Nomophobia

ΔΥΟ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ με πρόδηλο νόημα: Η φοβία του νόμου. Περίεργο, βέβαια, να έχει κάποιος φοβία για τον νόμο. Θα μπορούσε να έχει φόβο. Η φοβία είναι μια παθολογική εκδήλωση που δηλώνει το αδικαιολόγητο άγχος και την εμμονική ανησυχία ενός ατόμου για μια κατάσταση, χωρίς να υφίσταται πραγματικός κίνδυνος από αυτή. Η λέξη nomophobia είναι μια από τις λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν εκτεταμένα το 2022, ενώ ήδη από το 2018 οι χρήστες του λεξικού Cambridge την είχαν ανακηρύξει λέξη της χρονιάς. Και φυσικά δεν σημαίνει φοβία του νόμου. Προέρχεται από τις αγγλικές λέξεις no mobile (phone) phobia. Δηλώνει, λοιπόν, το έντονο άγχος που προκαλείται σε ένα άτομο στην προοπτική να μείνει χωρίς κινητό ή το κινητό του να πάψει να λειτουργεί, επειδή έχει αποφορτιστεί ή βρίσκεται εκτός δικτύου.

Οι ειδικοί εντάσσουν τη nomophobia (ας τη μεταφράσουμε με τον εξίσου αμφίσημο όρο «ακινητοφοβία») στη χορεία των ψηφιακών εθισμών. Ιδιαίτερα οι έφηβοι θεωρούνται εξαιρετικά επιρρεπείς στην ακινητοφοβία. Σύμφωνα με τον Αμερικανό ψυχολόγο Adam Alter, οι έφηβοι/ες που ρωτήθηκαν σε μια έρευνα του 2017 αν θα προτιμούσαν να διαλυθεί το κινητό τους ή να σπάσουν ένα κόκκαλο της παλάμης τους, απάντησαν σχεδόν κατά 50% ότι θα προτιμούσαν το δεύτερο. Διευκρινίζοντας, μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις, ότι θα το προτιμούσαν υπό την προϋπόθεση ότι θα ήταν σε θέση να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν το κινητό τους. Από τέτοιες μελέτες, οι ειδικοί έχουν βγάλει το συμπέρασμα ότι η ακινητοφοβία αποτελεί σοβαρή ψυχολογική διαταραχή, ιδιαίτερα για νεαρά άτομα και άτομα με ευαισθησίες και ανασφάλειες. Για την αντιμετώπισή της έχουν προταθεί διάφορες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις καθώς και φαρμακευτική αγωγή.

Έχω ξαναγράψει ότι θεωρώ εξαιρετικά προβληματική τη συζήτηση περί ψηφιακών εθισμών. Χτίζει καριέρες, αλλά παραποιεί την εικόνα μιας δυναμικά μεταβαλλόμενης πραγματικότητας. Αυτό που χάνουν από το οπτικό τους πεδίο τέτοιες θεωρήσεις είναι το κρίσιμο γεγονός ότι τεχνολογία και κοινωνία συμπαράγονται. Η τεχνολογία δεν είναι μια εξωτερική δύναμη που καθηλώνει ή απογειώνει την κοινωνία. Είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους η κοινωνία μετασχηματίζει τον εαυτό της. Ως τέτοια αποτελεί, ασφαλώς, πεδίο κοινωνικών ανταγωνισμών. Διαφορετικές τεχνολογίες και διαφορετικές στρατηγικές εντός κάθε τεχνολογίας αντιπροσωπεύουν διαφορετικά συμφέροντα και κοινωνικά οράματα. Σε καμία περίπτωση, όμως, η τεχνολογία δεν αλλοτριώνει τον άνθρωπο από τον αυθεντικό εαυτό του, επειδή απλούστατα τέτοιος εαυτός δεν υφίσταται. Ο έφηβος της έρευνας δεν καλείται να επιλέξει ανάμεσα σε έναν οικείο και έναν αποξενωμένο εαυτό, αλλά ανάμεσα σε δυο καταστάσεις του εαυτού του. Και, όπως είναι λογικό, σε έναν κόσμο που, χωρίς να το αντιληφθούμε, έχει αναδιοργανωθεί γύρω από την αυτονόητη παρουσία και την πολυχρηστικότητα του κινητού, επιλέγει την κατάσταση που θα τον κάνει να νιώσει πιο ολοκληρωμένα παρών σε αυτόν. Το ενδεχόμενο απώλειας αυτής της δυνατότητας δεν προκαλεί φοβία, αλλά πραγματικό υπαρξιακό άγχος.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 148, στις 21 Ιανουαρίου 2023.

Αναφορές
Adam Alter (2017). Irresistible : the rise of addictive technology and the business of keeping us hooked. Νέα Υόρκη: Penguin Books.
Sheila Jasanoff (επιμ.) (2004). States of knowledge: The co-production of science and social order. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge.

Τα παιδιά

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΕΜΦΑΝΙΖΟΝΤΑΙ μπροστά μας ξαφνικά. Αναδύονται από το άπειρο και παίρνουν μορφή σε κάποιον τόπο που κατοικείται από ανθρώπους. Οπουδήποτε. Σε έναν αγρό, ένα σπίτι, ένα αυτοκίνητο, μια αποθήκη, μια κατεστραμμένη από τον πόλεμο αυλή… Τα παιδιά περιφέρονται για λίγο γύρω από το σημείο που πρόκειται να εμφανιστούν, αναγνωρίζουν το περιβάλλον με όλες τις αισθήσεις τους, οσμίζονται τους κινδύνους, παρατηρούν τους ανθρώπους και επιλέγουν τους γονείς τους. Οι γονείς δεν γνωρίζουν ότι έχουν επιλεγεί. Μια άγνωστη παρόρμηση τους φέρνει κοντά και τους οδηγεί σε μια σωματική ανταλλαγή, η οποία δρομολογεί την ανάδυση του παιδιού.

Lisa Kristine, Το ρεύμα της ζωής, Αιθιοπία

Η σωματική εγγύτητα μεταφράζεται αυτομάτως σε σχέση: Ανεξάρτητα από τις φυσικές διεργασίες και την ιστορική ενδεχομενικότητα που λειτούργησαν για την ανάδυση του παιδιού, ανεξάρτητα από την κοσμική ύλη που χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία μιας εξατομικευμένης μορφής, το γεγονός ότι η τελευταία φάση της διαδικασίας περνά μέσα από τα σώματά μας κι ότι είμαστε εκεί όταν το παιδί παρουσιάζεται στον κόσμο, μας κάνει γονείς του. Αυτό δεν είναι κάποιο είδος φυσικού αυτοματισμού, όμως. Το παιδί δεν μας ανήκει επειδή μεσολάβησαν τα σώματά μας για ν’ αποκτήσει τη μορφή του, ούτε οφείλει να μεγαλώσει σύμφωνα με τα πρότυπά μας επειδή ήμασταν παρούσες/όντες όταν εμφανίστηκε στον κόσμο. Ο μόνος φυσικός αυτοματισμός (αν μπορούμε καν να μιλήσουμε για κάτι τέτοιο) που προκύπτει από αυτά τα ενδεχομενικά γεγονότα είναι η επιθυμία μας να προστατέψουμε τη ζωή που έρχεται στον κόσμο, επειδή ενδόμυχα κατανοούμε ότι η γέννηση δεν ολοκληρώνεται τη στιγμή της γέννησης. Θα πρέπει να συνεχίσουμε να είμαστε παρούσες/όντες για ένα διάστημα, προκειμένου να ολοκληρωθεί η εγκατάσταση της νέας μορφής στον κόσμο των ανθρώπων. Αλλά ως εκεί. Οι κοινωνίες που μεγάλωναν τα παιδιά τους συλλογικά το γνώριζαν πολύ καλά αυτό.

Η ανάληψη του ρόλου του γονέα πέρα από το επίπεδο του φυσικού αυτοματισμού –πέρα από αυτό που έχουν κοινό οι άνθρωποι και τα ζώα­– προϋποθέτει και κάτι άλλο. Προϋποθέτει την ενσυνείδητη δημιουργία προσωπικής σχέσης με το άτομο που είναι το παιδί μας, το ενδιαφέρον για την πορεία του στον κόσμο των ανθρώπων και την άντληση ικανοποίησης από την εμπειρία της συμπόρευσης μαζί του. Με άλλα λόγια, προϋποθέτει την υιοθεσία. Η γονεϊκότητα δεν είναι η φυσική απόληξη μιας φυσικής διαδικασίας· είναι επιλογή. Μια επιλογή που, όπως φαίνεται, δεν είναι σε θέση να την κάνουν όλοι όσοι «αποκτούν» παιδιά. Οι λόγοι είναι πολλοί και δεν είναι πάντα προσωπικοί. Η φτώχεια, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η προσφυγιά περιορίζουν και εδώ, όπως και σε άλλα θέματα, τις επιλογές των ανθρώπων. Αντί για το υποκριτικό ενδιαφέρον του αστικού Τύπου για την τύχη των παραμελημένων παιδιών, λοιπόν, ας κάνουμε μια προσπάθεια να εξαλείψουμε τους λόγους που εμποδίζουν τους ανθρώπους να κάνουν την επιλογή της γονεϊκότητας.

Καλή χρονιά!

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 147, στις 7 Ιανουαρίου 2022.

Αναφορές
Νίκος Παπαχριστόπουλος, Κυριακή Σαμαρτζή (επιμέλεια) (2010). Οικογένεια και νέες μορφές γονεϊκότητας. Αθήνα: Opportuna.
Donna Haraway (2015). Anthropocene, Capitalocene, Plantationocene, Chthulucene: Making Kin. Environmental Humanities, 6: 159-165.

Μαλάκια

Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ άρχισε από ένα δημοσίευμα της Καθημερινής, ο συγγραφέας του οποίου δήλωνε ότι αποφάσισε να μην τρώει χταπόδια, επειδή πρόκειται για μια αξιοθαύμαστη μορφή ζωής. Μολονότι έχουν υπάρξει πολλά τέτοια δημοσιεύματα σε αγγλόφωνα περιοδικά, όπως έχουν υπάρξει και πολλές επιστημονικές μελέτες σχετικά με τη νευροφυσιολογία και τη συμπεριφορά του χταποδιού, το συγκεκριμένο δημοσίευμα φαίνεται ότι προκάλεσε έκπληξη σε πολλούς αναγνώστες. Κάποιοι αποκρίθηκαν ευθαρσώς ότι το τι τρώει ο καθένας κι η καθεμιά είναι ζήτημα γούστου. Κάποιοι άλλοι ότι συμφωνούν, χωρίς όμως να διευκρινίσουν πού σταματούν τα όρια της ευαισθησίας τους: Ο αστακός και τα ταπεινά σαλιγκάρια που πέφτουν ζωντανά στο βραστό νερό τρώγονται ευκολότερα επειδή έχουν υποτυπώδες νευρικό σύστημα; Κάποιοι άλλοι, τέλος, διακρίνουν ένα υποβόσκοντα ειδισμό (speciesism) στον λόγο του συγγραφέα, αλλά τον ευχαριστούν για την ευαισθητοποίηση. Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση εξαντλήθηκε σε ανούσια δημοσιογραφικά σχόλια και εξυπνακίστικα ευφυολογήματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Και όμως, η συζήτηση παρουσιάζει ορισμένες εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πλευρές. Ας προσπαθήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε τον βασικό ισχυρισμό. Δεν τρώμε χταπόδια επειδή μας μοιάζουν; Ε, λοιπόν, όχι, δεν μας μοιάζουν ούτε στο ελάχιστο. Η ευφυΐα δεν είναι μια συνεχής κλίμακα που ξεκινάει από την αμοιβάδα και φτάνει μέχρι τον άνθρωπο. Περισσότερη ευφυΐα ο ελέφαντας, λιγότερη το φίδι και ακόμα λιγότερη ο αχινός. Αυτή είναι η κλίμακα μέτρησης της ανθρώπινης ευφυΐας. Υπάρχουν όμως κι άλλες μορφές, μη ανθρώπινης ευφυΐας. Αν η ευφυΐα είναι η ικανότητα ενός όντος να συγκεντρώνει και να επεξεργάζεται πληροφορίες προκειμένου να παραγάγει σώματα γνώσης που θα του επιτρέψουν να προσαρμοστεί αποτελεσματικά στο περιβάλλον του, τότε είναι εύλογο να σκεφτούμε: πρώτον, ότι υπάρχουν πολλών ειδών ευφυΐες (που εξαρτώνται από τα όντα και τα περιβάλλοντά τους)· δεύτερον, ότι αυτές οι ευφυΐες δεν μπορούν να μπουν σε μια κοινή ποσοτική κλίμακα· και, τρίτον, ότι η θέση της ανθρώπινης ευφυΐας σε αυτό το διανοητικό multiverse είναι απροσδιόριστη και σίγουρα όχι στην κορυφή, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει κορυφή.

Αν σήμερα η εγγύτητα στην υποτιθέμενη κορυφή της κλίμακας ευφυΐας αποτελεί λόγο για την αποφυγή κατανάλωσης ενός ζωικού είδους, στα χρόνια του δουλεμπορίου και της αποικιοκρατίας η απόσταση από αυτή την κορυφή αποτελούσε ηθικό άλλοθι για την απροσχημάτιστη εκμετάλλευση και την κακομεταχείριση άλλων ανθρώπων. Δεν πάνε περισσότερα από εβδομήντα χρόνια, εξάλλου, που έκλεισαν οι ζωολογικοί κήποι με ανθρώπινα εκθέματα στο Βέλγιο, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Άρα, το να διατυπώνουμε κρίσεις βάσει μιας απόλυτης ανθρωποκεντρικής κλίμακας ευφυΐας είναι ούτως ή άλλως προσχηματικό και δεν εγγυάται την ηθική ακεραιότητα των αποφάσεών μας. Χρειαζόμαστε μια ηθική που θα περιλαμβάνει το χταπόδι όχι επειδή μοιάζει στον άνθρωπο, αλλά ανεξάρτητα από αυτό. Επειδή ανήκει σε έναν κόσμο που μας είναι ξένος, αλλά τον σεβόμαστε – έναν κόσμο που, μολονότι αδυνατούμε να τον καταλάβουμε, αρνούμαστε να τον κανιβαλίσουμε.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 137, στις 9 Ιουλίου 2022.

Αναφορές
Thomas Nagel (1974). What Is It Like to Be a Bat? The Philosophical Review, 83(4), 435-450.