Content provider

ΕΓΡΑΦΑ στο προηγούμενο κείμενο ότι η μετάβαση στην εποχή του σύντομου λόγου καθιστά επιτακτική την ανάγκη επαναπροσδιορισμού της μορφής του θεωρητικού λόγου. Στη διάρκεια του 20ού αιώνα, οι μεγαλειώδεις συνθέσεις της εποχής του Διαφωτισμού και του Ρομαντισμού παραχώρησαν σταδιακά τη θέση τους στη συντομία άλλων μορφών λόγου, όπως τα επιστημονικά άρθρα, τα δοκίμια, τα λήμματα των εγκυκλοπαιδειών και τα άρθρα στον Τύπο. Όπως είναι φυσικό, αυτές οι αλλαγές συνοδεύτηκαν από την αλλαγή των αναγνωστικών συνηθειών. Κι αυτή η αλλαγή δεν είχε να κάνει μόνο με το γεγονός ότι οι αναγνώστες αρκούνταν πλέον σε σύντομα κείμενα κι έχαναν τη συγκέντρωσή τους όταν καλούνταν να διαβάσουν εκτενείς αναλύσεις. Κυρίως είχε να κάνει με το ότι το διάβασμα μετατράπηκε από παθητική σε ενεργητική διαδικασία. Το διάβασμα της εφημερίδας δεν είναι ίδιο με το διάβασμα του βιβλίου. Το πρώτο απαιτεί από τον αναγνώστη να κάνει διαρκώς επιλογές. Να διατρέχει το σύνολο της ύλης, να αξιολογεί και να επιλέγει τα σημεία στα οποία θα εστιάσει. Κι αν αυτή η μορφή διαβάσματος συνυπήρχε, μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα μάλιστα ως υποδεέστερη αναγνωστική πρακτική με το διάβασμα των μεγάλων θεωρητικών συνθέσεων και των μυθιστορημάτων, η μετάβαση στην ψηφιακότητα τείνει να την αναγάγει στη μοναδική μορφή προσέγγισης του γραπτού λόγου.

Η ενεργητικότητα του υποκειμένου στον ψηφιακό χώρο εκδηλώνεται μέσω της διαρκούς κινητικότητάς του και της διαδρομής που χαράσσει από κείμενο σε κείμενο προκειμένου να διαμορφώσει την προσωπική του άποψη για ένα ζήτημα. Και εδώ έγκειται το πρόβλημα: Η μορφή του θεωρητικού λόγου δεν μπορεί να είναι ίδια σε ένα πλαίσιο που στηρίζεται στην πειθώ και ένα πλαίσιο που στηρίζεται στην αναζήτηση. Η πειθώ προϋποθέτει την επιδεξιότητα του συγγραφέα, ενώ η αναζήτηση την περιέργεια του αναγνώστη. Ακόμα κι αν οι συγγραφείς επιμένουν να καταθέτουν τις συμβολές τους στην ψηφιακή σφαίρα με τον τρόπο που το έκαναν στο παρελθόν, αυτές χάνουν την ακεραιότητά τους στο πλαίσιο των νέων αναγνωστικών πρακτικών. Δεν λειτουργούν ως έργα, ως ολοκληρωμένα προϊόντα διανοητικής εργασίας, αλλά ως πρώτη ύλη: η μοίρα τους είναι να κατατμηθούν ή να συνοψιστούν για να αποτελέσουν τις ψηφίδες ενός ρευστού μωσαϊκού, που για κάθε αναγνώστη είναι διαφορετικό και ποτέ δεν οριστικοποιείται.

Το ότι ο αναγνώστης «γράφει» μόνος του το κείμενο που πρόκειται να διαβάσει, χρησιμοποιώντας έτοιμα μπλοκ κειμένου, σημαίνει ότι η διάκριση ανάμεσα σε αναγνώστη και συγγραφέα επαναπροσδιορίζεται· όχι τόσο επειδή ο αναγνώστης μετατρέπεται σε εν δυνάμει συγγραφέα (κάτι που έχει συμβεί από τον 18ο αιώνα, εξάλλου), όσο επειδή ο συγγραφέας περιορίζεται στον ρόλο του content provider. Κι αυτό έχει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέπεια. Για πρώτη φορά στην ιστορία, αυτός που καλείται να αποφασίσει τη μορφή του θεωρητικού λόγου σε ένα νέο διανοητικό περιβάλλον δεν είναι ο συγγραφέας αλλά ο αναγνώστης.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 157, στις 27 Μαΐου 2023.

Image Credit: Leonora Carrington, I am an Amateur of Velocipedes, 1917-2011.

Μικροδοκίμια

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΠΤΑ χρόνια, σε αυτήν εδώ τη στήλη, είναι σε εξέλιξη ένα πείραμα. Μπορούμε να μιλάμε με συντομία για σοβαρά ζητήματα, χωρίς ο λόγος μας να εκφυλίζεται σε δυσνόητο γρίφο ή δημοσιογραφική κενολογία; Μπορούμε να αναλύουμε με συντομία την πραγματικότητα –και μάλιστα μια πραγματικότητα που είναι σε διαδικασία ριζικού μετασχηματισμού– χωρίς να εγκλωβιζόμαστε σε ηθικιστικά διλήμματα ή τεχνοφοβικές κοινοτοπίες; Μπορούμε να παράγουμε σύντομο θεωρητικό λόγο, ο οποίος θα μας βοηθά να παρακολουθήσουμε τις αλλαγές της ανθρώπινης κατάστασης που είναι σε εξέλιξη; Το ερώτημα, σε όλες τις περιπτώσεις, αφορά τη συντομία: Μπορούμε να τα κάνουμε όλα αυτά με μικρά, συμπαγή και κατανοητά κείμενα που, παρ’ όλα αυτά, θα συνομιλούν με τις θεωρητικές παραδόσεις του παρελθόντος και του παρόντος;

Γιατί πρέπει να το κάνουμε αυτό, όμως; Γιατί να μην γράφουμε χορταστικά βιβλία και εκτενή δοκίμια, όπου θα αναλύουμε λεπτομερώς τα φαινόμενα της εποχής μας και θα αναμετριόμαστε με τις θεωρητικές προκλήσεις που αυτή θέτει; Επειδή, είτε μας αρέσει είτε όχι, οι αναγνωστικές συνήθειες αλλάζουν. Δεν διάβαζαν πάντοτε οι άνθρωποι εκτενή μυθιστορήματα και ογκώδεις θεωρητικές πραγματείες. Ούτε διάβαζαν σαρωτικά έναν τεράστιο όγκο βιβλίων, όπως κάνουν οι σημερινοί αναγνώστες. Διάβαζαν αποσπασματικά και επαναλαμβανόμενα έναν εξαιρετικά περιορισμένο αριθμό έργων, αναζητώντας τη σοφία στο βάθος και όχι στην έκταση. Ακολούθησε η εποχή του μυθιστορήματος και των μεγάλων θεωρητικών συνθέσεων, στη διάρκεια της οποίας θεμελιώθηκε και η βιομηχανία του βιβλίου. Η εμπορευματοποίηση του γραπτού λόγου συνέβαλε στην αλλαγή των αναγνωστικών συνηθειών και στον εκδημοκρατισμό της γνώσης. Όλες και όλοι είχαν τη δυνατότητα να εντρυφήσουν σε ένα θέμα, υπό την προϋπόθεση ότι ήταν σε θέση να αφιερώσουν επαρκή χρόνο στη μελέτη του.

Οι ψηφιακές τεχνολογίες σηματοδότησαν μία ακόμα μετάβαση. Η πρόσβαση σε όλα τα επίπεδα της πληροφόρησης και της γνώσης είναι πλέον ελεύθερη και ο χρόνος ή η επίπονη διανοητική προσπάθεια δεν αποτελούν προϋποθέσεις για την ενασχόληση με ένα θέμα. Όλες και όλοι έχουν στη διάθεσή τους έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών από τις οποίες μπορούν να συνθέτουν άμεσα τις απαντήσεις στα ερωτήματα που τους απασχολούν. Τόσο ο όγκος της διαθέσιμης πληροφορίας, όμως, όσο και τα χαρακτηριστικά του μέσου επιβάλλουν τον περιορισμό της έκτασης των κειμένων. Η νέα γνώση συντίθεται από αρθρώματα –από συμπαγείς πληροφοριακές δομές– κι όχι από σχοινοτενείς συλλογισμούς ή μακροσκελείς θεωρητικές επισκοπήσεις.

Ποια μπορεί να είναι η μορφή του θεωρητικού λόγου σε αυτή τη συνθήκη; Ίσως το μικροδοκίμιο να είναι μια απάντηση. Ούτως ή άλλως, μέσω του κατακερματισμού ή της σύνοψης, όλη η σοφία του παρελθόντος τείνει να μετατραπεί σε ένα σύνολο μικροδοκιμίων στην ψηφιακή σφαίρα. Το ερώτημα είναι πώς θα διασφαλιστεί η ακεραιότητα του θεωρητικού λόγου σε αυτό το νέο πλαίσιο. Μήπως πρέπει να αφήσουμε την ελλειπτικότητα της ποίησης και τη διεισδυτικότητα των αφορισμών να μας καθοδηγήσουν;

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 156, στις 13 Μαΐου 2023.

Image credit: Andre Vicente Goncalves, Πορτες του κοσμου.

Εθισμοί

ΜΕΤΑΦΡΑΖΩ από το λήμμα «Ανάγνωση και αναγνωστικές πρακτικές» της Εγκυκλοπαίδειας του Διαφωτισμού (επιμέλεια A. C. Kors, Oxford University Press 2003):

«Η οικουμενικότητα της ανάγνωσης αποτυπώνεται σε ταξιδιωτικά ημερολόγια και περιγραφές της καθημερινής ζωής.[…] Μια πραγματική “αναγνωστική μανία” […] καταλαμβάνει το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού. Στην ιατρική, το φαινόμενο αυτό περιγράφεται ως παθολογικό. Επισημαίνονται οι καταστροφικές συνέπειες της υπερβολικής ανάγνωσης, οι οποίες εκλαμβάνονται τόσο ως ατομικές διαταραχές όσο και ως επιδημικές εκδηλώσεις. Στον […] βαθμό που συνδυάζεται με την ακινησία και την έξαψη της φαντασίας, η ανάγνωση ενοχοποιείται για σωματική εξάντληση, την απόρριψη της πραγματικότητας, και την έφεση προς χιμαιρικές καταστάσεις. Εξού και η συσχέτισή της με άλλες κολάσιμες μοναχικές πρακτικές, όπως ο αυνανισμός. Η ανάγνωση ερωτικών μυθιστορημάτων περιγράφεται συχνά ως προοίμιο άλλων, λιγότερο πνευματικών δραστηριοτήτων. Τόσο η ανάγνωση όσο και αυτές οι δραστηριότητες οδηγούν, εξάλλου, στα ίδια συμπτώματα: ωχρότητα, άγχος, αδιαφορία, και κατάπτωση. Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος όταν το υλικό ανάγνωσης είναι μυθιστόρημα και ο αναγνώστης αναγνώστρια, δηλαδή γυναίκα που απολαμβάνει το έργο κατά μόνας. […]

Η θεωρία της εξημμένης από την ανάγνωση φαντασίας αποτελούσε μια σύγχρονη εκδοχή των θεωριών περί των κινδύνων που συνδέονται με την ανεξέλεγκτη χρήση της φαντασίας. Οι αντιλήψεις αυτές απαντούν στη χριστιανική παράδοση, αλλά συνδέονται και με την απέλαση των ποιητών από την πλατωνική Πολιτεία. Υπήρχαν ωστόσο και καθαρώς φιλοσοφικές επιφυλάξεις όσον αφορά τις υπερβολές της ανάγνωσης. Ο Φίχτε θεωρούσε την ανάγνωση “ναρκωτικό”, που αποσπούσε την προσοχή των ανθρώπων από ουσιώδη θέματα, ενώ ο Theodor Bergk τη θεωρούσε “πράξη εσχάτης προδοσίας προς την ανθρωπότητα, διότι υποβαθμίζει τα μέσα για την επίτευξη ανώτερων σκοπών”».

Όλα αυτά στα χρόνια του Διαφωτισμού, όταν οι δυτικές κοινωνίες μπαίνουν για τα καλά στην τροχιά της νεωτερικότητας. Όμως ο αναγνώστης έχει καταλάβει ήδη το τρικ: αν αντικαταστήσουμε τη λέξη ανάγνωση με λέξεις που παραπέμπουν στη χρήση των υπολογιστών και του διαδικτύου, βρισκόμαστε ξαφνικά στο σήμερα. Η ελευθεριότητα, ο αισθησιασμός, η αποχαύνωση, η υποβόσκουσα παραβατικότητα, όλα αυτά αποτελούν κινδύνους που ελλοχεύουν στη χρήση των νέων μορφών ανάγνωσης. Οι αλήθειες και οι απολαύσεις που προσφέρουν αυτές οι μορφές είναι ύποπτες όχι εξαιτίας της δύναμής τους να φέρουν στο φως κρυμμένες ή απαγορευμένες όψεις της πραγματικότητας, αλλά εξαιτίας της ικανότητάς τους να μετασχηματίσουν το ίδιο το υποκείμενο της γνώσης με τρόπους που δεν έχουν ιστορικό προηγούμενο. Και αυτό είναι κάτι που μας τρομάζει, εξού και η συχνή επίκληση του εθισμού. Το ενδιαφέρον είναι ότι η ανθρωπότητα ξαναβρέθηκε σε αυτή την κατάσταση στο παρελθόν και αντέδρασε με τον ίδιο τρόπο. Δεν χρειάστηκε όμως πολύ για να γκρεμιστεί ένας κόσμος και να αναδυθεί αυτό που οι άνθρωποι αδυνατούσαν να οραματιστούν.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 12, στις 24.2.2017.

IMAGE CREDIT: MARY CASSATT, YOUNG WOMAN READING (1878).