Το μεγάλο τεχνούργημα

ΕΓΡΑΦΑ ΣΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ σημείωμα ότι η τεχνική είναι η συνθήκη ύπαρξης του ανθρώπου σε έναν κόσμο που εξ ορισμού στερείται νοήματος. Δεν είναι ότι ο άνθρωπος, μέσω της τεχνικής, βρήκε τον τρόπο να εδραιώσει την παρουσία και την κυριαρχία του σε έναν αβέβαιο κόσμο, αλλά ότι μέσω της τεχνικής δημιούργησε τον μόνο κόσμο στον οποίο μπορούσε να υπάρξει. Και, κάνοντάς το αυτό, δημιούργησε τον εαυτό του.

Φυσικά, άνθρωποι και πολιτισμοί είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους. Όπως περιγράφεται στους αρχαίους μύθους, οι άνθρωποι, από τη στιγμή που απέκτησαν συνείδηση της παρουσίας τους πάνω στη Γη, πήραν διαφορετικούς δρόμους. Έχτισαν διαφορετικούς κόσμους και οργάνωσαν με διαφορετικούς τρόπους τις ζωές τους. Το κοινό στοιχείο σε όλες τις εκδοχές αυτού του εγχειρήματος είναι ότι πρόκειται για πτυχώσεις του πραγματικού που συντηρούνται χάρη στην τεχνική εργασία. Οι διαφορές μεταξύ των κόσμων, από την άλλη, δεν οφείλονται στη βιολογία ή στη γεωγραφία, αλλά στις διαφορετικές μορφές της τεχνικής εργασίας που τους παράγει και τους συντηρεί.

Παρ’ όλα αυτά, για πολλές χιλιάδες χρόνια, οι άνθρωποι δεν έπαψαν να έχουν συνείδηση ότι μοιράζονταν την ύπαρξή τους με μια ποικιλία όντων και φαινομένων που υπερέβαιναν τους ανθρώπινους κόσμους τους. Κατανοούσαν ότι ζούσαν σε μια πτύχωση του πραγματικού, αλλά κατανοούσαν, επίσης, ότι ήταν μέρος ενός οργανικού συνόλου που τους περιείχε και τους καθόριζε. Η στιγμή που η σχέση αυτή διακόπτεται έρχεται πολύ αργά και όχι ταυτόχρονα σε όλους τους πολιτισμούς. Ο λεγόμενος δυτικός πολιτισμός, χάρη στην ιδιαίτερη ιστορική διαδρομή που ακολούθησε, πιστώνεται με την αποφασιστική κίνηση που οδήγησε στη ρήξη της σχέσης του ανθρώπου με το κοσμικό γίγνεσθαι. Η στιγμή αυτή είναι η δημιουργία της Φύσης.

Η έννοια της φύσης υπάρχει, ασφαλώς, από την αρχαιότητα. Μόνο που η φύση δεν είναι η Φύση, όπως την εννοούμε σήμερα, αλλά το σύνολο των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε επιμέρους όντος. Είναι πάντα η φύση κάποιου πράγματος, αυτό που το εξατομικεύει και το διαφοροποιεί από τα άλλα όντα. Και σε πολλές περιπτώσεις η φύση αυτή είναι ευμετάβλητη και παροδική. Η έννοια μιας περιεκτικής Φύσης που στέκεται απέναντι από τον άνθρωπο δεν υπάρχει, επειδή απλούστατα οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και τον κόσμο τους ως μέρη μιας οργανικής ολότητας που έχει έναν αυτοκαθοριζόμενο τρόπο ύπαρξης. Ο προνεοτερικός «κόσμος» αναφέρεται σε μια υπερβατική τάξη (πρβλ. «διάκοσμος», «κόσμημα»), η οποία περιλαμβάνει τα ανθρώπινα, υπογραμμίζοντας την ενδεχομενικότητα και τη μερικότητα κάθε πτύχωσης που τα φιλοξενεί. Από αυτόν τον κόσμο αποκόπτεται η δυτική νεοτερικότητα με τη δημιουργία της έννοιας της Φύσης.

Η δημιουργία της φύσης (ας συνεχίσουμε με μικρό φ, πλέον, μια που σήμερα αυτό είναι το κυρίαρχο νόημα της λέξης) πραγματοποιείται κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα, στο πλαίσιο της Επιστημονικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού. Η διαδικασία αυτή τροφοδοτείται από τέσσερις παράλληλες εξελίξεις, καμία από τις οποίες δεν αποβλέπει ευθέως στην αποκοπή του ανθρώπου από τον κόσμο, αλλά οι οποίες, μέσω του συνδυασμού τους, οδήγησαν σε αυτό το αποτέλεσμα.

Η πρώτη από αυτές τις εξελίξεις αφορά τη δημιουργία του ατόμου. Όπως παρατηρούσε ο Gideon Freudenthal το μακρινό 1986, ο 17ος αιώνας είναι ο αιώνας του ατόμου και του ατόμου. Το φυσικό άτομο (atom) και το κοινωνικό άτομο (individual) είναι μορφές που εμφανίζονται ταυτόχρονα και θεμελιώνουν αμφότερες το οικοδόμημα της νεοτερικότητας. Βεβαίως, το άτομο με την έννοια του οριοθετημένου όντος που συμμετέχει σε ένα σύνολο αλληλεπιδράσεων προϋπάρχει. Αυτό που είναι νέο τον 17ο αιώνα είναι ότι το κοινωνικό άτομο επαναπροσδιορίζεται ως μια οντότητα που διαθέτει ατομικότητα από την ίδια της τη φύση. Στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του φυσικού δικαίου, το άτομο ορίζεται ως ένα ον που είναι εκ φύσεως εφοδιασμένο με ορισμένα θεμελιώδη και αναφαίρετα δικαιώματα. Υπό αυτή την ιδιότητα, το άτομο προσέρχεται σε διαπραγμάτευση με άλλα άτομα και προσυπογράφει το κοινωνικό συμβόλαιο που καθορίζει τους όρους της συνύπαρξής τους. Θα μπορούσε να πει κανείς, επομένως, ότι ο 17ος αιώνας είναι η εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι «ανακαλύπτουν» τη φυσικότητα του κοινωνικού ατόμου. Όμως, αυτό δεν είναι απολύτως ακριβές. Διότι, αυτό που κάνει δυνατή μια τέτοια «ανακάλυψη» δεν είναι η καλλιέργεια της σκέψης και η ανάπτυξη της επιστήμης του δικαίου, αλλά η δημιουργία μιας έννοιας, η οποία μορφοποιείται στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο. Αυτή είναι η έννοια του «ατομικού συμφέροντος».

Μολονότι θεωρούμε αυτονόητο ότι το ουσιαστικό προηγείται οντολογικά του επιθέτου (το άτομο είναι το ον και το ατομικό είναι μια ιδιότητα ή κατάσταση που συνδέεται με την ύπαρξη του ατόμου), η ιστορική διαδικασία συχνά είναι αντίστροφη. Εν προκειμένω, δεν είναι η έννοια του ατόμου που δημιουργεί την έννοια του ατομικού συμφέροντος, αλλά η επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος που συγκροτεί το νεοτερικό άτομο. Το νεοτερικό άτομο εμφανίζεται όταν ο φορέας της εξουσίας, της ιδιοκτησίας και του πλούτου, που στις προνεοτερικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης ορίζεται μέσω συμβολικών σχέσεων, παραχωρεί τη θέση του στο διεκδικητικό υποκείμενο του εμπορικού καπιταλισμού: Το εκκοσμικευμένο ατομικό συμφέρον συγκροτεί ένα υποκείμενο, η δράση και η θέση του οποίου δεν καθορίζονται από μια υπερβατική εξωτερικότητα (κληρονομικότητα, καταγωγή), αλλά από ένα εσωτερικό κίνητρο ιδιοποίησης, πλουτισμού και κυριαρχίας. Αυτή είναι και η στιγμή που η «ατομική ιδιοκτησία» γίνεται πραγματικά ατομική. Αν στην προηγούμενη τάξη πραγμάτων οι οικογενειακές γαίες περιέρχονταν μέσω του κληρονομικού δικαίου στην κατοχή του προσώπου που εκπροσωπούσε τον οίκο, τώρα οι περιφραγμένες γαίες ήταν αποτέλεσμα ενεργητικής ιδιοποίησης που υποκινούνταν από την ενεργητική επιδίωξη του πλουτισμού. Το άτομο αναδύεται, επομένως, ως το ον που έχει επίγνωση του ατομικού του συμφέροντος. Και αυτή η επίγνωση είναι που του δίνει μια διακριτή θέση στον κόσμο. Το ατομικό του συμφέρον μπορεί να το φέρνει σε αντίθεση με άλλα άτομα, αλλά και με μια εξωτερικότητα, η οποία είναι μη άτομο και ως τέτοια δεν διαθέτει ατομικά συμφέροντα η ίδια: τη φύση.

Η δεύτερη διαδικασία που τροφοδοτεί τη δημιουργία της φύσης αφορά την εμφάνιση μιας θεολογικά προσανατολισμένης φυσικής φιλοσοφίας. Συνεχίζοντας την παράδοση του μεσαιωνικού νομιναλισμού, η φυσική φιλοσοφία του 17ου αιώνα στρέφεται προς τη μελέτη του κόσμου, όχι μόνο για να γνωρίσει αυτόν τον ίδιο, αλλά κυρίως για να γνωρίσει τον Δημιουργό του. Υπό αυτή την έννοια, ο κόσμος δεν γίνεται αντιληπτός ως μια πολύπλοκη, αυτοτελής ενότητα που περιλαμβάνει τον άνθρωπο, αλλά ως ένα βιβλίο που στέκεται απέναντι στον άνθρωπο και στο οποίο είναι γραμμένο το σχέδιο της Δημιουργίας. Όλους τους προηγούμενους αιώνες, το εγχείρημα κατανόησης της θεϊκής σοφίας είχε επενδύσει στη λογική: Μέσω του λόγου, ο άνθρωπος θα προσπαθούσε να συλλάβει τον τρόπο με τον οποίο σκέφτηκε ο Θεός για να δημιουργήσει τον κόσμο. Και εφόσον κατάφερνε να συλλάβει έστω και κάποιες όψεις αυτής της διάνοιας, θα αναγνώριζε τη σοφία, τη δύναμη και την πρόνοια με την οποία ενήργησε ο Δημιουργός. Τόσο ο νομιναλισμός του 14ου αιώνα, όμως, όσο και ο αγγλικός εμπειρισμός του 17ου αιώνα θεώρησαν ότι η προσέγγιση αυτή ήταν ατελέσφορη, γιατί η πεπερασμένη ανθρώπινη διάνοια ήταν αδύνατο να διαπεράσει την άπειρη θεϊκή διάνοια. Έτσι, ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να γνωρίσουμε και να δοξάσουμε το θεϊκό μεγαλείο περνά μέσα από την «επιστημονική» μελέτη της φύσης. Ο Θεός έδρασε κατά την απολύτως ελεύθερη και ακατανόητη από τον άνθρωπο ελεύθερη βούλησή του· αυτό που οφείλουν να κάνουν οι άνθρωποι είναι να μελετήσουν τη Δημιουργία όπως πραγματικά είναι και να προσπαθήσουν, μέσω αυτής, να κατανοήσουν κάποιες όψεις του Σχεδίου της Δημιουργίας. Αυτές οι όψεις θα είναι αρκετές για να αναγνωρίσει ο άνθρωπος τη δύναμη, τη σοφία και την πρόνοια με την οποία έδρασε ο Δημιουργός, δίχως να υποβιβάζουν τη διάνοιά του στο ανθρώπινο επίπεδο. Αυτό είναι το περίφημο «Επιχείρημα του Σχεδιασμού» (Argument by Design). Όσο αιρετικό κι αν ακούγεται (επειδή έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε ότι η επιστήμη βρίσκεται στους αντίποδες της θρησκείας), ο σύγχρονος εμπειρικός τρόπος μελέτης της φύσης έχει τις ρίζες του σε αυτή τη θεολογική παράδοση που επιδιώκει να επικυρώσει την απόλυτη ελευθερία του Θεού κατά την πράξη της Δημιουργίας.

Σε ό,τι μας αφορά εδώ, αυτή είναι και η παράδοση που μετατρέπει τον κόσμο στο δεύτερο ιερό βιβλίο. Το πρώτο είναι η Βίβλος. Οι πιστοί μπορούν να κατανοήσουν τον λόγο του Θεού διαβάζοντας τις Ιερές Γραφές. Μπορούν, όμως, να φτάσουν στην αναγνώριση του θεϊκού μεγαλείου και μέσω της μελέτης του δεύτερου ιερού βιβλίου που είναι η φύση. Ο Θεός όρισε τον άνθρωπο κυρίαρχο της φύσης, αλλά επίσης του έδωσε τη φύση ως ένα μέσο κατανόησης των δυνάμεων που κυβερνούν τη Δημιουργία και ενίσχυσης της πίστης του. Υπό αυτή την έννοια, δεν είναι τυχαίο ότι οι φυσικοί φιλόσοφοι του 17ου και του 18ου αιώνα θεωρούν ότι η πρωταρχική αποστολή τους είναι η υπεράσπιση της ορθής πίστης. Και για να φέρουν εις πέρας αυτή την αποστολή πρέπει να αποκρυπτογραφήσουν το βιβλίο της φύσης.

Η τρίτη εξέλιξη που συνέβαλε στην εδραίωση της έννοιας της φύσης συνδέεται και αυτή με μια νεοτερική αντίληψη. Ο άνθρωπος δεν είναι μέρος ενός ενιαίου κοσμικού γίγνεσθαι, αλλά ένα αυτεξούσιο ον που στέκεται απέναντι σε μια φύση, η οποία είναι φτιαγμένη για να τον υπηρετεί. Η φύση είναι ένα σύνολο από «πράγματα» που έχουν δυνάμεις και ιδιότητες. Όμως, αυτές οι δυνάμεις και ιδιότητες δεν εκφράζουν τις φύσεις των όντων, αλλά τη σχέση τους με τον άνθρωπο. Κάνουν τα πράγματα να είναι χρήσιμα, άχρηστα, επιβλαβή ή ωφέλιμα. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο το ανθρώπινο βλέμμα επισκοπεί και ταξινομεί τη φύση: Ένα φυτό είναι δηλητηριώδες, ένα ζώο παραγωγικό, ένα μέταλλο ελατό, μια θάλασσα πλεύσιμη, μια έρημος αφιλόξενη. Το κέντρο της Δημιουργίας είναι ο άνθρωπος και ο κόσμος φτιάχτηκε γι’ αυτόν. Άρα, η φύση είναι το σύνολο των πόρων που ο Θεός έθεσε στη διάθεση του ανθρώπου. Κι αν κάτι έκανε λάθος ο άνθρωπος στη διάρκεια της νεοτερικότητας, μας λένε οι σύγχρονοι υπερασπιστές της φύσης, είναι ότι χρησιμοποίησε αυτούς τους πόρους σαν να ήταν ανεξάντλητοι. Ενώ η σχέση μας με τη φύση έπρεπε να χαρακτηρίζεται από σύνεση και πνεύμα οικονομίας, ώστε οι πόροι να ανανεώνονται με ικανοποιητικό ρυθμό και να συνεχίζουν να τροφοδοτούν την ανθρώπινη πρόοδο.

Ακόμα και σήμερα, λοιπόν, το πρόβλημα στη σχέση μας με τη φύση δεν εντοπίζεται στην υποταγή όλων των πραγμάτων στην ανθρώπινη ιδιοτέλεια και στον συνακόλουθο οντολογικό υποβιβασμό τους, αλλά στην αλόγιστη σπατάλη της θεϊκής κληρονομιάς. Έτσι, ό,τι υπάρχει δεν υπάρχει για τον εαυτό του, δεν διαθέτει αυτενέργεια ή ένα διακριτό πρόγραμμα ζωής, αλλά ετεροπροσδιορίζεται από τον άνθρωπο, ο οποίος με τη βοήθεια της επιστήμης και της τεχνολογίας τού αποδίδει μια συγκεκριμένη θέση στον κόσμο του.

Η τελευταία από τις εξελίξεις που συνέβαλαν στη δημιουργία της νεοτερικής έννοιας φύσης αφορά τη γνωσιμότητα της φύσης. Η φράση «η γνώση είναι δύναμη» αποδίδεται στον Francis Bacon, μολονότι διατυπώθηκε από διάφορους στοχαστές της πρώιμης νεοτερικότητας. Ο Bacon, όμως, είναι αναμφίβολα ο άνθρωπος που στα γραπτά του εκφράζει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο την έμφυλη σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Ο άνθρωπος αντιπροσωπεύει το αρσενικό στοιχείο που είναι περίεργο και δυναμικό. Η φύση αντιπροσωπεύει το θηλυκό στοιχείο που είναι παθητικό και μυστικοπαθές. Το καθήκον της αρρενωπής επιστήμης, που θεμελιώνεται στις αρχές του 17ου αιώνα, είναι να αποσπάσει από τη φύση τα μυστικά της. Και για να το κάνει αυτό, πρέπει να την ακινητοποιήσει και να την εξετάσει με έναν τρόπο που δεν διαφέρει πολύ από εκείνον που χρησιμοποιούσαν οι δικαστές για να ανακρίνουν τις μάγισσες. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα πρώιμο προγραμματικό κείμενο του Bacon στο οποίο σκιαγραφείται η νέα μέθοδος φυσικής γνώσης επιγράφεται Temporis Partus Masculus, τουτέστιν Η αρρενωπή γέννηση του χρόνου. Ο σκοπός της ανανεωμένης φυσικής φιλοσοφίας είναι η σύναψη ενός «αγνού, ιερού και νόμιμου γάμου», ο οποίος θα θέσει τη φύση «στην υπηρεσία του ανθρώπου και θα την κάνει σκλάβα του». Μέσω αυτής της διαδικασίας, ο άνθρωπος θα ανακτήσει την κυριαρχία του επί του κόσμου («The Great Instauration»), την οποία απώλεσε κατά την εκδίωξή του από τον Παράδεισο.

Έτσι, το πατριαρχικό βλέμμα αναλαμβάνει να ορίσει τη φύση: Τέμνει τη φυσική συνέχεια μετατρέποντάς τη σε ένα σύνολο αδρανών αντικειμένων τα οποία είναι απαλλαγμένα από ζωτικότητα και αυτενέργεια. Η φύση στέκεται απέναντι στον άνθρωπο-άνδρα παθητική και διαθέσιμη. Κι εκείνος, με την ψυχρή, αμερόληπτη και διεισδυτική ματιά του, της αποσπά μεθοδικά τα μυστικά της. Η γνώση των ιδιοτήτων των αντικειμένων και των νόμων που διέπουν τις αλληλεπιδράσεις τους του επιτρέπει να τη θέσει υπό τον έλεγχό του και να επωφεληθεί από τον «αγνό, ιερό και νόμιμο» γάμο του μαζί της. Όπως μια γυναίκα στην εποχή του Bacon και για αιώνες αργότερα δεν θεωρούνταν ολοκληρωμένη έξω από τη δέσμευση του γάμου, έτσι και η φύση δεν υπάρχει έξω από τη σχέση της με τον άνθρωπο. Μόνο στο πλαίσιο αυτής της πατριαρχικής σχέσης, την οποία εγγυάται ο θείος νόμος, αποκτά υπόσταση, νόημα και λόγο ύπαρξης.

***

ΕΧΟΥΜΕ ΕΞΟΙΚΕΙΩΘΕΙ τόσο πολύ με την έννοια της φύσης που δεν μπορούμε να διανοηθούμε ότι αυτή η έννοια δεν ήταν πάντοτε «εκεί», δεν είναι μια αυθύπαρκτη εξωτερικότητα με την οποία ο άνθρωπος αλληλεπιδρούσε σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του. Η φύση είναι ένα τεχνούργημα – το μεγάλο τεχνούργημα που θεμελιώνει και νοηματοδοτεί τον κόσμο της νεοτερικότητας.

Όπως είδαμε, η φύση είναι προϊόν τεσσάρων κρίσιμων ιστορικών εξελίξεων:

  • Η πρώτη είναι αυτή που συγκροτεί το υποκείμενο του αναδυόμενου καπιταλισμού: Το άτομο που υποκινείται από το ατομικό του συμφέρον βλέπει τον κόσμο ως μια εξωτερικότητα, την οποία πρέπει να υποτάξει και να θέσει στην υπηρεσία του.
  • Η δεύτερη αφορά τη στροφή της φυσικής φιλοσοφίας στην αναζήτηση του σχεδίου της Δημιουργίας: Η ορθή κατανόηση του «βιβλίου της φύσης» μπορεί να συμβάλει στην εδραίωση της χριστιανικής πίστης.
  • Η τρίτη εξέλιξη αφορά τη μετατροπή του κόσμου σε ένα σύνολο πόρων που προορίζονται αποκλειστικά για την ανθρώπινη ανάπτυξη: Ο κόσμος χάνει την οντολογική του αυτοτέλεια και νοηματοδοτείται μόνο σε σχέση με το πρόγραμμα ζωής των ανθρώπων.
  • Η τέταρτη αφορά την εδραίωση της πατριαρχικής σχέσης μεταξύ ανθρώπου και φύσης: Το ανθρώπινο βλέμμα οριοθετεί, ταξινομεί και υποτάσσει τις οντότητες, συγκροτώντας τη φύση μέσω μιας πράξης κυριαρχίας του δυναμικού αρσενικού λόγου επί μιας αδρανούς και παθητικής θηλυκής υλικότητας.

Η φύση είναι το μεγάλο τεχνούργημα του χριστιανισμού, του καπιταλισμού, του ανθρωπισμού και της πατριαρχίας. Το σημαντικό σε αυτή τη διαπίστωση δεν είναι ότι η φύση παρουσιάζεται ως κάτι κατασκευασμένο –άρα ως κάτι που στερείται «φυσικότητας»–, αλλά ότι αποτελεί το πλαίσιο εντός του οποίου τα συγκεκριμένα συστήματα σχέσεων φυσικοποιούνται και εγγράφονται στον πυρήνα του τρόπου με τον οποίο ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τη θέση του στον κόσμο.

IMAGE CREDITS: Pablo Picasso, Κοριτσι με μαντολινο, 1910 | Ivan Puni, Αυτοπροσωπογραφια, 1921 | Henri Le Fauconnier, Αφθονια, 1910 |  Εκτελεση Μαγισσων στο Τσελμσφορντ το 1589 (απο το βιβλιο της Silvia Federici, Ο Καλιμπαν και η Μαγισσα, Εκδοσεισ των Ξενων).

Μονόλιθος

ΕΙΔΑ ΠΡΟΣΦΑΤΑ για δεύτερη φορά την ταινία του Stanley Kubrick, 2001. Οδύσσεια του Διαστήματος. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που την είδα πρώτη φορά και αυτό που κυρίως μου είχε μείνει ήταν οι σκηνές διαστημικής αιώρησης: η σιωπή κι η μοναξιά του διαστρικού χώρου. Φυσικά, η πρόσφατη συζήτηση για την Τεχνητή Νοημοσύνη, είχε γίνει αφορμή να ανακαλέσω τη σεκάνς με τον Hal 9000, το σύστημα Τεχνητής Νοημοσύνης του διαστημικού σκάφους, αν και ομολογώ ότι δεν θυμόμουν την δραματική ένταση με την οποία ο Kubrick περιγράφει τη θανάτωσή του. Ούτως ή άλλως, το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας είχε περάσει στη λήθη αφήνοντας πίσω του τη γενική εντύπωση ενός αισθητικά άρτιου και λεπτοδουλεμένου καλλιτεχνικού έργου.

Όπως συμβαίνει με όλα τα σημαντικά καλλιτεχνικά έργα, όμως, η ταινία του Kubrick είναι και μια πρόκληση για τον φιλοσοφικό στοχασμό. Μολονότι αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά ενός ευανάγνωστου μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας, η ταινία έχει μείνει στην ιστορία για τον διφορούμενο χαρακτήρα και την κρυπτικότητά της. Δεν πρόκειται για απλή διαστημική «περιπέτεια», αλλά για καταβύθιση σε ένα κλειστοφοβικό σύμπαν που δεν είναι σαφές αν περιβάλλει τον άνθρωπο ή αν υπάρχει εξολοκλήρου εντός του. Ίσα ίσα, το σημείο που φαίνεται ότι θέλει να αναδείξει ο σκηνοθέτης είναι ακριβώς η απουσία μιας οριοθετικής επιφάνειας ανάμεσα στο μέσα και στο έξω. Όχι ο πορώδης χαρακτήρας μιας τέτοιας επιφάνειας, η διαφάνεια ή η επιλεκτική διαπερατότητά της, αλλά η πλήρης απουσία της. Οι οντότητες του κόσμου είναι πτυχώσεις του συνεχούς. Και πτυχώσεις πτυχώσεων. Αν η ανθρώπινη συνείδηση είναι μια πτύχωση, όπως φαίνεται να υπονοεί η τελική σεκάνς της ταινίας, τότε τα ανθρώπινα δημιουργήματα είναι πτυχώσεις αυτής της πτύχωσης. Αλλά αυτό δεν τα τοποθετεί σε διαφορετικό επίπεδο από τον ίδιο τον άνθρωπο, παρά μόνο ως υπενθυμίσεις της προσωρινότητας και της ενδεχομενικότητας κάθε πτύχωσης.

Για τα σημερινά δεδομένα, η σεκάνς με την οποία ανοίγει η ταινία είναι μεγάλη και βαρετή: δεν υπάρχει καμία «δράση». Προανθρώπινες φιγούρες –«πίθηκοι»– που επί πολλή ώρα κινούνται άσκοπα σε μια στεγνή και αφιλόξενη σαβάνα. Δεν υπάρχει τίποτα το ειδυλλιακό και τίποτα το φιλοσοφικό στην απεικόνιση αυτής της κυριολεκτικά γυμνής πραγματικότητας. Δεν υπάρχει κανένα νόημα. Ακόμα και η εχθρότητα με μια άλλη ομάδα όμοιων όντων δεν σημαίνει τίποτα. Ακόμα κι παρουσία ενός θηρευτή που καταβροχθίζει ένα από αυτά δεν σημαίνει τίποτα. Και τότε είναι που εμφανίζεται ο μονόλιθος. Μια ψηλή, στιλπνή στήλη με οξείες ακμές και απόλυτο μαύρο χρώμα. Το τι αντιπροσωπεύει ο μονόλιθος στην ταινία του Kubrick έχει αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεων, πεπαιδευμένων εικασιών, ακόμα και ακαδημαϊκών εργασιών. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης αρνήθηκε πεισματικά να αποκαλύψει τη σημασία που απέδιδε στο συγκεκριμένο αντικείμενο. Ωστόσο, υπάρχει κάτι στην συμπεριφορά των πιθήκων που μοιάζει να υποδεικνύει μια εύλογη ερμηνεία. Όπως είναι φυσικό, τα όντα αισθάνονται επιφυλακτικότητα απέναντι στο ξένο αντικείμενο που εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά τους. Αισθάνονται και κάτι άλλο, όμως. Δέος. Πλησιάζουν το αντικείμενο και το αγγίζουν. Χαϊδεύουν την στιλπνή επιφάνειά του και τις κοφτερές ακμές του. Εκστασιάζονται από το απόλυτο μαύρο χρώμα, το παράστημα και το σχήμα του μονόλιθου. Γιατί; Γιατί κανένα από αυτά τα χαρακτηριστικά δεν υπάρχει στον κόσμο που τα περιβάλλει. Δεν υπάρχει κανένα λείο επίπεδο, καμιά ευθεία γραμμή, καμία γεωμετρική κανονικότητα· δεν υπάρχει μαύρο χρώμα. Ο μονόλιθος είναι κάτι διακριτό και ξένο: Είναι ένα αντι-κείμενο. Και, όπως φαίνεται από την εξέλιξη της ταινίας, αντιπροσωπεύει έναν τρόπο μορφοποίησης του κόσμου που προσφέρει δύναμη και κυριαρχία στα όντα που θα τον υιοθετήσουν. Η μετατροπή του ακανόνιστου εξωτερικού περιβάλλοντος σε γραμμές και επίπεδα, η μετατροπή του ληθαργικού εσωτερικού περιβάλλοντος σε δομημένη τελεολογική σκέψη και, πάνω απ’ όλα, η δυνατότητα ελέγχου, μέσω αυτών, ενός αβέβαιου, αφιλόξενου και επισφαλούς κόσμου μετασχηματίζει το αδύναμο, αργοκίνητο ον σε κυρίαρχο.

Ο μονόλιθος αντιπροσωπεύει το τυχαίο συναπάντημα του ανθρώπου με την τεχνική. Όχι ότι οι δύο όροι προϋπήρχαν – ο άνθρωπος ως «πρωτόγονος», ήδη έτοιμος να υποδεχτεί τον λόγο, και η τέχνη ως πλατωνική ιδέα που προοριζόταν νομοτελειακά για το μόνο ον που ήταν ικανό να την υποδεχτεί. Το αντίθετο: Η διασταύρωση, όπως ακριβώς αποτυπώνεται στην ταινία, είναι ένα απροσδόκητο συμβάν. Είναι η στιγμή που ένα αντικείμενο μετατρέπεται, μέσω της κίνησης, σε κάτι περισσότερο από αυτό που είναι. Ένα οστό μετατρέπεται σε ένα είδος μέσου. Και η ίδια κίνηση που ενεργοποιεί τη μετατροπή του οστού σε εργαλείο είναι εκείνη που ενεργοποιεί και τη μετατροπή του όντος που την εκτελεί σε φορέα εργαλείων. Μέσα από αυτό το τυχαίο συναπάντημα δημιουργείται η πτύχωση του πραγματικού όπου επωάζεται ο άνθρωπος και ο ανθρώπινος κόσμος. Δεν είναι ο άνθρωπος που επινοεί το εργαλείο, αλλά το εργαλείο που επινοεί τον άνθρωπο. Η τεχνική είναι η εργασία μέσω της οποίας ο άνθρωπος επινοεί διαρκώς τον εαυτό του, όχι ως μια αυθύπαρκτη και αυτονοηματοδοτούμενη οντότητα, αλλά ως μέρος ενός τεχνικού κόσμου, που είναι ο μόνος κόσμος στον οποίο μπορεί να υπάρξει.

Τα τρία Δ του ψηφιακού

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Φιλοσοφία του Ψηφιακού. Μια εισαγωγή, που επιμελήθηκε η Γκόλφω Μαγγίνη, είναι ένα σπουδαίο εκδοτικό εγχείρημα. Αυτό δεν αποτελεί φιλοφρόνηση σε μια συνάδελφο που επί χρόνια ασχολείται παραγωγικά με τη φιλοσοφία της τεχνολογίας και έχει δώσει τη δυνατότητα σε πολλούς νέους ανθρώπους να έρθουν σε επαφή με το πεδίο. Αποτελεί έπαινο για μια πρωτοβουλία, η οποία (με τη βοήθεια πολλών από αυτούς τους νέους ανθρώπους) μετέφερε στην ελληνική γλώσσα μερικά από τα σημαντικότερα κείμενα γύρω από τη φιλοσοφία του ψηφιακού. Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία είναι εξαιρετικά σημαντική για δύο αλληλένδετους λόγους: Αφενός, επειδή –όπως συμβαίνει πάντοτε με τις μεταφράσεις σημαντικών («κλασικών») κειμένων– η γλώσσα υποδοχής εμπλουτίζεται με έννοιες και λέξεις που επιτρέπουν στους χρήστες της να σκεφτούν με νέους τρόπους, να διανοηθούν νέες πραγματικότητες και να οραματιστούν νέες προοπτικές. Η μετάφραση –ιδιαίτερα η μετάφραση κειμένων που σηματοδοτούν καίριες αλλαγές στον τρόπο πρόσληψης της πραγματικότητας– διευρύνει την εννοιολογική επικράτεια της γλώσσας υποδοχής και πυκνώνει το σημασιολογικό της περιεχόμενο: την καθιστά περισσότερο πολύσημη και πολυδύναμη. Αφετέρου, επειδή ο συλλογικός τόμος Φιλοσοφία του Ψηφιακού, όπως ακριβώς δηλώνει ο τίτλος του, περιλαμβάνει φιλοσοφικά κείμενα για το ψηφιακό. Η συζήτηση για τα ψηφιακά μέσα είναι στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, αλλά, δυστυχώς, δεν πρόκειται για σοβαρή συζήτηση. Ακόμα και οι συζητήσεις που διεξάγονται σε πανεπιστημιακά περιβάλλοντα και σε ακαδημαϊκές εκδόσεις, πολύ δε περισσότερο εκείνες που έχουν κατακλύσει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, έχουν χαρακτηριστικά ηθικού πανικού: Οι ψηφιακές τεχνολογίες είναι εδώ για να μας αποξενώσουν από τους εαυτούς μας κι από τους συνανθρώπους μας, για να υπονομεύσουν τη δημιουργικότητά μας, για να κλέψουν τις δουλειές μας και για να οδηγήσουν τα παιδιά μας στον όλεθρο του εθισμού. Σίγουρα κάποια βάση έχουν όλες αυτές οι συζητήσεις, επειδή ακριβώς δεν πρόκειται για τα ψηφιακά μέσα γενικώς, αλλά για τα ψηφιακά μέσα του καπιταλισμού. Όμως, η έμφαση σε μια a priori τεχνοφοβική και απορριπτική προσέγγιση μας στερεί τη δυνατότητα να κατανοήσουμε την πραγματική φύση του ψηφιακού. Και αυτό ακριβώς είναι που επιχειρεί να διορθώσει το συγκεκριμένο βιβλίο: Μεταφέροντας τη συζήτηση από τα πεδία της ηθικής και της νομικής ρύθμισης στο πεδίο της οντολογίας, μας βοηθά να αποκτήσουμε μια ουσιαστική κατανόηση της φύσης του ψηφιακού. Και, ενδεχομένως, να τοποθετήσουμε τη σχετική συζήτηση σε μια διαφορετική, πιο ενημερωμένη (informed) βάση.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να συνοψίσουμε τις θεματικές γύρω από τις οποίες αναπτύσσεται ο προβληματισμός του βιβλίου. Θα προτείνω έναν από αυτούς, που θεωρώ ότι αναδεικνύει με πιο ξεκάθαρο τρόπο τη φιλοσοφική διάσταση του όλου εγχειρήματος. Οι τρεις προβληματικές που διαπερνούν τον τόμο θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε τρία Δ: Δυαδικότητα, Διακριτότητα και Δυνητικότητα.

Η δυαδικότητα αφορά την πληροφορία. Σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό του Gregory Bateson, ένα bit, μια μονάδα πληροφορίας, «is a difference which makes a difference». Είναι, δηλαδή, μια δυαδικότητα που έχει ένα στοιχειώδες νόημα, υπό την έννοια ότι αποκλείει μία κατάσταση και επιτρέπει μία άλλη. Από τη συναρμογή τέτοιων δυαδικοτήτων μπορούν προοδευτικά να προκύψουν σύνθετες πληροφοριακές δομές. Ο Luciano Floridi το συνοψίζει αυτό στον επίσης κλασσικό ορισμό του: η πληροφορία είναι «δομημένα δεδομένα με νόημα». Η έννοια της πληροφορίας μορφοποιήθηκε στη διάρκεια του 20ού αιώνα και η ιστορία της έχει πολλές ομοιότητες με την ιστορία της έννοιας της ενέργειας, η οποία μορφοποιήθηκε έναν αιώνα νωρίτερα. Δύο ήταν οι βασικές εξελίξεις που οδήγησαν στη θεμελίωση της έννοιας της πληροφορίας. Αφενός, η δημοσίευση το 1948 του άρθρου του Claude Shannon για τη «Μαθηματική Θεωρία της Επικοινωνίας». Η δημοσίευση του συγκεκριμένου άρθρου σηματοδοτεί την τυποποίηση της έννοιας της πληροφορίας και των θεωρητικών νόμων που διέπουν τον μετασχηματισμό και τη μετάδοσή της. Αφετέρου, η δημιουργία των «αναλυτικών μηχανών», δηλαδή των υπολογιστών, που ήταν σε θέση να χειριστούν την πληροφορία: Να την αποθηκεύσουν, να την επεξεργαστούν, να τη μεταδώσουν και να κάνουν πράγματα με αυτή. Έναν αιώνα νωρίτερα, οι μαθηματικές επεξεργασίες των William Thomson και Rudolf Clausius και οι θερμικές μηχανές της βιομηχανικής επανάστασης είχαν κάνει κάτι ανάλογο για την ενέργεια: την έκαναν οντολογικά ορατή. Της έδωσαν υπόσταση και την κατέστησαν δομικό στοιχείο αυτού εδώ του κόσμου. Με παρόμοιο τρόπο, οι εργασίες των κυβερνητιστών προσέδωσαν στην πληροφορία οντολογικό καθεστώς. Σε αυτό το πλαίσιο, η πληροφορία δεν είναι αναπαράσταση, πληροφόρηση για κάτι που υπάρχει έξω από αυτή, αλλά είναι αυτή η ίδια μια θεμελιώδης (σύμφωνα με κάποιους η θεμελιώδης) οντότητα αυτού του κόσμου. Το πρώτο Δ, λοιπόν, έχει να κάνει με την πληροφορία και η πληροφορία έχει να κάνει με την οντολογία.

Το δεύτερο Δ αφορά τη διακριτότητα και πιο συγκεκριμένα τις μηχανές διακριτών καταστάσεων. Για να καταλάβουμε τι είναι μια μηχανή διακριτών καταστάσεων μπορούμε να φανταστούμε μια ακανόνιστη σκακιέρα που έχει έναν τυχαίο αριθμό μαύρων και άσπρων τετραγώνων. Τα άσπρα και μαύρα τετράγωνα σχηματίζουν μια διάταξη (configuration). Σε κάθε τικ, σε κάθε μονάδα του χρόνου (που δεν χρειάζεται, όμως, να είναι ο συμβατικός χρόνος) η διάταξη αυτή αλλάζει σύμφωνα με ένα σύνολο οδηγιών που έχουμε δώσει στη μηχανή. Αυτή είναι μια μηχανή διακριτών καταστάσεων, η οποία λόγω ακριβώς της φύσης της μπορεί, αφενός, να αναπαριστά πληροφοριακές δομές (κάθε τετράγωνο είναι ένα bit) και, αφετέρου, να τις μετασχηματίζει σύμφωνα με τους κανόνες που της έχουμε δώσει. Οι ψηφιακές μηχανές είναι μηχανές διακριτών καταστάσεων. Στην είσοδό τους τροφοδοτούνται με πληροφοριακές δομές και σύνολα κανόνων και στην έξοδό τους μας δίνουν τροποποιημένες πληροφοριακές δομές που αντιστοιχούν σε εναλλακτικές διατάξεις του πραγματικού. Οι ψηφιακές μηχανές δεν είναι μηχανές που θα κλέψουν την ψυχή μας, αλλά μηχανές που μας δίνουν πρόσβαση στην πληροφοριακή διάσταση της ύπαρξης. Μας επιτρέπουν να αντιλαμβανόμαστε, να κατανοούμε και να διαχειριζόμαστε την ύπαρξη στο οντολογικό επίπεδο της πληροφορίας. Το δεύτερο Δ, λοιπόν, έχει να κάνει με την ψηφιακότητα και η ψηφιακότητα έχει να κάνει με την τεχνολογία ως κοσμοποιητική διαδικασία.

Το τρίτο Δ αφορά τη δυνητικότητα. Η δυνητικότητα είναι μια παρεξηγημένη έννοια. Αναφέρεται στις αγγλικές λέξεις virtual και virtuality, οι οποίες απαντούν σε εκφράσεις όπως virtual reality, virtual identity κλπ. Στα ελληνικά, οι λέξεις αυτές αποδίδονται συνήθως ως «εικονικό» και «εικονικότητα». H απόδοση αυτή είναι εσφαλμένη, επειδή τις συνδέει με την έννοια της αναπαράστασης – και μάλιστα μιας φανταστικής ανασύνθεσης της πραγματικότητας: ό,τι είναι virtual δεν είναι πραγματικό. Στην πραγματικότητα, η δυνητικότητα είναι μια ενδιαφέρουσα φιλοσοφική έννοια με μακρά ιστορία, η οποία φτάνει μέχρι τον Αριστοτέλη. Στη φιλοσοφία του 20ού αιώνα, η συγκεκριμένη έννοια αξιοποιήθηκε κατά κύριο λόγο από τον Gilles Deleuze. Η δυνητικότητα αφορά ένα καθεστώς πραγματικότητας που προηγείται του ενεργεία υπαρκτού (actual), της πραγματοποιημένης πραγματικότητας. Το πεδίο του δυνητικού είναι ένα πεδίο οντοτήτων και εντάσεων από το οποίο είναι δυνατό να προκύψουν ένας αριθμός εναλλακτικών διευθετήσεων. Το ενεργεία υπαρκτό είναι μία από αυτές τις διευθετήσεις, μία από τις δυνατές λύσεις στο πεδίο των προβλημάτων που αποτελεί το δυνητικό. Υπό αυτή την έννοια, η δυνητική πραγματικότητα δεν αφορά τους κόσμους που μπορούμε να πλάσουμε με τη φαντασία μας και με τη βοήθεια του υπολογιστή, αλλά την καταβύθιση στο πληροφοριακό υπόβαθρο της υπάρχουσας πραγματικότητας. Γι’ αυτό είναι πιο σωστό να λέμε ότι το ψηφιακό δυνητικοποιεί την πραγματικότητα: Με την βοήθεια των ψηφιακών μέσων μπορούμε να μεταφερθούμε σε ένα οντολογικά πρότερο επίπεδο πραγματικότητας και να δούμε τις πληροφοριακές δομές και τις εντάσεις από τις οποίες προέκυψε η πραγματοποιημένη πραγματικότητα. Και με τη βοήθεια των ίδιων μέσων να εξετάσουμε τη δυνατότητα συναρμογής των πληροφοριακών αρθρωμάτων με εναλλακτικούς τρόπους, οι οποίοι θα υπερβαίνουν τους περιορισμούς του ενεργεία υπαρκτού, δηλαδή του καθεστώτος πραγματικότητας που μας παρουσιάζεται ως το μόνο δυνατό. Το τρίτο Δ, λοιπόν, έχει να κάνει με την ψηφιακή δυνητικότητα ως πεδίο πολιτικής δράσης. Με τη σημαντική υποσημείωση, βεβαίως, ότι η ψηφιακή δυνητικότητα ως τέτοια δεν είναι μια μηχανή παραγωγής ουτοπιών, αλλά ένας «χώρος δυνατοτήτων» (space of possibilities) – ένα πεδίο σύγκρουσης και διεκδίκησης εναλλακτικών διευθετήσεων του πραγματικού, ανάλογα με τις μορφές επιτελεστικότητας που θα αναπτύξουν σε αυτό οι δρώντες.

Οντολογία, τεχνολογία, πολιτική. Αυτοί είναι εντέλει οι τρεις άξονες γύρω από τους οποίους αναπτύσσεται το φιλόδοξο εκδοτικό εγχείρημα της Φιλοσοφίας του Ψηφιακού. Ο τόμος που επιμελήθηκε η Γκόλφω Μαγγίνη περιλαμβάνει 17 κείμενα, καθένα από τα οποία συνοδεύεται από ένα κείμενο πλαισίωσης που έχει στόχο να κατατοπίσει την αναγνώστρια ή τον αναγνώστη σχετικά με την προβληματική του συγγραφέα και το ρεύμα σκέψης στο οποίο αυτή εντάσσεται. Το βιβλίο δεν διαβάζεται απευθείας, from cover to cover όπως λένε: Είναι πολύ μεγάλο και πολύ ετερογενές για μια τέτοια προσέγγιση. Είναι, όμως, ένα πολύτιμο έργο αναφοράς, στο σώμα του οποίου κάθε αναγνώστης ή αναγνώστρια μπορούν να χαράξουν τις προσωπικές τους διαδρομές. Η σειρά με την οποία θα διαβαστούν τα κείμενα και οι τρόποι με τους οποίους θα συσχετιστούν μεταξύ τους θα παραγάγει διαφορετικές εκδοχές του ίδιου βιβλίου· διαφορετικά σημεία εστίασης και διαφορετικές θεωρητικές συνάφειες που θα αντικατοπτρίζουν τις διαφορετικές διανοητικές αναζητήσεις κάθε αναγνώστη ή αναγνώστριας. Σε όλες τις περιπτώσεις, όμως, το έργο θα διατηρεί το βασικό στοιχείο της ταυτότητάς του: Έναν ισχυρά φιλοσοφικό πυρήνα ο οποίος μας επιτρέπει να εστιάσουμε στα ουσιώδη ζητήματα του ψηφιακού μετασχηματισμού. Και αυτά τα ζητήματα, σε όλες τις περιπτώσεις, αφορούν την οντολογία, την τεχνολογία και την πολιτική – και με αυτή τη σειρά.

 Αναφορές
Γκόλφω Μαγγίνη (επιμ.), Φιλοσοφία του Ψηφιακού: Μια εισαγωγή, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2024.

IMAGE CREDIT: Henry Moore, Ideas for Metal Standing Figures, 1947–9.