ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Φιλοσοφία του Ψηφιακού. Μια εισαγωγή, που επιμελήθηκε η Γκόλφω Μαγγίνη, είναι ένα σπουδαίο εκδοτικό εγχείρημα. Αυτό δεν αποτελεί φιλοφρόνηση σε μια συνάδελφο που επί χρόνια ασχολείται παραγωγικά με τη φιλοσοφία της τεχνολογίας και έχει δώσει τη δυνατότητα σε πολλούς νέους ανθρώπους να έρθουν σε επαφή με το πεδίο. Αποτελεί έπαινο για μια πρωτοβουλία, η οποία (με τη βοήθεια πολλών από αυτούς τους νέους ανθρώπους) μετέφερε στην ελληνική γλώσσα μερικά από τα σημαντικότερα κείμενα γύρω από τη φιλοσοφία του ψηφιακού. Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία είναι εξαιρετικά σημαντική για δύο αλληλένδετους λόγους: Αφενός, επειδή –όπως συμβαίνει πάντοτε με τις μεταφράσεις σημαντικών («κλασικών») κειμένων– η γλώσσα υποδοχής εμπλουτίζεται με έννοιες και λέξεις που επιτρέπουν στους χρήστες της να σκεφτούν με νέους τρόπους, να διανοηθούν νέες πραγματικότητες και να οραματιστούν νέες προοπτικές. Η μετάφραση –ιδιαίτερα η μετάφραση κειμένων που σηματοδοτούν καίριες αλλαγές στον τρόπο πρόσληψης της πραγματικότητας– διευρύνει την εννοιολογική επικράτεια της γλώσσας υποδοχής και πυκνώνει το σημασιολογικό της περιεχόμενο: την καθιστά περισσότερο πολύσημη και πολυδύναμη. Αφετέρου, επειδή ο συλλογικός τόμος Φιλοσοφία του Ψηφιακού, όπως ακριβώς δηλώνει ο τίτλος του, περιλαμβάνει φιλοσοφικά κείμενα για το ψηφιακό. Η συζήτηση για τα ψηφιακά μέσα είναι στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, αλλά, δυστυχώς, δεν πρόκειται για σοβαρή συζήτηση. Ακόμα και οι συζητήσεις που διεξάγονται σε πανεπιστημιακά περιβάλλοντα και σε ακαδημαϊκές εκδόσεις, πολύ δε περισσότερο εκείνες που έχουν κατακλύσει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, έχουν χαρακτηριστικά ηθικού πανικού: Οι ψηφιακές τεχνολογίες είναι εδώ για να μας αποξενώσουν από τους εαυτούς μας κι από τους συνανθρώπους μας, για να υπονομεύσουν τη δημιουργικότητά μας, για να κλέψουν τις δουλειές μας και για να οδηγήσουν τα παιδιά μας στον όλεθρο του εθισμού. Σίγουρα κάποια βάση έχουν όλες αυτές οι συζητήσεις, επειδή ακριβώς δεν πρόκειται για τα ψηφιακά μέσα γενικώς, αλλά για τα ψηφιακά μέσα του καπιταλισμού. Όμως, η έμφαση σε μια a priori τεχνοφοβική και απορριπτική προσέγγιση μας στερεί τη δυνατότητα να κατανοήσουμε την πραγματική φύση του ψηφιακού. Και αυτό ακριβώς είναι που επιχειρεί να διορθώσει το συγκεκριμένο βιβλίο: Μεταφέροντας τη συζήτηση από τα πεδία της ηθικής και της νομικής ρύθμισης στο πεδίο της οντολογίας, μας βοηθά να αποκτήσουμε μια ουσιαστική κατανόηση της φύσης του ψηφιακού. Και, ενδεχομένως, να τοποθετήσουμε τη σχετική συζήτηση σε μια διαφορετική, πιο ενημερωμένη (informed) βάση.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να συνοψίσουμε τις θεματικές γύρω από τις οποίες αναπτύσσεται ο προβληματισμός του βιβλίου. Θα προτείνω έναν από αυτούς, που θεωρώ ότι αναδεικνύει με πιο ξεκάθαρο τρόπο τη φιλοσοφική διάσταση του όλου εγχειρήματος. Οι τρεις προβληματικές που διαπερνούν τον τόμο θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε τρία Δ: Δυαδικότητα, Διακριτότητα και Δυνητικότητα.
Η δυαδικότητα αφορά την πληροφορία. Σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό του Gregory Bateson, ένα bit, μια μονάδα πληροφορίας, «is a difference which makes a difference». Είναι, δηλαδή, μια δυαδικότητα που έχει ένα στοιχειώδες νόημα, υπό την έννοια ότι αποκλείει μία κατάσταση και επιτρέπει μία άλλη. Από τη συναρμογή τέτοιων δυαδικοτήτων μπορούν προοδευτικά να προκύψουν σύνθετες πληροφοριακές δομές. Ο Luciano Floridi το συνοψίζει αυτό στον επίσης κλασσικό ορισμό του: η πληροφορία είναι «δομημένα δεδομένα με νόημα». Η έννοια της πληροφορίας μορφοποιήθηκε στη διάρκεια του 20ού αιώνα και η ιστορία της έχει πολλές ομοιότητες με την ιστορία της έννοιας της ενέργειας, η οποία μορφοποιήθηκε έναν αιώνα νωρίτερα. Δύο ήταν οι βασικές εξελίξεις που οδήγησαν στη θεμελίωση της έννοιας της πληροφορίας. Αφενός, η δημοσίευση το 1948 του άρθρου του Claude Shannon για τη «Μαθηματική Θεωρία της Επικοινωνίας». Η δημοσίευση του συγκεκριμένου άρθρου σηματοδοτεί την τυποποίηση της έννοιας της πληροφορίας και των θεωρητικών νόμων που διέπουν τον μετασχηματισμό και τη μετάδοσή της. Αφετέρου, η δημιουργία των «αναλυτικών μηχανών», δηλαδή των υπολογιστών, που ήταν σε θέση να χειριστούν την πληροφορία: Να την αποθηκεύσουν, να την επεξεργαστούν, να τη μεταδώσουν και να κάνουν πράγματα με αυτή. Έναν αιώνα νωρίτερα, οι μαθηματικές επεξεργασίες των William Thomson και Rudolf Clausius και οι θερμικές μηχανές της βιομηχανικής επανάστασης είχαν κάνει κάτι ανάλογο για την ενέργεια: την έκαναν οντολογικά ορατή. Της έδωσαν υπόσταση και την κατέστησαν δομικό στοιχείο αυτού εδώ του κόσμου. Με παρόμοιο τρόπο, οι εργασίες των κυβερνητιστών προσέδωσαν στην πληροφορία οντολογικό καθεστώς. Σε αυτό το πλαίσιο, η πληροφορία δεν είναι αναπαράσταση, πληροφόρηση για κάτι που υπάρχει έξω από αυτή, αλλά είναι αυτή η ίδια μια θεμελιώδης (σύμφωνα με κάποιους η θεμελιώδης) οντότητα αυτού του κόσμου. Το πρώτο Δ, λοιπόν, έχει να κάνει με την πληροφορία και η πληροφορία έχει να κάνει με την οντολογία.

Το δεύτερο Δ αφορά τη διακριτότητα και πιο συγκεκριμένα τις μηχανές διακριτών καταστάσεων. Για να καταλάβουμε τι είναι μια μηχανή διακριτών καταστάσεων μπορούμε να φανταστούμε μια ακανόνιστη σκακιέρα που έχει έναν τυχαίο αριθμό μαύρων και άσπρων τετραγώνων. Τα άσπρα και μαύρα τετράγωνα σχηματίζουν μια διάταξη (configuration). Σε κάθε τικ, σε κάθε μονάδα του χρόνου (που δεν χρειάζεται, όμως, να είναι ο συμβατικός χρόνος) η διάταξη αυτή αλλάζει σύμφωνα με ένα σύνολο οδηγιών που έχουμε δώσει στη μηχανή. Αυτή είναι μια μηχανή διακριτών καταστάσεων, η οποία λόγω ακριβώς της φύσης της μπορεί, αφενός, να αναπαριστά πληροφοριακές δομές (κάθε τετράγωνο είναι ένα bit) και, αφετέρου, να τις μετασχηματίζει σύμφωνα με τους κανόνες που της έχουμε δώσει. Οι ψηφιακές μηχανές είναι μηχανές διακριτών καταστάσεων. Στην είσοδό τους τροφοδοτούνται με πληροφοριακές δομές και σύνολα κανόνων και στην έξοδό τους μας δίνουν τροποποιημένες πληροφοριακές δομές που αντιστοιχούν σε εναλλακτικές διατάξεις του πραγματικού. Οι ψηφιακές μηχανές δεν είναι μηχανές που θα κλέψουν την ψυχή μας, αλλά μηχανές που μας δίνουν πρόσβαση στην πληροφοριακή διάσταση της ύπαρξης. Μας επιτρέπουν να αντιλαμβανόμαστε, να κατανοούμε και να διαχειριζόμαστε την ύπαρξη στο οντολογικό επίπεδο της πληροφορίας. Το δεύτερο Δ, λοιπόν, έχει να κάνει με την ψηφιακότητα και η ψηφιακότητα έχει να κάνει με την τεχνολογία ως κοσμοποιητική διαδικασία.
Το τρίτο Δ αφορά τη δυνητικότητα. Η δυνητικότητα είναι μια παρεξηγημένη έννοια. Αναφέρεται στις αγγλικές λέξεις virtual και virtuality, οι οποίες απαντούν σε εκφράσεις όπως virtual reality, virtual identity κλπ. Στα ελληνικά, οι λέξεις αυτές αποδίδονται συνήθως ως «εικονικό» και «εικονικότητα». H απόδοση αυτή είναι εσφαλμένη, επειδή τις συνδέει με την έννοια της αναπαράστασης – και μάλιστα μιας φανταστικής ανασύνθεσης της πραγματικότητας: ό,τι είναι virtual δεν είναι πραγματικό. Στην πραγματικότητα, η δυνητικότητα είναι μια ενδιαφέρουσα φιλοσοφική έννοια με μακρά ιστορία, η οποία φτάνει μέχρι τον Αριστοτέλη. Στη φιλοσοφία του 20ού αιώνα, η συγκεκριμένη έννοια αξιοποιήθηκε κατά κύριο λόγο από τον Gilles Deleuze. Η δυνητικότητα αφορά ένα καθεστώς πραγματικότητας που προηγείται του ενεργεία υπαρκτού (actual), της πραγματοποιημένης πραγματικότητας. Το πεδίο του δυνητικού είναι ένα πεδίο οντοτήτων και εντάσεων από το οποίο είναι δυνατό να προκύψουν ένας αριθμός εναλλακτικών διευθετήσεων. Το ενεργεία υπαρκτό είναι μία από αυτές τις διευθετήσεις, μία από τις δυνατές λύσεις στο πεδίο των προβλημάτων που αποτελεί το δυνητικό. Υπό αυτή την έννοια, η δυνητική πραγματικότητα δεν αφορά τους κόσμους που μπορούμε να πλάσουμε με τη φαντασία μας και με τη βοήθεια του υπολογιστή, αλλά την καταβύθιση στο πληροφοριακό υπόβαθρο της υπάρχουσας πραγματικότητας. Γι’ αυτό είναι πιο σωστό να λέμε ότι το ψηφιακό δυνητικοποιεί την πραγματικότητα: Με την βοήθεια των ψηφιακών μέσων μπορούμε να μεταφερθούμε σε ένα οντολογικά πρότερο επίπεδο πραγματικότητας και να δούμε τις πληροφοριακές δομές και τις εντάσεις από τις οποίες προέκυψε η πραγματοποιημένη πραγματικότητα. Και με τη βοήθεια των ίδιων μέσων να εξετάσουμε τη δυνατότητα συναρμογής των πληροφοριακών αρθρωμάτων με εναλλακτικούς τρόπους, οι οποίοι θα υπερβαίνουν τους περιορισμούς του ενεργεία υπαρκτού, δηλαδή του καθεστώτος πραγματικότητας που μας παρουσιάζεται ως το μόνο δυνατό. Το τρίτο Δ, λοιπόν, έχει να κάνει με την ψηφιακή δυνητικότητα ως πεδίο πολιτικής δράσης. Με τη σημαντική υποσημείωση, βεβαίως, ότι η ψηφιακή δυνητικότητα ως τέτοια δεν είναι μια μηχανή παραγωγής ουτοπιών, αλλά ένας «χώρος δυνατοτήτων» (space of possibilities) – ένα πεδίο σύγκρουσης και διεκδίκησης εναλλακτικών διευθετήσεων του πραγματικού, ανάλογα με τις μορφές επιτελεστικότητας που θα αναπτύξουν σε αυτό οι δρώντες.

Οντολογία, τεχνολογία, πολιτική. Αυτοί είναι εντέλει οι τρεις άξονες γύρω από τους οποίους αναπτύσσεται το φιλόδοξο εκδοτικό εγχείρημα της Φιλοσοφίας του Ψηφιακού. Ο τόμος που επιμελήθηκε η Γκόλφω Μαγγίνη περιλαμβάνει 17 κείμενα, καθένα από τα οποία συνοδεύεται από ένα κείμενο πλαισίωσης που έχει στόχο να κατατοπίσει την αναγνώστρια ή τον αναγνώστη σχετικά με την προβληματική του συγγραφέα και το ρεύμα σκέψης στο οποίο αυτή εντάσσεται. Το βιβλίο δεν διαβάζεται απευθείας, from cover to cover όπως λένε: Είναι πολύ μεγάλο και πολύ ετερογενές για μια τέτοια προσέγγιση. Είναι, όμως, ένα πολύτιμο έργο αναφοράς, στο σώμα του οποίου κάθε αναγνώστης ή αναγνώστρια μπορούν να χαράξουν τις προσωπικές τους διαδρομές. Η σειρά με την οποία θα διαβαστούν τα κείμενα και οι τρόποι με τους οποίους θα συσχετιστούν μεταξύ τους θα παραγάγει διαφορετικές εκδοχές του ίδιου βιβλίου· διαφορετικά σημεία εστίασης και διαφορετικές θεωρητικές συνάφειες που θα αντικατοπτρίζουν τις διαφορετικές διανοητικές αναζητήσεις κάθε αναγνώστη ή αναγνώστριας. Σε όλες τις περιπτώσεις, όμως, το έργο θα διατηρεί το βασικό στοιχείο της ταυτότητάς του: Έναν ισχυρά φιλοσοφικό πυρήνα ο οποίος μας επιτρέπει να εστιάσουμε στα ουσιώδη ζητήματα του ψηφιακού μετασχηματισμού. Και αυτά τα ζητήματα, σε όλες τις περιπτώσεις, αφορούν την οντολογία, την τεχνολογία και την πολιτική – και με αυτή τη σειρά.
Αναφορές
Γκόλφω Μαγγίνη (επιμ.), Φιλοσοφία του Ψηφιακού: Μια εισαγωγή, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2024.

