Μικρογεύματα

ΕΓΡΑΦΑ στο προηγούμενο φύλλο πως ό,τι έχουμε μάθει για τη φύση και τον εαυτό μας στα νεότερα χρόνια προέρχεται από τη σχολαστική παρατήρηση, την υπομονετική ταξινόμηση και τη συστηματική γενίκευση των θραυσμάτων γνώσης που αποκομίζουμε από την επαφή μας με τον κόσμο. Η σοφία (ή αυτό που την αντικατέστησε στη νεοτερικότητα) είναι αποτέλεσμα της σύνθεσης των αποτελεσμάτων αυτής της συλλογικής προσπάθειας –της θεσμισμένης επιστήμης.

Τι ακριβώς κάνουμε, όμως, όταν συνθέτουμε τα αποτελέσματα της επιστημονικής εργασίας; Είπαμε ότι η νεότερη επιστήμη εκκινεί από την καταστατική αδυναμία του ανθρώπου να συλλάβει την πραγματικότητα ενορατικά. Έτσι αναγκάζεται να τη γνωρίσει τμηματικά, σε «μικρά γεύματα» (piecemeal). Ο στόχος της επιστήμης είναι να παραγάγει επιβεβαιωμένες αλήθειες για επιμέρους όψεις της φυσικής ή κοινωνικής πραγματικότητας και στη συνέχεια να συνθέσει αυτές της αλήθειες για να συλλάβει την πραγματικότητα ως όλον. Σαν να τρώμε, δηλαδή, τα συστατικά ενός φαγητού ξεχωριστά και μετά να αναθέτουμε στο μυαλό μας να συνθέσει τη γεύση του φαγητού από την εμπειρία των επιμέρους γεύσεων. Και μάλιστα, για να είμαστε σύμφωνοι με τη διάκριση ανάμεσα σε εργάτες/τριες της γνώσης και ειδικούς, σαν να αναθέτουμε τη σύνθεση της καθολικής εμπειρίας σε ένα μυαλό που κατοικεί σε άλλο σώμα ή βρίσκεται σε άλλη διάσταση από εκείνη στην οποία εκδηλώνονται οι εμπειρίες των επιμέρους γεύσεων.

Προφανώς, το σχήμα αυτό δεν δουλεύει στη γαστρονομία. Μάλιστα, η λεγόμενη μοριακή γαστρονομία κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση (ενδιαφέρον: με τη βοήθεια της επιστήμης). Στοχεύει, δηλαδή, να προσφέρει αμιγείς γεύσεις, απαλλαγμένες από το «φορτίο» της ύλης – την απόλυτη γευστική εμπειρία σε μορφή αέρα. Στην επιστήμη, αντίθετα, κάτι τέτοιο δεν είναι αποδεκτό. Η a priori σύλληψη του όντος ως όλου, είτε πρόκειται για το κύτταρο και τον κρύσταλλο είτε για το δάσος και την πόλη, θεωρείται ότι εισάγει στον επιστημονικό λόγο μη αποδεκτές κατηγορίες. Έννοιες όπως η ζωή, η εμπειρία ή η επικοινωνία δεν μπορούν να εξηγήσουν – πρέπει να εξηγηθούν οι ίδιες αναγόμενες σε αυτόνομες μικροσκοπικές εκφράσεις της άψυχης και παθητικής ύλης. Αυτό σημαίνει ότι η «πραγματική πραγματικότητα» υφίσταται σε μια και μοναδική διάσταση, στην κοπιώδη ανάβαση από το μικροσκοπικό στο μακροσκοπικό. Η ζωή πρέπει να αναχθεί σε χημικές αντιδράσεις στο εσωτερικό του κυττάρου και η εμπειρία σε νευρικές διεργασίες στο εσωτερικό του εγκεφάλου. Με αυτό τον τρόπο η επιστήμη απαλλάσσεται, ασφαλώς, από τις χίμαιρες και τις φαντασιοκοπίες της Μεταφυσικής και του Ρομαντισμού, πληρώνοντας όμως ένα σοβαρό αντίτιμο: μετατρέποντας αυτό που είναι άμεσα δεδομένο στις αισθήσεις σε μυστήριο. Πώς παράγεται η ζωή από την άψυχη ύλη; Πώς παράγεται η συνείδηση από τις νευρικές διεργασίες; Οι επιστήμονες που έρχονται αναγκαστικά αντιμέτωποι με αυτά τα ερωτήματα το γνωρίζουν: η επιστήμη δεν ήρθε να λύσει τα μυστήρια του κόσμου, αλλά να μετατρέψει τον κόσμο σε μυστήριο

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 142, στις 22 Οκτωβρίου 2022.

Image credit: Francisco Goya, El sueño de la razón produce monstruos, 1799.

et consumimur igni

ΔΙΑΣΧΙΖΟΥΜΕ μιαν εποχή όπως περνάμε την άκρη της Dogana, δηλαδή μάλλον γρήγορα.

Στην αρχή δεν την κοιτάμε καν, ενώ πλησιάζει. Κι ύστερα την ανακαλύπτουμε φτάνοντας στο ύψος της, και πρέπει να παραδεχτούμε ότι φτιάχτηκε έτσι, κι όχι αλλιώς. Προσπερνάμε όμως κιόλας τον κάβο, και την αφήνουμε πίσω, και ξανοιγόμαστε σε άγνωστα νερά.

[…] Μέσα σε είκοσι χρόνια, δεν προλαβαίνει κανείς να ζήσει πραγματικά παρά σε ελάχιστα σπίτια. Ήσαν όλα φτωχά, το υπογραμμίζω, μα σε καλή θέση. Ό,τι άξιζε ήταν καλοδεχούμενο και για τα υπόλοιπα η πόρτα κλειστή. Η ελευθερία δεν είχε τότε πολλά άλλα μέρη να μείνει.

[…] Η αίσθηση της ροής του χρόνου υπήρξε πάντα πολύ έντονη μέσα μου, και με τραβούσε, όπως άλλους τους τραβάει το κενό ή το νερό. Μ’ αυτή την έννοια, αγάπησα την εποχή μου, που είδε να χάνεται κάθε υφιστάμενη ασφάλεια και να καταρρέουν όλα όσα είχαν επιβληθεί κοινωνικά.

Διασχίζουμε τώρα το τοπίο αυτό, το ρημαγμένο από τον πόλεμο που μια κοινωνία έχει εξαπολύσει εναντίον του εαυτού της, εναντίον των ίδιων της των δυνατοτήτων. Το ασχήμισμα των πάντων ήταν πιθανόν το αναπόφευκτο τίμημα της σύγκρουσης. Μόνο επειδή ο εχθρός έφτασε να κάνει τόσα λάθη, αρχίσαμε εμείς να κερδίζουμε.

Η πιο αληθινή αιτία του πολέμου, για τον οποίο τόσες απατηλές ερμηνείες έχουν δοθεί, είναι πως έπρεπε αναγκαστικά να προκύψει σαν μια σύγκρουση πάνω στο θέμα της αλλαγής. Δεν του έμενε πλέον κανένα από τα χαρακτηριστικά μιας σύγκρουσης μεταξύ συντήρησης και αλλαγής. Κι ήμασταν εμείς, περισσότερο από τον καθένα, οι άνθρωποι της αλλαγής, σε καιρούς που άλλαζαν. Οι ιδιοκτήτες της κοινωνίας ήσαν αναγκασμένοι, για να κρατηθούν, να θέλουν μια αλλαγή που ήταν η αντίθετη από τη δική μας. Θέλαμε να ξαναχτίσουμε τα πάντα, κι αυτοί επίσης, αλλά σε κατευθύνσεις εκ διαμέτρου αντίθετες. Αυτό που φτιάξανε αρκεί για να δείξει, στο αρνητικό, το δικό μας σχέδιο. Τα τεράστια έργα τους τούς έφεραν λοιπόν εδώ, σε αυτή τη διαφθορά. Το μίσος της διαλεκτικής οδήγησε τα βήματά τους ίσαμε αυτήν εδώ τη χαβούζα.

Έπρεπε να εξαφανίσουμε –και είχαμε γι’ αυτό ικανά όπλα– κάθε ψευδαίσθηση διαλόγου ανάμεσα σε αυτές τις ανταγωνιστικές προοπτικές. Κι έπειτα τα γεγονότα θα έδιναν την ετυμηγορία τους. Και την έδωσαν.

Έχει γίνει ακυβέρνητη αυτή η «χαλασμένη γη» όπου νέες οδύνες κρύβονται πίσω από το όνομα παλαιών απολαύσεων, κι όπου οι άνθρωποι φοβούνται τόσο πολύ. Γυρίζουν γύρω-γύρω μέσα στη νύχτα και κατατρώγονται από τη φωτιά. Ξυπνούν σαστισμένοι και ψάχνουν τη ζωή ψηλαφώντας. Κυκλοφορεί η φήμη πως, αυτοί που την απαλλοτρίωσαν, την έχουν, σαν επιστέγασμα, χάσει.

Να λοιπόν ένας πολιτισμός που φλέγεται, καταποντίζεται και χάνεται ολόκληρος. Όμορφος τορπιλισμός αλήθεια!

Guy Debord (1978), In Girum Imus Nocte et Consumimur Igni, μτφρ. Ανδρέας Βαρίκας.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 116, στις 11 Σεπτεμβρίου 2021.

Image Credit: Cerith Wyn Evans, In Girum Imus Nocte et Consumimur Igni, 2006.

Σουρινάμ

ΤΟ ΣΟΥΡΙΝΑΜ είναι μια μικρή χώρα της Νότιας Αμερικής, στριμωγμένη ανάμεσα στη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία, μαζί με τις δύο Γουιάνες (τη Γαλλική και την πρώην Βρετανική). Στις αρχές του 1773 έφτασε εκεί ένα στρατιωτικό σώμα από την Ολλανδία για να βοηθήσει τα τοπικά στρατεύματα να καταπνίξουν την εξέγερση των «νέγρων». Η ολλανδική παρουσία στο Σουρινάμ είχε ως αποτέλεσμα την σχεδόν ολοκληρωτική εξαφάνιση των τοπικών πληθυσμών. Τη θέση τους είχαν πάρει σκλάβοι και σκλάβες από την Αφρική που χρησιμοποιούνταν στην εξαιρετικά αποδοτική και εξίσου απαιτητική βιομηχανία ζάχαρης. Ο John Gabriel Stedman συμμετείχε με τον βαθμό του λοχαγού στις επιχειρήσεις καταστολής, οι οποίες εξαπλώθηκαν σε όλη την επικράτεια, καθώς οι εξεγερμένοι σκλάβοι υιοθέτησαν την τακτική του ανταρτοπόλεμου.

Η φύση εντυπωσίασε τον νεαρό Τζον. Η ομορφιά και ο εξωτισμός της άγνωστης χώρας τον παρακίνησαν να αρχίσει να κρατάει ημερολόγιο. Τον εντυπωσίασε, όμως, και η ανθρώπινη φύση. Τα μαρτύρια στα οποία υπέβαλαν οι συνάδελφοί του τους σκλάβους και η απόγνωση των ίδιων των σκλάβων ξεπερνούσαν οτιδήποτε είχε αντικρίσει μέχρι τότε. Οι σημειώσεις του αποτελούν μια από τις πιο εύγλωττες μαρτυρίες της βαναυσότητας της αποικιοκρατίας. Η αλήθεια είναι ότι οι εμπειρίες του δεν τον μετέτρεψαν σε υπέρμαχο της κατάργησης της δουλείας. Η στάση του στο συγκεκριμένο ζήτημα είναι περίπλοκη και αντιφατική. Δεν υπάρχει αμφιβολία, όμως, ότι τον ευαισθητοποίησαν. Αποτέλεσμα αυτής της ευαισθητοποίησης ήταν η έκδοση των σημειώσεών του υπό μορφή βιβλίου. Η Αφήγηση της πενταετούς εξόρμησης για την καταστολή των εξεγερμένων νέγρων του Σουρινάμ (1796) έγινε ένα από τα δημοφιλέστερα αναγνώσματα μεταξύ των abolitionists. Και η αφορμή για τη συνάντησή του με έναν από τους πιο θαρραλέους υποστηρικτές του κινήματος, τον William Blake.

Ο Blake, που με την εικονογράφηση του βιβλίου συνέβαλε στην ανάδειξη του αντιαποικιοκρατικού μήνυματός του, ήταν αντιδιαφωτιστής. Επίσης, ήταν κι ο ίδιος μια αντιφατική προσωπικότητα, εμφορούμενος από μυστικιστικές πεποιθήσεις και οραματιζόμενος τοπία και σχέσεις που αργότερα αποτέλεσαν εμβλήματα του Ρομαντισμού. Κυρίως, όμως, δεν έχανε ευκαιρία να υπερασπίζεται το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα όλων στην ελευθερία και να εκφράζει την επιφυλακτικότητά του ως προς τη δυνατότητα του Διαφωτισμού να εγγυηθεί αυτή την προοπτική. «Οι φυλακές είναι χτισμένες με τις πέτρες του νόμου», έγραφε. Σήμερα γνωρίζουμε ότι, πράγματι, οι εκπρόσωποι της Δημοκρατίας των Γραμμάτων ποτέ δεν πήραν ξεκάθαρη θέση ενάντια στον θεσμό της δουλείας. H εργαλειακότητα του Λόγου πάντα τους μπέρδευε. Και η ιδέα να αντλήσουν επιχειρήματα απευθείας από τον κόσμο των αξιών έμοιαζε αφόρητα ιδεαλιστική. Ούτε, όμως, η θεμελίωση των αξιών στον Λόγο αποτέλεσε ασφαλή βάση για την οικοδόμηση της ελεύθερης Πολιτείας. Η Ευρώπη του Διαφωτισμού δεν υπήρξε ποτέ. Αυτή που υπήρξε πραγματικά είναι η Ευρώπη της αποικιοκρατίας.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 66, στις 15 Ιουνίου 2019.

Image crediT: Εικονα του william blake απο το βιβλιο του John Gabriel Stedman, The Narrative of a Five Years Expedition against the Revolted Negroes of Surinam.