Το κουμπί

ΠΟΤΕ οι άνθρωποι έμαθαν να πατάνε κουμπιά; Τι ερώτηση είναι αυτή, θα μου πείτε. Χρειάζεται να μάθουμε να πατάμε κουμπιά; Τα κουμπιά είναι για να πατιούνται! Η αλήθεια, όμως, είναι ότι δεν ξέραμε ανέκαθεν να πατάμε κουμπιά, όπως δεν ξέραμε να γυρνάμε σελίδες. Και τα δύο είναι τεχνολογίες που επινοήθηκαν σε συγκεκριμένα τεχνολογικά και πολιτισμικά πλαίσια και φυσικοποιήθηκαν μέσα από τη χρήση. Πότε, λοιπόν; Τα πληκτροφόρα μουσικά όργανα –το πιάνο και οι πρόγονοί του– είναι αρκετά παλιά. Πολύ μεταγενέστερα αλλά πάντως αρκετά παλιά κι αυτά είναι ο τηλέγραφος και η γραφομηχανή (με αυτή τη σειρά). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, όμως, μιλάμε περισσότερο για πλήκτρα (keys) παρά για κουμπιά (buttons). Η διαφορά είναι ότι το πάτημα ενός πλήκτρου στέλνει ένα σήμα (έναν ήχο, ένα γράμμα, ένα κωδικοποιημένο ηλεκτρικό ρεύμα), ενώ το πάτημα ενός κουμπιού ενεργοποιεί μια λειτουργία, βάζει μπροστά μια πραγματική ή συμβολική μηχανή προκειμένου να επιτευχθεί ένα προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα. Όσο κι αν ακούγεται περίεργο, το κουμπί, από τη στιγμή που μάθαμε να το πατάμε, έγινε κεντρική πολιτισμική αναφορά. Στοιχειώνει τη φαντασία του Stanley Kubrick (Dr. Strangelove) και του Milo Manara (Le Déclic) ­υπογραμμίζοντας την παράνοια του Ψυχρού Πολέμου με την ίδια ευκολία που υποθάλπει την αρσενική φαντασίωση του σεξουαλικού ελέγχου.

Η ηλεκτρική τεχνολογία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καθιέρωση της χρήσης του κουμπιού. Το κουμπί σηματοδοτεί τη μετάβαση από τις ηλεκτρικές διατάξεις ως τεχνουργήματα που απαιτούσαν ειδικές γνώσεις για τον χειρισμό τους στις ηλεκτρικές διατάξεις ως καταναλωτικά προϊόντα που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από το γενικό κοινό. Υπό αυτή την έννοια, το κουμπί είναι ένα interface, μια διεπαφή που μεσολαβεί ανάμεσα σε μια μυστικοποιημένη (blackboxed) μηχανική διάταξη και την επιθυμία ενός ανθρώπου. Ο άνθρωπος δεν χρειάζεται να γνωρίζει πώς να χειριστεί τη μηχανική διάταξη, δεν χρειάζεται καν να μπορεί να δει το εσωτερικό της. Αρκεί να ξέρει πως είναι κατάλληλη για την πραγματοποίηση της επιθυμίας του και … να πατήσει το κουμπί. Οι διαφημίσεις των αρχών του 20ού αιώνα θυμίζουν έντονα την πολύ διαδεδομένη στις μέρες μας ρητορική περί του Internet of Things και των έξυπνων πόλεων. Οι ανάγκες των χρηστών θεωρούνται γνωστές, οι τεχνολογικές δυνατότητες δεδομένες, το μόνο που χρειάζεται είναι να σχεδιαστούν αυτοματισμοί που μέσω του κατάλληλου interface θα μπορούν να αλληλεπιδράσουν αποτελεσματικά με τους χρήστες. Από αυτή την άποψη, η σύλληψη της διεπαφής παίζει καθοριστικό ρόλο στον σχεδιασμό και τη λειτουργικότητα των τεχνολογικών διατάξεων. Συνεπώς, δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι το κουμπί έδωσε μορφή στην τεχνολογία του 20ού αιώνα. Ταυτόχρονα, όμως, έδωσε μορφή και στον χρήστη της τεχνολογίας: Δεν είμαστε εμείς που επινοήσαμε τα κουμπιά, αλλά αυτά που μας εκπαίδευσαν στη χρήση τους.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 110, στις 22 Μαΐου 2021.

Carpe diem

ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ είχε αρέσει η ταινία όταν πρωτοπαίχτηκε, στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Ένας αντισυμβατικός δάσκαλος που είχε τη δύναμη και τη διάθεση να εμπνεύσει νέους ανθρώπους. Μια παρέα παιδιών που αγωνίζονταν να επιβιώσουν από την αφόρητη πίεση των ενηλίκων και να ορίσουν τη δική θέση τους στον κόσμο. Και η ποίηση, μια απροσδόκητη σύμμαχος, που μπορούσε να μεταμορφώνει την πραγματικότητα και να εμπνέει τη δράση. Ο κύκλος των χαμένων ποιητών. Όλοι έχουμε λησμονήσει, μετά από τόσα χρόνια, τις λεπτομέρειες της πλοκής, ασφαλώς. Θυμόμαστε όμως τον ενθουσιώδη Robin Williams να προσπαθεί να μεταδώσει την ενέργειά του στους μαθητές του. Και φυσικά όλοι θυμόμαστε την προτροπή του Οράτιου μεταφρασμένη στα Αγγλικά: “Seize the day!”. Πάνω απ’ όλα αυτό είναι που θυμόμαστε από την ταινία: “Άδραξε τη μέρα!” Θα τολμούσα να ισχυριστώ ότι αυτό που έκανε πάνω απ’ όλα η ταινία είναι ότι αποτύπωσε στη συλλογική μνήμη τη συγκεκριμένη λατινική φράση, στη συγκεκριμένη αγγλική μετάφραση.

Μόνο που η μετάφραση δεν είναι σωστή. Η επιθετικότητα που συνδέεται με το ρήμα seize δεν αντιστοιχεί στο λατινικό πρωτότυπο. Αντιστοιχεί, ασφαλώς, σε μια επιθετική και ατομιστική αμερικανική κουλτούρα, καθώς και σε μια καταναλωτική κουλτούρα που μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο έγινε σταδιακά παγκόσμια και στις μέρες μας επανεκκινείται με ακόμα μεγαλύτερο δυναμισμό. Αντιστοιχεί στο YOLO (You Only Live Once!), που ρητά ή υπόρρητα παρουσιάζει αυτή την κουλτούρα ως τη μόνη διέξοδο απέναντι στην επίγνωση της υπαρξιακής ματαιότητας. Άρπαξε ό,τι βρεθεί μπροστά σου για να γεμίσεις το κενό, άρπαξε κάθε ευκαιρία να επενδύσεις με εξουσία ένα εγώ που διακατέχεται από την ψευδαίσθηση του ελέγχου.

Όπως ορθά θα υποπτευθεί ο Έλληνας αναγνώστης, το λατινικό ρήμα carpō έχει κοινή προέλευση με τη λέξη “καρπός”. Και η ορθή μετάφρασή του στα Ελληνικά είναι “δρέπω”. Δρέπω τον καρπό που είναι ώριμος, αυτόν για τον οποίο εργάστηκα και περίμενα υπομονετικά να ανταποκριθεί στις προσδοκίες μου. Στις οποίες προσδοκίες, όμως, ποτέ δεν ανταποκρίνεται απολύτως, επειδή τα πράγματα έχουν τη δική τους δυναμική, τη δική τους πορεία στο χρόνο που εξαρτάται από αυτά τα ίδια κι απ’ όλα τα υπόλοιπα πράγματα του κόσμου. Έτσι, πρέπει να είμαι έτοιμος να δρέψω τον ώριμο καρπό της εργασίας και της τύχης. Προπάντων, όμως, πρέπει να είμαι έτοιμος να τον αναγνωρίσω, να διαισθανθώ την αξία του, να εκτιμήσω την ομορφιά που μπορεί να προσθέσει στη ζωή μου. Αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο σε μια κουλτούρα που επενδύει στο μέλλον, εργαλειοποιεί τον κόσμο και αποθεώνει το επίτευγμα. Δρέψε τη μέρα σαν ώριμο καρπό, μην αναλώνεσαι στην έγνοια για το αύριο, γράφει ο επικούρειος Οράτιος. Η τέχνη του βίου είναι η τέχνη του παρόντος.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 70, στις 14 Σεπτέμβρη 2019.

Σώμα 1.0

ΣΤΙΣ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ για το ζήτημα της προσωπικής ταυτότητας στον ψηφιακό χώρο συχνά δίνεται υπερβολική έμφαση στις νοητικές διεργασίες, ενώ υποβαθμίζεται η σημασία της ενσώματης παρουσίας. Οι συζητήσεις αυτές συνήθως περιστρέφονται γύρω από τους τρόπους με τους οποίους επαναπροσδιορίζεται η νόηση και η συνείδηση στο ψηφιακό πλαίσιο, ενώ το σώμα περιορίζεται στον ρόλο ενός παθητικού κελύφους, το οποίο είτε δεν λαμβάνει καθόλου μέρος στις ψηφιακές διεργασίες είτε αρχίζει να συμμετέχει σε αυτές μόνο στον βαθμό που και το ίδιο γίνεται «ηλεκτρονικό».

Η ταινία που πρώτη εντόπισε αυτή την ασυμμετρία ήταν το Ghost in the shell στην anime εκδοχή της του 1995. Μάλιστα, ενώ ο τίτλος της μοιάζει να επικυρώνει την καθιερωμένη δυϊστική αντίληψη, στην πραγματικότητα όλη η προβληματική της επικεντρώνεται στο ζήτημα της ενσώματης παρουσίας στην ψηφιακή επικράτεια. Το ενδιαφέρον είναι ότι, ενώ στα 20 χρόνια που μεσολάβησαν η συζήτηση γι’ αυτά τα θέματα μοιάζει να έχει προχωρήσει σε μεγαλύτερο βάθος, το ζήτημα της ενσώματης παρουσίας στην ψηφιακή επικράτεια παραμένει προσκολλημένο σε στερεοτυπικές αναπαραστάσεις, τόσο από την πλευρά των ψηφιακών σπουδών και της φιλοσοφίας όσο κι από την πλευρά της λαϊκής κουλτούρας.

Ένας βασικός λόγος γι’ αυτό είναι η –υποσυνείδητη ως επί το πλείστον– ταύτιση της σωματικότητας με την υλικότητα. Η υπόρρητη ιδέα που κυριαρχεί στις σχετικές συζητήσεις είναι ότι, εφόσον το σώμα αντιπροσωπεύει την υλικότητα στους αντίποδες της πνευματικότητας, η ενσώματη παρουσία στον ψηφιακό χώρο οφείλει να εγγράφεται σε υλικές δομές και διεργασίες. Στον βαθμό που κάτι τέτοιο είναι δύσκολο ή αδύνατο να επιτευχθεί, η σωματική διάσταση του ανθρώπου παραμένει ανενεργή και παθητική, όπως εξάλλου έχει ορίσει την έννοια της υλικότητας η νεότερη φιλοσοφία. Στην ταινία Matrix του 1999 οι ήρωες εισέρχονται στο ψηφιακό σύμπαν αφήνοντας πίσω ένα άδειο καλωδιωμένο κέλυφος, το οποίο μπορεί να υποστεί μόνο τα αποτελέσματα μιας πιθανής εγκεφαλικής κατάρρευσης.

Η συζήτηση τα τελευταία χρόνια έχει στραφεί στην αναζήτηση πιο πειστικών τρόπων τεκμηρίωσης της ενσώματης παρουσίας στον ψηφιακό χώρο. Παραμένει όμως υπό την επήρεια δύο ισχυρών μεταφυσικών παραδοχών. Η μία είναι η ταύτιση της σωματικότητας με την υλικότητα· η άλλη είναι η παραδοχή ότι ο ψηφιακός χώρος αποτελεί ένα επέκεινα. Ως εκ τούτου, ο μόνος τρόπος σωματικής παρουσίας σε αυτό το ψηφιακό επέκεινα είναι μέσω της ενσωμάτωσης στην ειδική υλική υπόστασή του, δηλαδή μέσω της συγχώνευσης του ανθρώπινου σώματος με τα ηλεκτρονικά κυκλώματα της «μηχανής» ή του «δικτύου» (όπως, λόγου χάρη, επιχειρείται να γίνει με το bio-hacking).

Όλα αυτά αποτελούν πλευρές μια αναζήτησης, η οποία, στην προσπάθειά της να προσδιορίσει τη θέση του ανθρώπινου σώματος στον ψηφιακό χώρο, επερωτά θεμελιώδεις διακρίσεις τη νεωτερικότητας. Είναι άραγε δυνατό η αναζήτηση αυτή να οδηγήσει σε νέες μορφές θεώρησης της σωματικότητας, και ποιες είναι αυτές;

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 56, στις 26 Ιανουαρίου 2019.