Νοσταλγία

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΟΙ ΨΗΦΙΑΚΟΙ ΙΘΑΓΕΝΕΙΣ και οι ψηφιακοί μετανάστες. Οι πρώτοι/ες είναι όσοι/ες γεννήθηκαν με τον αντίχειρα κολλημένο στην οθόνη του κινητού, να σκρολάρουν τον λογαριασμό τους στα social [σκέτο] και να διαλέγουν τζιφάκια για να μοιραστούν τα συναισθήματά τους με τους φίλους τους. Οι δεύτεροι/ες είναι όσοι/ες κρεμάνε σεμεδάκι στην οθόνη του υπολογιστή τους και πληκτρολογούν κείμενα με την ίδια επιμέλεια που παλαιότερα τα έγραφαν σε μπλε τετράδια. Οι digital natives θα σου γράψουν «*όμορφο» για να διορθώσουν το «άμορφο» του τελευταίου μηνύματός τους, ενώ οι digital immigrants θα έχουν ενεργοποιημένο τον διορθωτή και θα πηγαίνουν μπρος-πίσω βάζοντας κόμματα, ώστε να στείλουν ένα τέλεια συνταγμένο και ορθογραφημένο μήνυμα. Οι πρώτοι θα «φλεξάρουν» και θα «λοουντάρουν», ενώ οι δεύτεροι μετά βίας θα «τζαμάρουν» (κι αυτό στην πάμπ, όχι στον υπολογιστή) ή θα «μπουτάρουν», αλλά μέχρι εκεί – η γλωσσική ευπρέπεια έχει τα όριά της.

Το ψηφιακό χάσμα έχει να κάνει με την εξοικείωση των χρηστών με τη «γλώσσα των νέων μέσων» (κλέβω τον όρο από τον τίτλο του θρυλικού βιβλίου του Lev Manovich). Οι ψηφιακοί ιθαγενείς είναι εκ γενετής εξοικειωμένοι με τους κώδικες επικοινωνίας και τις δημιουργικές δυνατότητες των ψηφιακών μέσων, ενώ η προηγούμενη γενιά έμαθε να σκέφτεται με το μολύβι στο χέρι και χρειάστηκε να εκπαιδευτεί εκ νέου στη χρήση των ψηφιακών μέσων. Ή τουλάχιστον αυτό είναι το κυρίαρχο αφήγημα. Γιατί η καθαρή εικόνα του ψηφιακού χάσματος αρχίζει να θολώνει αν περιλάβουμε σε αυτή μια ιδιότητα που μοιράζονται και οι δύο κοινότητες: τη νοσταλγία. Τόσο για τους/ις digital immigrants όσο και για τους/ις digital natives, υπάρχει μια εποχή αθωότητας, η οποία εκτοπίστηκε βίαια είτε από την έλευση αυτή καθαυτή του ψηφιακού είτε από την ανάδυση δυνατοτήτων και μέσων που αποστραγγίζουν την ποίηση της καθημερινότητας. Οι ψηφιακοί ιθαγενείς του σήμερα νοσταλγούν την αθωότητα και την βραδύτητα των πρώτων ψηφιακών παιχνιδιών, με τον ίδιο τρόπο που οι προσομοιώσεις του Matrix νοσταλγούν τον γυμνό κώδικα των Atari και Commodore της δεκαετίας των ’80. Οι ροές των πράσινων συμβόλων που διατρέχουν την οθόνη παραπέμπουν σε μια καθησυχαστική αισθητική και στην ψευδαίσθηση του ελέγχου.

Η νοσταλγία ενός μονίμως διαφεύγοντος «πραγματικού» είναι στενά συνυφασμένη με τη διαδικασία ανάδυσης του ψηφιακού. Η εμμονική προσπάθεια οριοθέτησης της ψηφιακής δυνητικότητας που αναπτύσσεται και στις δύο πλευρές του ψηφιακού χάσματος αποτυπώνει την επιθυμία των υποκειμένων να παραγάγουν νοήματα που παραπέμπουν σε οικείες πολιτισμικές μορφές και τους διασφαλίζουν τη βεβαιότητα της συμμετοχής σε έναν αντικειμενικό, διαμοιραζόμενο κόσμο. Η νοσταλγία είναι το μπλε χάπι που κρατάει τους ανθρώπους δεσμευμένους στο αφήγημα μιας εκ των προτέρων δεδομένης πραγματικότητας και τους εμποδίζει να αποδεχτούν το γεγονός ότι οι κόσμοι στους οποίους κατοικούν είναι εξ ολοκλήρου προϊόντα της δικής τους επιτελεστικότητας.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 125, στις 22 Ιανουαρίου 2022.

Ανάμεσα

Η ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ αυτή αναρτήθηκε στον Παγκόσμιο Ιστό τη μαγική στιγμή 00:00. Τα μεσάνυχτα της 31ης Δεκεμβρίου 2021, τη στιγμή ακριβώς που τέλειωνε μία χρονιά και άρχιζε η επόμενη. Ασφαλώς, η ακρίβεια αυτού του ισχυρισμού είναι συζητήσιμη. Από αυστηρά επιστημονική άποψη, πάντα υπάρχει ένα περιθώριο σφάλματος, το οποίο είναι τόσο μεγαλύτερο όσο περισσότερες είναι οι συσκευές που συμμετέχουν σε μια μέτρηση – και στην προκειμένη περίπτωση αυτές οι συσκευές είναι πάρα πολλές. Επίσης, στη μέτρηση υπεισέρχεται η ταχύτητα μετάδοσης των σημάτων, η οποία εξαρτάται από ένα πλήθος παραγόντων, καθώς και από την κατάσταση του εκάστοτε παρατηρητή που εκτελεί τη μέτρηση. Από αυτή την άποψη, δεν θα ήταν λάθος να πούμε ότι η «μαγική στιγμή» 00:00 έχει κάποιο «πάχος». Όχι ακριβώς διάρκεια, αλλά έκταση: δεν είναι ένα σημείο, αλλά ένας χώρος ο οποίος προκύπτει από την απόθεση των διαφορετικών μετρήσεων σε μια περιοχή του χρόνου.

Katsushika Hokusai, Το μεγάλο κύμα έξω από την Kanagawa, c. 1830.

Συνήθως δεν δίνουμε σημασία στο εύρος των στιγμών. Θεωρούμε ότι είναι σημεία, τα οποία μεσολαβούν ανάμεσα σε ένα πριν και ένα μετά. Μεταβάσεις που παύουν να έχουν ενδιαφέρον από τη στιγμή που θα επιτευχθεί ένα αποτέλεσμα με μονιμότητα. Αυτό που έχει πραγματικά σημασία είναι κάτι που διαθέτει όνομα και χαρακτηριστικά, τα οποία διατηρούνται αναλλοίωτα για ένα εύλογο χρονικό διάστημα. Μετά επέρχεται και πάλι η αλλαγή, η οποία δεν είναι παρά μια (πολυπαραγοντική, ομολογουμένως) διαδικασία μετάβασης σε μια νέα κατάσταση. Και αυτή η διαδικασία, επομένως, θα χάσει τη σημασία της από τη στιγμή που η μετάβαση θα ολοκληρωθεί και θα επιτευχθεί η νέα μονιμότητα. Και ούτω καθεξής: Ο κόσμος, η ζωή μας, η Ιστορία είναι μια διαδοχή φάσεων, σταδίων, καταστάσεων. Όλα τα υπόλοιπα δεν είναι παρά στιγμιαίες ρήξεις στο συνεχές του χρόνου.

Η φιλοσοφία ανέκαθεν προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή μας στο γίγνεσθαι, στη μεταβατικότητα, στον διαδικασιακό χαρακτήρα της ύπαρξης. Ο δυτικός χριστιανικός πολιτισμός, όμως, αναζήτησε με επιμονή τα θεμέλιά του σε μια ουσιοκρατική αντίληψη του κόσμου που δίνει έμφαση στην απτότητα, τη μονιμότητα και τον καθορισμένο χαρακτήρα των όντων. Είτε προέκυψαν από το χέρι του Θεού είτε από την τυφλή φυσική αναγκαιότητα, τα πράγματα είναι αυτά που δίνουν νόημα στον κόσμο και κυρίως που τον κάνουν ανθρώπινο. Ποθούμε να ξεκουραστούμε στην αγκαλιά των πραγμάτων.

Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι αυτό δεν μας εμποδίζει να αναγνωρίσουμε πως τα πράγματα είναι και τα ίδια σε διαρκή μεταβολή. Τίποτα δεν μένει το ίδιο και τίποτα δεν διαρκεί για πάντα. Οι οργανισμοί γερνούν, τα αντικείμενα φθείρονται. Ωστόσο, αυτή η μεταβολή είναι μεταβολή των πραγμάτων. Αυτό που αλλάζει είναι το υλικό και η δομή της φυσικής τους σύστασης. Υπό αυτή την έννοια, τα πράγματα παραμένουν το θεμέλιο του κόσμου – η αλλαγή είναι πάθος της ύλης, όπως θα έλεγαν οι παλιοί αριστοτελιστές. Το να στρέψουμε την προσοχή μας στις στιγμές, το να δώσουμε οντολογική προτεραιότητα σε αυτό που συμβαίνει ανάμεσα σε διαδοχικές καταστάσεις, φάσεις και υποστασιοποιήσεις σημαίνει να αναγνωρίσουμε τη δύναμη της ίδιας της αλλαγής να δημιουργεί τον κόσμο: να αντιληφθούμε τα πράγματα όχι ως οιονεί μόνιμες καταστάσεις, αλλά ως φευγαλέες στιγμές μιας αέναης ροής που δεν ξεκουράζεται ποτέ και δεν έχει ανάγκη από ονόματα και ιδιότητες για να υπάρξει.

Καλή Χρονιά!

Μέλλον

ΣΕ ΜΙΑ ΕΡΕΥΝΑ που κάναμε πρόσφατα, ήρθαμε αντιμέτωποι με μια περίεργη διαπίστωση. Η έρευνα αφορούσε την αντίληψη που αναπτύσσουν για τον χρόνο άτομα μεταξύ 13 και 16 ετών, τα οποία εκτίθενται συστηματικά σε ψηφιακά περιβάλλοντα (gaming και μέσα κοινωνικής δικτύωσης). Ενώ η αντίληψη αυτή είναι εξαιρετικά εκλεπτυσμένη και αρθρώνεται σε πολλαπλά επίπεδα, μοιάζει να είναι ελλιπής: Σχεδόν πουθενά δεν εμφανίζεται το μέλλον. Οι ικανότητες που αναπτύσσουν οι digital natives να κινούνται ανάμεσα σε διαφορετικά χρονικά πλαίσια, να αψηφούν τις διαφορές ανάμεσα σε χρονικές ζώνες, ακόμα και να παράγουν συνεχείς αφηγήσεις από ασυνεχείς ροές δεδομένων είναι εκπληκτικές και πρωτόγνωρες. Ωστόσο, αυτές οι ικανότητες αφορούν κατά κύριο λόγο το παρόν και το παρελθόν. Το μέλλον εμφανίζεται μόνο ως μια παιχνιδοποιημένη εκδοχή του παρόντος, η οποία εμφορείται από έντονο τεχνολογικό ντετερμινισμό και παίρνει τη μορφή της χάρη στα σενάρια που υλοποιούνται στις ψηφιακές πλατφόρμες.

«Πού χάθηκε το μέλλον;» αναρωτιόταν πριν μερικά χρόνια ο ανθρωπολόγος Marc Augé. Ασφαλώς, δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι τα άτομα που μελετήθηκαν είναι αντιπροσωπευτικά μιας γενιάς που μεγάλωσε στο πλαίσιο δυο διαδοχικών κρίσεων, της οικονομικής και της υγειονομικής. Το παρόν αποκτά ιδιαίτερο βάρος σε αυτές τις συνθήκες. Χάνει την αποβλεπτικότητα και τον μεταβατικό χαρακτήρα του και γίνεται μια δυσκίνητη μάζα προβλημάτων που απαιτεί την αποκλειστική προσοχή των υποκειμένων. H επίκληση του μέλλοντος, και μάλιστα ενός διαφορετικού ή ανατρεπτικού μέλλοντος, μετατρέπεται σε επιπόλαιη ονειροπόληση που παραβλέπει την επιτακτικότητα του παρόντος και τα «προβλήματα της πραγματικής ζωής».

Δεν είναι, όμως, μόνο οι σημερινοί έφηβοι που χάνουν την προοπτική του μέλλοντος. Η απουσία προοπτικής τείνει να γίνει καταστατική συνθήκη της ζωής μεγάλου αριθμού ανθρώπων. Το πρεκαριάτο είναι η ρευστή κοινωνική κατηγορία που περιλαμβάνει όσους και όσες προορίζονται να ζήσουν σε μόνιμη εργασιακή επισφάλεια. Περιμένουμε (απαιτούμε!) από αυτούς τους ανθρώπους να είναι καλοί παιδαγωγοί, παραγωγικοί εργαζόμενοι, δημιουργικοί ερευνητές, ενώ ταυτόχρονα τους εγκλωβίζουμε σε έναν τρόπο οργάνωσης της παραγωγής και του κράτους που τους στερεί κάθε δυνατότητα να οραματιστούν την προσωπική τους εξέλιξη. Η επανάληψη του παρόντος αποτελεί την καλύτερη εκδοχή του μέλλοντος που μπορούν να φανταστούν. Όταν το έργο στο οποίο πρέπει να διοχετεύσουν όλη τους την ενέργεια είναι η εξασφάλιση μιας θέσης αναπληρώτριας καθηγήτριας στη Μέση Εκπαίδευση ή ακαδημαϊκής υποτρόφου στο Πανεπιστήμιο για την επόμενη χρονιά, η επεξεργασία μιας παιδαγωγικής ή ερευνητικής ατζέντας αποτελεί πολυτέλεια, πόσω μάλλον η σύνδεση της εργασίας τους με την προοπτική της κοινωνικής αλλαγής.

Σε συνθήκες κρίσης, ο καπιταλισμός εγκαταλείπει την επιτήδευση της νεοτερικότητας. Η λειτουργία του επικεντρώνεται στη στείρα αναπαραγωγή μοτίβων που εξασφαλίζουν τη σταθερότητα του συστήματος, ενώ ταυτόχρονα μετατρέπουν την επιτακτικότητα του παρόντος σε μαύρη τρύπα που καταβροχθίζει όλες τις διαστάσεις της χρονικότητας των υποκειμένων.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 106, στις 27 Μαρτίου 2021.

IMAGE CREDIT: M.C. Escher, Bond of Union, 1956.