Το νησί

ΤΟ ΝΗΣΙ είναι μια πτύχωση του εδάφους που δημιουργεί βαθιές κοιλάδες και στενά περάσματα. Όσο εκτεταμένο κι αν είναι, από κανένα σημείο του δεν μπορείς να δεις μακρύτερα από μερικές εκατοντάδες μέτρα. Εκτεθειμένο τριγύρω στις ριπές του θαλασσινού νερού, στο εσωτερικό του μοιάζει περισσότερο με ηπειρωτική χώρα γεμάτη δέντρα, νερά και εύφορες πλαγιές. Ο αέρας μεταφέρει θερμές ανάσες που μυρίζουν αμπέλι, πεύκο, σύκο και πάλλονται από το ζουζούνισμα των εντόμων.

Κάποτε ήταν στεριά, χερσόνησος για την ακρίβεια. Η δυτικότερη απόληξη της αχανούς ασιατικής ηπείρου, εκτεθειμένη σε μια κλειστή, πολυσύχναστη θάλασσα. Όταν συνέβαιναν καταστροφές, όταν η Γη βυθιζόταν κι η θάλασσα ανέβαινε, όταν οι φωτιές κατέτρωγαν τις γειτονικές πεδιάδες, τα ζώα έτρεχαν να σκαρφαλώσουν στις απόκρημνες πλαγιές του και να λουφάξουν στις σκιερές χαράδρες του. Έβρισκαν καταφύγιο. Το νησί ποτέ δεν παραπονέθηκε, ποτέ δεν στέναξε από το βάρος των τρομοκρατημένων ποδιών. Τα έπαιρνε όλα και τα μετέτρεπε σε δική του ζωή. Ακόμα και σήμερα, αν σκάψεις θα βρεις απολιθώματα μορφών ζωής που έχουν εξαφανιστεί πριν από πολλές χιλιάδες χρόνια. Τα έχει κρατήσει όλα μέσα του.

Όταν ανέβηκαν τα νερά και το χώρισαν από την απέναντι στεριά –όταν γνώρισε τον πρώτο αποχωρισμό– το ρεύμα ζωής που το συντηρούσε δεν διακόπηκε. Το χάσμα που δημιουργήθηκε το γεφύρωσαν οι άνθρωποι. Πλεούμενα κάθε λογής προσέγγιζαν τις ακτές του. Πειρατές, φυγάδες, προσκυνητές… κυρίως αυτοί, κουβαλώντας αναθήματα για τη μεγάλη θεά. Κοσμήματα, μπουκαλάκια με αρώματα, μυθικούς γρύπες, ομοιώματα ανθρώπινων μελών, μαρμάρινους κούρους. Τα κράτησε κι αυτά μέσα του, στα ερείπια των ναών που σιγά-σιγά καλύπτονταν από τη βλάστηση.

Με το πέρασμα του χρόνου η ζωή του νησιού άλλαζε. Οι άνθρωποι κινούνταν πάνω του όπως άλλοτε τα ζουζούνια. Το τρυπούσαν, το γονιμοποιούσαν, το μεταμόρφωναν. Εκείνοι δεν το καταλάβαιναν, αλλά είχαν γίνει μέρος της ζωής του, μια από τις δυνάμεις που το κρατούσαν συνδεδεμένο με τη Γη και με τους κύκλους των αλλαγών. Τους δεχόταν πρόθυμα, τους φιλοξενούσε και τους έκανε μέρος του όταν έκλειναν τον κύκλο τους. Ποτέ δεν παραπονέθηκε, ποτέ δεν ξεχώρισε, ποτέ δεν αρνήθηκε. Γι’ αυτό του φάνηκε περίεργο όταν κατάλαβε ότι κάποιοι από αυτούς εμπόδιζαν άλλους να το κατοικήσουν. Για το ίδιο, περισσότεροι άνθρωποι σήμαιναν μεγαλύτερη σύνδεση με τη ζωή, πλουσιότερη εμπειρία του κόσμου. Όμως, όπως συμβαίνει μερικές φορές σε έναν άρρωστο οργανισμό, ένα μέρος του σώματός του άρχισε να καταβροχθίζει ένα άλλο επειδή το θεώρησε απειλή. Το νησί νοσεί. Από τόπος φιλοξενίας μετατρέπεται σε τόπο εξορίας. Ξαναγνωρίζει τον αποχωρισμό, αυτή τη φορά όμως εκείνον που επιβάλλουν οι φράχτες και οι οπλισμένες περίπολοι. Και καταλαβαίνει ότι όταν η ζωή επανέλθει σ’ αυτό, το μόνο που θα βρει θα είναι μια έρημη χώρα κατοικημένη από παγωμένες μορφές και σημαδεμένη από μνήμες ταπείνωσης, ματαίωσης και απώλειας.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 81, στις 15 Φεβρουαρίου 2020.

Φιλοξενία

ΕΧΩ ΑΝΑΡΩΤΗΘΕΙ πολλές φορές: πόσοι άνθρωποι στον κόσμο ξυπνάνε στο ίδιο μέρος που είχαν ξυπνήσει και το προηγούμενο πρωί; Μια δεδομένη μέρα, ποιοι είναι περισσότεροι, αυτοί που ξυπνάνε στο ίδιο μέρος που ξύπνησαν και την προηγούμενη ή εκείνοι που ξυπνάνε σε διαφορετικό μέρος; Δεν γνωρίζω αν υπάρχει τρόπος να απαντηθεί αυτό το ερώτημα. Οι πιο πολλοί διαισθητικά θα απαντούσαμε ότι περισσότεροι είναι αυτοί που ξυπνάνε στο ίδιο μέρος που ξύπνησαν και χτες: η προδιάθεση της μονιμότητας. Ας σκεφτούμε, όμως, δύο εμπειρικά δεδομένα. Σύμφωνα με στοιχεία των υπηρεσιών πολιτικής αεροπορίας, κάθε στιγμή βρίσκονται εν πτήσει, κατά μέσο όρο, 1.260.00 άνθρωποι. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, το 2017, ο αριθμός των ανθρώπων που έμεναν σε άλλη χώρα από αυτή στην οποία γεννήθηκαν έφτανε τα 258 εκατομμύρια, και ένα σημαντικό ποσοστό αυτού του αριθμού ήταν μετανάστες που άλλαζαν τακτικά διαμονή. Οι αριθμοί αυτοί είναι μικροί και τείνουν να επιβεβαιώσουν τη διαίσθηση της μονιμότητας. Ωστόσο, είναι οι μεγαλύτεροι που έχουν υπάρξει ποτέ στην ιστορία και αποτελούν απλώς τα πιο έκδηλα συμπτώματα μιας διαρκώς εντεινόμενης κινητικότητας. Αν σε αυτούς προσθέσουμε τους ανθρώπους που δεν διαθέτουν μόνιμη στέγη, εκείνους που εκτοπίζονται εξαιτίας γεωλογικών και κλιματικών φαινομένων, εκείνους που μετακινούνται για αναζήτηση εργασίας κι εκείνους που αποδεσμεύονται εκούσια από τη μόνιμη διαμονή επειδή οι εργασίες τους έχουν μεταφερθεί στο υπολογιστικό νέφος και το κόστος κατοικίας στον ουρανό, τότε οι αριθμοί παύουν να είναι αμελητέοι.

Η νέα κινητικότητα έχει δύο χαρακτηριστικά που τη διαφοροποιούν από προηγούμενα φαινόμενα μαζικών μετακινήσεων. Το ένα είναι ότι οι μετακινούμενοι στην πλειονότητά τους δεν προσβλέπουν στην προοπτική άμεσης εγκατάστασης, αλλά σε μια παρατεταμένη αναζήτηση που κάποτε θα τους φέρει στον τόπο των προσδοκιών τους. Στην πορεία, οι προσδοκίες αλλάζουν, ξεχνιούνται ή ματαιώνονται και η μετακίνηση τείνει να γίνει η νέα κανονικότητα. Το άλλο χαρακτηριστικό είναι η απουσία καταφυγίων. Όπως έγραφα στο προηγούμενο σημείωμα, η μετάβαση στην Ανθρωπόκαινο σηματοδοτεί την επιθετική ισοπέδωση των μνημονικών θυλάκων που επέτρεπαν τη δοκιμή εναλλακτικών σεναρίων βιολογικής και κοινωνικής προσαρμογής. Οι μετακινούμενοι δεν μπορούν ούτε να επιστρέψουν στην εστία ούτε να επανεκκινήσουν την αναζήτησή τους. Μετατρέπονται σε νομάδες.

Πώς θα αντισταθούμε σε αυτή την απώλεια ερεισμάτων; Με το να γαντζωθούμε από τις απειλούμενες ταυτότητες και τοπικότητές μας; Αυτό θα ήταν μοιραίο λάθος, έγραφε ο Pierre Lévy το 1995. Οφείλουμε μάλλον να προσπαθήσουμε να δώσουμε νόημα σε αυτή τη δυνητικοποίηση της ύπαρξης επινοώντας μια νέα τέχνη της φιλοξενίας. Η πιο υψηλή ηθική των αρχαίων νομάδων πρέπει τώρα, την εποχή της μεγάλης αποτοπικοποίησης, να γίνει η νέα αισθητική, η ίδια η ουσία της δημιουργικότητας. Η τέχνη που θα υποδεχτεί και θα αναδείξει τις πολιτικές μορφές ενός κόσμου που αναθεωρεί εκ βάθρων τις βεβαιότητές του.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 76, στις 7 Δεκεμβρίου 2019

Καταφύγια

Στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού πάντα υπήρχαν σημεία επιστροφής. Είτε επρόκειτο για κοσμογονικές αλλαγές είτε για τοπικές αναστατώσεις, ο κόσμος πάντα διατηρούσε την ανάμνηση αυτού που υπήρχε πριν. Όχι μόνο ως αφήγηση, αλλά και ως υλική υπόσταση. Αυτό δεν σημαίνει ότι μετά από βαθιές ρήξεις της χρονικής συνέχειας ο κόσμος μπορούσε να ξαναγίνει όπως ήταν πριν. Μπορούσε όμως να δείξει πώς ήταν πριν και να προσφέρει σε όσους το επιθυμούσαν την επιλογή να δημιουργήσουν μια εναλλακτική πραγματικότητα εκκινώντας από μια προγενέστερη αφετηρία. Αν η ιστορία του Κατακλυσμού είναι η αρχετυπική ιστορία των κοσμογονικών αλλαγών που διαμόρφωσαν τη Γη, η ιστορία της Κιβωτού είναι η αρχετυπική ιστορία των καταφυγίων. Σπάνια το συνειδητοποιούμε, αλλά πρόκειται για δυο διαφορετικές ιστορίες, οι οποίες συνυφαίνονται όπως η θεία οργή με τη θεία πρόνοια. Σε μια εποχή που το νέο δεν αποτελεί αξία αλλά κίνδυνο –και η εποχή αυτή καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας– η θεία πρόνοια εκδηλώνεται με τη μέριμνα για την ύπαρξη καταφυγίων.

Οι μνημονικές δομές που εμφανίζονται στο εσωτερικό των ανθρώπινων κοινοτήτων, αλλά και οι θύλακες διατήρησης βιολογικών δειγμάτων από προγενέστερα εξελικτικά στάδια αποτυπώνουν αυτή τη λειτουργία. Δεν πρόκειται για αντίσταση στην αλλαγή, αλλά για μια ζωτικής σημασίας πλεοναστικότητα. Αν η αλλαγή οδηγήσει στην εξάλειψη, τότε θα πρέπει πάντα να υπάρχει η δυνατότητα εναλλακτικών επιλογών που θα διασώσουν το είδος. Αποτελεί κοινό τόπο, εξάλλου, ότι το είδος χάνεται οριστικά όταν χαθούν τα καταφύγιά του. Επίσης, δεδομένου ότι δεν υπάρχει τρόπος να ελεγχθεί αν μια αλλαγή οδήγησε στο βέλτιστο αποτέλεσμα, η ύπαρξη καταφυγίων επιτρέπει τον διαρκή πειραματισμό για αναζήτηση καλύτερων λύσεων προσαρμογής. Από αυτή την άποψη, τα καταφύγια δεν αποτελούν λύσεις ατομικής σωτηρίας ή διάσωσης ενός πληθυσμού από έναν έκδηλο κίνδυνο, αλλά προϋποθέσεις επιβίωσης των ειδών. Είναι αποθέματα γονιδίων και μιμιδίων τα οποία επιτρέπουν τη χάραξη εναλλακτικών διαδρομών συλλογικής ευημερίας.

Τα τελευταία χρόνια, γίνεται μεγάλη συζήτηση για την Ανθρωπόκαινο, τη γεωλογική εποχή κατά την οποία οι συνέπειες των ανθρώπινων επιλογών αποκτούν πλανητικές διαστάσεις. Η συζήτηση αφορά, σε μεγάλο βαθμό, το ερώτημα αν όντως η Ανθρωπόκαινος αποτελεί γεωλογική εποχή. Κι αν ναι, ποιο είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της; Η απάντηση είναι, ασφαλώς, πολύ δύσκολη γιατί προϋποθέτει μια εποπτεία που κανείς δεν διαθέτει σήμερα. Θα μπορούσαμε, ωστόσο, να σκεφτούμε την Ανθρωπόκαινο ως την κορύφωση μιας διαδικασίας που οδηγεί στην κατάργηση των καταφυγίων. Οι συνέπειες των ανθρώπινων επιλογών είχαν πάντα πλανητικές διαστάσεις, αλλά η επιθετική κανονικοποίηση που επιφέρει ο όψιμος καπιταλισμός εξαλείφει όλους τους μνημονικούς θύλακες που, στο παρελθόν, επέτρεπαν τη δοκιμή εναλλακτικών σεναρίων βιολογικής και κοινωνικής προσαρμογής. Η Ανθρωπόκαινος σηματοδοτεί την είσοδο σε μια εποχή χωρίς σημεία επιστροφής, όπου η πολιτική του τετελεσμένου ορίζει την κανονικότητα ενός ανέστιου κόσμου.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 75, στις 23 Νοεμβρίου 2019.