Το μεγάλο τεχνούργημα

ΕΓΡΑΦΑ ΣΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ σημείωμα ότι η τεχνική είναι η συνθήκη ύπαρξης του ανθρώπου σε έναν κόσμο που εξ ορισμού στερείται νοήματος. Δεν είναι ότι ο άνθρωπος, μέσω της τεχνικής, βρήκε τον τρόπο να εδραιώσει την παρουσία και την κυριαρχία του σε έναν αβέβαιο κόσμο, αλλά ότι μέσω της τεχνικής δημιούργησε τον μόνο κόσμο στον οποίο μπορούσε να υπάρξει. Και, κάνοντάς το αυτό, δημιούργησε τον εαυτό του.

Φυσικά, άνθρωποι και πολιτισμοί είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους. Όπως περιγράφεται στους αρχαίους μύθους, οι άνθρωποι, από τη στιγμή που απέκτησαν συνείδηση της παρουσίας τους πάνω στη Γη, πήραν διαφορετικούς δρόμους. Έχτισαν διαφορετικούς κόσμους και οργάνωσαν με διαφορετικούς τρόπους τις ζωές τους. Το κοινό στοιχείο σε όλες τις εκδοχές αυτού του εγχειρήματος είναι ότι πρόκειται για πτυχώσεις του πραγματικού που συντηρούνται χάρη στην τεχνική εργασία. Οι διαφορές μεταξύ των κόσμων, από την άλλη, δεν οφείλονται στη βιολογία ή στη γεωγραφία, αλλά στις διαφορετικές μορφές της τεχνικής εργασίας που τους παράγει και τους συντηρεί.

Παρ’ όλα αυτά, για πολλές χιλιάδες χρόνια, οι άνθρωποι δεν έπαψαν να έχουν συνείδηση ότι μοιράζονταν την ύπαρξή τους με μια ποικιλία όντων και φαινομένων που υπερέβαιναν τους ανθρώπινους κόσμους τους. Κατανοούσαν ότι ζούσαν σε μια πτύχωση του πραγματικού, αλλά κατανοούσαν, επίσης, ότι ήταν μέρος ενός οργανικού συνόλου που τους περιείχε και τους καθόριζε. Η στιγμή που η σχέση αυτή διακόπτεται έρχεται πολύ αργά και όχι ταυτόχρονα σε όλους τους πολιτισμούς. Ο λεγόμενος δυτικός πολιτισμός, χάρη στην ιδιαίτερη ιστορική διαδρομή που ακολούθησε, πιστώνεται με την αποφασιστική κίνηση που οδήγησε στη ρήξη της σχέσης του ανθρώπου με το κοσμικό γίγνεσθαι. Η στιγμή αυτή είναι η δημιουργία της Φύσης.

Η έννοια της φύσης υπάρχει, ασφαλώς, από την αρχαιότητα. Μόνο που η φύση δεν είναι η Φύση, όπως την εννοούμε σήμερα, αλλά το σύνολο των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε επιμέρους όντος. Είναι πάντα η φύση κάποιου πράγματος, αυτό που το εξατομικεύει και το διαφοροποιεί από τα άλλα όντα. Και σε πολλές περιπτώσεις η φύση αυτή είναι ευμετάβλητη και παροδική. Η έννοια μιας περιεκτικής Φύσης που στέκεται απέναντι από τον άνθρωπο δεν υπάρχει, επειδή απλούστατα οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και τον κόσμο τους ως μέρη μιας οργανικής ολότητας που έχει έναν αυτοκαθοριζόμενο τρόπο ύπαρξης. Ο προνεοτερικός «κόσμος» αναφέρεται σε μια υπερβατική τάξη (πρβλ. «διάκοσμος», «κόσμημα»), η οποία περιλαμβάνει τα ανθρώπινα, υπογραμμίζοντας την ενδεχομενικότητα και τη μερικότητα κάθε πτύχωσης που τα φιλοξενεί. Από αυτόν τον κόσμο αποκόπτεται η δυτική νεοτερικότητα με τη δημιουργία της έννοιας της Φύσης.

Η δημιουργία της φύσης (ας συνεχίσουμε με μικρό φ, πλέον, μια που σήμερα αυτό είναι το κυρίαρχο νόημα της λέξης) πραγματοποιείται κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα, στο πλαίσιο της Επιστημονικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού. Η διαδικασία αυτή τροφοδοτείται από τέσσερις παράλληλες εξελίξεις, καμία από τις οποίες δεν αποβλέπει ευθέως στην αποκοπή του ανθρώπου από τον κόσμο, αλλά οι οποίες, μέσω του συνδυασμού τους, οδήγησαν σε αυτό το αποτέλεσμα.

Η πρώτη από αυτές τις εξελίξεις αφορά τη δημιουργία του ατόμου. Όπως παρατηρούσε ο Gideon Freudenthal το μακρινό 1986, ο 17ος αιώνας είναι ο αιώνας του ατόμου και του ατόμου. Το φυσικό άτομο (atom) και το κοινωνικό άτομο (individual) είναι μορφές που εμφανίζονται ταυτόχρονα και θεμελιώνουν αμφότερες το οικοδόμημα της νεοτερικότητας. Βεβαίως, το άτομο με την έννοια του οριοθετημένου όντος που συμμετέχει σε ένα σύνολο αλληλεπιδράσεων προϋπάρχει. Αυτό που είναι νέο τον 17ο αιώνα είναι ότι το κοινωνικό άτομο επαναπροσδιορίζεται ως μια οντότητα που διαθέτει ατομικότητα από την ίδια της τη φύση. Στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του φυσικού δικαίου, το άτομο ορίζεται ως ένα ον που είναι εκ φύσεως εφοδιασμένο με ορισμένα θεμελιώδη και αναφαίρετα δικαιώματα. Υπό αυτή την ιδιότητα, το άτομο προσέρχεται σε διαπραγμάτευση με άλλα άτομα και προσυπογράφει το κοινωνικό συμβόλαιο που καθορίζει τους όρους της συνύπαρξής τους. Θα μπορούσε να πει κανείς, επομένως, ότι ο 17ος αιώνας είναι η εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι «ανακαλύπτουν» τη φυσικότητα του κοινωνικού ατόμου. Όμως, αυτό δεν είναι απολύτως ακριβές. Διότι, αυτό που κάνει δυνατή μια τέτοια «ανακάλυψη» δεν είναι η καλλιέργεια της σκέψης και η ανάπτυξη της επιστήμης του δικαίου, αλλά η δημιουργία μιας έννοιας, η οποία μορφοποιείται στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο. Αυτή είναι η έννοια του «ατομικού συμφέροντος».

Μολονότι θεωρούμε αυτονόητο ότι το ουσιαστικό προηγείται οντολογικά του επιθέτου (το άτομο είναι το ον και το ατομικό είναι μια ιδιότητα ή κατάσταση που συνδέεται με την ύπαρξη του ατόμου), η ιστορική διαδικασία συχνά είναι αντίστροφη. Εν προκειμένω, δεν είναι η έννοια του ατόμου που δημιουργεί την έννοια του ατομικού συμφέροντος, αλλά η επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος που συγκροτεί το νεοτερικό άτομο. Το νεοτερικό άτομο εμφανίζεται όταν ο φορέας της εξουσίας, της ιδιοκτησίας και του πλούτου, που στις προνεοτερικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης ορίζεται μέσω συμβολικών σχέσεων, παραχωρεί τη θέση του στο διεκδικητικό υποκείμενο του εμπορικού καπιταλισμού: Το εκκοσμικευμένο ατομικό συμφέρον συγκροτεί ένα υποκείμενο, η δράση και η θέση του οποίου δεν καθορίζονται από μια υπερβατική εξωτερικότητα (κληρονομικότητα, καταγωγή), αλλά από ένα εσωτερικό κίνητρο ιδιοποίησης, πλουτισμού και κυριαρχίας. Αυτή είναι και η στιγμή που η «ατομική ιδιοκτησία» γίνεται πραγματικά ατομική. Αν στην προηγούμενη τάξη πραγμάτων οι οικογενειακές γαίες περιέρχονταν μέσω του κληρονομικού δικαίου στην κατοχή του προσώπου που εκπροσωπούσε τον οίκο, τώρα οι περιφραγμένες γαίες ήταν αποτέλεσμα ενεργητικής ιδιοποίησης που υποκινούνταν από την ενεργητική επιδίωξη του πλουτισμού. Το άτομο αναδύεται, επομένως, ως το ον που έχει επίγνωση του ατομικού του συμφέροντος. Και αυτή η επίγνωση είναι που του δίνει μια διακριτή θέση στον κόσμο. Το ατομικό του συμφέρον μπορεί να το φέρνει σε αντίθεση με άλλα άτομα, αλλά και με μια εξωτερικότητα, η οποία είναι μη άτομο και ως τέτοια δεν διαθέτει ατομικά συμφέροντα η ίδια: τη φύση.

Η δεύτερη διαδικασία που τροφοδοτεί τη δημιουργία της φύσης αφορά την εμφάνιση μιας θεολογικά προσανατολισμένης φυσικής φιλοσοφίας. Συνεχίζοντας την παράδοση του μεσαιωνικού νομιναλισμού, η φυσική φιλοσοφία του 17ου αιώνα στρέφεται προς τη μελέτη του κόσμου, όχι μόνο για να γνωρίσει αυτόν τον ίδιο, αλλά κυρίως για να γνωρίσει τον Δημιουργό του. Υπό αυτή την έννοια, ο κόσμος δεν γίνεται αντιληπτός ως μια πολύπλοκη, αυτοτελής ενότητα που περιλαμβάνει τον άνθρωπο, αλλά ως ένα βιβλίο που στέκεται απέναντι στον άνθρωπο και στο οποίο είναι γραμμένο το σχέδιο της Δημιουργίας. Όλους τους προηγούμενους αιώνες, το εγχείρημα κατανόησης της θεϊκής σοφίας είχε επενδύσει στη λογική: Μέσω του λόγου, ο άνθρωπος θα προσπαθούσε να συλλάβει τον τρόπο με τον οποίο σκέφτηκε ο Θεός για να δημιουργήσει τον κόσμο. Και εφόσον κατάφερνε να συλλάβει έστω και κάποιες όψεις αυτής της διάνοιας, θα αναγνώριζε τη σοφία, τη δύναμη και την πρόνοια με την οποία ενήργησε ο Δημιουργός. Τόσο ο νομιναλισμός του 14ου αιώνα, όμως, όσο και ο αγγλικός εμπειρισμός του 17ου αιώνα θεώρησαν ότι η προσέγγιση αυτή ήταν ατελέσφορη, γιατί η πεπερασμένη ανθρώπινη διάνοια ήταν αδύνατο να διαπεράσει την άπειρη θεϊκή διάνοια. Έτσι, ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να γνωρίσουμε και να δοξάσουμε το θεϊκό μεγαλείο περνά μέσα από την «επιστημονική» μελέτη της φύσης. Ο Θεός έδρασε κατά την απολύτως ελεύθερη και ακατανόητη από τον άνθρωπο ελεύθερη βούλησή του· αυτό που οφείλουν να κάνουν οι άνθρωποι είναι να μελετήσουν τη Δημιουργία όπως πραγματικά είναι και να προσπαθήσουν, μέσω αυτής, να κατανοήσουν κάποιες όψεις του Σχεδίου της Δημιουργίας. Αυτές οι όψεις θα είναι αρκετές για να αναγνωρίσει ο άνθρωπος τη δύναμη, τη σοφία και την πρόνοια με την οποία έδρασε ο Δημιουργός, δίχως να υποβιβάζουν τη διάνοιά του στο ανθρώπινο επίπεδο. Αυτό είναι το περίφημο «Επιχείρημα του Σχεδιασμού» (Argument by Design). Όσο αιρετικό κι αν ακούγεται (επειδή έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε ότι η επιστήμη βρίσκεται στους αντίποδες της θρησκείας), ο σύγχρονος εμπειρικός τρόπος μελέτης της φύσης έχει τις ρίζες του σε αυτή τη θεολογική παράδοση που επιδιώκει να επικυρώσει την απόλυτη ελευθερία του Θεού κατά την πράξη της Δημιουργίας.

Σε ό,τι μας αφορά εδώ, αυτή είναι και η παράδοση που μετατρέπει τον κόσμο στο δεύτερο ιερό βιβλίο. Το πρώτο είναι η Βίβλος. Οι πιστοί μπορούν να κατανοήσουν τον λόγο του Θεού διαβάζοντας τις Ιερές Γραφές. Μπορούν, όμως, να φτάσουν στην αναγνώριση του θεϊκού μεγαλείου και μέσω της μελέτης του δεύτερου ιερού βιβλίου που είναι η φύση. Ο Θεός όρισε τον άνθρωπο κυρίαρχο της φύσης, αλλά επίσης του έδωσε τη φύση ως ένα μέσο κατανόησης των δυνάμεων που κυβερνούν τη Δημιουργία και ενίσχυσης της πίστης του. Υπό αυτή την έννοια, δεν είναι τυχαίο ότι οι φυσικοί φιλόσοφοι του 17ου και του 18ου αιώνα θεωρούν ότι η πρωταρχική αποστολή τους είναι η υπεράσπιση της ορθής πίστης. Και για να φέρουν εις πέρας αυτή την αποστολή πρέπει να αποκρυπτογραφήσουν το βιβλίο της φύσης.

Η τρίτη εξέλιξη που συνέβαλε στην εδραίωση της έννοιας της φύσης συνδέεται και αυτή με μια νεοτερική αντίληψη. Ο άνθρωπος δεν είναι μέρος ενός ενιαίου κοσμικού γίγνεσθαι, αλλά ένα αυτεξούσιο ον που στέκεται απέναντι σε μια φύση, η οποία είναι φτιαγμένη για να τον υπηρετεί. Η φύση είναι ένα σύνολο από «πράγματα» που έχουν δυνάμεις και ιδιότητες. Όμως, αυτές οι δυνάμεις και ιδιότητες δεν εκφράζουν τις φύσεις των όντων, αλλά τη σχέση τους με τον άνθρωπο. Κάνουν τα πράγματα να είναι χρήσιμα, άχρηστα, επιβλαβή ή ωφέλιμα. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο το ανθρώπινο βλέμμα επισκοπεί και ταξινομεί τη φύση: Ένα φυτό είναι δηλητηριώδες, ένα ζώο παραγωγικό, ένα μέταλλο ελατό, μια θάλασσα πλεύσιμη, μια έρημος αφιλόξενη. Το κέντρο της Δημιουργίας είναι ο άνθρωπος και ο κόσμος φτιάχτηκε γι’ αυτόν. Άρα, η φύση είναι το σύνολο των πόρων που ο Θεός έθεσε στη διάθεση του ανθρώπου. Κι αν κάτι έκανε λάθος ο άνθρωπος στη διάρκεια της νεοτερικότητας, μας λένε οι σύγχρονοι υπερασπιστές της φύσης, είναι ότι χρησιμοποίησε αυτούς τους πόρους σαν να ήταν ανεξάντλητοι. Ενώ η σχέση μας με τη φύση έπρεπε να χαρακτηρίζεται από σύνεση και πνεύμα οικονομίας, ώστε οι πόροι να ανανεώνονται με ικανοποιητικό ρυθμό και να συνεχίζουν να τροφοδοτούν την ανθρώπινη πρόοδο.

Ακόμα και σήμερα, λοιπόν, το πρόβλημα στη σχέση μας με τη φύση δεν εντοπίζεται στην υποταγή όλων των πραγμάτων στην ανθρώπινη ιδιοτέλεια και στον συνακόλουθο οντολογικό υποβιβασμό τους, αλλά στην αλόγιστη σπατάλη της θεϊκής κληρονομιάς. Έτσι, ό,τι υπάρχει δεν υπάρχει για τον εαυτό του, δεν διαθέτει αυτενέργεια ή ένα διακριτό πρόγραμμα ζωής, αλλά ετεροπροσδιορίζεται από τον άνθρωπο, ο οποίος με τη βοήθεια της επιστήμης και της τεχνολογίας τού αποδίδει μια συγκεκριμένη θέση στον κόσμο του.

Η τελευταία από τις εξελίξεις που συνέβαλαν στη δημιουργία της νεοτερικής έννοιας φύσης αφορά τη γνωσιμότητα της φύσης. Η φράση «η γνώση είναι δύναμη» αποδίδεται στον Francis Bacon, μολονότι διατυπώθηκε από διάφορους στοχαστές της πρώιμης νεοτερικότητας. Ο Bacon, όμως, είναι αναμφίβολα ο άνθρωπος που στα γραπτά του εκφράζει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο την έμφυλη σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Ο άνθρωπος αντιπροσωπεύει το αρσενικό στοιχείο που είναι περίεργο και δυναμικό. Η φύση αντιπροσωπεύει το θηλυκό στοιχείο που είναι παθητικό και μυστικοπαθές. Το καθήκον της αρρενωπής επιστήμης, που θεμελιώνεται στις αρχές του 17ου αιώνα, είναι να αποσπάσει από τη φύση τα μυστικά της. Και για να το κάνει αυτό, πρέπει να την ακινητοποιήσει και να την εξετάσει με έναν τρόπο που δεν διαφέρει πολύ από εκείνον που χρησιμοποιούσαν οι δικαστές για να ανακρίνουν τις μάγισσες. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα πρώιμο προγραμματικό κείμενο του Bacon στο οποίο σκιαγραφείται η νέα μέθοδος φυσικής γνώσης επιγράφεται Temporis Partus Masculus, τουτέστιν Η αρρενωπή γέννηση του χρόνου. Ο σκοπός της ανανεωμένης φυσικής φιλοσοφίας είναι η σύναψη ενός «αγνού, ιερού και νόμιμου γάμου», ο οποίος θα θέσει τη φύση «στην υπηρεσία του ανθρώπου και θα την κάνει σκλάβα του». Μέσω αυτής της διαδικασίας, ο άνθρωπος θα ανακτήσει την κυριαρχία του επί του κόσμου («The Great Instauration»), την οποία απώλεσε κατά την εκδίωξή του από τον Παράδεισο.

Έτσι, το πατριαρχικό βλέμμα αναλαμβάνει να ορίσει τη φύση: Τέμνει τη φυσική συνέχεια μετατρέποντάς τη σε ένα σύνολο αδρανών αντικειμένων τα οποία είναι απαλλαγμένα από ζωτικότητα και αυτενέργεια. Η φύση στέκεται απέναντι στον άνθρωπο-άνδρα παθητική και διαθέσιμη. Κι εκείνος, με την ψυχρή, αμερόληπτη και διεισδυτική ματιά του, της αποσπά μεθοδικά τα μυστικά της. Η γνώση των ιδιοτήτων των αντικειμένων και των νόμων που διέπουν τις αλληλεπιδράσεις τους του επιτρέπει να τη θέσει υπό τον έλεγχό του και να επωφεληθεί από τον «αγνό, ιερό και νόμιμο» γάμο του μαζί της. Όπως μια γυναίκα στην εποχή του Bacon και για αιώνες αργότερα δεν θεωρούνταν ολοκληρωμένη έξω από τη δέσμευση του γάμου, έτσι και η φύση δεν υπάρχει έξω από τη σχέση της με τον άνθρωπο. Μόνο στο πλαίσιο αυτής της πατριαρχικής σχέσης, την οποία εγγυάται ο θείος νόμος, αποκτά υπόσταση, νόημα και λόγο ύπαρξης.

***

ΕΧΟΥΜΕ ΕΞΟΙΚΕΙΩΘΕΙ τόσο πολύ με την έννοια της φύσης που δεν μπορούμε να διανοηθούμε ότι αυτή η έννοια δεν ήταν πάντοτε «εκεί», δεν είναι μια αυθύπαρκτη εξωτερικότητα με την οποία ο άνθρωπος αλληλεπιδρούσε σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του. Η φύση είναι ένα τεχνούργημα – το μεγάλο τεχνούργημα που θεμελιώνει και νοηματοδοτεί τον κόσμο της νεοτερικότητας.

Όπως είδαμε, η φύση είναι προϊόν τεσσάρων κρίσιμων ιστορικών εξελίξεων:

  • Η πρώτη είναι αυτή που συγκροτεί το υποκείμενο του αναδυόμενου καπιταλισμού: Το άτομο που υποκινείται από το ατομικό του συμφέρον βλέπει τον κόσμο ως μια εξωτερικότητα, την οποία πρέπει να υποτάξει και να θέσει στην υπηρεσία του.
  • Η δεύτερη αφορά τη στροφή της φυσικής φιλοσοφίας στην αναζήτηση του σχεδίου της Δημιουργίας: Η ορθή κατανόηση του «βιβλίου της φύσης» μπορεί να συμβάλει στην εδραίωση της χριστιανικής πίστης.
  • Η τρίτη εξέλιξη αφορά τη μετατροπή του κόσμου σε ένα σύνολο πόρων που προορίζονται αποκλειστικά για την ανθρώπινη ανάπτυξη: Ο κόσμος χάνει την οντολογική του αυτοτέλεια και νοηματοδοτείται μόνο σε σχέση με το πρόγραμμα ζωής των ανθρώπων.
  • Η τέταρτη αφορά την εδραίωση της πατριαρχικής σχέσης μεταξύ ανθρώπου και φύσης: Το ανθρώπινο βλέμμα οριοθετεί, ταξινομεί και υποτάσσει τις οντότητες, συγκροτώντας τη φύση μέσω μιας πράξης κυριαρχίας του δυναμικού αρσενικού λόγου επί μιας αδρανούς και παθητικής θηλυκής υλικότητας.

Η φύση είναι το μεγάλο τεχνούργημα του χριστιανισμού, του καπιταλισμού, του ανθρωπισμού και της πατριαρχίας. Το σημαντικό σε αυτή τη διαπίστωση δεν είναι ότι η φύση παρουσιάζεται ως κάτι κατασκευασμένο –άρα ως κάτι που στερείται «φυσικότητας»–, αλλά ότι αποτελεί το πλαίσιο εντός του οποίου τα συγκεκριμένα συστήματα σχέσεων φυσικοποιούνται και εγγράφονται στον πυρήνα του τρόπου με τον οποίο ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τη θέση του στον κόσμο.

IMAGE CREDITS: Pablo Picasso, Κοριτσι με μαντολινο, 1910 | Ivan Puni, Αυτοπροσωπογραφια, 1921 | Henri Le Fauconnier, Αφθονια, 1910 |  Εκτελεση Μαγισσων στο Τσελμσφορντ το 1589 (απο το βιβλιο της Silvia Federici, Ο Καλιμπαν και η Μαγισσα, Εκδοσεισ των Ξενων).

Επιτελεστικότητα

ΕΓΡΑΦΑ ΣΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ σημείωμα ότι η εργασία που πραγματοποιούμε για την αναπαραγωγή του φύλου μας είναι ασταμάτητη. Αρχίζει τη στιγμή που  ξυπνάμε, καταλαμβάνει όλο τον χρόνο που είμαστε ενεργοί/ές και συνεχίζεται ακόμα και στα όνειρά μας. Ο λόγος είναι ότι το φύλο δεν είναι ποτέ οριστικά συντελεσμένο. Δεν είναι όνομα, που δίνεται στη βάπτιση και παραμένει αναλλοίωτο σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Το φύλο πρέπει να το επιτελούμε, να το διεκδικούμε να το επιβεβαιώνουμε, ξανά και ξανά, ακόμα κι εκεί που «κανονικά» θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένο. Η αμέλεια να επιτελέσουμε το φύλο μας τιμωρείται με εξορία, απομόνωση, διαπόμπευση. Τι είδους γνώση, όμως, είναι αυτή που υπαγορεύει τη συγκεκριμένη εργασία; Γιατί σίγουρα μια τέτοια εργασία δεν είναι αποτέλεσμα της αυθόρμητης επιθυμίας του υποκειμένου να είναι κάτι. Είναι προϊόν μιας γνώσης που έχει επιτακτικό χαρακτήρα.

Η ΓΝΩΣΗ του φύλου αρθρώνεται σε τρία επίπεδα. Κατ’ αρχάς, είναι μια γνώση ταξινομική: τα άτομα κατατάσσονται στα δύο φύλα και αναπαρίστανται ως υποκείμενα τα οποία, «από τη φύση τους», διαθέτουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και συμπεριφορικές προδιαθέσεις. Η γνώση αυτή αφορά το σύνολο της κοινωνίας και αποτελεί το υπόστρωμα της υποκειμενοποίησης. Φτιάχνει έναν κλειστό, δυαδικό κόσμο, ο οποίος αντλεί τη νομιμότητά του από μια υπερβατική φυσική τάξη. Στο πλαίσιο αυτού του κόσμου είσαι ή το ένα ή το άλλο. Δεν μπορεί να μην είσαι τίποτα από τα δύο ή ένα τρίτο πράγμα.

ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ επίπεδο γνώσης αφορά τη γνώση των συνεπειών της παρέκκλισης. Είναι η γνώση των μηχανισμών που περιφρουρούν τη νομιμότητα του εδραίου ταξινομικού συστήματος. Ο φόβος της τιμωρίας και της απομόνωσης αποτελούν τον πυρήνα αυτού του συστήματος γνώσης. Και είναι, ακριβώς, η ικανότητά μας να διαχειριζόμαστε τον φόβο, που μας ολοκληρώνει ως υποκείμενα: Συμμορφωνόμαστε, αλλά επίσης επινοούμε, παρακάμπτουμε, προσποιούμαστε. Αναπτύσσουμε στάσεις και συμπεριφορές απέναντι στο κυκλώπειο πατριαρχικό βλέμμα που εγκαθίσταται στον πυρήνα της ηθικότητάς μας, σαν ιός.

ΤΟ ΤΡΙΤΟ επίπεδο γνώσης αφορά την επιτέλεση καθεαυτήν: Τι πρέπει να κάνω για να επιβεβαιώσω το φύλο μου·  πώς πρέπει να φαίνομαι, να κινούμαι, να ντύνομαι, να εκφράζομαι, να συμπεριφέρομαι… Αυτό το είδος γνώσης –η γνώση του πώς– συνοψίζει τις δεσμεύσεις και τις επιταγές των προηγούμενων ειδών γνώσης και δίνει περιεχόμενο στην καθαυτό εργασία του φύλου: Συγκροτεί  την ακατάπαυστη καθημερινή κοπιώδη εργασία που χωρίζει τον κόσμο σε ομάδες με διαφορετικές υποχρεώσεις και δικαιώματα απέναντι στη ζωή. Πώς θα ήταν αν αυτή η εργασία αποκτούσε συνείδηση του εαυτού της; Αν σκεφτόταν τον κόσμο ως ένα πεδίο δυνατοτήτων όπου μπορεί να πραγματώσει πολύ περισσότερες μορφές από αυτές που της επιβάλλει η εδραιωμένη γνώση του φύλου; Ίσως τότε η επιτελεστικότητα γινόταν μια πραγματικά δημιουργική διαδικασία εξερεύνησης που θα κατέλυε τις εδραιωμένες ταξινομήσεις και θα μετέτρεπε τον κόσμο σε ένα φιλόξενο πεδίο αυτοπραγμάτωσης.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 152, στις 18 Μαρτίου 2023.

IMAGE CREDIT: Giovanni Battista Bracelli, Bizzarie di varie figure, 1624

Μαλάκια

Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ άρχισε από ένα δημοσίευμα της Καθημερινής, ο συγγραφέας του οποίου δήλωνε ότι αποφάσισε να μην τρώει χταπόδια, επειδή πρόκειται για μια αξιοθαύμαστη μορφή ζωής. Μολονότι έχουν υπάρξει πολλά τέτοια δημοσιεύματα σε αγγλόφωνα περιοδικά, όπως έχουν υπάρξει και πολλές επιστημονικές μελέτες σχετικά με τη νευροφυσιολογία και τη συμπεριφορά του χταποδιού, το συγκεκριμένο δημοσίευμα φαίνεται ότι προκάλεσε έκπληξη σε πολλούς αναγνώστες. Κάποιοι αποκρίθηκαν ευθαρσώς ότι το τι τρώει ο καθένας κι η καθεμιά είναι ζήτημα γούστου. Κάποιοι άλλοι ότι συμφωνούν, χωρίς όμως να διευκρινίσουν πού σταματούν τα όρια της ευαισθησίας τους: Ο αστακός και τα ταπεινά σαλιγκάρια που πέφτουν ζωντανά στο βραστό νερό τρώγονται ευκολότερα επειδή έχουν υποτυπώδες νευρικό σύστημα; Κάποιοι άλλοι, τέλος, διακρίνουν ένα υποβόσκοντα ειδισμό (speciesism) στον λόγο του συγγραφέα, αλλά τον ευχαριστούν για την ευαισθητοποίηση. Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση εξαντλήθηκε σε ανούσια δημοσιογραφικά σχόλια και εξυπνακίστικα ευφυολογήματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Και όμως, η συζήτηση παρουσιάζει ορισμένες εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πλευρές. Ας προσπαθήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε τον βασικό ισχυρισμό. Δεν τρώμε χταπόδια επειδή μας μοιάζουν; Ε, λοιπόν, όχι, δεν μας μοιάζουν ούτε στο ελάχιστο. Η ευφυΐα δεν είναι μια συνεχής κλίμακα που ξεκινάει από την αμοιβάδα και φτάνει μέχρι τον άνθρωπο. Περισσότερη ευφυΐα ο ελέφαντας, λιγότερη το φίδι και ακόμα λιγότερη ο αχινός. Αυτή είναι η κλίμακα μέτρησης της ανθρώπινης ευφυΐας. Υπάρχουν όμως κι άλλες μορφές, μη ανθρώπινης ευφυΐας. Αν η ευφυΐα είναι η ικανότητα ενός όντος να συγκεντρώνει και να επεξεργάζεται πληροφορίες προκειμένου να παραγάγει σώματα γνώσης που θα του επιτρέψουν να προσαρμοστεί αποτελεσματικά στο περιβάλλον του, τότε είναι εύλογο να σκεφτούμε: πρώτον, ότι υπάρχουν πολλών ειδών ευφυΐες (που εξαρτώνται από τα όντα και τα περιβάλλοντά τους)· δεύτερον, ότι αυτές οι ευφυΐες δεν μπορούν να μπουν σε μια κοινή ποσοτική κλίμακα· και, τρίτον, ότι η θέση της ανθρώπινης ευφυΐας σε αυτό το διανοητικό multiverse είναι απροσδιόριστη και σίγουρα όχι στην κορυφή, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει κορυφή.

Αν σήμερα η εγγύτητα στην υποτιθέμενη κορυφή της κλίμακας ευφυΐας αποτελεί λόγο για την αποφυγή κατανάλωσης ενός ζωικού είδους, στα χρόνια του δουλεμπορίου και της αποικιοκρατίας η απόσταση από αυτή την κορυφή αποτελούσε ηθικό άλλοθι για την απροσχημάτιστη εκμετάλλευση και την κακομεταχείριση άλλων ανθρώπων. Δεν πάνε περισσότερα από εβδομήντα χρόνια, εξάλλου, που έκλεισαν οι ζωολογικοί κήποι με ανθρώπινα εκθέματα στο Βέλγιο, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Άρα, το να διατυπώνουμε κρίσεις βάσει μιας απόλυτης ανθρωποκεντρικής κλίμακας ευφυΐας είναι ούτως ή άλλως προσχηματικό και δεν εγγυάται την ηθική ακεραιότητα των αποφάσεών μας. Χρειαζόμαστε μια ηθική που θα περιλαμβάνει το χταπόδι όχι επειδή μοιάζει στον άνθρωπο, αλλά ανεξάρτητα από αυτό. Επειδή ανήκει σε έναν κόσμο που μας είναι ξένος, αλλά τον σεβόμαστε – έναν κόσμο που, μολονότι αδυνατούμε να τον καταλάβουμε, αρνούμαστε να τον κανιβαλίσουμε.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 137, στις 9 Ιουλίου 2022.

Αναφορές
Thomas Nagel (1974). What Is It Like to Be a Bat? The Philosophical Review, 83(4), 435-450.