Επιστήμη και διακινδύνευση

ΤΟ 1986, Ο ΓΕΡΜΑΝΟΣ κοινωνιολόγος Ulrich Beck δημοσίευσε το εμβληματικό βιβλίο Κοινωνία της Διακινδύνευσης. Η βασική ιδέα γύρω από την οποία αναπτύσσεται η σκέψη του Beck ήταν ότι, σε αντίθεση με τις νεοτερικές κοινωνίες, οι οποίες ήταν προσανατολισμένες στην παραγωγή πλούτου, οι κοινωνίες του όψιμου καπιταλισμού είναι προσανατολισμένες στην παραγωγή διακινδυνεύσεων. Οι διακινδυνεύσεις αντιπροσωπεύουν κινδύνους οι οποίοι υπερβαίνουν την προσωπική ή τοπική κλίμακα και απειλούν ολόκληρα συστήματα ή την κοινωνία στο σύνολό της: Περιβαλλοντικές απειλές, κινδύνους από τη χρήση πυρηνικών, επιδημίες, αλλά και αποσάθρωση των κοινωνικών θεσμών της νεοτερικότητας εξαιτίας της ακραίας εξατομίκευσης.

Η μελέτη του Beck στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ανάδειξη δύο παραδόξων. Το πρώτο από αυτά αφορά το γεγονός ότι η εμφάνιση των διακινδυνεύσεων δεν είναι αποτέλεσμα της αποτυχίας των τεχνοεπιστημονικών προγραμμάτων της νεοτερικότητας, αλλά της επιτυχίας τους. Η μόλυνση και η έκτη μαζική εξαφάνιση των ειδών δεν είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας της επιστήμης να εμποδίσει την επερχόμενη καταστροφή, αλλά της δυνατότητας της επιστήμης και της τεχνολογίας να υλοποιούν προγράμματα που υπερβαίνουν τις αντοχές του περιβάλλοντος στο οποίο είχε αναπτυχθεί μέχρι τότε η ανθρωπότητα, και του καπιταλιστικού συστήματος να νομιμοποιεί τις συνέπειες αυτών των προγραμμάτων ως το αναπόφευκτο «τίμημα της ανάπτυξης».

ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΦΥΣΙΚΟ, τα προβλήματα αυτά χρήζουν αντιμετώπισης. Ποιος είναι καταλληλότερος να αναλάβει αυτό το έργο, αν όχι η ίδια η επιστήμη; Κι αυτό είναι το δεύτερο παράδοξο: Τα προβλήματα που δημιουργούν η επιστήμη και η τεχνολογία τις υπερβαίνουν με την έννοια ότι αφορούν το σύνολο της κοινωνίας. Παρ’ όλα αυτά, οι ειδικοί προσπαθούν να πείσουν ότι οι μοναδικοί που μπορούν να τα διαχειριστούν είναι οι ίδιοι. Οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι φορείς δεν δικαιούνται να εκφέρουν γνώμη (πέραν ίσως κάποιων περιορισμένων γνωμοδοτικών παρεμβάσεων), επειδή δεν διαθέτουν την απαιτούμενη «κατάρτιση». Και αυτό παρά το γεγονός ότι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των διακινδυνεύσεων του όψιμου καπιταλισμού συνίσταται ακριβώς στην ανάδυση δυναμικών που απειλούν εξίσου τη λειτουργία ανθρώπινων συνόλων, φυσικών συστημάτων και κοινωνικών θεσμών. Οι ειδικοί προσπαθούν να κρατήσουν τη διαχείριση των προβλημάτων που υπερβαίνουν την τεχνοεπιστήμη εντός της τεχνοεπιστήμης.

Τα παράδοξα αυτά παύουν να είναι παράδοξα, όμως, αν δούμε την επιστήμη ως πολιτικό θεσμό. Αν εγκαταλείψουμε, δηλαδή, την αφελή ιδέα περί αντικειμενικής και αμερόληπτης επιστήμης, που είναι ιδεαλιστικά ταγμένη στην εξυπηρέτηση του κοινού καλού, και τη δούμε ως ένα πεδίο δράσης, όπου οι δρώντες επωφελούνται από την πρόσβαση στη γνώση για να διευρύνουν και να νομιμοποιήσουν την κοινωνική επιρροή τους. Συνεπώς, αν η επιστήμη πρόκειται να συμβάλει στην αντιμετώπιση των διακινδυνεύσεων που την υπερβαίνουν, θα πρέπει να υπερβεί και η ίδια τον εαυτό της· να αναθεωρήσει τις δεσμεύσεις της στα εδραία συστήματα εξουσίας και να βρει τρόπους να κινηθεί πέρα από τα θετικιστικά στερεότυπα, στα οποία θεμελιώνει το παρωχημένο νεοτερικό πρότυπο λειτουργίας της.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 164, στις 14 Οκτωβρίου 2023.

Αναφορά
Ulrich Beck (2015). Κοινωνία της Διακινδύνευσης, μτφρ. Ηρακλής Οικονόμου, επιμ. Nικήτας Πατινιώτης. Αθήνα: Πεδίο.

Image Credit: Walter Tandy Murch, Carburetor, 1957.

Resilient Capitalism

ΧΟΝΔΡΙΚΑ υπάρχουν δύο απόψεις. Ο καπιταλισμός είναι καλός: Είναι ένα κοινωνικό σύστημα που εξασφαλίζει την κοινωνική συνοχή μέσω της ορθολογικής οργάνωσης της εργασίας και την ανάπτυξη μέσω της μέριμνας για οικονομική μεγέθυνση. Rewind. Ο καπιταλισμός είναι κακός: Είναι ένα κοινωνικό σύστημα που δυναστεύει την κοινωνία μέσω της εκμετάλλευσης της δημιουργικής εργασίας και οδηγεί στην αποδιάρθρωση της κοινωνίας και της φύσης μέσω της ακατάπαυστης επιδίωξης του κέρδους. Αν καθεμιά από αυτές τις απόψεις ταυτιζόταν με τα υποκείμενα που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει, θα είχαμε ταξική πάλη. Μια ξεκάθαρη σύγκρουση δύο καλά οριοθετημένων στρατοπέδων. Όμως, εδώ και πολλές δεκαετίες αυτό δεν υπάρχει – τουλάχιστον στον χορτάτο δυτικό κόσμο. Αν ο καπιταλισμός μπορούσε να καταρρεύσει με την ψήφο των εργατών, τότε οι εκλογές θα είχαν κηρυχθεί παράνομες. Ωστόσο, κάθε φορά οι εκλογές επιβεβαιώνουν την ιδεολογική ηγεμονία των αστικών ιδεωδών: Ο καπιταλισμός είναι το τέλειο σύστημα, αλλά έχει λίγες θέσεις· μπορεί, όμως, μια απ’ αυτές να προορίζεται για μένα.

Το πρόβλημα είναι ότι το μοντέλο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που ευαγγελίζεται ο καπιταλισμός έχει επισωρεύσει ανυπέρβλητα προβλήματα στην κοινωνία. Τις προηγούμενες δεκαετίες, ο καπιταλισμός απορρόφησε τις αιχμές της ταξικής σύγκρουσης με τη βοήθεια του κράτους πρόνοιας – με την ορθολογική διαχείριση των κοινωνικών ανισοτήτων. Όμως, η μακρά συμπόρευσή του με τις επιστήμες και την τεχνολογία έχει δημιουργήσει μια νέα τάξη προβλημάτων που υπερβαίνουν κατά πολύ τη δυνατότητά του να τα διαχειριστεί: Κλιματική κρίση, περιβαλλοντικές καταστροφές, υγειονομικές κρίσεις, μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, εργασιακή και κοινωνική επισφάλεια… Σε παλαιότερες εποχές, ο φόβος για τέτοιου μεγέθους καταστροφές καταδικαζόταν ως λουδισμός. Στη γεωλογική εποχή της Ανθρωποκαίνου, όμως, το ενδεχόμενο αυτό έχει γίνει απτή κοινωνική πραγματικότητα.

Να, λοιπόν, που ο καπιταλισμός βλάπτει σοβαρά την υγεία. Των ατόμων και ολόκληρης της κοινωνίας. Κι εδώ, όμως, υπάρχουν δύο απόψεις. Η δεύτερη είναι ότι ο καπιταλισμός δεν εξουθενώνει μόνο την κοινωνία αλλά και την ίδια τη δυνατότητα ύπαρξης ενός κόσμου που μπορεί να φιλοξενήσει τον άνθρωπο. Η πρώτη είναι ότι, ναι όντως, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με σοβαρά προβλήματα. Αυτά, όμως, αποτελούν το τίμημα για την ανάπτυξη και την καταναλωτική ευμάρεια που απολαμβάνουμε χάρη, ακριβώς, στο μοντέλο της προόδου που αντιπροσωπεύει ο καπιταλισμός. Γι’ αυτό και ο καπιταλισμός είναι ο καταλληλότερος να τα διαχειριστεί. Σε συνεργασία με τις επιστήμες και την τεχνολογία θα μεταφράσει τα προβλήματα στη γλώσσα που καταλαβαίνει: Οι περιβαλλοντικές διακινδυνεύσεις θα μετατραπούν σε προϊόντα που μπορούν να αγοραστούν, να πουληθούν και να φορολογηθούν· και η γενικευμένη επισφάλεια σε προνοιακές πολιτικές που διατηρούν τη δέσμευση της εργασίας στο κεφάλαιο σε συνθήκες αποσάθρωσης του κοινωνικού ιστού. Ο καπιταλισμός μπορεί να μην είναι το τέλειο σύστημα, αλλά κατέχει την τέχνη της προσαρμοστικής ανθεκτικότητας: απορροφά τα προβλήματα που ο ίδιος δημιουργεί, μετατρέποντας την παρακμή του σε επιβεβαίωση της ηγεμονίας του.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 159, στις 24 Ιουνίου 2023.

Αναφορά
Ulrich Beck (2015). Κοινωνία της Διακινδύνευσης, μτφρ. Ηρακλής Οικονόμου, επιμ. Nικήτας Πατινιώτης. Αθήνα: Πεδίο.

Image Credit: Diana Lelonek, Center for the Living Things (2016-2022): Bottle.

Μαλάκια

Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ άρχισε από ένα δημοσίευμα της Καθημερινής, ο συγγραφέας του οποίου δήλωνε ότι αποφάσισε να μην τρώει χταπόδια, επειδή πρόκειται για μια αξιοθαύμαστη μορφή ζωής. Μολονότι έχουν υπάρξει πολλά τέτοια δημοσιεύματα σε αγγλόφωνα περιοδικά, όπως έχουν υπάρξει και πολλές επιστημονικές μελέτες σχετικά με τη νευροφυσιολογία και τη συμπεριφορά του χταποδιού, το συγκεκριμένο δημοσίευμα φαίνεται ότι προκάλεσε έκπληξη σε πολλούς αναγνώστες. Κάποιοι αποκρίθηκαν ευθαρσώς ότι το τι τρώει ο καθένας κι η καθεμιά είναι ζήτημα γούστου. Κάποιοι άλλοι ότι συμφωνούν, χωρίς όμως να διευκρινίσουν πού σταματούν τα όρια της ευαισθησίας τους: Ο αστακός και τα ταπεινά σαλιγκάρια που πέφτουν ζωντανά στο βραστό νερό τρώγονται ευκολότερα επειδή έχουν υποτυπώδες νευρικό σύστημα; Κάποιοι άλλοι, τέλος, διακρίνουν ένα υποβόσκοντα ειδισμό (speciesism) στον λόγο του συγγραφέα, αλλά τον ευχαριστούν για την ευαισθητοποίηση. Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση εξαντλήθηκε σε ανούσια δημοσιογραφικά σχόλια και εξυπνακίστικα ευφυολογήματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Και όμως, η συζήτηση παρουσιάζει ορισμένες εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πλευρές. Ας προσπαθήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε τον βασικό ισχυρισμό. Δεν τρώμε χταπόδια επειδή μας μοιάζουν; Ε, λοιπόν, όχι, δεν μας μοιάζουν ούτε στο ελάχιστο. Η ευφυΐα δεν είναι μια συνεχής κλίμακα που ξεκινάει από την αμοιβάδα και φτάνει μέχρι τον άνθρωπο. Περισσότερη ευφυΐα ο ελέφαντας, λιγότερη το φίδι και ακόμα λιγότερη ο αχινός. Αυτή είναι η κλίμακα μέτρησης της ανθρώπινης ευφυΐας. Υπάρχουν όμως κι άλλες μορφές, μη ανθρώπινης ευφυΐας. Αν η ευφυΐα είναι η ικανότητα ενός όντος να συγκεντρώνει και να επεξεργάζεται πληροφορίες προκειμένου να παραγάγει σώματα γνώσης που θα του επιτρέψουν να προσαρμοστεί αποτελεσματικά στο περιβάλλον του, τότε είναι εύλογο να σκεφτούμε: πρώτον, ότι υπάρχουν πολλών ειδών ευφυΐες (που εξαρτώνται από τα όντα και τα περιβάλλοντά τους)· δεύτερον, ότι αυτές οι ευφυΐες δεν μπορούν να μπουν σε μια κοινή ποσοτική κλίμακα· και, τρίτον, ότι η θέση της ανθρώπινης ευφυΐας σε αυτό το διανοητικό multiverse είναι απροσδιόριστη και σίγουρα όχι στην κορυφή, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει κορυφή.

Αν σήμερα η εγγύτητα στην υποτιθέμενη κορυφή της κλίμακας ευφυΐας αποτελεί λόγο για την αποφυγή κατανάλωσης ενός ζωικού είδους, στα χρόνια του δουλεμπορίου και της αποικιοκρατίας η απόσταση από αυτή την κορυφή αποτελούσε ηθικό άλλοθι για την απροσχημάτιστη εκμετάλλευση και την κακομεταχείριση άλλων ανθρώπων. Δεν πάνε περισσότερα από εβδομήντα χρόνια, εξάλλου, που έκλεισαν οι ζωολογικοί κήποι με ανθρώπινα εκθέματα στο Βέλγιο, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Άρα, το να διατυπώνουμε κρίσεις βάσει μιας απόλυτης ανθρωποκεντρικής κλίμακας ευφυΐας είναι ούτως ή άλλως προσχηματικό και δεν εγγυάται την ηθική ακεραιότητα των αποφάσεών μας. Χρειαζόμαστε μια ηθική που θα περιλαμβάνει το χταπόδι όχι επειδή μοιάζει στον άνθρωπο, αλλά ανεξάρτητα από αυτό. Επειδή ανήκει σε έναν κόσμο που μας είναι ξένος, αλλά τον σεβόμαστε – έναν κόσμο που, μολονότι αδυνατούμε να τον καταλάβουμε, αρνούμαστε να τον κανιβαλίσουμε.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 137, στις 9 Ιουλίου 2022.

Αναφορές
Thomas Nagel (1974). What Is It Like to Be a Bat? The Philosophical Review, 83(4), 435-450.