Για τα σκουπίδια

ΤΙ ΕΙΝΑΙ τα σκουπίδια; Είναι αντικείμενα, τα οποία έχουν χάσει την αξία χρήσης τους και αποβάλλονται από τις διαδικασίες παραγωγής και αναπαραγωγής της κοινωνικής ζωής. Οι συσκευασίες των προϊόντων που αγοράζουμε, τα λιπαντικά που χρησιμοποιούμε για να κάνουμε τις μηχανές να δουλέψουν, τα αντικείμενα μιας χρήσης, αλλά και οι χαλασμένες συσκευές, τα φθαρμένα ρούχα, το φαγητό που δεν φάγαμε. Πετάω κάτι στα σκουπίδια σημαίνει το βγάζω από τη ζωή μου. Κάνω τη δήλωση ότι δεν το χρειάζομαι και παραιτούμαι από την κατοχή του. Τα σκουπίδια ανήκουν σ’ εκείνη τη νομικά απροσδιόριστη κατηγορία των αντικειμένων που κάποτε είχαν ιδιοκτήτη, αλλά εκείνος παραιτήθηκε από τα ιδιοκτησιακά του δικαιώματα χωρίς να αντικατασταθεί από κάποιον άλλο (ποιος θα ήθελε ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς;). Έτσι, τα σκουπίδια, με δεδομένο ότι είναι γενικώς ανεπιθύμητα, ξαναγίνονται φύση.

Βέβαια, θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει ότι πολλοί θα ήθελαν ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς. Και ένα μισοκαπνισμένο τσιγάρο και μια σαραβαλιασμένη καρέκλα. Το τι είναι σκουπίδι και τι όχι δεν καθορίζεται από ένα αντικειμενικό κριτήριο αρτιότητας ή χρησιμότητας. Καθορίζεται από κοινωνικά και πολιτισμικά κριτήρια. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ακόμα και η ύπαρξη σκουπιδιών είναι θέμα κοινωνικής οργάνωσης. Στις αγροτικές κοινωνίες υπάρχουν λιγότερα έως και καθόλου σκουπίδια. Στις σύγχρονες καταναλωτικές κοινωνίες, τα σκουπίδια απειλούν να καταπιούν ολόκληρες πόλεις αν σταματήσει η συλλογή τους για δυο μέρες. Κι αυτό δεν συμβαίνει επειδή, όπως συχνά λέγεται, ο καπιταλισμός παράγει σκουπίδια, αλλά επειδή η βασική επιδίωξη του κεφαλαίου είναι η παραγωγή κέρδους. Στο επίπεδο της παραγωγής δεν υφίσταται καμία καταρχήν διάκριση ανάμεσα σε χρήσιμα και άχρηστα προϊόντα: όσο περισσότερες αξίες παράγονται τόσο μεγαλύτερο είναι το περιθώριο κερδοφορίας. Η διάκριση γίνεται, μέσω της χρήσης, στη σφαίρα της κατανάλωσης. Δεδομένου, όμως, ότι η μεγιστοποίηση της κερδοφορίας προϋποθέτει τη διατήρηση υψηλών ρυθμών κατανάλωσης, η ταχύτητα απαξίωσης των προϊόντων αποτελεί βασικό συντελεστή της διαδικασίας αξιοποίησης του κεφαλαίου. Με αποτέλεσμα, όλο και μεγαλύτερο μέρος των αξιών που παράγονται στη σφαίρα της παραγωγής να οδηγούνται στα σκουπίδια.

Πράγμα που έχει ένα παράδοξο αποτέλεσμα. Τη διεύρυνση της φύσης. Μιας ανθρωπογενούς, όμως, φύσης η οποία αποτελείται από αντικείμενα που έχοντας χάσει τον ιδιοκτήτη τους επανεντάσσονται στην κατηγορία των φυσικών πόρων. Ο ρακοσυλλέκτης που από ένα πλήθος άχρηστων μικροαντικειμένων θα φτιάξει ένα παιδικό παιχνίδι θα έχει δημιουργήσει  ένα νέο χρηστικό αντικείμενο με υλικά που βρήκε στη φύση. Το ίδιο και ο καπιταλισμός, όμως! Οι τεράστιοι όγκοι των σκουπιδιών που πνίγουν τις κοινωνίες της κατανάλωσης γίνονται το νέο Eldorado, από το οποίο ο καπιταλισμός αντλεί πόρους με μηδαμινό κόστος: ακριβά μέταλλα, πλαστικά, γυαλί, λιπάσματα και βιοκαύσιμα. Η ανθρωπογενής φύση γίνεται το πεδίο μιας νέας οικονομικής στρατηγικής που αποβλέπει στη διεύρυνση της κερδοφορίας του κεφαλαίου μέσω της εντατικής οικειοποίησης της απαξιωμένης ανθρώπινης εργασίας.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 135, στις 10 Ιουνίου 2022.

IMAGE CREDIT: Diana Lelonek, Center For the Living Things, Post-shoe environment, 2016-2022.

Το τέλος της αποικιοκρατίας

ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ όταν μια μορφή τάξης, η οποία για να διατηρηθεί εξάγει εντροπία στο περιβάλλον της, βρεθεί αντιμέτωπη με μια άλλη δομή που κάνει το ίδιο; Το ερώτημα αφορά τις μεγάλες γεωπολιτικές ανακατατάξεις των οποίων είμαστε μάρτυρες, αλλά και την ιστορική ευθύνη των εμπλεκόμενων μερών. «Ιστορική ευθύνη»! Βαρύς και παλιομοδίτικος όρος. Ποιος μιλάει σήμερα για ιστορική ευθύνη; Σήμερα μιλάμε για «έρευνα και ανάπτυξη», για «καινοτομία» και «προκλήσεις». Το νεοφιλελεύθερο άρμα ξεχύνεται ορμητικά προς ένα προβλέψιμο και ελέγξιμο μέλλον.

Και όμως, αυτό το οποίο ζούμε –όχι μόνο τώρα, με τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά σε όλη τη διάρκεια του 21ου αιώνα– είναι προϊόν μιας νέας ιστορικής συνθήκης: Του τέλους –του πραγματικού τέλους– της αποικιοκρατίας. Η προσάρτηση, η χειραγώγηση και η εκμετάλλευση του μεγαλύτερου μέρους του κόσμου ήταν οι συνθήκες που επέτρεψαν στη Δύση να οικοδομήσει την ευημερία και τη δημοκρατική της πολιτεία, ανάγοντας, μάλιστα, τον εαυτό της σε οικουμενικό πολιτισμικό πρότυπο. Όταν όμως οι πρώην αποικίες αξίωσαν να συμμετάσχουν επί ίσοις όροις στον πλούτο που οι ίδιες δημιούργησαν, προέκυψε μια ιστορικά πρωτόγνωρη κατάσταση. Νέες και δυναμικές αστικές τάξεις, νέες εθνοπολιτισμικές ταυτότητες και νέες γεωπολιτικές διεκδικήσεις ήρθαν με επιτακτικότητα στο προσκήνιο.

Στις αρχές του 21ου αιώνα αυτό έγινε αντιληπτό ως προσωρινή εκτροπή από το modus operandi της εδραιωμένης τάξης. Έτσι, μετά την 11η Σεπτεμβρίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες θεώρησαν ότι μπορούν να αντιμετωπίσουν την απόκλιση από την «κανονικότητα» με την πυγμή – με τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Και η Ευρωπαϊκή Ένωση θεώρησε ότι μπορούσε να αντιμετωπίσει την αλλαγή της θέσης της στον παγκόσμιο οικονομικό χάρτη με την εφαρμογή της λιτότητας και της δημοσιονομικής πειθαρχίας στο εσωτερικό της. Δεν επρόκειτο για προσωρινή διαταραχή, όμως. Επρόκειτο για μια νέα πολιτική και πολιτισμική δυναμική που φύτρωσε στα ερείπια τεσσάρων αιώνων αποικιοκρατίας. Δεν είναι τυχαίο που οι νέοι διεκδικητές της παγκόσμιας ηγεμονίας υιοθετούν μια εμφατικά αντιαποικιακή ρητορική, την ίδια στιγμή που θεμελιώνουν τις δικές τους αποικιακές βλέψεις.

Αν η αποικιοκρατία είναι αυτή που «έφτιαξε» τη Δύση την περίοδο της νεοτερικότητας, το τέλος της αποικιοκρατίας είναι αυτό που θα καθορίσει τη φυσιογνωμία της Δύσης κατά τη μετανεοτερική περίοδο. Οι πολιτικές πυγμής δεν μπορούν να εμποδίσουν –ίσως μάλιστα επιτείνουν– την απορρόφηση της εντροπίας που εξάγεται από τις νέες μορφές τάξης, οι οποίες διεκδικούν τη θέση τους στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων. Το θέμα είναι ότι αυτή η απορρόφηση της εντροπίας δεν γίνεται με ομοιογενή τρόπο από τις κοινωνίες της Δύσης. Αυτό σημαίνει ότι η νέα φάση στην οποία εισέρχεται ο δυτικός κόσμος δεν χαρακτηρίζεται μόνο από τις αλλαγές των συνόρων και της γεωπολιτικής επιρροής του, αλλά και από την ένταση των αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό του για τη διαχείριση του κόστους της αποαποικιοποίησής του. «Ο εσωτερικός πόλεμος συνεχίζεται· υπάρχουν παγίδες και κίνδυνοι στο εσωτερικό· ο εχθρός βρίσκεται εντός» (Κατιλιναϊκές Δημηγορίες, 2, 11).

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 130, στις 2 Απριλίου 2020.

Η Τεχνητή Νοημοσύνη στον δημόσιο διάλογο

Η χρησιμότητα μιας άχρηστης συζήτησης

ΕΙΝΑΙ ΑΧΡΗΣΤΗ η δημόσια συζήτηση για την Τεχνητή Νοημοσύνη; Ίσως ο χαρακτηρισμός είναι σκόπιμα υπερβολικός για να τραβήξει την προσοχή των αναγνωστών και αναγνωστριών. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ωστόσο, ότι πρόκειται για μια συζήτηση που, κατά το μάλλον ή ήττον, στηρίζεται σε παρανοήσεις.

Στον δημόσιο διάλογο, η παρουσία της ΤΝ αντιμετωπίζεται ως εισβολή, η οποία ενεργοποιεί φόβους ή προσδοκίες. Ο φόβος και η ελπίδα, όμως, είναι από τα μεγαλύτερα γνωσιολογικά εμπόδια – ιδίως η δεύτερη. Το ερώτημα αν θα ζήσουμε σε μια ουτοπία όπου οι μηχανές θα αναλάβουν να παράγουν τους υλικούς όρους της ύπαρξής μας είναι το ίδιο άχρηστο και ανούσιο με το ερώτημα αν θα ζήσουμε σε μια δυστοπία τύπου δικαστή Dredd, όπου η επιτήρηση και η προληπτική καταστολή θα εξουδετερώνει κάθε ελευθερία, δημιουργικότητα και αυθορμητισμό.

Και όμως, οι αποφάσεις, τόσο σε εταιρικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο κρατικής πολιτικής, λαμβάνονται ως επί το πλείστον σε αυτό το πλαίσιο σκέψης. Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι τα περισσότερα στελέχη της οικονομίας και της διοίκησης έχουν στρεβλή ή ελλιπή εικόνα για την ΤΝ. Πιθανότατα αυτό δεν θα αποτελούσε πρόβλημα, αν οι αποφάσεις τους αφορούσαν την υιοθέτηση της μιας ή της άλλης τεχνολογίας. Βέβαια, και σε αυτή την περίπτωση η επιλογή που θα γινόταν θα είχε περισσότερο ή λιγότερο σοβαρές συνέπειες. Η συζήτηση όμως για την ΤΝ είναι ιδιαίτερα σημαντική, επειδή δεν αφορά μια τεχνολογική αλλαγή, αλλά τη μετάβαση σε μια νέα κοινωνική συνθήκη. Υπό αυτή την έννοια, δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια ανταλλαγή απόψεων μεταξύ ειδικών που ξέρουν για τι πράγμα μιλάνε. Αφορά το σύνολο της κοινωνίας και οφείλει να διεξαχθεί με τρόπο που θα επιτρέψει στους πολίτες να κατανοήσουν τη συντελούμενη μετάβαση και να συμμετάσχουν στη λήψη των σχετικών τεχνοεπιστημονικών αποφάσεων. Εξού και ο τίτλος: Η χρησιμότητα (ή, αν θέλετε, η αναγκαιότητα) μιας (φαινομενικά) άχρηστης συζήτησης.

Για να γίνει αυτή η συζήτηση θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα για δύο πράγματα: Α) Να παραμεριστούν οι παρανοήσεις και οι προκαταλήψεις που στέκονται εμπόδιο στην ορθή κατανόηση του τεχνοεπιστημονικού εγχειρήματος της ΤΝ. Β) Να τεθούν τα τεχνοκοινωνικά ζητήματα που αφορούν την ΤΝ σε όλη την ευρύτητά τους και με όσο το δυνατόν πιο συμπεριληπτικό τρόπο. Σε όσα ακολουθούν, θα επιχειρήσω απλώς να θέσω κάποια σημεία αυτής της συζήτησης, ελπίζοντας ότι συμβάλω στη διασφάλιση αυτών των δύο προϋποθέσεων.

Continue reading