Τα τρία Δ του ψηφιακού

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Φιλοσοφία του Ψηφιακού. Μια εισαγωγή, που επιμελήθηκε η Γκόλφω Μαγγίνη, είναι ένα σπουδαίο εκδοτικό εγχείρημα. Αυτό δεν αποτελεί φιλοφρόνηση σε μια συνάδελφο που επί χρόνια ασχολείται παραγωγικά με τη φιλοσοφία της τεχνολογίας και έχει δώσει τη δυνατότητα σε πολλούς νέους ανθρώπους να έρθουν σε επαφή με το πεδίο. Αποτελεί έπαινο για μια πρωτοβουλία, η οποία (με τη βοήθεια πολλών από αυτούς τους νέους ανθρώπους) μετέφερε στην ελληνική γλώσσα μερικά από τα σημαντικότερα κείμενα γύρω από τη φιλοσοφία του ψηφιακού. Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία είναι εξαιρετικά σημαντική για δύο αλληλένδετους λόγους: Αφενός, επειδή –όπως συμβαίνει πάντοτε με τις μεταφράσεις σημαντικών («κλασικών») κειμένων– η γλώσσα υποδοχής εμπλουτίζεται με έννοιες και λέξεις που επιτρέπουν στους χρήστες της να σκεφτούν με νέους τρόπους, να διανοηθούν νέες πραγματικότητες και να οραματιστούν νέες προοπτικές. Η μετάφραση –ιδιαίτερα η μετάφραση κειμένων που σηματοδοτούν καίριες αλλαγές στον τρόπο πρόσληψης της πραγματικότητας– διευρύνει την εννοιολογική επικράτεια της γλώσσας υποδοχής και πυκνώνει το σημασιολογικό της περιεχόμενο: την καθιστά περισσότερο πολύσημη και πολυδύναμη. Αφετέρου, επειδή ο συλλογικός τόμος Φιλοσοφία του Ψηφιακού, όπως ακριβώς δηλώνει ο τίτλος του, περιλαμβάνει φιλοσοφικά κείμενα για το ψηφιακό. Η συζήτηση για τα ψηφιακά μέσα είναι στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, αλλά, δυστυχώς, δεν πρόκειται για σοβαρή συζήτηση. Ακόμα και οι συζητήσεις που διεξάγονται σε πανεπιστημιακά περιβάλλοντα και σε ακαδημαϊκές εκδόσεις, πολύ δε περισσότερο εκείνες που έχουν κατακλύσει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, έχουν χαρακτηριστικά ηθικού πανικού: Οι ψηφιακές τεχνολογίες είναι εδώ για να μας αποξενώσουν από τους εαυτούς μας κι από τους συνανθρώπους μας, για να υπονομεύσουν τη δημιουργικότητά μας, για να κλέψουν τις δουλειές μας και για να οδηγήσουν τα παιδιά μας στον όλεθρο του εθισμού. Σίγουρα κάποια βάση έχουν όλες αυτές οι συζητήσεις, επειδή ακριβώς δεν πρόκειται για τα ψηφιακά μέσα γενικώς, αλλά για τα ψηφιακά μέσα του καπιταλισμού. Όμως, η έμφαση σε μια a priori τεχνοφοβική και απορριπτική προσέγγιση μας στερεί τη δυνατότητα να κατανοήσουμε την πραγματική φύση του ψηφιακού. Και αυτό ακριβώς είναι που επιχειρεί να διορθώσει το συγκεκριμένο βιβλίο: Μεταφέροντας τη συζήτηση από τα πεδία της ηθικής και της νομικής ρύθμισης στο πεδίο της οντολογίας, μας βοηθά να αποκτήσουμε μια ουσιαστική κατανόηση της φύσης του ψηφιακού. Και, ενδεχομένως, να τοποθετήσουμε τη σχετική συζήτηση σε μια διαφορετική, πιο ενημερωμένη (informed) βάση.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να συνοψίσουμε τις θεματικές γύρω από τις οποίες αναπτύσσεται ο προβληματισμός του βιβλίου. Θα προτείνω έναν από αυτούς, που θεωρώ ότι αναδεικνύει με πιο ξεκάθαρο τρόπο τη φιλοσοφική διάσταση του όλου εγχειρήματος. Οι τρεις προβληματικές που διαπερνούν τον τόμο θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε τρία Δ: Δυαδικότητα, Διακριτότητα και Δυνητικότητα.

Η δυαδικότητα αφορά την πληροφορία. Σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό του Gregory Bateson, ένα bit, μια μονάδα πληροφορίας, «is a difference which makes a difference». Είναι, δηλαδή, μια δυαδικότητα που έχει ένα στοιχειώδες νόημα, υπό την έννοια ότι αποκλείει μία κατάσταση και επιτρέπει μία άλλη. Από τη συναρμογή τέτοιων δυαδικοτήτων μπορούν προοδευτικά να προκύψουν σύνθετες πληροφοριακές δομές. Ο Luciano Floridi το συνοψίζει αυτό στον επίσης κλασσικό ορισμό του: η πληροφορία είναι «δομημένα δεδομένα με νόημα». Η έννοια της πληροφορίας μορφοποιήθηκε στη διάρκεια του 20ού αιώνα και η ιστορία της έχει πολλές ομοιότητες με την ιστορία της έννοιας της ενέργειας, η οποία μορφοποιήθηκε έναν αιώνα νωρίτερα. Δύο ήταν οι βασικές εξελίξεις που οδήγησαν στη θεμελίωση της έννοιας της πληροφορίας. Αφενός, η δημοσίευση το 1948 του άρθρου του Claude Shannon για τη «Μαθηματική Θεωρία της Επικοινωνίας». Η δημοσίευση του συγκεκριμένου άρθρου σηματοδοτεί την τυποποίηση της έννοιας της πληροφορίας και των θεωρητικών νόμων που διέπουν τον μετασχηματισμό και τη μετάδοσή της. Αφετέρου, η δημιουργία των «αναλυτικών μηχανών», δηλαδή των υπολογιστών, που ήταν σε θέση να χειριστούν την πληροφορία: Να την αποθηκεύσουν, να την επεξεργαστούν, να τη μεταδώσουν και να κάνουν πράγματα με αυτή. Έναν αιώνα νωρίτερα, οι μαθηματικές επεξεργασίες των William Thomson και Rudolf Clausius και οι θερμικές μηχανές της βιομηχανικής επανάστασης είχαν κάνει κάτι ανάλογο για την ενέργεια: την έκαναν οντολογικά ορατή. Της έδωσαν υπόσταση και την κατέστησαν δομικό στοιχείο αυτού εδώ του κόσμου. Με παρόμοιο τρόπο, οι εργασίες των κυβερνητιστών προσέδωσαν στην πληροφορία οντολογικό καθεστώς. Σε αυτό το πλαίσιο, η πληροφορία δεν είναι αναπαράσταση, πληροφόρηση για κάτι που υπάρχει έξω από αυτή, αλλά είναι αυτή η ίδια μια θεμελιώδης (σύμφωνα με κάποιους η θεμελιώδης) οντότητα αυτού του κόσμου. Το πρώτο Δ, λοιπόν, έχει να κάνει με την πληροφορία και η πληροφορία έχει να κάνει με την οντολογία.

Το δεύτερο Δ αφορά τη διακριτότητα και πιο συγκεκριμένα τις μηχανές διακριτών καταστάσεων. Για να καταλάβουμε τι είναι μια μηχανή διακριτών καταστάσεων μπορούμε να φανταστούμε μια ακανόνιστη σκακιέρα που έχει έναν τυχαίο αριθμό μαύρων και άσπρων τετραγώνων. Τα άσπρα και μαύρα τετράγωνα σχηματίζουν μια διάταξη (configuration). Σε κάθε τικ, σε κάθε μονάδα του χρόνου (που δεν χρειάζεται, όμως, να είναι ο συμβατικός χρόνος) η διάταξη αυτή αλλάζει σύμφωνα με ένα σύνολο οδηγιών που έχουμε δώσει στη μηχανή. Αυτή είναι μια μηχανή διακριτών καταστάσεων, η οποία λόγω ακριβώς της φύσης της μπορεί, αφενός, να αναπαριστά πληροφοριακές δομές (κάθε τετράγωνο είναι ένα bit) και, αφετέρου, να τις μετασχηματίζει σύμφωνα με τους κανόνες που της έχουμε δώσει. Οι ψηφιακές μηχανές είναι μηχανές διακριτών καταστάσεων. Στην είσοδό τους τροφοδοτούνται με πληροφοριακές δομές και σύνολα κανόνων και στην έξοδό τους μας δίνουν τροποποιημένες πληροφοριακές δομές που αντιστοιχούν σε εναλλακτικές διατάξεις του πραγματικού. Οι ψηφιακές μηχανές δεν είναι μηχανές που θα κλέψουν την ψυχή μας, αλλά μηχανές που μας δίνουν πρόσβαση στην πληροφοριακή διάσταση της ύπαρξης. Μας επιτρέπουν να αντιλαμβανόμαστε, να κατανοούμε και να διαχειριζόμαστε την ύπαρξη στο οντολογικό επίπεδο της πληροφορίας. Το δεύτερο Δ, λοιπόν, έχει να κάνει με την ψηφιακότητα και η ψηφιακότητα έχει να κάνει με την τεχνολογία ως κοσμοποιητική διαδικασία.

Το τρίτο Δ αφορά τη δυνητικότητα. Η δυνητικότητα είναι μια παρεξηγημένη έννοια. Αναφέρεται στις αγγλικές λέξεις virtual και virtuality, οι οποίες απαντούν σε εκφράσεις όπως virtual reality, virtual identity κλπ. Στα ελληνικά, οι λέξεις αυτές αποδίδονται συνήθως ως «εικονικό» και «εικονικότητα». H απόδοση αυτή είναι εσφαλμένη, επειδή τις συνδέει με την έννοια της αναπαράστασης – και μάλιστα μιας φανταστικής ανασύνθεσης της πραγματικότητας: ό,τι είναι virtual δεν είναι πραγματικό. Στην πραγματικότητα, η δυνητικότητα είναι μια ενδιαφέρουσα φιλοσοφική έννοια με μακρά ιστορία, η οποία φτάνει μέχρι τον Αριστοτέλη. Στη φιλοσοφία του 20ού αιώνα, η συγκεκριμένη έννοια αξιοποιήθηκε κατά κύριο λόγο από τον Gilles Deleuze. Η δυνητικότητα αφορά ένα καθεστώς πραγματικότητας που προηγείται του ενεργεία υπαρκτού (actual), της πραγματοποιημένης πραγματικότητας. Το πεδίο του δυνητικού είναι ένα πεδίο οντοτήτων και εντάσεων από το οποίο είναι δυνατό να προκύψουν ένας αριθμός εναλλακτικών διευθετήσεων. Το ενεργεία υπαρκτό είναι μία από αυτές τις διευθετήσεις, μία από τις δυνατές λύσεις στο πεδίο των προβλημάτων που αποτελεί το δυνητικό. Υπό αυτή την έννοια, η δυνητική πραγματικότητα δεν αφορά τους κόσμους που μπορούμε να πλάσουμε με τη φαντασία μας και με τη βοήθεια του υπολογιστή, αλλά την καταβύθιση στο πληροφοριακό υπόβαθρο της υπάρχουσας πραγματικότητας. Γι’ αυτό είναι πιο σωστό να λέμε ότι το ψηφιακό δυνητικοποιεί την πραγματικότητα: Με την βοήθεια των ψηφιακών μέσων μπορούμε να μεταφερθούμε σε ένα οντολογικά πρότερο επίπεδο πραγματικότητας και να δούμε τις πληροφοριακές δομές και τις εντάσεις από τις οποίες προέκυψε η πραγματοποιημένη πραγματικότητα. Και με τη βοήθεια των ίδιων μέσων να εξετάσουμε τη δυνατότητα συναρμογής των πληροφοριακών αρθρωμάτων με εναλλακτικούς τρόπους, οι οποίοι θα υπερβαίνουν τους περιορισμούς του ενεργεία υπαρκτού, δηλαδή του καθεστώτος πραγματικότητας που μας παρουσιάζεται ως το μόνο δυνατό. Το τρίτο Δ, λοιπόν, έχει να κάνει με την ψηφιακή δυνητικότητα ως πεδίο πολιτικής δράσης. Με τη σημαντική υποσημείωση, βεβαίως, ότι η ψηφιακή δυνητικότητα ως τέτοια δεν είναι μια μηχανή παραγωγής ουτοπιών, αλλά ένας «χώρος δυνατοτήτων» (space of possibilities) – ένα πεδίο σύγκρουσης και διεκδίκησης εναλλακτικών διευθετήσεων του πραγματικού, ανάλογα με τις μορφές επιτελεστικότητας που θα αναπτύξουν σε αυτό οι δρώντες.

Οντολογία, τεχνολογία, πολιτική. Αυτοί είναι εντέλει οι τρεις άξονες γύρω από τους οποίους αναπτύσσεται το φιλόδοξο εκδοτικό εγχείρημα της Φιλοσοφίας του Ψηφιακού. Ο τόμος που επιμελήθηκε η Γκόλφω Μαγγίνη περιλαμβάνει 17 κείμενα, καθένα από τα οποία συνοδεύεται από ένα κείμενο πλαισίωσης που έχει στόχο να κατατοπίσει την αναγνώστρια ή τον αναγνώστη σχετικά με την προβληματική του συγγραφέα και το ρεύμα σκέψης στο οποίο αυτή εντάσσεται. Το βιβλίο δεν διαβάζεται απευθείας, from cover to cover όπως λένε: Είναι πολύ μεγάλο και πολύ ετερογενές για μια τέτοια προσέγγιση. Είναι, όμως, ένα πολύτιμο έργο αναφοράς, στο σώμα του οποίου κάθε αναγνώστης ή αναγνώστρια μπορούν να χαράξουν τις προσωπικές τους διαδρομές. Η σειρά με την οποία θα διαβαστούν τα κείμενα και οι τρόποι με τους οποίους θα συσχετιστούν μεταξύ τους θα παραγάγει διαφορετικές εκδοχές του ίδιου βιβλίου· διαφορετικά σημεία εστίασης και διαφορετικές θεωρητικές συνάφειες που θα αντικατοπτρίζουν τις διαφορετικές διανοητικές αναζητήσεις κάθε αναγνώστη ή αναγνώστριας. Σε όλες τις περιπτώσεις, όμως, το έργο θα διατηρεί το βασικό στοιχείο της ταυτότητάς του: Έναν ισχυρά φιλοσοφικό πυρήνα ο οποίος μας επιτρέπει να εστιάσουμε στα ουσιώδη ζητήματα του ψηφιακού μετασχηματισμού. Και αυτά τα ζητήματα, σε όλες τις περιπτώσεις, αφορούν την οντολογία, την τεχνολογία και την πολιτική – και με αυτή τη σειρά.

 Αναφορές
Γκόλφω Μαγγίνη (επιμ.), Φιλοσοφία του Ψηφιακού: Μια εισαγωγή, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2024.

IMAGE CREDIT: Henry Moore, Ideas for Metal Standing Figures, 1947–9.

Το θαύμα της ύπαρξης

Ο ΙΣΠΑΝΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ Juan Antonio Secuña Sanchez (1947-2018) προς το τέλος της ζωής του αποσύρθηκε σε ένα μικρό χωριό νοτιοανατολικά του Τολέδο με το κοινότοπο όνομα Los Molinos. Η κόρη του Maria Aurelia Secuña Sanchez, που ήταν κι αυτή καθηγήτρια μαθηματικών στο Τολέδο, τον επισκεπτόταν από καιρού εις καιρόν για να δει πώς τα πάει. Κάθε φορά έφευγε με τη βεβαιότητα ότι ο πατέρας της είχε βρει την προσωπική του γαλήνη στην ηρεμία της εξοχής, μετά από χρόνια φυλακίσεων και διώξεων που είχε υποστεί ως αριστερός τόσο από το καθεστώς του Franco όσο και από τη δημοκρατία. Όταν τον βρήκε νεκρό μέσα στα χαρτιά του, κατάλαβε, όχι χωρίς κάποια έκπληξη, ότι ο πατέρας της στα τελευταία χρόνια του είχε επιδοθεί σε μια εντατική προσπάθεια σύνθεσης ενός εντελώς προσωπικού φιλοσοφικού έργου. Ήξερε ότι από παλιά διάβαζε φιλοσοφία: Αριστοτέλη, Ιωάννη Φιλόπονο, Duns Scotus, Descartes, Spinoza, Nietzsche. Επίσης, ήξερε ότι τη δεκαετία του ’70 είχε ταξιδέψει αρκετές φορές στη Γαλλία και είχε αναπτύξει σχέσεις με κάποιους Γάλλους διανοούμενους. Όμως, είχε την εντύπωση ότι τα μαθηματικά τον ενδιέφεραν πάντα περισσότερο από τη φιλοσοφία κι απ’ οτιδήποτε άλλο.

Κατά μία έννοια δεν διαψεύστηκε πλήρως. Είδε ότι το έργο που προσπαθούσε να συνθέσει ο πατέρας της είχε κάποιου είδους μαθηματική δομή κι ότι χαρακτηριζόταν από έναν ιδιόμορφο μαθηματικό μινιμαλισμό. Θεμελιωνόταν σε ελάχιστες οντολογικές προκείμενες και εξέταζε τους τρόπους με τους οποίους το νόημα παραγόταν από τις συναρτήσεις που χειρίζονταν τις στοιχειώδεις οντότητες και όχι από τον πολλαπλασιασμό των οντοτήτων καθαυτών. Το φιλοσοφικό εγχείρημα του Juan Antonio αποτελούνταν από μια σειρά «ασκήσεων», όπως τις ονόμαζε. Σύντομα κείμενα που επανέρχονταν στα ίδια ζητήματα και τα προσέγγιζαν από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Αν ήταν φιλόλογος, ίσως να ονόμαζε αυτές τις ασκήσεις «δοκιμές» ή «δοκίμια», αλλά η κόρη του υποπτεύθηκε ότι υπήρχε και κάποιος φιλοσοφικός λόγος για την επιλογή του όρου. Ο στόχος του δεν ήταν να «δοκιμάσει» διάφορες προσεγγίσεις για να βρει την πιο επιτυχημένη, αλλά να καταγράψει τις διάφορες προσεγγίσεις –να καταγράψει όσο το δυνατό πιο πολλές προσεγγίσεις– ως εξίσου έγκυρες. Όπως σημείωνε κάπου, εξάλλου, «το σύμπαν δεν είναι το σύνολο αυτών που υπάρχουν, αλλά το σύνολο των δυνατών προοπτικών επί αυτού που υπάρχει». Όλα είναι «ασκήσεις», λοιπόν.

Αλλά, όπως ανακάλυψε η Maria Aurelia, όλες οι ασκήσεις έκρυβαν και ένα μαθηματικό αστείο. Ένα κλείσιμο του ματιού, μια πονηριά, μια τρυφερή εξαπάτηση. Μια κρυφή υπογραφή. Τις μάζεψε και προσπάθησε να τις βάλει σε μια σειρά. Κάποιες είχαν ημερομηνία, άλλες όχι. Δεν δυσκολεύτηκε, όμως, γιατί ο πατέρας της, ο παλιός αριστερός, κρυφός εραστής της φιλοσοφίας και ιδιόρρυθμος ανθρωπιστής προσπαθούσε με συνέπεια να οδηγηθεί από τα περισσότερα στα λιγότερα, να θεμελιώσει τις αξίες του όχι σε έναν μεταφυσικό πλουραλισμό, αλλά σε έναν μινιμαλιστικό υλισμό, από τον οποίο απουσίαζε ακόμα και η έννοια της ύλης. Έτσι, τα γραπτά του είχαν μια εσωτερική συνέχεια.

Με αυτόν τον τρόπο αποφάσισε να τα δημοσιεύσει κι εκείνη. Ένα-ένα, με απόσταση αρκετών μηνών το ένα από το άλλο, στο φιλολογικό περιοδικό του Τολέδο La Biblioteca Desconocida. Το σημείωμα αυτό προέρχεται από την εκτενή εισαγωγή που έγραψε η ίδια, όταν δημοσίευσε την πρώτη «άσκηση» του πατέρα της, στο τεύχος Φεβρουαρίου του 2020. Το κείμενο που μεταφράζουμε εδώ έχει τον, διαγραμμένο στο πρωτότυπο, τίτλο «Gloria in Profundis», ο οποίος πιθανότατα προέρχεται από το ομώνυμο ποίημα του G. K. Chesterton. Φαίνεται ότι γράφτηκε με αφορμή μια βιογραφία του Alan Turing που είχε διαβάσει ο Juan Antonio αλλά, όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, πρόκειται κατά βάση για έναν πολύ εσωτερικό διάλογο με τη φιλοσοφία του Spinoza. Είναι το μόνο που έχει γραφτεί σε διαλογική μορφή και ο λόγος γι’ αυτό θα φανεί στο τέλος. Δημοσιεύτηκε στο τεύχος Ιουλίου 2022.

ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΕΔΩ

Δημοσιεύτηκε στο Διπλή Γέφυρα: Διασχίζοντας μεθορίους στον χώρο των τεχνών και του πολιτισμού, Αντίποδες, Αθήνα 2025: 21-34.

Image Credit: Francis Bacon, Self-Portrait, 1973.

Φιλοσοφία και Τεχνολογία

ΣΥΝΗΧΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΝΟΗΜΑΤΟΣ

ΣΤΙΣ 30 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2023 πραγματοποιήθηκε στα Ιωάννινα εκδήλωση με θέμα «Φιλοσοφία και Τεχνολογία: Μια σχέση αμοιβαίας προκατάληψης ή αμφίδρομου εμπλουτισμού;». Την εκδήλωση οργάνωσε το Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων στο πλαίσιο της σειράς εκδηλώσεων «Η φιλοσοφία ως τέχνη του βίου», που συνδιοργανώνει με το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ιωαννιτών. Αφορμή για τη συγκεκριμένη εκδήλωση ήταν η έκδοση του βιβλίου Φιλοσοφία της Τεχνολογίας. Μια κριτική επισκόπηση σε επιμέλεια Χαράλαμπου Κόκκινου και Μανώλη Πατηνιώτη. Το πάνελ αποτελούνταν από την Γκόλφω Μαγγίνη, τον Ορέστη Παλέρμο, τον Γιάννη Περπερίδη και τον Μανώλη Πατηνιώτη. Το κείμενο που ακολουθεί είναι η απομαγνητοφωνημένη και ελαφρά επιμελημένη εκδοχή της ομιλίας μου.

Θέλω να εκφράσω τη χαρά μου που βρίσκομαι εδώ μαζί σας. Χαίρομαι πάντα όταν βρίσκομαι στα Γιάννενα, στο πλαίσιο τέτοιων εκδηλώσεων, γιατί η συνομιλία που έχει ανοίξει το τμήμα Φιλοσοφίας με την πόλη και την ακαδημαϊκή κοινότητα είναι εξαιρετικά γόνιμη και επίκαιρη. Ευχαριστώ πολύ την Γκόλφω, τον Ορέστη και τον Γιάννη για τις εισηγήσεις τους και για την ανάδειξη της θεματικής του βιβλίου που επιμεληθήκαμε με τον Μπάμπη Κόκκινο. Εγώ θα μιλήσω για κάτι λίγο πιο παραδοσιακό, το οποίο συνδέεται με το εκδοτικό μας εγχείρημα, αλλά έχει πιστεύω και ένα γενικότερο ενδιαφέρον.

Θα σας πω από την αρχή για τι πρόκειται να μιλήσω και θα το κάνω με πολύ αδρές πινελιές, επειδή προφανώς αυτά τα ζητήματα, όπως θα φανεί και στη συνέχεια, είναι πολύ μεγάλα. Σηκώνουν πολλή συζήτηση, την οποία ελπίζω ότι θα έχουμε την ευκαιρία να κάνουμε μετά το τέλος των εισηγήσεων. Θα ισχυριστώ, λοιπόν, τρία πράγματα. Το πρώτο είναι ότι φιλοσοφία και τεχνολογία ήταν ανέκαθεν συγκοινωνούντα δοχεία. Προσέξτε, όχι φιλοσοφία της τεχνολογίας, φιλοσοφία και τεχνολογία ήταν ανέκαθεν συγκοινωνούντα δοχεία – και θα το εξηγήσω. Το δεύτερο που θα πω είναι ότι κάποια στιγμή, κάτι συνέβη σε αυτή τη σχέση και τέθηκε σε αναστολή. Και θα δούμε, πάλι με πολύ αδρές πινελιές, πότε συνέβη αυτό. Τι ήταν αυτό που συνέβη και τι σημαίνει το γεγονός ότι τέθηκε σε αναστολή αυτή η σχέση. Ακούγοντας τη Γκόλφω να μιλάει στην αρχή αυτής της εκδήλωσης συνειδητοποίησα ότι τότε ήταν και η στιγμή που αναδύθηκε η φιλοσοφία της τεχνολογίας. Όταν δηλαδή η σχέση μεταξύ φιλοσοφίας και τεχνολογίας τέθηκε σε αναστολή, τότε ήταν που αναδύθηκε η φιλοσοφία της τεχνολογίας. Και το τρίτο πράγμα που θα ισχυριστώ είναι ότι υπάρχουν πολύ σοβαροί λόγοι για ουσιαστική επανενεργοποίηση αυτής της σχέσης. Με κάποιον τρόπο θα απευθύνω ένα κάλεσμα όχι για κινητοποίηση της φιλοσοφίας της τεχνολογίας, αλλά για υπέρβαση της φιλοσοφίας της τεχνολογίας· όχι για κατάργησή της, αλλά για το πέρασμα σε ένα επόμενο επίπεδο, που θα μας επιτρέψει να μιλήσουμε για τα πολύ επείγοντα ζητήματα του καιρού μας.

Λοιπόν, το πρώτο ζήτημα, η φιλοσοφία και η τεχνολογία ως συγκοινωνούντα δοχεία. Σε ένα από τα κείμενα που έχουμε στον τόμο, ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι η τεχνολογία έχει δώσει στη φιλοσοφία –σε πολλές περιπτώσεις, όχι πάντα και όχι αποκλειστικά–  τον τρόπο να μιλάει. Τη γλώσσα, τις λέξεις και αν θέλετε τις μεταφορές – αν και θα ήθελα να αποφύγω αυτή τη λέξη, γιατί δεν είναι ακριβώς μεταφορές, αλλά βολεύει για να καταλάβουμε τι θέλω να πω. Έχει δώσει λοιπόν τις μεταφορές που επιτρέπουν στη φιλοσοφία να καλλιεργήσει τον στοχασμό της. Αναφέρω εν τάχει κάποια παραδείγματα. Ξεκινάω από τα πιο πρόσφατα και θα πάω στα πολύ-πολύ παλιά. Ο υπολογιστής έχει χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα για να σκεφτούμε τον άνθρωπο με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Έχουμε αρχίσει εδώ και πολλές δεκαετίες να σκεφτόμαστε τον νου και τις νοητικές λειτουργίες του ανθρώπου ως λειτουργίες του υπολογιστή. Και όχι μόνο αυτό. Ο υπολογιστής και τα προγράμματα που τρέχουν στον υπολογιστή έχουν χρησιμοποιηθεί από τους βιολόγους, για παράδειγμα, για να μιλήσουν για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το DNA. Θα μου πείτε, οι βιολόγοι δεν είναι φιλόσοφοι. Ναι, αλλά συμμετέχουν στη δημιουργία μιας γενικής αναπαράστασης του κόσμου, την οποία χρησιμοποιεί στη συνέχεια η φιλοσοφία. Δεν επεκτείνομαι περισσότερο, καταλαβαίνετε και νομίζω συμφωνείτε ότι ο υπολογιστής είναι κάτι που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον ως μεταφορά από τη φιλοσοφία. Πάω λίγο πιο πίσω σε αυτόν από τον οποίο ξεκίνησε όλη αυτή η ιστορία. Ο Alan Turing χρησιμοποίησε τις μηχανές για να λύσει δύο ειδών φιλοσοφικά προβλήματα. Το ένα είναι το πρόβλημα της υπολογισιμότητας, το οποίο έθεσε ο David Hilbert στις αρχές του 20ού αιώνα. Είναι πρόβλημα μαθηματικών, αλλά είναι πρόβλημα φιλοσοφικής θεμελίωσης των μαθηματικών. Αντί να χρησιμοποιήσει μαθηματικά για να το λύσει, όπως έκανε ο Gödel ή όπως έκανε ο δάσκαλός του ο Church, ο Turing είπε: εγώ θα χρησιμοποιήσω μια μηχανή για να λύσω αυτό το πρόβλημα – τη μηχανή Turing. Ούτε εδώ επεκτείνομαι – περισσότερα στη συζήτηση που θα ακολουθήσει. Κάποια χρόνια αργότερα, δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, όταν δημοσιεύει το περίφημο άρθρο όπου εξετάζει αν μπορούν να σκεφτούν οι μηχανές, πάλι ξεκινάει με τη διαπίστωση ότι  δεν μπορεί να ασχολείται με τις ασάφειες του φιλοσοφικού λόγου για να απαντήσει τι σημαίνει σκέψη, τι σημαίνει μηχανή, τι σημαίνει σκέφτομαι κλπ., γι’ αυτό προτιμά να χρησιμοποιήσει το παιχνίδι της μίμησης, που στην ουσία είναι μια τεχνολογική διάταξη. Ο Turing χρησιμοποιεί κυριολεκτικά τις μηχανές. Κατασκευάζει μηχανές, κατασκευάζει τεχνολογικές διατάξεις για να κάνει φιλοσοφία. Πάμε πιο πίσω, πολύ πιο πίσω, στον 17ο αιώνα. Όλες και όλοι είμαστε εξοικειωμένοι και εξοικειωμένες με τον όρο Μηχανοκρατία. Τι είναι η Μηχανοκρατία; Είναι ο τρόπος να σκεφτόμαστε τον κόσμο στο πλαίσιο της φυσικής φιλοσοφίας. Είναι φιλοσοφία, λοιπόν, είναι ο τρόπος να σκεφτόμαστε τον κόσμο χρησιμοποιώντας τις μηχανές ως υπόδειγμα, αλλά και ως υπόστρωμα της φυσικής πραγματικότητας. Υπάρχουν, δηλαδή, μηχανισμοί χάρη στους οποίους ενεργεί ο μαγνήτης, χάρη στους οποίους η Γη γυρίζει γύρω από τον Ήλιο, χάρη στους οποίους δεχόμαστε εμπειρίες από τον εξωτερικό κόσμο· υπάρχουν διάφορα ρευστά, τα οποία τρέχουν σε κανάλια μέσα στο σώμα μας κλπ. Άρα, οι μηχανές έχουν χρησιμοποιηθεί ως οντολογικό υπόδειγμα στην πρώιμη νεότερη φιλοσοφία. Την ίδια εποχή, οι μηχανικές μεταφορές χρησιμοποιούνται και γνωσιολογικά. Το να κτίσουμε το κτίριο της γνώσης, αυτό είναι μια αναφορά η οποία επανέρχεται από τα τέλη του 16ου μέχρι τα μέσα του  18ου αιώνα. Από τον Bacon μέχρι τον Diderot επανέρχεται συνεχώς αυτή η ιδέα του οικοδομήματος της γνώσης, με τους κτίστες που έχουν συγκεκριμένες δεξιότητες και χρησιμοποιούν διάφορες τεχνικές, για να κάνουν το κτίριο ισορροπημένο, για να βγάλουν τις πέτρες μέσα από τη γη και να τις βάλουν στη σειρά, για να χτίσουν κλπ. Ακόμα πιο πίσω, στον Πλάτωνα, ο Δημιουργός είναι κι αυτός τεχνίτης, που δίνει μορφή στο αρχέγονο χάος. Και φυσικά η Βίβλος αντλεί από την τεχνολογία των νεολιθικών πολιτισμών που ψήνουν τα κεραμικά τους: Ο Θεός φτιάχνει τον άνθρωπο από πηλό· και η Δημιουργία ολόκληρη, ασφαλώς, είναι μια τεχνολογική κατασκευή. Και ακόμα όχι πιο πίσω, αλλά ανατολικότερα για όσες και όσους είναι εξοικειωμένοι με την κινέζικη σκέψη, την κινέζικη φιλοσοφία (υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για το πώς πρέπει να τη λέμε), η ιδέα ότι το ανθρώπινο σώμα αλλά και ο φυσικός χώρος διαπερνώνται από μεσημβρινούς μέσα στους οποίους ρέει το τσι (η ζωτική ενέργεια) είναι προϊόν ενός αγροτικού πολιτισμού που εμπνέεται από το αρδευτικό σύστημα για να αναπαραστήσει τον κόσμο.

Άρα, εδώ έχουμε μια σχέση συμβίωσης, η οποία ξεκινάει από πολύ παλιά, από τότε που ακόμα δεν έχουμε τεχνολογία, αλλά τεχνική και φτάνει μέχρι τις μέρες μας, μέχρι τον υπολογιστή. Θα περάσω τώρα στο δεύτερο ζήτημα: Κάποια στιγμή αυτή η σχέση χαλάει. Πότε γίνεται αυτό; Αυτό γίνεται τον 19ο αιώνα, όταν η τεχνική υπάγεται ουσιωδώς στον καπιταλισμό. Όταν η τεχνική γίνεται κομμάτι των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Τότε αυτή η συμπόρευση φιλοσοφίας και τεχνολογίας αρχίζει να υφίσταται μια δοκιμασία. Δεν έχουμε προφανώς χρόνο να μπούμε στις λεπτομέρειες αυτού του διαζυγίου, αλλά σίγουρα μπορείτε να καταλάβετε ότι συνδέεται με την υπαγωγή της τεχνικής στον βιομηχανικό καπιταλισμό και τη μετατροπή της τεχνικής σε τεχνολογία (κανονικά για τεχνολογία μιλάμε από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά – αυτό είναι μια μεγάλη συζήτηση, την οποία επίσης μπορούμε να κάνουμε αργότερα). Έχουμε λοιπόν τη μετατροπή της τεχνικής σε τεχνολογία και τη χρήση της τεχνικής που έχει γίνει πλέον τεχνολογία για την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, τη δημιουργία της μισθωτής σχέσης, την οικειοποίηση του προϊόντος της ανθρώπινης εργασίας από τον καπιταλισμό και την αντικειμενοποίηση αυτού του προϊόντος απέναντι στην εργατική δύναμη που το παράγει. Εξού και η έννοια της αλλοτρίωσης στη μαρξική θεωρία. Εκείνη είναι, λοιπόν, η εποχή που εμφανίζεται ένας φιλοσοφικός λόγος ο οποίος βλέπει την τεχνολογία κριτικά. Και αυτή η κριτική στάση της φιλοσοφίας απέναντι στην τεχνολογία έχει τρία χαρακτηριστικά, τα οποία συνοδεύουν τη φιλοσοφία της τεχνολογίας μέχρι σήμερα.

Ποια είναι αυτά τα χαρακτηριστικά; Το ένα είναι ότι η φιλοσοφία βλέπει την τεχνολογία ως διαμεσολάβηση. Αυτό είναι κάτι που φτάνει μέχρι σήμερα: θεωρείται περίπου αυτονόητο ότι η τεχνολογία είναι διαμεσολάβηση. Πρέπει όμως να έχουμε επίγνωση ότι αυτή η ιδέα αναδύεται τον 19ο αιώνα. Δεν υπήρχε η ιδέα ότι η τεχνική είναι διαμεσολάβηση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Ή ανάμεσα σε κάτι και κάτι άλλο. Η ιδέα ότι η τεχνική είναι διαμεσολάβηση, άρα ότι είναι εν δυνάμει αποξενωτικός παράγοντας ή ένα πεδίο στο οποίο ενεργοποιούνται χειριστικές πρακτικές εμφανίζεται τότε, τον 19ο αιώνα, και φυσικά φτάνει μέχρι τις μέρες μας, αλλά κορυφώνεται στις αρχές του 20ού αιώνα με την πρώτη κρίση της νεωτερικότητας. Άρα, το ένα στοιχείο είναι αυτό, ότι η τεχνολογία είναι διαμεσολάβηση.

Το δεύτερο στοιχείο που απορρέει από αυτό είναι ότι η τεχνολογία είναι αλλοτριωτική. Αλλοτριώνει τον άνθρωπο από τον εαυτό του, από τη φύση του – από μια φυσική ατομικότητα. Ούτε αυτό ήταν ανέκαθεν δεδομένο. Δηλαδή, η ιδέα ότι η τεχνολογία μάς αποξενώνει από τον εαυτό μας είναι κάτι το οποίο εμφανίζεται εκείνη την εποχή, ενώ μέχρι τότε δεν υπήρχε καθόλου αυτός ο προβληματισμός – η αντιδιαστολή φυσικού εαυτού και τεχνολογικοποιημένου εαυτού. Και το τρίτο στοιχείο είναι ότι η τεχνολογία είναι αποξενωτική, αποξενώνει το ανθρώπινο υποκείμενο από τα άλλα ανθρώπινα υποκείμενα, απομονώνει τον άνθρωπο και τον κάνει να μην αναγνωρίζει την ύπαρξη των άλλων υποκειμένων, τον εξατομικεύει σε τέτοιον βαθμό που καταλήγει να ενεργεί με τρόπο καταστροφικό για την κοινωνία και τον πολιτισμό.

Αν το καλοσκεφτείτε, αυτές είναι οι κριτικές οι οποίες αποτελούν τον πυρήνα της φιλοσοφίας της τεχνολογίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε στη διάρκεια του 20ού αιώνα και όλες αυτές οι ιδέες εμφανίστηκαν με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο, όπως ήδη είπα, στην πρώτη κρίση της νεωτερικότητας. Η πρώτη κρίση της νεωτερικότητας αρχίζει πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά εντείνεται μετά από αυτόν, γιατί ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος κάνει αυτά τα πράγματα να φαίνονται ακόμα πιο τρομακτικά. Ακόμα πιο αληθινά και ακόμα πιο τρομακτικά, επειδή η τεχνολογία δεν έχει υπαχθεί μόνο στον καπιταλισμό, αλλά και στις δυνάμεις ενός απόλυτα καταστροφικού πολέμου, του πιο καταστροφικού που έχει γνωρίσει μέχρι εκείνη την εποχή η ανθρωπότητα. Η πρώτη κρίση της νεωτερικότητας, λοιπόν, χαρακτηρίζεται από το στοιχείο, της «εκτός ελέγχου τεχνολογίας» και η κριτική που γίνεται από τη φιλοσοφία –από την οποία κριτική γεννιέται η φιλοσοφία της τεχνολογίας– είναι ότι επειδή ακριβώς η τεχνολογία έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, λειτουργεί καταστροφικά απέναντι στον ανθρώπινο πολιτισμό. Και σημειώνω εδώ ότι, φυσικά, έχει δίκιο η φιλοσοφία της τεχνολογίας, επειδή μιλάει για μια τεχνολογία η οποία έχει τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που της δίνει η υπαγωγή της στον καπιταλισμό.

Άρα, εδώ ζούμε το διαζύγιο της σχέσης φιλοσοφίας και τεχνολογίας και το ζούμε με έναν δραματικό τρόπο, γιατί παράγεται ένας πληθωρικός και γοητευτικός, θα έλεγα, λόγος γύρω από αυτά τα ζητήματα, ο οποίος συνδυάζεται με μια σειρά από πολύ δύσκολες εμπειρίες που είχε η ανθρωπότητα από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το τρίτο και τελευταίο σημείο που θέλω να αναφέρω και που θα είναι αναγκαστικά το συντομότερο είναι ότι σήμερα το ζητούμενο είναι η φιλοσοφία και η τεχνολογία να ξαναβρούν τον κοινό βηματισμό τους. Και γιατί αυτό είναι αναγκαίο; Επειδή έχουμε επειγόντως ανάγκη από την παραγωγή νέων νοημάτων. Αυτό το οποίο εξαρχής χαρακτήριζε την σχέση της φιλοσοφίας με την τεχνική ήταν ότι μοιράζονταν ένα βασίλειο λόγου, εντός του οποίου παρήγαγαν νοήματα. Αυτά τα νοήματα μπορεί να αποτυπώνονταν σε λέξεις – να ήταν έννοιες· μπορεί να αποτυπώνονταν στην ύλη – να ήταν τεχνουργήματα. Αλλά ήταν νοήματα που έκαναν τον κόσμο βιώσιμο. Έκαναν τον κόσμο κατανοητό και ανθρώπινο. Αυτό το πράγμα χάθηκε στη διάρκεια του διαζυγίου και αυτό που ισχυρίζομαι τώρα είναι ότι έχουμε ανάγκη από την ανασύνθεση της σχέσης φιλοσοφίας-τεχνολογίας, διότι μπαίνουμε σε μια περίοδο που έχουμε απελπιστικά ανάγκη την παραγωγή νέων νοημάτων. Θα αναφέρω δύο μόνο όρους και νομίζω θα καταλάβετε σε τι αναφέρομαι. Ο ένας είναι η ψηφιακή συνθήκη και όλα αυτά που ανέφερε ο Ορέστης προηγουμένως, η γενική τεχνητή νοημοσύνη, οι μη ανθρώπινες οντότητες, το έξυπνο λογισμικό, τα ψηφιακά τεχνουργήματα. Πώς συμβιώνουμε σε αυτό το περιβάλλον; Ποιες είναι οι σχέσεις, ποιες είναι οι αξίες, ποιες είναι οι ιδέες που θα καθοδηγήσουν τον ανθρώπινο βίο σε αυτό το νέο πλαίσιο; Και ο άλλος όρος που θέλω να αναφέρω είναι η ανθρωπόκαινος. Εδώ, οι μη ανθρώπινες, μη έμβιες οντότητες μας αντιμιλάνε. Οντότητες, από τις οποίες είχαμε στερήσει την ικανότητα εμπρόθετης δράσης (agency), έχουν αρχίσει να μας αντιμιλάνε, να αντιμιλάνε σε ποιους, σ’ εμάς που είμαστε τα μοναδικά όντα σε αυτόν τον πλανήτη που διαθέτουν ικανότητα εμπρόθετης δράσης! Και αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε ότι ο κόσμος είναι πιο περίπλοκος απ’ ό,τι νομίζαμε. Χρειαζόμαστε νέα εργαλεία, και όταν λέω νέα εργαλεία εννοώ όργανα και έννοιες, για να μπορέσουμε να καταλάβουμε αυτόν τον κόσμο και να τον βιώσουμε με ολοκληρωμένο τρόπο. Που μπορεί και να μην είναι ανθρώπινος αυτός ο τρόπος, να είναι μετανθρώπινος. Άρα, έχουμε μεγάλη ανάγκη τη συμπόρευση, την εκ νέου συμπόρευση της φιλοσοφίας με την τεχνολογία, προκειμένου να μπούμε σε μια διαδικασία παραγωγής νέων νοημάτων.

Τα τρία πράγματα που κατά τη γνώμη μου μπορούν να γίνουν σε αυτή τη φάση που βρισκόμαστε είναι: Πρώτον, η φιλοσοφία και η τεχνολογία να υπερβούν την ανταγωνιστική σχέση που προκλήθηκε από την υπαγωγή της τεχνολογίας στον καπιταλισμό και να δημιουργήσουν ένα κοινό πεδίο συζήτησης. Και για να υπερβούν αυτή την ανταγωνιστική σχέση, πρέπει να αρχίσουμε να βλέπουμε τα πράγματα που συμβαίνουν και που θα συμβούν με ανοιχτό μυαλό. Να πάψει να υψώνεται μπροστά μας ως απαγορευτικό τείχος η τεχνοφοβία, η οποία παραλύει τη σκέψη μας. Άρα, πρέπει να βρούμε τρόπους έντιμους και εγκάρδιους, ώστε η τεχνολογία και η φιλοσοφία να μπορέσουν να συνομιλήσουν. Νομίζω, και αυτή θα είναι και η μόνη μου αναφορά στο βιβλίο, ότι τα κείμενα που έχουμε περιλάβει στον τόμο είναι σε αυτή τη λογική. Δεν αναφέρονται καθόλου σε ψηφιακά ζητήματα ή στην ανθρωπόκαινο, αλλά είναι ακριβώς σε αυτή τη λογική της ανάκτησης μιας εγκάρδιας σχέσης μεταξύ των δύο πεδίων.

Το δεύτερο πράγμα που πρέπει να γίνει είναι ότι πρέπει να ανοίξει μια σοβαρή συζήτηση μεταξύ φιλοσοφίας και τεχνολογίας. Θα καταλάβετε τι αφορά η έμφαση στη λέξη «σοβαρή» μόλις πω την επόμενη φράση. Η μόνη χρήση μέχρι σήμερα της φιλοσοφίας για την κατανόηση των τεχνολογικών εξελίξεων και μεταβάσεων που βιώνουμε είναι μέσω της ηθικής. Παντού ακούμε για ηθική: Ηθική για την τεχνητή νοημοσύνη, ηθική για τα ζώα, ηθική για το περιβάλλον… Λες κι όλες οι διαστάσεις του φιλοσοφικού λόγου έχουν απορροφηθεί από την ηθική. Δεν διαφωνώ με τη χρήση της ηθικής, αλλά θεωρώ ότι πρέπει να ενεργοποιηθούν και οι άλλες μεγάλες δυνάμεις της φιλοσοφίας, που είναι η οντολογία και η γνωσιολογία. Αναφέρω πολύ γρήγορα δύο παραδείγματα: Πώς μαθαίνει η τεχνητή νοημοσύνη; Και τι μαθαίνουμε για τους τρόπους μάθησης, παρακολουθώντας την τεχνητή νοημοσύνη; Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για τεράστια συζήτηση. Δεύτερον, τι είναι η πληροφορία και τι είναι το πληροφοριακό υπόβαθρο της ύπαρξης; Τι σημαίνει ότι μοιραζόμαστε τον κόσμο με άλλες μη ανθρώπινες οντότητες, οι οποίες συμμετέχουν στο κοινό πληροφοριακό υπόβαθρο της ύπαρξης; Μεγάλες συζητήσεις, αλλά πρέπει να τις ανοίξουμε και να μην καταναλωνόμαστε αποκλειστικά στην ηθική. Καλή η ηθική, μας χρειάζεται οπωσδήποτε, αλλά η αποκλειστική έμφαση στην ηθική οδηγεί σε μια στενή κανονιστική αντίληψη. Για να το πω διαφορετικά, χρειαζόμαστε την πλήρη ενεργοποίηση της φιλοσοφίας.

Και το τρίτο στοιχείο, με το οποίο θα κλείσω αυτή την παρουσίαση, είναι το εξής: Ναι, η φιλοσοφία και η τεχνολογία θα πρέπει να το πάρουν απόφαση ότι θα βαδίσουν σε έναν κοινό δρόμο, αλλά αυτός δεν θα είναι ο κοινός δρόμος του παρελθόντος. Θα είναι ένας νέος δρόμος και –άλλη μια αναφορά στο βιβλίο– θα είναι ο δρόμος της πολιτικής. Το βιβλίο αρχίζει και τελειώνει με κείμενα του Langdon Winner. Ο Winner είναι από τους ανθρώπους που ξεκίνησαν την εμπειρική στροφή στη φιλοσοφία της τεχνολογίας με το περίφημο άρθρο του «Do artifacts have politics?» που δημοσιεύτηκε το 1980. Mε αυτό το κείμενο ξεκινάει και το βιβλίο. Kαι τελειώνει με το «Facing the Plague: Economic and Political Inequality», άρθρο του 2014, όπου ο Winner μιλάει ως πολιτικός επιστήμονας, χωρίς όμως να αποποιείται την ταυτότητα του φιλοσόφου της τεχνολογίας. Ο νέος κοινός δρόμος, τον οποίο θα βαδίσουν η φιλοσοφία και η τεχνολογία, είναι ο δρόμος της πολιτικής. Είναι ο δρόμος ενός οράματος που έρχεται από το μέλλον. Για να χρησιμοποιήσω μια τεχνολογική αναλογία, η συνεργασία μεταξύ τεχνολογίας και φιλοσοφίας δεν πρέπει να αποβλέπει σε έναν εξηγητικό, αλλά σε έναν κατασκευαστικό λόγο. Φιλοσοφία και τεχνολογία καλούνται να επεξεργαστούν από κοινού τις αρχές ενός σχεδίου για τον κόσμο που θέλουμε να χτίσουμε, για τον κόσμο που θέλουμε να φτιάξουμε με όλες αυτές τις δυνάμεις που έχουμε ενεργοποιήσει. Θα πρέπει να αποφασίσουμε, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι αν πρόκειται να αναπτυχθεί ένας γόνιμος διάλογος μεταξύ φιλοσοφίας και τεχνολογίας, αυτός θα έχει αναγκαστικά στη βάση του τη διάσταση του σχεδιασμού. Κι αυτή η διάσταση δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική. Δεν είναι βέβαιο ότι θα πετύχει, αλλά είναι το καλύτερο που έχουμε.

Σας ευχαριστώ!

Image credits: Athanasius Kircher, Mundus subterraneus, quo universae denique naturae divitiae, 1665 | Daragh Walsh Kennedy, Adrift in a sea of beings.