Σύνορα

ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ της πανδημίας είναι ότι δεν υπάρχουν σύνορα. Σε όλον τον δυτικό κόσμο είδαμε και δυστυχώς συνεχίζουμε να βλέπουμε προσπάθειες εθνικής απομόνωσης, προκειμένου όσες και όσοι κατοικούν εντός συγκεκριμένων συνόρων να προστατευτούν από την ασθένεια. Ακόμα χειρότερα: Βλέπουμε μετρήσεις σε εθνικό επίπεδο που αποτυπώνουν τις «επιδόσεις» των διάφορων χωρών στην αντιμετώπιση του κορωνοϊού. Και μετά από μια στιγμή όλα τα μέτρα αποδεικνύονται μάταια, γιατί ο ιός αψηφά τα σύνορα. Βέβαια, οι εθνικές επιδόσεις στην πραγματικότητα δεν έχουν να κάνουν με τους νοσούντες, αλλά με τα εθνικά συστήματα υγείας. Περισσότερα προσβεβλημένα άτομα σημαίνουν μεγαλύτερη προοπτική επιβάρυνσης ενός συστήματος υγείας που λειτουργεί με συγκεκριμένους περιορισμούς. Τα κράτη δεν προστατεύουν πρωτίστως τους πολίτες τους, αλλά τα συστήματα υγείας. Όπως και να έχει όμως, τα διαδοχικά κύματα της πανδημίας έδειξαν ότι τα εθνικά μέτρα προστασίας είναι απολύτως αναποτελεσματικά, επειδή τα σύνορα είναι διάτρητα.

A United States Border Patrol agent on horseback tries to stop a Haitian migrant from entering an encampment on the banks of the Rio Grande near the Acuna Del Rio International Bridge in Del Rio, Texas on September 19, 2021.

ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ είναι η δεύτερη φορά που βλέπουμε το ίδιο έργο μέσα σε λίγα χρόνια. Στη διάρκεια της προσφυγικής κρίσης του 2015 είδαμε και πάλι να ενεργοποιούνται τα εθνικά αντανακλαστικά των χωρών του δυτικού κόσμου. Οι μετανάστες και οι μετανάστριες αντιμετωπίστηκαν ως μιάσματα που έρχονταν να μολύνουν την εθνική καθαρότητα και να θέσουν σε κίνδυνο τις κεκτημένες ελευθερίες της «πολιτισμένης Δύσης». Δεξιές και «αριστερές» κυβερνήσεις συμφώνησαν ότι οι κρατικές υποδομές τους δεν ήταν σε θέση να διαχειριστούν τις ροές των εκτοπισμένων ανθρώπων που αναζητούσαν προστασία από τη βία και τη φτώχια και παρέταξαν τις δυνάμεις τους για να υπερασπιστούν τα σύνορά τους με αστυνόμευση, συρματοπλέγματα και επαναπροωθήσεις. Μόνο που και πάλι τα σύνορα αποδείχτηκαν ανίσχυρα μπροστά στις τεκτονικές μετατοπίσεις που προκαλεί η μετα-αποικιακή γεωπολιτική.

Και στις δύο περιπτώσεις, η ιδέα είναι να κρατήσουμε έξω «το κακό» –αυτό που απειλεί να μολύνει την ταυτότητα και την ιδιοσυστασία μας– και να προστατέψουμε τη μορφή κοινωνικής οργάνωσης που εξασφαλίζει στους πολίτες των μητροπόλεων υψηλό βιοτικό επίπεδο και κοινωνικές ελευθερίες. Ο ρατσισμός που είναι συνδεδεμένος με αυτή την αντίληψη είναι εμφανής στην περίπτωση των μεταναστών. Δεν είναι μικρότερος, όμως, στην περίπτωση του κορωνοϊού: Η απειλή προέρχεται από μια χώρα που δεν έχει τις ίδιες αξίες και κοινωνικές πρακτικές με τη Δύση (θυμηθείτε: τρώνε νυχτερίδες και παγκολίνους)· οι μεταλλάξεις προέρχονται από τις χώρες μιας ηπείρου όπου οι συνθήκες διαβίωσης είναι άθλιες· και η διάδοση εντός των χωρών της Δύσης προέρχεται από μια μειονότητα παραβατικών που αρνούνται να συμμορφωθούν με την επιστημονικά εποπτευόμενη κρατική πολιτική.

Συνήθως θεωρούμε τον ρατσισμό εκτροπή από τις δημοκρατικές αρχές. Σε μια εποχή, όμως, που τα εθνικά σύνορα καταρρέουν, ο ρόλος του αλλάζει. Παύει να αποτελεί εκτροπή και μετατρέπεται σε κανονικότητα – σε οργανικό στοιχείο της κρατικής ιδεολογίας. Αποστολή του είναι η χάραξη και η περιφρούρηση συνόρων, εξωτερικών και εσωτερικών.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 124, στις 8 Ιανουαρίου 2022.

IMAGE CREDIT: Paul Ratje / AFP via Getty Images.

Μέλλον

ΣΕ ΜΙΑ ΕΡΕΥΝΑ που κάναμε πρόσφατα, ήρθαμε αντιμέτωποι με μια περίεργη διαπίστωση. Η έρευνα αφορούσε την αντίληψη που αναπτύσσουν για τον χρόνο άτομα μεταξύ 13 και 16 ετών, τα οποία εκτίθενται συστηματικά σε ψηφιακά περιβάλλοντα (gaming και μέσα κοινωνικής δικτύωσης). Ενώ η αντίληψη αυτή είναι εξαιρετικά εκλεπτυσμένη και αρθρώνεται σε πολλαπλά επίπεδα, μοιάζει να είναι ελλιπής: Σχεδόν πουθενά δεν εμφανίζεται το μέλλον. Οι ικανότητες που αναπτύσσουν οι digital natives να κινούνται ανάμεσα σε διαφορετικά χρονικά πλαίσια, να αψηφούν τις διαφορές ανάμεσα σε χρονικές ζώνες, ακόμα και να παράγουν συνεχείς αφηγήσεις από ασυνεχείς ροές δεδομένων είναι εκπληκτικές και πρωτόγνωρες. Ωστόσο, αυτές οι ικανότητες αφορούν κατά κύριο λόγο το παρόν και το παρελθόν. Το μέλλον εμφανίζεται μόνο ως μια παιχνιδοποιημένη εκδοχή του παρόντος, η οποία εμφορείται από έντονο τεχνολογικό ντετερμινισμό και παίρνει τη μορφή της χάρη στα σενάρια που υλοποιούνται στις ψηφιακές πλατφόρμες.

«Πού χάθηκε το μέλλον;» αναρωτιόταν πριν μερικά χρόνια ο ανθρωπολόγος Marc Augé. Ασφαλώς, δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι τα άτομα που μελετήθηκαν είναι αντιπροσωπευτικά μιας γενιάς που μεγάλωσε στο πλαίσιο δυο διαδοχικών κρίσεων, της οικονομικής και της υγειονομικής. Το παρόν αποκτά ιδιαίτερο βάρος σε αυτές τις συνθήκες. Χάνει την αποβλεπτικότητα και τον μεταβατικό χαρακτήρα του και γίνεται μια δυσκίνητη μάζα προβλημάτων που απαιτεί την αποκλειστική προσοχή των υποκειμένων. H επίκληση του μέλλοντος, και μάλιστα ενός διαφορετικού ή ανατρεπτικού μέλλοντος, μετατρέπεται σε επιπόλαιη ονειροπόληση που παραβλέπει την επιτακτικότητα του παρόντος και τα «προβλήματα της πραγματικής ζωής».

Δεν είναι, όμως, μόνο οι σημερινοί έφηβοι που χάνουν την προοπτική του μέλλοντος. Η απουσία προοπτικής τείνει να γίνει καταστατική συνθήκη της ζωής μεγάλου αριθμού ανθρώπων. Το πρεκαριάτο είναι η ρευστή κοινωνική κατηγορία που περιλαμβάνει όσους και όσες προορίζονται να ζήσουν σε μόνιμη εργασιακή επισφάλεια. Περιμένουμε (απαιτούμε!) από αυτούς τους ανθρώπους να είναι καλοί παιδαγωγοί, παραγωγικοί εργαζόμενοι, δημιουργικοί ερευνητές, ενώ ταυτόχρονα τους εγκλωβίζουμε σε έναν τρόπο οργάνωσης της παραγωγής και του κράτους που τους στερεί κάθε δυνατότητα να οραματιστούν την προσωπική τους εξέλιξη. Η επανάληψη του παρόντος αποτελεί την καλύτερη εκδοχή του μέλλοντος που μπορούν να φανταστούν. Όταν το έργο στο οποίο πρέπει να διοχετεύσουν όλη τους την ενέργεια είναι η εξασφάλιση μιας θέσης αναπληρώτριας καθηγήτριας στη Μέση Εκπαίδευση ή ακαδημαϊκής υποτρόφου στο Πανεπιστήμιο για την επόμενη χρονιά, η επεξεργασία μιας παιδαγωγικής ή ερευνητικής ατζέντας αποτελεί πολυτέλεια, πόσω μάλλον η σύνδεση της εργασίας τους με την προοπτική της κοινωνικής αλλαγής.

Σε συνθήκες κρίσης, ο καπιταλισμός εγκαταλείπει την επιτήδευση της νεοτερικότητας. Η λειτουργία του επικεντρώνεται στη στείρα αναπαραγωγή μοτίβων που εξασφαλίζουν τη σταθερότητα του συστήματος, ενώ ταυτόχρονα μετατρέπουν την επιτακτικότητα του παρόντος σε μαύρη τρύπα που καταβροχθίζει όλες τις διαστάσεις της χρονικότητας των υποκειμένων.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 106, στις 27 Μαρτίου 2021.

IMAGE CREDIT: M.C. Escher, Bond of Union, 1956.

Ευθύνη

Ο ΚΑΘΕΝΑΣ έχει το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογεί. Οι πολίτες, οι πολιτικοί, οι ειδικοί. Οι πολιτικοί σχεδιάζουν πολιτικές περιορισμού της πανδημίας βάσει των εισηγήσεων των ειδικών και οι πολίτες καλούνται να τις εφαρμόσουν. Είναι αποτελεσματικές αυτές οι πολιτικές; Όπως αποδεικνύει η εμπειρία, δεν είναι. Αφενός επειδή δεν αποδίδουν και, αφετέρου, επειδή για να φτάσουν να αποδώσουν πρέπει να θυσιαστούν σημαντικοί κοινωνικοί θεσμοί: οι ατομικές ελευθερίες, το δικαίωμα στη μόρφωση και το δικαίωμα στην εργασία. Είναι ορθές αυτές οι πολιτικές; Σύμφωνα με τους πολιτικούς, είναι οι μόνες ορθές επειδή, όπως κατ’ επανάληψη τονίζεται, βασίζονται σε αλγόριθμους, οι οποίοι δίνουν αντικειμενικές και αμερόληπτες εκτιμήσεις της κατάστασης. Η φράση «το βάλαμε στον αλγόριθμο» έχει ακουστεί δεκάδες φορές και είναι ντροπή που κανείς από τους ειδικούς που φιλοξενούνται καθημερινά στα κανάλια δεν μπήκε στον κόπο να σχολιάσει την αβυσσαλέα ανοησία της – ίσως ούτε οι ίδιοι να μην την αντιλαμβάνονται.

Το ότι οι πολιτικές είναι ορθές αλλά όχι αποτελεσματικές προβληματίζει ασφαλώς πολιτικούς και ειδικούς. Τις πταίει; Ο τρίτος παράγοντας της δυσεπίλυτης εξίσωσης – οι απείθαρχοι πολίτες που, με κίνδυνο της ζωής τους και της ζωής των οικείων τους, παρακάμπτουν τις απαγορεύσεις και, με παράνομες συναθροίσεις, επιταχύνουν τη διασπορά του ιού στην κοινότητα. Άρα, οι πολίτες είναι υπεύθυνοι για την αύξηση των κρουσμάτων, την επιβάρυνση του συστήματος υγείας και τους νεκρούς της πανδημίας. Οι πολίτες και ο ιός, ασφαλώς. Ο ιός εξαπλώνεται σαν μούχλα στα σημεία του κοινωνικού σώματος που είναι περισσότερο εκτεθειμένα στον κίνδυνο ηθικής και πολιτικής διάβρωσης. Συνεπώς, αυτό που απαιτείται είναι μεγαλύτερη πειθαρχία. Από την απαίτηση δημοσιονομικής πειθαρχίας, που υπήρξε το κρίσιμο πολιτικό διακύβευμα της προηγούμενης περιόδου, περάσαμε γρήγορα στην απαίτηση υγειονομικής πειθαρχίας. Η πειθάρχηση των πολιτών, η συμμόρφωση με τα περιοριστικά μέτρα (που, όπως και στην περίπτωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, παρουσιάζουν ύποπτη ομοιότητα με τις αρχές της «προτεσταντικής ηθικής»), η αναστολή της κριτικής και των δημοκρατικών διαδικασιών λήψης αποφάσεων – αυτά είναι τα μέσα που θα ανακόψουν την εξάπλωση της πανδημίας.

Αν αυτή είναι μια καταφανώς λανθασμένη αντίληψη –όπως νομίζω ότι είναι–, τότε ποιος έχει την ευθύνη για τα δεινά που συνεπάγεται, δηλαδή τον συνδυασμό της αναποτελεσματικής αντιμετώπισης της πανδημίας με τον περιορισμό των δημοκρατικών ελευθεριών; Οι ειδικοί κρύβονται πίσω από τους αλγόριθμους και την υποτιθέμενη αντικειμενικότητα των «μοντέλων» για να αποσείσουν την ευθύνη τους. Την ίδια στιγμή, όμως, μια επιστήμη που ξεχνά πως ο οργανωμένος σκεπτικισμός αποτελεί ένα από τα βασικότερα θεμέλιά της, τροφοδοτεί την εξουσία με επιχειρήματα που της επιτρέπουν να εφαρμόζει πολιτικές, οι οποίες αφήνουν μόνιμες ουλές στο σώμα της κοινωνίας. Ο νομιμοποιητικός λόγος των ειδικών φέρει μεγάλο μέρος της ευθύνης γι’ αυτές τις επιλογές και οι εκφραστές του θα πρέπει κάποια στιγμή να λογοδοτήσουν.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 102, στις 30 Ιανουαρίου 2021.

IMAGE CREDIT: ΓιΑννης ΓαΪΤΗς, ΠαρΕλαση, 1974.