Επιστήμη και Λογοτεχνία

Στις 19 Μαΐου, έγινε στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών η παρουσίαση των 11 πρώτων τόμων των ψηφιακών εκδόσεων του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών. Είχα κληθεί να μιλήσω για το έργο Science and Literature που επιμελήθηκαν ο Κώστας Ταμπάκης και ο Γιώργος Βλαχάκης. Το έκανα με μεγάλη χαρά, όχι μόνο γιατί οι επιμελητές είναι καλοί φίλοι, αλλά κι επειδή το πεδίο που επιχειρούν να οριοθετήσουν είναι εξαιρετικά πρωτότυπο και ενδιαφέρον.

Το έργο αποτελείται από δύο τόμους. Η οργάνωση του κάθε τόμου είναι διαφορετική. Τα άρθρα του πρώτου τόμου κατανέμονται σε τρεις κατηγορίες: Φαντασία, Ιατρική και Χώροι. Τα άρθρα του δεύτερου τόμου κατανέμονται σε δύο κατηγορίες: Ποίηση και Πεζός Λόγος. Ασφαλώς η διάκριση αυτή είναι συμβατική και εξυπηρετεί εκδοτικές σκοπιμότητες. Για παράδειγμα, το κείμενο για το Cosmicomics του Italo Calvino, που είναι ενταγμένο στην ενότητα Πεζός Λόγος, θα μπορούσε κάλλιστα να ενταχθεί στην ενότητα Φαντασία, όπως και το κείμενο για τον αφασικό λόγο του Μπέκετ θα μπορούσε να ενταχθεί στην ενότητα Ιατρική. Φαίνεται, ωστόσο, ότι οι επιμελητές θέλησαν να κάνουν μια διπλή δήλωση με την εκδοτική επιλογή τους: Αφενός, ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι να ταξινομηθούν οι μελέτες για τις σχέσεις επιστήμης και λογοτεχνίας: Θεματικοί (φαντασία, ιατρική, cyberpunk, φύλο, χωρόχρονος, γλώσσα κ.λπ.) και Μορφολογικοί (ποίηση, πρόζα, δοκίμιο). Αφετέρου, ότι το ίδιο το πεδίο των σπουδών επιστήμης και λογοτεχνίας είναι ένα ευρύ και δυναμικό πεδίο που τέμνει εγκάρσια διάφορες γνωστικές και αισθητικές επικράτειες (θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να σκεφτούμε ένα ερευνητικό εγχείρημα που ξεδιπλώνεται στη διεπαφή ποίησης και νευροεπιστημών).

Continue reading

Διαμεσολάβηση

Έγραφα στο προηγούμενο φύλλο για τη θεατρική παράσταση της Έλλης Παπακωνσταντίνου και της ομάδας ΟDC Ensemble «Το Σπήλαιο». Το έργο θέτει το ερώτημα της αλήθειας στον ψηφιακό χώρο, τον οποίο παριστάνει ως μια διευρυμένη εκδοχή του πλατωνικού σπηλαίου όπου τα υποκείμενα συνυπάρχουν με τις σκιές τους και η δράση τους με την αναπαράστασή της.

Ο προβληματισμός της παράστασης συνδέεται στενά και με ένα άλλο ζήτημα που θέτει η μετάβαση στην ψηφιακότητα. Συχνά διατυπώνεται έντονος σκεπτικισμός για τη λειτουργία των ανθρώπων στον ψηφιακό χώρο, επειδή η λειτουργία αυτή διαμεσολαβείται και εποπτεύεται από μέσα που τα υποκείμενα δεν είναι σε θέση να ελέγξουν. Παρά το γεγονός ότι όλες και όλοι αισθάνονται ότι λαμβάνουν έλλογες αποφάσεις για την παρουσία τους στον ψηφιακό χώρο, στην πραγματικότητα η ενημέρωσή τους, η αλληλεπίδρασή τους με άλλους χρήστες, οι αισθητικές τους προτιμήσεις και οι καταναλωτικές τους αποφάσεις ελέγχονται από τις λειτουργίες του ίδιου του ψηφιακού πλαισίου: Από τους αλγόριθμους που οριοθετούν και διαμορφώνουν το εύρος των επιλογών των χρηστών. Η τεχνολογική διαμεσολάβηση θεωρείται ένας από τους μεγάλους κινδύνους που φέρνει η μετάβαση στην ψηφιακότητα.

Με αφορμή το έργο της Παπακωνσταντίνου, σκεφτόμουν ότι το πρόβλημα είναι ακριβώς το αντίθετο: η απουσία διαμεσολάβησης. Όλα τα σώματα στο ψηφιακό στερέωμα έχουν το ίδιο μέγεθος, την ίδια λαμπρότητα, την ίδια ευκρίνεια. Μεμονωμένες, αποκλίνουσες ή παραβατικές συμπεριφορές αποκτούν καθολικότητα σαν να επρόκειτο για συμπεριφορές ενός σημαντικού τμήματος του πληθυσμού. Στο πλαίσιο της «πολιτικής οικονομίας της προσοχής» όλοι και όλα αγωνίζονται να κάνουν αισθητή την παρουσία τους και το ποιος θα το καταφέρει δεν έχει σχέση ούτε με το ποιος είναι ούτε με το τι αντιπροσωπεύει. Η διάκριση ανάμεσα στο τοπικό και το καθολικό, το σημαντικό και το ασήμαντο, το επείγον και το καθημερινό, το ιδιωτικό και το δημόσιο καταλύεται. Όλα έχουν το ίδιο μέγεθος, είναι εξίσου σημαντικά και εξίσου καθολικά.

Ωστόσο, σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας, η γνώση μας για την πραγματικότητα ήταν προϊόν της ανθρώπινης εργασίας. Η αξιολόγηση, η επιλογή, η κρίση, αλλά επίσης η μέτρηση και τα τεχνικά μέσα έδιναν στην πραγματικότητα τη μορφή με την οποία τη γνώριζαν οι άνθρωποι. Χωρίς αυτή τη διαμεσολάβηση, η πραγματικότητα δεν θα είχε νόημα και το ίδιο το υποκείμενο θα αδυνατούσε να οριοθετήσει την ύπαρξή του απ’ ό,τι το περιέβαλε. Και είναι ακριβώς η απουσία αυτής της διαμεσολάβησης που μετατρέπει την ανθρώπινη παρουσία στον ψηφιακό χώρο σε ψηφιακό μωσαϊκό. Σε αυτή τη βάση, η Παπακωνσταντίνου αναρωτιέται: Σε έναν κόσμο όπου η πραγματικότητα περιορίζεται σε δύο διαστάσεις, σαν τις μορφές του θεάτρου σκιών, πώς θα μπορέσουν τα υποκείμενα να ανακτήσουν την ικανότητά τους να αντιλαμβάνονται την αληθινή προοπτική των πραγμάτων;

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 35, στις 24.2.2018.

Το Σπήλαιο

Η Έλλη Παπακωνσταντίνου είναι μια σκηνοθέτις με πολύ ιδιαίτερο ύφος. Οι παραστάσεις της συνδυάζουν στοιχεία ροκ όπερας, βαριετέ και αυτοσχεδιασμού με κλασικά κείμενα (όχι απαραιτήτως θεατρικά) και με τον πολιτικοποιημένο φιλοσοφικό αναστοχασμό της επικαιρότητας. Στο παρελθόν, μάς έχει δώσει εξαιρετικές παραστάσεις στηριγμένες σε κείμενα τόσο διαφορετικών στοχαστών όσο ο Σαίξπηρ, ο Χομπς και οι Καταστασιακοί, πάντα όμως με αναφορά στα προβλήματα του παρόντος. Παρόλ’ αυτά, με εξέπληξε η επιλογή της να ασχοληθεί με την ψηφιακότητα.

Η τελευταία της δουλειά, «Το σπήλαιο», έκανε πρεμιέρα στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης αυτή την εβδομάδα, θα συνεχίσει με περιοδεία σε διεθνείς σκηνές –είναι διεθνής παραγωγή, εξάλλου– και ελπίζω ότι θα επανέλθει κάποια στιγμή στην ελληνική σκηνή. Όπως αποκαλύπτει ο τίτλος της, η παράσταση στηρίζεται στην αλληγορία του σπηλαίου από την Πολιτεία του Πλάτωνα. Οι άνθρωποι, αλυσοδεμένοι μέσα σε ένα σκοτεινό σπήλαιο, είναι σε θέση να αντιληφθούν μόνο τις σκιές των πραγμάτων που περνούν από πίσω τους, ανάμεσα στους ίδιους και ένα φως που προβάλλει τα είδωλά τους στον απέναντι τοίχο. Και θεωρούν ότι αυτές οι σκιές είναι η πραγματικότητα. Η μόνη πραγματικότητα που έχουν αντιληφθεί ποτέ και η μόνη που είναι σε θέση να αντιληφθούν. Εκτός αν κάποιος από αυτούς καταφέρει να λυθεί, βγει από το σπήλαιο και δει τα πράγματα όπως είναι κάτω από το φως του ήλιου. Και σε αυτή την περίπτωση, όμως, θα είναι αδύνατο να μοιραστεί με τους δεσμώτες του σπηλαίου μια αλήθεια που τόσο καταφανώς αντιφάσκει με την αισθητηριακή εμπειρία τους.

Η Παπακωνσταντίνου δεν αντιπαραβάλλει, όμως, το ιδεώδες της πλατωνικής αλήθειας με την εποχή των fake news (όπως τόσο εύκολα κάνουν οι φορείς της «έγκυρης» ενημέρωσης»). Όπως έχει κάνει και στο παρελθόν, φέρνει σε διάλογο τις ιδέες του Πλάτωνα με ένα παρόν που θέτει νέα προβλήματα. Και επωφελείται από αυτόν ακριβώς τον διάλογο για να στοχαστεί κριτικά το παρόν. Χρησιμοποιώντας εικαστικές και επιτελεστικές τεχνικές, η ομάδα ΟDC Ensemble αναπαριστά την ψηφιακότητα ως πλατωνικό σπήλαιο. Με δύο ουσιώδεις διαφορές, όμως. Αφενός οι σκιές που κυριαρχούν στον τοίχο του σπηλαίου είναι των ίδιων των ανθρώπων και όχι των αντικειμένων του φυσικού κόσμου. Και, αφετέρου, τα υποκείμενα συνυπάρχουν με τις σκιές τους, η δράση τους με την απεικόνισή της, ο λόγος τους με τις παραμορφώσεις του. Η φυσική παρουσία συνυπάρχει με την αναπαράστασή της δημιουργώντας μια νέα φυσικότητα. Σε αυτό το πλαίσιο είναι που τίθεται εκ νέου το πρόβλημα της αλήθειας. Δεν είναι ένα πρόβλημα που μπορεί να λυθεί εύκολα. Αλλά η Παπακωνσταντίνου μοιάζει να εννοεί ότι η λύση του συνδέεται με την αναζήτηση της τρίτης διάστασης, που θα επανεισαγάγει την αίσθηση της προοπτικής σε ένα σύμπαν όπου το ίδιο το υποκείμενο της γνώσης αναλύεται σε φως.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 34, στις 10.2.2018.