζεται στο προσκήνιο ξεκάθαρη, σαφής, ορθολογική και σίγουρη για τον εαυτό της. Στην ουσία, η επιστήμη έχει αναπτύξει μηχανισμούς με τους οποίους συγκαλύπτει την πραγματική επιστημονική εργασία. Με αυτόν τον τρόπο, έχει καταφέρει να εμφανίζεται ως ευγενής γνωστική περιέργεια και ως μια μεθοδικά οργανωμένη δραστηριότητα που μοναδικό στόχο έχει την αντικειμενική και αμερόληπτη κατανόηση του φυσικού κόσμου.

Πέρα από την «ακαταστασία του εργαστηρίου», όμως, η συγκεκριμένη συνθήκη συγκαλύπτει και κάτι άλλο: Την εργασία που έχει στόχο τη συντήρηση του κόσμου εντός του οποίου δουλεύει η επιστήμη. Σύμφωνα με την κρατούσα αντίληψη, η δουλειά της επιστήμης τελειώνει με τη διατύπωση του φυσικού νόμου και τη δημοσίευση της αντίστοιχης επιστημονικής εργασίας – με τη δημοσιοποίηση, εν πάση περιπτώσει, των ευρημάτων της επιστημονικής έρευνας. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν παραπάνω, η «ανακάλυψη» αφενός δεν είναι μια ουδέτερη διαδικασία και, αφετέρου, ποτέ δεν αρκεί για τη θεμελίωση μιας επιστημονικής αλήθειας. Όπως είδαμε στην περίπτωση του ηλιοκεντρικού συστήματος, μια γνωστική αναπαράσταση δεν θα σταθεί από μόνη της, αν δεν γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες ώστε να διαμορφωθεί ένα περιβάλλον όπου αυτή θα είναι λειτουργική και αποτελεσματική.  Και αυτό απαιτεί συνεχή εργασία. Συνήθως σκεφτόμαστε ότι η επιστήμη είναι σε διαρκή εγρήγορση προκειμένου να προσαρμόζει τις θεωρίες και τα πορίσματά της στις προκλήσεις που της θέτει ο κόσμος. Όσο κι αν αυτό αποτελεί, πράγματι, τη μία όψη του επιστημονικού έργου, δεν πρέπει να το αφήνουμε να συσκοτίζει την άλλη σημαντική όψη του επιστημονικού έργου, δηλαδή την εργασία που απαιτείται για την κατασκευή και τη διατήρηση ενός κόσμου στον οποίο η επιστήμη θα λειτουργεί. Υπό αυτή την έννοια, η επιστήμη δεν είναι μια ευγενής γνωστική περιπέτεια που έχει στόχο την εξερεύνηση μιας αντικειμενικής εξωτερικής πραγματικότητας. Είναι ένας μηχανισμός (dispositif), ο οποίος διασυνδέει ένα σύνολο ετερογενών δρώντων με στόχο να νομιμοποιήσει μια συγκεκριμένη θεώρηση του κόσμου και, ταυτόχρονα, να κάνει τον κόσμο να συνεργαστεί με αυτή τη θεώρηση. Σε αυτό το πλαίσιο, τα νοήματα με τα οποία επενδύουμε τον κόσμο, η δυνατότητα να σκεφτούμε και να ενεργήσουμε με συγκεκριμένους τρόπους και, αντιστοίχως, η αδυναμία μας να σκεφτούμε και να ενεργήσουμε με άλλους τρόπους, οι ρόλοι που αναθέτουμε στους μη ανθρώπινους δρώντες και οι περιορισμοί που επιβάλλουμε στην ενεργητικότητά τους, οι λόγοι (discourses) και οι προσδοκίες που υφαίνουμε γύρω από τις θεωρητικές μας παραδοχές συγκροτούν ένα πεδίο δυνατοτήτων, το οποίο, όσο συντηρείται, επιτρέπει στην επιστήμη να λειτουργεί με τον αναμενόμενο τρόπο. Εάν η εργασία που επενδύεται στη συντήρηση αυτού του μηχανισμού ατονήσει, τότε οι μηχανές παύουν να λειτουργούν, οι ερμηνείες μας παύουν να είναι επαρκείς και οι ενέργειές μας παύουν να έχουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Ο κόσμος μετατρέπεται σε έναν άγνωστο που απειλεί να καταβροχθίσει την αδόμητη ασημαντότητά μας.

IMAGE CREDIT: Moriz Jung, Rainbow Obstacle (Hindernis Regenbogen), 1911 | Umberto Boccioni, States of Mind: Those who go, 1912 | Photo by Dimitar Belchev on Unsplash | Josef Albers, Ascension, 1942 | Frieder Nake, Homage a Paul Klee, 1965.