Χρησιμότητα

ΕΙΝΑΙ ΧΡΗΣΙΜΟ το αυτοκίνητο; Ασφαλώς! Μπορεί η γενίκευση της χρήσης του να συνδέθηκε με μια σειρά κοινωνικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων, αλλά κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός ότι η δυνατότητα εύκολης και γρήγορης μετακίνησης έδωσε στον κόσμο τη σημερινή του μορφή. Ας πάμε λίγους αιώνες πίσω. Είναι χρήσιμη η τυπογραφία με χρήση κινητών στοιχείων; Εννοείται! Μπορεί εδώ και αρκετές δεκαετίες να έχουμε γεμίσει με τυπωμένα σκουπίδια που μολύνουν το φυσικό και το διανοητικό περιβάλλον, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διάδοση του γραπτού λόγου έδωσε και αυτή στον πολιτισμό μας τη σημερινή του μορφή. Αντίστοιχες ερωτήσεις θα μπορούσαν να τεθούν για μια σειρά από τεχνολογίες που «έδωσαν στον πολιτισμό μας τη σημερινή του μορφή»: τον ηλεκτρισμό, τα σιδηροδρομικά δίκτυα, τους υπολογιστές κ.ο.κ. Και για όλες, η απάντηση θα ήταν ένα αυθόρμητο «Εννοείται!». Όμως, αν πάμε πίσω, στη στιγμή της εμφάνισης αυτών των τεχνολογιών, θα δούμε κάτι περίεργο: Ότι αγωνίστηκαν για να πείσουν για τη χρησιμότητά τους.

Όταν πρωτοεμφανίστηκε το αυτοκίνητο, δεν ήταν παρά μια τεχνολογία επίδειξης. Μια μηχανή που ήταν σε θέση να μεταφέρει ανθρώπους και ελαφρά φορτία με χαμηλές ταχύτητες και υψηλό κόστος στους κακοτράχαλους δρόμους που προορίζονταν για ζώα και κάρα. Γι’ αυτό και επί πολλές δεκαετίες, η μεταφορά εμπορευμάτων με τους παραδοσιακούς τρόπους ανταγωνίστηκε συστηματικά τις μεταφορές με αυτοκίνητα. Για να γίνει πειστικά χρήσιμο το αυτοκίνητο έπρεπε, κυριολεκτικά, να αλλάξει η μορφή του πλανήτη: Μόνο όταν οι δρόμοι των πόλεων έγιναν κατάλληλοι για αυτοκίνητα (και ακατάλληλοι για τα πέταλα των αλόγων) και οι ανθρώπινοι οικισμοί σε όλο τον πλανήτη άρχισαν να συνδέονται με φαρδιούς ασφαλτοστρωμένους δρόμους, το αυτοκίνητο «απέδειξε» τη χρησιμότητά του.

Με ανάλογο τρόπο μπορούμε να σκεφτούμε την επικράτηση της τυπογραφίας. Από τα τέλη του 15ου αιώνα, που τοποθετείται συμβατικά η εφεύρεση της εκτύπωσης με κινητά στοιχεία, μέχρι τον 18ο αιώνα, η τυπογραφία ανταγωνίζεται την επίμονη παρουσία του χειρογράφου. Δεν είναι, μάλιστα, λίγες οι περιπτώσεις που τα τυπωμένα έργα αντιγράφονται και διαδίδονται με μορφή χειρογράφων. Μόνο όταν δημιουργείται η δημόσια σφαίρα, όπου η διαμόρφωση πολιτικής στάσης συνδέεται με την ταχεία διακίνηση γραπτού λόγου, η τυπογραφική πρέσα (the Press) βρίσκει τη θέση της στο κέντρο της κοινωνικής ζωής. Για να «αποδείξει» τη χρησιμότητά της η τυπογραφία έπρεπε να αλλάξει η μορφή της κοινωνίας – να γεννηθεί η νεοτερικότητα.

Καμιά τεχνολογία δεν είναι εξαρχής χρήσιμη. Και καμιά τεχνολογία δεν καθοδηγεί την κοινωνική εξέλιξη με ντετερμινιστικό τρόπο. Η τεχνολογία αποτελεί έκφραση της κοινωνικής δυνητικότητας. Τα τεχνουργήματα μπορεί να είναι ή να μην είναι χρήσιμα. Για να συμβεί το πρώτο, πρέπει η δημιουργία τους να συνοδευτεί από την δημιουργία ενός κόσμου στον οποίο αυτά μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά και να «αποδείξουν» τη χρησιμότητά τους ικανοποιώντας ανάγκες που δεν υπήρχαν στον κόσμο που γεννήθηκαν.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 160, στις 8 Ιουλίου 2023.

Παράθυρα

ΣΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ έγραφα ότι η μετάβαση από τη γραμμή εντολών στο γραφικό περιβάλλον χρήστη δεν διέπεται από κάποιου είδους ορθολογισμό ή αναγκαιότητα. Είναι επιλογή. Δεν κάνει τον χειρισμό των μηχανών ευκολότερο. Αντίθετα περιορίζει και αυτοματοποιεί τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν με τις μηχανές. Στην ουσία, αποειδικεύει τους χρήστες, μεταφέροντας ένα πολύ περιορισμένο και τυποποιημένο τμήμα της γνώσης τους στο γραφικό περιβάλλον χρήστη. Πέραν των δυνατοτήτων που προσφέρει αυτό το περιβάλλον, η πλειονότητα των χρηστών δεν μπορούν να αξιοποιήσουν καμιά άλλη λειτουργία των υπολογιστών. Οι ψυχολογικοί όροι που στηρίζουν αυτή την ανορθολογική τεχνική επιλογή σχετίζονται με τον «ναρκισσισμό του ποντικιού». Ο χρήστης κολακεύεται από τη μεγεθυσμένη αντήχηση των ενεργειών του, που του επιστρέφει το γραφικό περιβάλλον, και έχει την εντύπωση ότι κάνει περισσότερα. Στην πραγματικότητα, κάνει λιγότερα. Και με μεγαλύτερο κόστος.

Στην ιστορία των υπολογιστών, οι οθόνες ήταν πάντα ένα ελάχιστο τμήμα της συνολικής εγκατάστασης. Παραδοσιακά, η επικοινωνία με τους υπολογιστές γινόταν είτε χωρίς καθόλου οθόνη είτε μέσω μιας μικροσκοπικής οθόνης που κατέγραφε τις εντολές και διαβίβαζε την απόκριση της μηχανής. Αυτή η μινιμαλιστική οπτική διεπαφή άρχισε να μεγαλώνει και να αποκτά κεντρική θέση όταν η κουλτούρα του υπολογιστή διασταυρώθηκε με την κουλτούρα της τηλεόρασης. Όταν, δηλαδή, ο υπολογιστής άρχισε να αντιμετωπίζεται και ως μηχανή παραγωγής εικόνων· είτε αυτές αφορούσαν την αναπαράσταση των υπολογισμών που εκτελούσε είτε την παραγωγή ψηφιακών γραφικών για εμπορική ή καλλιτεχνική χρήση. Ακόμα κι όταν άρχισαν να εμφανίζονται τα «παραθυρικά» περιβάλλοντα, όμως, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, το μέγεθος της οθόνης έμεινε περιορισμένο – στους υπολογιστές της Apple επί μία δεκαετία διατηρήθηκε στις 9 ίντσες. Σα να μην πίστευαν κι οι ίδιοι οι κατασκευαστές ότι η συγκεκριμένη μορφή αλληλεπίδρασης ανθρώπου-υπολογιστή επρόκειτο ποτέ να γενικευτεί.

Αυτό ανατράπηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Η επικράτηση του γραφικού περιβάλλοντος χρήστη δημιούργησε νέες τεχνολογικές απαιτήσεις. Η γραφική αναπαράσταση όλο και περισσότερων λειτουργιών, η αμεσότητα της απόκρισης, η «διαισθητικότητα» της χρήσης έκαναν αναγκαία την παραγωγή ισχυρών καρτών γραφικών, οι οποίες καταναλώνουν πιο πολλή ενέργεια κι από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας του υπολογιστή. Και μολονότι αυτό μας ανταμείβει με μια φαντασμαγορία οπτικών αποτελεσμάτων, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας δαπανάται στα κλικ του ποντικιού και στα drag and drop των εικονιδίων – στον οπτικό αναδιπλασιασμό των λειτουργιών ο οποίος, όπως είπαμε, δεν επιτρέπει στον χρήστη να κάνει περισσότερα, αλλά λιγότερα. Η επιλογή του γραφικού περιβάλλοντος χρήστη είναι μια τεχνικά και οικονομικά ανορθολογική επιλογή. Αποτελεί, όμως, ένα εδραιωμένο πολιτισμικό δεδομένο που καθορίζει πλέον τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάζουμε και αλληλεπιδρούμε με τις μηχανές. Όπως έχω ξαναγράψει, το ερώτημα δεν είναι τι είναι αυτό που κάνει δυνατό η τεχνολογία, αλλά τι είναι αυτό που κάνει δυνατή την τεχνολογία.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 114, στις 17 Ιουλίου 2021.

IMAGE CREDIT: Daniel Oliva Barbero, Evolution

Τεχνολογία

Η ΛΕΞΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ πάντα δήλωνε δύο διαφορετικά πράγματα. Τον λόγο περί τέχνης και την τέχνη του λόγου. Ασφαλώς, ο τρόπος με τον οποίο τη χρησιμοποιούμε σήμερα συνδέεται με την οργάνωση της βιομηχανικής παραγωγής στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Έχει ενδιαφέρον, ωστόσο, ότι σε συγκεκριμένα διανοητικά περιβάλλοντα, η λέξη χρησιμοποιήθηκε και συνεχίζει να χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει τους κανόνες σχηματισμού των λέξεων (το «τεχνολογικόν») σε αντιδιαστολή προς τους κανόνες σχηματισμού των προτάσεων (το «συντακτικόν»). Επίσης, έχει ενδιαφέρον ότι σε ορισμένες γλώσσες, η εισαγωγή του όρου με τη σύγχρονη έννοια συνάντησε αντιστάσεις που έχουν να κάνουν με την πολιτισμική πρόσληψη της τεχνολογίας. Ο Γερμανός μηχανικός Franz Reuleaux, για παράδειγμα, πρότεινε τον όρο manganismus (από την ελληνική λέξη «μαγγανεία») ως καταλληλότερο για την περιγραφή των τεχνικών επινοήσεων που έχουν στόχο την κυριαρχία των εθνών επί της φύσης. Και στη Ρωσία των αρχών του 20ού αιώνα, ο όρος технология επικράτησε επί του όρου техника μόνο όταν έγινε σαφές ότι η δυνατότητα ελέγχου των μηχανών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δυνατότητα ελέγχου των υποκειμένων, δηλαδή με την κοινωνική εξουσία.

Παρ’ όλα αυτά, σήμερα είναι σαφές τι εννοούμε όταν λέμε τεχνολογία. Ή έτσι νομίζουμε, τουλάχιστον. Η τεχνολογία είναι το σύνολο των τεχνικών επινοήσεων που μεσολαβούν ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση προκειμένου να επιτρέψουν στον πρώτο να οικειοποιηθεί και να μετασχηματίσει τη δεύτερη προς όφελός του. Ασφαλώς, η αναφορά στην τεχνολογία περιλαμβάνει την οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας, καθώς και τις ανισότητες που γεννιούνται σ’ αυτό το επίπεδο. Η τεχνολογία δεν είναι ουδέτερη ούτε προς όφελος όλων. Είναι ταξική, έμφυλη και αποικιοκρατική. Υπό αυτή την έννοια, είναι μια διπλή διαμεσολάβηση: Είναι μια τεχνική διαμεσολάβηση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, διαμεσολαβημένη η ίδια από τις κοινωνικές σχέσεις ή, ακριβέστερα, από τις σχέσεις παραγωγής.

Όμως, μπορούμε στ’ αλήθεια να φανταστούμε (και πολύ περισσότερο να υλοποιήσουμε) μια αδιαμεσολάβητη σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση; Η τεχνοφοβία συχνά μεταφράζεται σε νοσταλγία μιας ειδυλλιακής κατάστασης, στο πλαίσιο της οποίας οι δύο όροι της σχέσης ανάγονται στην αρχέγονη «φυσικότητά» τους. Στην πραγματικότητα, όμως, το ανθρώπινο υποκείμενο ποτέ δεν υπήρξε «έξω» από αυτή τη διαμεσολάβηση. Ποτέ δεν υπήρξε μια αυθεντική ανθρώπινη φύση, η οποία παραμορφώθηκε ή χειραγωγήθηκε από τα τεχνικά μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή του ανθρώπινου κόσμου. Αντιθέτως, η ανθρώπινη φύση υπήρξε πάντοτε αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, η οποία παρήγαγε ταυτόχρονα τον άνθρωπο και τον κόσμο του. Το ότι η συγκεκριμένη διαδικασία διαμεσολαβείται από τις σχέσεις παραγωγής, επομένως, δεν υπαγορεύει την αντίσταση στην τεχνολογία· υπαγορεύει την ανάγκη ενεργητικής οικειοποίησης της τεχνολογίας από τα υποκείμενα που προσβλέπουν στον κοινωνικό μετασχηματισμό. Το διακύβευμα δεν αποτυπώνεται στην αντιδιαστολή «εμείς και η τεχνολογία», αλλά στην πολιτική και γνωστική κατάφαση «εμείς, η τεχνολογία».

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 108, στις 24 Απριλίου 2021.