Μαρτυρία

ΠΩΣ ΕΠΕΙΣΕ ο Γαλιλαίος τους συγχρόνους του για την εγκυρότητα των τηλεσκοπικών του παρατηρήσεων; Έγραφα στο προηγούμενο σημείωμα ότι οι συνάδελφοι του Γαλιλαίου, διακεκριμένοι καθηγητές Φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας τη στιγμή που ο ίδιος δεν ήταν παρά ένας χαμηλόμισθος καθηγητής μαθηματικών, αρνήθηκαν να κοιτάξουν μέσα από το τηλεσκόπιό του. Ό,τι κι αν έβλεπαν θα το ερμήνευαν είτε ως παραμόρφωση των φακών είτε ως «μετέωρο». Πρόκειται για ένα σοβαρό επιστημολογικό πρόβλημα, το οποίο στην πραγματικότητα δεν έχει λύση. Δύο άνθρωποι βρίσκονται μπροστά στην ίδια εικόνα, αλλά βλέπουν διαφορετικά πράγματα. Κι αυτό γίνεται, γιατί δεν βλέπουμε μόνο με τα μάτια μας, αλλά και με το μυαλό μας. Δεν μπορούμε να δούμε πραγματικά κάτι αν δεν διαθέτουμε τις κατάλληλες έννοιες και λέξεις για να το αντιληφθούμε, να το ταξινομήσουμε και να το εκφράσουμε. Άρα, τι χρησιμότητα έχει ένα απλό όργανο, όπως το τηλεσκόπιο του Γαλιλαίου; Ή, για να το διατυπώσουμε διαφορετικά, πότε ένα όργανο όπως το αναξιόπιστο τηλεσκόπιο του Γαλιλαίου γίνεται έγκυρο επιστημονικό όργανο;

Αυτή είναι μόνο μία από τις πολλές περιπτώσεις άλυτων επιστημολογικών γρίφων που συναντάμε στην Ιστορία της Επιστήμης. Ο Robert Boyle είναι λιγότερο γνωστός από τον Γαλιλαίο, αλλά η συμβολή του στη νεότερη επιστήμη υπήρξε εξίσου σημαντική. Μεταξύ άλλων, στον Boyle χρωστάμε την καθιέρωση του πειράματος ως έγκυρης γνωστικής διαδικασίας. Ο αντίπαλός του, Thomas Hobbes, ισχυριζόταν ότι τα συμπεράσματα που συνήγαγε ο Boyle από τη διεξαγωγή πειραμάτων δεν διέθεταν την αξιοπιστία και την εγκυρότητα των συμπερασμάτων που μπορούν να συναχθούν με τον μαθηματικό λογισμό. Ήταν έωλες γενικεύσεις επισφαλών εμπειρικών δεδομένων που αδυνατούσαν να συλλάβουν την πραγματική ουσία των υπό μελέτη φαινομένων. Πώς κατάφερε ο Boyle, σε πείσμα του χομπσιανού ορθολογισμού, να μετατρέψει την επισφαλή γνωσιολογική πρακτική του σε έγκυρη επιστημονική μέθοδο;

Η λύση και στις δύο περιπτώσεις προήλθε από την έξωθεν μαρτυρία. Ο Boyle κάλεσε στο εργαστήριό του gentlemen, οι οποίοι με την αμερόληπτη μαρτυρία τους εγγυήθηκαν την εγκυρότητα των πειραματικών του ευρημάτων, άρα και της μεθόδου του. Και ο Γαλιλαίος αξιοποίησε το διπλωματικό δίκτυο των Μεδίκων (την προστασία των οποίων είχε εξασφαλίσει ονομάζοντας τους δορυφόρους του Δία «Μεδικανούς Πλανήτες») για να μοιράσει τηλεσκόπια σε διάφορους ηγεμόνες της Ευρώπης: Αυτό που το μάτι της (κατά τεκμήριο φιλοσοφικά απαίδευτης) εξουσίας αντιλαμβάνεται ως αληθές δεν είναι εύκολο να αμφισβητηθεί από τους φιλοσόφους της Αυλής.

Στις κρίσιμες επιστημολογικές διαμάχες δεν υπάρχει αρχιμήδειο σημείο. Δεν υπάρχει κοινό έδαφος στο οποίο να μπορούν να πατήσουν οι αντιμαχόμενες πλευρές για να σταθμίσουν την εγκυρότητα των απόψεών τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η αποτελεσματική χρήση της πειθούς και η δημιουργία των κατάλληλων συμμαχιών παίζουν κρίσιμο ρόλο στον ορισμό της αλήθειας που θα θεμελιώσει τη νέα θέαση του κόσμου. Η επιστημονική αλλαγή είναι ένα πολύπλοκο παιχνίδι εξουσίας.

Αναφορές
Biagioli, M. (2006). Ο Γαλιλαίος αυλικός: Η πρακτική της επιστήμης στο πλαίσιο της κουλτούρας της απολυταρχίας (μτφρ. Η. Καρκάνης, επιμ. Μ. Ασημακόπουλος). Αθήνα: Κάτοπτρο.
Shapin, St. & Simon S. (1985). Leviathan and the Air-Pump: Hobbes, Boyle and the Experimental Life. Princeton: Princeton University Press.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 119, στις 23 Οκτωβρίου 2021.

Επιστημονικές Διαμάχες

ΣΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ σημείωμα αναφέρθηκα στην εγκληματικών διαστάσεων βλακεία που επιχειρεί να εξαφανίσει τις διαμάχες από τη ζωή της επιστήμης. Θυμήθηκα, λοιπόν, μια ιστορία που δείχνει πόσο σημαντικό αλλά και πόσο πολύπλοκο φαινόμενο είναι οι επιστημονικές διαμάχες.

Ο Γαλιλαίος ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έστρεψε το τηλεσκόπιο στους ουρανούς. Μέχρι τότε η παρατήρηση των ουρανών με μεγεθυντικά μέσα ήταν αδιανόητη για δύο λόγους. Αφενός επειδή, σύμφωνα με την αριστοτελική κοσμολογία, η «υπερσελήνια» περιοχή του κόσμου ήταν ιερή και διέπονταν από διαφορετικούς κανόνες από εκείνους που ίσχυαν στην «υποσελήνια» περιοχή. Αφετέρου επειδή οι φακοί και τα κάτοπτρα ήταν, κυριολεκτικά, για τα πανηγύρια. Χρησιμοποιούνταν από απατεώνες και θαυματοποιούς για να παρουσιάσουν στις λαϊκές συνάξεις τον «άνθρωπο με τα δυο κεφάλια» και άλλα αξιοπερίεργα της φύσης. Συνεπώς, τόσο η οντολογική θεμελίωση όσο και η επιστημονική μεθοδολογία του εγχειρήματος του Γαλιλαίου παρουσίαζαν σοβαρά προβλήματα. Πώς είναι δυνατό να χρησιμοποιείς γήινα μέσα για να διακρίνεις την υφή των αιώνιων ουρανίων σωμάτων, όταν οι νόμοι της Οπτικής στους ουρανούς είναι ριζικά διαφορετικοί από εκείνους που ισχύουν στο κόσμο «της γενέσεως και της φθοράς»; Και μάλιστα όταν τα μέσα αυτά είναι διατάξεις που κατά κανόνα χρησιμοποιούνται για την εξαπάτηση και όχι για την ενίσχυση των αισθήσεων;

Το 1610, ο Γαλιλαίος δημοσιεύει τον Αγγελιαφόρο των Άστρων όπου παρουσιάζει τις ανακαλύψεις του συνοδευόμενες από λεπτομερή σχέδια. Η Σελήνη δεν έχει λεία επιφάνεια, αλλά είναι γεμάτη βουνά και κοιλάδες, ο γαλαξίας είναι μια συνάθροιση εκατομμυρίων αστέρων και ο Δίας περιβάλλεται από δορυφόρους, τους περίφημους Μεδικανούς πλανήτες. Η αντίδραση των αριστοτελικών φιλοσόφων δεν ήταν να σκύψουν στο τηλεσκόπιο για να ελέγξουν την ακρίβεια των ισχυρισμών του, όπως θα κάναμε σήμερα, αλλά να ερμηνεύσουν τις παρατηρήσεις του είτε ως «μετέωρα» (δηλαδή ως ατμοσφαιρικά φαινόμενα) είτε ως παραμορφώσεις των οφείλονται στην κακή ποιότητα των φακών. Ο Γαλιλαίος διακωμώδησε τον φίλο του Cesare Cremonini για την άρνησή του να κοιτάξει από το τηλεσκόπιό του ώστε να διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια την αλήθεια των λεγομένων του. Τι θα έβλεπε, όμως, ο Cremonini αν κοίταζε από το τηλεσκόπιο; Σήμερα γνωρίζουμε ότι η χαρτογράφηση της Σελήνης στον Αγγελιαφόρο των Άστρων ήταν αρκετά ακριβής. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι οι αριστοτελικοί φιλόσοφοι είχαν άδικο: Κάποιοι από τους κρατήρες που ζωγράφισε ο Γαλιλαίος ήταν όντως φανταστικά είδωλα που οφείλονταν στις παραμορφώσεις των φακών!

Seeing is not believing, στην προκειμένη περίπτωση· γιατί αυτό που βλέπω εξαρτάται από το εννοιολογικό πλαίσιο στο οποίο το εντάσσω. Κι αν κάποιος έπρεπε να αποδείξει ότι το εννοιολογικό του πλαίσιο ήταν έγκυρο, αυτός ήταν ο Γαλιλαίος κι όχι οι εκπρόσωποι μιας κοσμολογικής παράδοσης που μετρούσε περισσότερους από 17 αιώνες ζωής. Οι επιστημονικές διαμάχες είναι πολύπλοκα παιχνίδια εξουσίας που δεν λύνονται με επιστημονικά μέσα.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 118, στις 9 Οκτωβρίου 2021.

Παράδοξο Goodman

ΖΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ των μεγάλων δεδομένων. Και της τεχνητής νοημοσύνης, ασφαλώς, η οποία μπορεί να διαχειρίζεται τεράστιους όγκους δεδομένων και να αναγνωρίζει μοτίβα μέσα σε αυτούς. Επίσης, ζούμε μια πανδημία, η οποία έχει πάρει πρωτοφανείς  διαστάσεις γι’ αυτό και εποπτεύεται συστηματικά από όλα τα κράτη, τις υγειονομικές υπηρεσίες, τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά ινστιτούτα. Η πανδημία μάς τροφοδοτεί με απίστευτες ποσότητες δεδομένων – τόσο πολλά που ενίοτε είναι αδύνατο να συγκεντρωθούν και να ενοποιηθούν. Ποιος είναι ο λόγος που μετά από ενάμιση χρόνο παρακολούθησης της πανδημίας και συγκέντρωσης τόσο πολλών δεδομένων δεν είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τη φύση της νόσου και να προβλέψουμε την εξέλιξη της διάδοσής της;

Το 1955, ο Nelson Goodman εξέδωσε ένα μικρό βιβλιαράκι με τον τίτλο Fact, Fiction & Forecast. Εκεί παρουσίασε τον “νέο γρίφο της επαγωγής”. Η βασική ιδέα είναι η εξής: Ας υποθέσουμε ότι εισάγουμε δύο νέα κατηγορήματα, το πράκινο και το κόσινο. Το πράκινο αναφέρεται σε σώματα που αν παρατηρηθούν πριν από μια καθορισμένη χρονική στιγμή t είναι πράσινα και αν παρατηρηθούν οποιαδήποτε άλλη στιγμή είναι κόκκινα. Αντίστοιχα το κόσινο. Η πρακτική συνέπεια αυτής της ιδέας είναι ότι αν υπάρχουν κατηγορήματα αυτής της μορφής δεν μπορούμε να διατυπώσουμε γενικεύσεις με τη βεβαιότητα που θα το κάναμε αν όλα τα κατηγορήματα ήταν της μορφής πράσινο και κόκκινο. Εάν συγκεντρώσουμε επαρκή δεδομένα για ένα σώμα πριν τη χρονική στιγμή t μπορεί να πειστούμε ότι αυτό είναι πράσινο και, ως εκ τούτου, όποτε κι αν το συναντήσουμε στο μέλλον θα είναι πράσινο. Ωστόσο, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν τα δεδομένα που συγκεντρώσαμε δείχνουν ότι το σώμα είναι πράσινο ή πράκινο. Αντίστοιχα, αν βρισκόμαστε μετά τη χρονική στιγμή t, δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζουμε αν ένα σώμα είναι πράσινο ή κόσινο, εφόσον τα διαθέσιμα δεδομένα επιβεβαιώνουν και τα δύο κατηγορήματα.

Ένα χαρακτηριστικό της δυτικής επιστήμης είναι ότι εργάζεται με στατικές κατηγορίες – με ταυτότητες. Οι πίνακες ταξινόμησης και οι κατάλογοι ιδιοτήτων αποτυπώνουν αυτήν ακριβώς τη θεώρηση της πραγματικότητας. Έτσι, ο ιός αντιμετωπίζεται ως οντότητα της οποίας πρέπει να προσδιοριστούν τα ατομικά χαρακτηριστικά, και όχι ως πληθυσμός, του οποίου πρέπει να προσδιοριστεί η δυναμική μετασχηματισμού. Φυσικά, στην πρώτη φάση εμφάνισης ενός νέου ιού, αυτό είναι απαραίτητο. Είναι, όμως, σωστό όλη η στρατηγική αντιμετώπισής του να στηρίζεται σε επισφαλείς επαγωγικές γενικεύσεις; Να στηρίζεται, δηλαδή, στην πεποίθηση ότι αυτά είναι τα χαρακτηριστικά του ιού και αυτά θα παραμείνουν στο διηνεκές; Η έμφαση που δόθηκε στην παραγωγή εμβολίου και η έκπληξη απέναντι στις μεταλλάξεις δηλώνουν την προσκόλληση σε αυτήν ακριβώς τη γνωσιολογική συνθήκη. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η υγειονομική κρίση δεν δοκιμάζει μόνο τις αντοχές της δημοκρατίας, αλλά και του γνωσιολογικού μοντέλου στο οποίο στηριζόμαστε για να κατανοήσουμε την πραγματικότητα.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 109, στις 8 Μαΐου 2021.