Ομοιότητες

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ φτάνουν στο αεροδρόμιο ταλαιπωρημένοι από το ταξίδι τους. Την ώρα που μπαίνουν στον χώρο υποδοχής εμφανίζονται κάτι μαντράχαλοι με βαρύ οπλισμό και κάποιοι ευγενικοί υπάλληλοι ντυμένοι με στολές υγειονομικής προστασίας – κακοί μπάτσοι και καλοί μπάτσοι. Συγκεντρώνουν τους ταξιδιώτες σε έναν περιορισμένο χώρο, παίρνουν υποχρεωτικά βιολογικό δείγμα από όλους και μετά τους χωρίζουν και τους στέλνουν σε ξενοδοχεία μέχρι να κριθούν κατάλληλοι να εισέλθουν στην χώρα. Δεν ξέρω τι λέτε εσείς, αλλά αυτή η διαδικασία μου θυμίζει κάτι πολύ άσχημο. Η διαλογή, ο περιορισμός, ο υποχρεωτικός βιολογικός έλεγχος, η αξιολόγηση της καταλληλότητας (ή, αν θέλετε, της καθαρότητας) φέρνει στο μυαλό μερικές από τις χειρότερες στιγμές της πρόσφατης Ιστορίας.

Όλα αυτά γίνονται, ασφαλώς, εξαιτίας της πανδημίας του COVID-19. Γίνονται, όμως. Και δεν γίνονται μόνο στις «πύλες εισόδου» της χώρας. Ο δημόσιος λόγος περί ανεύθυνων νέων που εκθέτουν σε θανάσιμο κίνδυνο τους απροστάτευτους παππούδες τους δεν ήταν μόνο ο λόγος των φυλλάδων του καλοκαιριού. Είναι λόγος που εκφέρεται από επίσημα χείλη και κολάζει τις «ελευθεριάζουσες» πλευρές της ζωής των νέων. Η συνεχής υπενθύμιση των καταστροφικών συνεπειών που μπορεί να έχει ο νεανικός αυθορμητισμός φέρνει στον νου τον αλήστου μνήμης «νόμο 4000 περί τεντιμποϊσμού». Αλλά και ο πατερναλισμός στο σύνολο της κοινωνίας: Οι περιορισμοί στην κατανάλωση αλκοόλ, ο έλεγχος των συγκεντρώσεων, η ποινικοποίηση της διασκέδασης, οι απειλές για απαγόρευση της κυκλοφορίας μετά τις 12 τα μεσάνυχτα ή τις 10 το βράδυ ή τις 8 το απόγευμα –ανάλογα με το πόσο κακά παιδιά θα είμαστε– θυμίζει μια κοινωνία «σε γύψο». Οι ηλικιακές διακρίσεις (οι «άνω των 65» που ετοιμάζονται να ζήσουν «της γενιάς τους τα Πολυτεχνεία», όπως γράφει ο Λιάκος) και οι κοινωνικές διακρίσεις (οι «ευπαθείς ομάδες» που επιτέλους μάθαμε ποιες είναι μετά από επτά μήνες πανδημίας και σκληρών διαπραγματεύσεων μεταξύ γιατρών και οικονομολόγων) γίνονται για το καλό των αντίστοιχων ομάδων, αλλά γίνονται και είναι διακρίσεις.

Θα μου πείτε ότι, πρώτον, αυτά δεν γίνονται μόνο στην Ελλάδα και, δεύτερον, αφορούν μια ειδική συνθήκη. Είμαστε αντιμέτωποι με την υπερμεταδοτικότητα ενός «φονικού ιού», όπως συχνά (και εσφαλμένα) τον αποκαλούν οι επιστήμονες. Η πραγματικότητα, όμως, μπορεί να περιγραφεί και διαφορετικά. Αυτά γίνονται –ναι, σε παγκόσμια κλίμακα–, αλλά εν μέσω ενός ελλείματος πληροφόρησης και ενός χάους υπολογισμών και προσομοιώσεων, οι περισσότερες από τις οποίες οδηγούν σε (επιεικώς) επισφαλή επιστημονικά συμπεράσματα. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα: Η βαρύτητα των μέτρων πρόληψης δεν αντιστοιχεί στην αξιοπιστία των επιστημονικών μεθόδων και στην εγκυρότητα των αποτελεσμάτων, από τα οποία υποτίθεται ότι αυτή υπαγορεύεται. Και αυτή η δυσαρμονία είναι πολύ μεγάλη για να δικαιολογηθεί βάσει της καθησυχαστικής θετικιστικής προσδοκίας ότι η επιστήμη θα επικυρώσει, έστω και εκ των υστέρων, την ορθότητα των πολιτικών αποφάσεων που λαμβάνονται στο όνομά της.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 94, στις 10 Οκτωβρίου 2020.

Image Credit: Ernst Lubitsch, Die Puppe,1919.

Επιστημονική πολιτική

ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ των Σπουδών Επιστήμης και Τεχνολογίας, αλλά και στον χώρο της Φιλοσοφίας της Επιστήμης είναι σύνηθες να ασκείται κριτική στον επιστημονικό ορθολογισμό και στη συναρτημένη με αυτόν διανοητική υπεροψία. Ωστόσο, οι περισσότεροι ενεργοί επιστήμονες αντιμετωπίζουν απαξιωτικά τον αναστοχαστικό λόγο της επιστήμης, ταυτίζοντάς τον συχνά με ψευδοεπιστημονικές αντιλήψεις. Να, όμως, που σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο, κατά την οποία το μέλλον της κοινωνίας εξαρτάται από την ορθή άσκηση της επιστήμης, αυτή η τελευταία, αντί να εφαρμόζει τις αρχές που την έχουν αναγάγει σε πρότυπο ορθολογικότητας, καταφεύγει στον κοινό νου!

Γιατί τι άλλο είναι οι οδηγίες που δίνουν με στόμφο από τα παράθυρα των ΜΜΕ οι καθόλα άξιοι επιστήμονες, παρά συμβουλές βασισμένες στον κοινό νου; Κρατάτε τις αποστάσεις, πλένετε τα χέρια σας, φοράτε μάσκες. Χρειάζεται να είναι κανείς επιδημιολόγος ή λοιμωξιολόγος το 2020 για να δώσει αυτές τις συμβουλές; Το πρόβλημα δεν θα ήταν σοβαρό αν οι συγκεκριμένες συμβουλές ήταν πράγματι αποτελεσματικές. Η επιστήμη πάντα είχε τον τρόπο της να επωφελείται από την πείρα του παρελθόντος και την προφάνεια του κοινού νου. Όταν όμως οι συμβουλές αποδεικνύονται ανεπαρκείς, τότε οι επιστήμονες, αντί να εργαστούν επιστημονικά, κατηγορούν τους νέους, τη συλλογική ανευθυνότητα, την έκλυση των ηθών, τα πανηγύρια…

Τι σημαίνει να εργαστούν επιστημονικά; Κατ’ αρχάς, να ανιχνεύσουν προσεκτικά τη σχέση θεωρίας-πραγματικότητας. Λέγεται ΠΕΙΡΑΜΑ και έχει ενταχθεί στη φαρέτρα της επιστήμης από τον 17ο αιώνα. Εάν η εμπειρία δεν επιβεβαιώνει τη θεωρία, διορθώνουμε τη θεωρία, δεν κατηγορούμε την πραγματικότητα! Πολλοί από τους επιστήμονες των καναλιών, όχι μόνο δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται την κρίσιμη σημασία της συστηματικής πειραματικής δοκιμής, αλλά οργανώνουν τη δημόσια στρατηγική τους βασιζόμενοι σε μεγάλο βαθμό σε «προδημοσιεύσεις», δηλαδή σε προσωρινά πειραματικά αποτελέσματα των οποίων η οριστική επιβεβαίωση βρίσκεται ακόμα σε εκκρεμότητα.

Δεύτερον, λέγεται ΜΕΤΡΗΣΗ και έχει ενταχθεί στη φαρέτρα της επιστήμης από την αρχαιότητα. Οι περισσότεροι αριθμοί που ακούγονται από υπεύθυνα χείλη είναι παραπλανητικοί: ακριβείς μεν, εκτός πλαισίου δε. Οι αριθμοί για να πουν την αλήθεια τους πρέπει να συνδυαστούν. Αντί να κάνουν αυτό οι επιστήμονες των καναλιών, επικαλούνται μεγέθη που προκαλούν τρόμο, αλλά μεταφέρουν λάθος πληροφορίες. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθούν, πιθανότατα, να διορθώσουν την απόκλιση ανάμεσα στα θεωρητικώς αναμενόμενα αποτελέσματα της πολιτικής τους και την τρέχουσα κοινωνική πραγματικότητα. Αυτό, όμως, αποτελεί συμπεριφορικό έλεγχο και όχι συστηματική συγκέντρωση ποσοτικών δεδομένων από τα οποία μπορούν να εξαχθούν ασφαλή επιστημονικά συμπεράσματα.

Θα μπορούσε να πει κανείς, βεβαίως, ότι αυτός είναι ο δημόσιος λόγος της επιστήμης και δεν έχει σχέση με το τι γίνεται στο εργαστήριο. Τότε, όμως, οδηγούμαστε σε ένα παράδοξο: Η άσκηση δημόσιας πολιτικής από τους επιστήμονες οδηγεί στην υπονόμευση εκείνων ακριβώς των αρχών, βάσει των οποίων τους ανατέθηκε η άσκηση αυτής της πολιτικής.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 92, στις 12 Σεπτεμβρίου 2020.

Image credit: Andy Warhol και Jean-Michel, Basquiat, Paramount, 1984-5

Κρίση

ΠΕΡΝΑΜΕ διαδοχικές κρίσεις. Πρώτα η οικονομική κρίση, μετά η υγειονομική και, απ’ ό,τι φαίνεται, σύντομα πρόκειται να ακολουθήσει και νέα οικονομική. Η χρήση της συγκεκριμένης λέξης δηλώνει τη σοβαρότητα της κατάστασης και το μέγεθος του διακυβεύματος: Επιβίωση ή απώλεια. Ο συνήθης τρόπος με τον οποίο αναφερόμαστε στις κρίσεις παραπέμπει στην ιατρική σημασία του όρου. Τα ζευγάρια περνούν κρίσεις στις σχέσεις τους, ο καπιταλισμός περνάει κυκλικές οικονομικές κρίσεις, η περιβαλλοντική κρίση απειλεί το μέλλον του πλανήτη, οι προσωπικές μας κρίσεις μπορεί να έχουν τραγική ή αναγεννητική κατάληξη. Σε όλες αυτές τις εκδοχές είναι παρούσα η έννοια της αποφασιστικής καμπής της νόσου κατά την οποία ο ασθενής θα κατευθυνθεί προς την ανάρρωση ή προς τη μοιραία επιδείνωση. Η κρίση συνδέεται με την κρισιμότητα.

Ασφαλώς, σύμφωνα με την πολυακουσμένη έκφραση, κάθε κρίση είναι και μια ευκαιρία. Η συγκεκριμένη έκφραση υπονοεί ότι η κρίση είναι ένα ρευστό πεδίο δυνατοτήτων, μια αναστάτωση της κανονικής ροής των πραγμάτων, την οποία το επιδέξιο άτομο ή ομάδα μπορούν να εκμεταλλευτούν προς όφελός τους. Κάπως έτσι, ας πούμε, εμφανίζεται η κρίση Παραδείγματος στη θεωρία του Thomas Kuhn: το γόνιμο πεδίο διανοητικής δημιουργικότητας που επιτρέπει στο νέο Παράδειγμα να αναδυθεί χάρη στην επιτυχημένη αξιοποίηση μιας σειράς κοινωνικών, πολιτικών, αισθητικών και γνωσιακών παραγόντων. Η κρίση σε αυτή την εκδοχή της συνδέεται με κερδισμένες και χαμένες ευκαιρίες.

Ο συνδυασμός κρισιμότητας και ευκαιρίας ορίζει το πεδίο στο οποίο λειτουργεί η σύγχρονη τέχνη του μάνατζμεντ. Η κρίση αφορά όλους, αλλά η επιτυχημένη διαχείρισή της αφορά τους ειδικούς. Αν δεν θέλουμε η κρίση να καταβροχθίσει το σύμπαν πρέπει να ακούσουμε τους οικονομολόγους, τους επιδημιολόγους, τους περιβαλλοντολόγους… Η διαχείριση της κρίσης γίνεται μια δουλειά όπως όλες οι άλλες – η κρισιμότητα καθαυτή δεν φτάνει ποτέ να αγγίξει τα θεμέλια του οικοδομήματος.

Σπάνια σκεφτόμαστε ότι κρίση δεν είναι μόνο μια κατάσταση που οφείλουμε να υπερβούμε, αλλά και η απόφανση στην οποία οδηγούμαστε μετά από προσεκτική αποτίμηση της πορείας των πραγμάτων. Η κρίση με αυτή την έννοια συνδέεται με τη δυνατότητα της επιλογής. Η ικανότητά μας να κρίνουμε μας επιτρέπει να αντιλαμβανόμαστε τις διαφορετικές εκδοχές της πραγματικότητας και να διαμορφώνουμε τη στάση μας απέναντί τους βάσει των αρχών που διέπουν τον βίο μας: να εγκρίνουμε, να επικρίνουμε, να κατακρίνουμε – και να ενεργούμε αναλόγως. Είναι προφανές ότι οι δύο έννοιες της κρίσης συνδέονται στενά μεταξύ τους. Ωστόσο, στο πλαίσιο του σύγχρονου τεχνοεπιστημονικού πολιτισμού, η εκχώρηση της διαχείρισης των κρίσεων σε ειδικούς υποβαθμίζει την αξία των κρίσεων που μπορούν να εκφέρουν οι πολίτες. Υπό αυτή την έννοια, η κρίση είναι πρωτίστως μια πολιτική συνθήκη. Μολονότι παρουσιάζεται ως το αναπόφευκτο και καθολικό αποτέλεσμα μιας «φυσικής» διεργασίας, η κρισιμότητά της έγκειται στον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο αυτή εγγράφεται στις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις και στις δυνατότητες δράσης που ενεργοποιεί ή ακυρώνει.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 89, στις 27 Ιουνίου 2020.

IMAGE CREDIT: PABLO Picasso, Jeune fille jetant un rocher, 1931.