Το πανεπιστήμιο μετά την κρίση

Στις 11 και 12 Μαΐου πραγματοποιήθηκε το συνέδριο «Πανεπιστήμιο και Κρίσεις» που διοργάνωσε το Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο προβληματισμός που παρουσιάστηκε ήταν ιδιαίτερα πλούσιος και μας κάνει να σκεφτούμε πόσο λίγα ξέρουμε στ’ αλήθεια για την κρίση του πανεπιστημίου.

Τα τελευταία χρόνια, η κρίση του πανεπιστημίου, η κρίση των ανθρωπιστικών σπουδών, η κρίση της βασικής έρευνας, αλλά επίσης η κρίση διεθνοποίησης του ελληνικού πανεπιστημίου και η κρίση του ελληνικού πανεπιστημίου ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης έχουν αποτελέσει τον καμβά πάνω στον οποίο χαράσσονται διάφορες πολιτικές και λαμβάνονται αποφάσεις που αλλάζουν σε σημαντικό βαθμό τον χαρακτήρα του πανεπιστημίου τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς. Όπως συμβαίνει όμως σχεδόν πάντοτε στην πολιτική, ο λόγος περί κρίσης αποτελεί ένα ρητορικό εργαλείο για τη νομιμοποίηση πολιτικών επιλογών που εκκινούν από εντελώς διαφορετική αφετηρία. Ας κάνουμε μια προσπάθεια, λοιπόν, να μιλήσουμε για την κρίση του πανεπιστημίου.

Continue reading

Απόδειξη

–Έχω γνωρίσει αυτό που αγνοούν οι Έλληνες, λέει ο ήρωας του Μπόρχες στο «Λαχείο στη Βαβυλώνα». Την αβεβαιότητα.

Οι Έλληνες ανακάλυψαν την απόδειξη. Υπό αυτή την έννοια, ανακάλυψαν τη βεβαιότητα. Η απόδειξη προσδίδει σε μια απόφανση γενική ισχύ, εγγυημένη από τον Λόγο. Η διασταύρωση της συγκεκριμένης έννοιας με τη χριστιανική δογματική οδήγησε στη γένεση μιας νέας έννοιας, της μοναδικής αλήθειας. Σε αντίθεση με τις αποδεδειγμένες αλήθειες που μπορούν να συνυπάρχουν ακόμα και σε ένα πλαίσιο ανεκτής αντιφατικότητας, η μοναδική αλήθεια είναι μια απόφανση που μετατρέπει όλο τον υπόλοιπο κόσμο σε ψεύδος.

Ο μεσαιωνικός σχολαστικισμός εκκινεί από μια προσπάθεια να αποκαταστήσει την «αλήθεια» στα έργα των αρχαίων φιλοσόφων που ανακτά μέσω των μεταφράσεων του 12ου και του 13ου αιώνα: Ο Αριστοτέλης πρέπει να είναι συνεπής με τον εαυτό του, αλλά και με τον Πλάτωνα. Παρότι μη χριστιανική, η αρχαία σοφία οφείλει να διέπεται από εσωτερική συνέπεια, διότι κατάφερε να εξασφαλίσει πρόσβαση σε σημαντικές αλήθειες για τον κόσμο. Και οι αλήθειες για έναν κόσμο πλασμένο από τον Θεό δεν μπορεί να είναι ούτε πολλαπλές ούτε αντιφατικές. Άρα, οι ασυνέπειες που εντοπίζονται στα έργα των αρχαίων σοφών πρέπει να οφείλονται σε μεταφραστικά ολισθήματα των Αράβων μεταφραστών που μετέφεραν αρχικά τα κείμενα στη γλώσσα τους, από την οποία τώρα τα έπαιρναν οι λατινόφωνοι λόγιοι. Εξού η επίμονη ενασχόληση με το συντακτικό και τη γραμματική, οι ατέλειωτες διαμάχες γύρω από την ερμηνεία συγκεκριμένων φράσεων και η μετατροπή της πλούσιας υπομνηματιστικής παράδοσης σε επιθετικό εκχριστιανισμό.

Σε αυτό το πλαίσιο, η απόδειξη αποκτά την έννοια του αποκλεισμού. Η αλήθεια του δόγματος αποκλείει κάθε απόφανση που δεν είναι σύμφωνη με τις αποδεδειγμένες προτάσεις. Η έννοια της συμφωνίας, όμως, ορίζει ένα πεδίο διαπραγμάτευσης. Ποιος αποφασίζει για τη συμφωνία μιας απόφανσης με τις αποδεδειγμένες προτάσεις; Πώς εδραιώνει τη νομιμότητά του ως ειδικού; Με ποια κριτήρια ελέγχει τη συμφωνία; Ποιος επικυρώνει τη νομιμότητα αυτών των κριτηρίων; Έτσι, οδηγούμαστε σε ένα παράδοξο. Η αναζήτηση της μοναδικής αλήθειας υποβαθμίζει τη σημασία της απόδειξης. Αν η συνύπαρξη πολλών αληθειών ήταν ανεκτή, τότε η απόδειξη θα αρκούσε για να επικυρώσει καθεμιά από αυτές και οι άνθρωποι θα ήταν ελεύθεροι να επιλέξουν, βάσει του Λόγου και των ιδιαίτερων συνθηκών της ύπαρξής τους, εκείνη σύμφωνα με την οποία θα ενεργήσουν. Η επιδίωξη της μοναδικής αλήθειας, αντίθετα, αφαιρεί αυτή την ελευθερία από τους ανθρώπους. Όχι όμως για να τη μεταφέρει στην απόδειξη, αλλά για να τη μεταφέρει σε ένα σώμα ειδικών που αναλαμβάνουν να ελέγξουν, βάσει των δικών τους κριτηρίων, κατά πόσο οι αλήθειες που διέπουν τις πράξεις των ανθρώπων βρίσκονται σε συμφωνία με τη μία και μοναδική αλήθεια του δόγματος.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 28, στις 18.11.2017.

Το θεώρημα της μέσης τιμής

ΣΤΑ ΤΕΛΗ του Μεσαίωνα, όταν οι σχολαστικοί άρχισαν να κάνουν τα πρώτα δειλά βήματα εκτός του πλαισίου της αριστοτελικής φυσικής, άνοιξε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση: «Περί της έντασης των ποιοτήτων». Στην αριστοτελική φιλοσοφία υπάρχουν οι ποιότητες και οι ποσότητες. Οι πρώτες περιγράφουν καταστάσεις στις οποίες μπορεί να περιέλθουν τα σώματα. Οι δεύτερες εκφράζουν μεγέθη. Οι μεν δεν μπορούν να αναχθούν στις δε. Με άλλα λόγια, οι ποιότητες δεν είναι μετρήσιμες. Ή μήπως είναι; Αυτό ήταν το αντικείμενο της συζήτησης «περί της έντασης των ποιοτήτων».

Οι «λογαριαστήδες» (calculatori) του κολλεγίου Merton της Οξφόρδης ενεπλάκησαν στη συζήτηση και διατύπωσαν το περίφημο θεώρημα της μέσης τιμής από το οποίο προέκυψαν δύο από τις θεμελιωδέστερες έννοιες της κινηματικής: η μέση ταχύτητα και η ομαλά επιταχυνόμενη κίνηση. Γι’ αυτόν τον λόγο, πολλοί τους θεωρούν προάγγελους της γαλιλαϊκής φυσικής. Ποιο ήταν όμως το πρόβλημα που προσπαθούσαν να λύσουν; Στην πραγματικότητα ήταν ένα θεολογικό πρόβλημα: Είναι γνωστό ότι ο άνθρωπος που κάνει καλές πράξεις, με σταθερό ρυθμό από την αρχή της ζωής του, θα κερδίσει τον παράδεισο. Πώς θα πετύχει, όμως, το ίδιο αποτέλεσμα κάποιος που πέρασε το πρώτο μισό της ζωής του χωρίς να μεριμνά ιδιαίτερα για τη σωτηρία του;

Η φιλανθρωπία είναι ποιότητα. Για να έχει λύση το πρόβλημα, η ποιότητα πρέπει να έχει «ένταση». Αν δεχτούμε ότι η φιλανθρωπία είναι ποσοτικοποιήσιμη, τότε η απάντηση είναι μαθηματικά απλή: Ο ρυθμός με τον οποίο πρέπει να κάνει αγαθοεργίες ο δεύτερος άνθρωπος πρέπει να αυξάνεται ομοιόμορφα κατά τρόπον ώστε στη μέση του χρόνου να είναι ίσος με τον σταθερό ρυθμό με τον οποίο κάνει αγαθοεργίες ο πρώτος άνθρωπος. Αν ζήσουν το ίδιο, τότε και οι δύο θα έχουν κάνει τον ίδιο αριθμό καλών πράξεων και θα έχουν κερδίσει αμφότεροι τον παράδεισο.

Ο Μεσαίωνας συχνά μας εκπλήσσει με την επικαιρότητά του, έλεγε ο Ουμπέρτο Έκο. Παρόλα αυτά, δεν μπορεί να μην απορήσει κανείς με την παρουσία του σε περιοχές της κοινωνικής ζωής που αποτελούν προπύργια της νεωτερικότητας. Πίσω από τη φανταχτερή βιτρίνα των μεταμοντέρνων οικονομικών θεωριών που εφαρμόζονται στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης, διακρίνει κανείς την απλοϊκή θεολογική λογική του θεωρήματος της μέσης τιμής: Η αμαρτωλή χώρα που δαπάνησε μεγάλο μέρος του νεωτερικού της βίου «σε ποτά και σε γυναίκες» δεν δικαιούται μια ομαλή οικονομική ζωή. Προκειμένου να εξασφαλίσει τη σωτηρία της, θα πρέπει στο εξής να επιτελεί τα καθήκοντά της με σταθερά επιταχυνόμενο ρυθμό, στη μέση του δρόμου να φτάσει τις επιδόσεις των φρονίμων εταίρων της και, στη συνέχεια, να τις υπερβεί, ώστε στο τέλος του δρόμου να της επιτραπεί η είσοδος στον κοινό παράδεισο. Αν ζήσει αρκετά…

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 15, στις 15.4.2017.

Image Credit, Man Ray, Cadeau, 1921.