Ετεροτοπίες

Ο ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ υπήρξε από τις σημαντικότερες πνευματικές προσωπικότητες του ελληνικού 18ου αιώνα. Δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός, επειδή η εθνική αισθητική θέλγεται περισσότερο από ρακένδυτους αγίους που περιφέρονταν κηρύσσοντας την ανάσταση του Γένους, παρά από τα δίκτυα των εμπόρων και των λογίων που διέγραφαν τον σύγχρονο χάρτη της Ευρώπης. Σε κάθε περίπτωση, ο πολυμαθής Κερκυραίος υπήρξε μια φιγούρα της φιλοσοφίας και της επιστήμης που αναμετρήθηκε με τα σημαντικότερα διανοητικά εγχειρήματα του καιρού του. Συνομίλησε με τον Βολτέρο για το ζήτημα της ανεξιθρησκίας και με τον Νεύτωνα για τον ορισμό της αδράνειας. Συμμετείχε στην προσπάθεια επαναθεμελίωσης της μεταφυσικής που απασχόλησε τους φιλοσόφους του Διαφωτισμού και στοχάστηκε ενεργητικά πάνω στη σχέση φιλοσοφίας και πολιτικής. Υπήρξε περιώνυμος δάσκαλος σε μερικές από τις σημαντικότερες σχολές της εποχής του και εξέδωσε πλήθος πραγματειών, μεταφράσεων και υπομνημάτων.

Σε μια προεθνική εποχή, που οι διαδρομές των λογίων δεν γνωρίζουν τοπικούς περιορισμούς, ο δρόμος του Βούλγαρη τον οδηγεί στα Γιάννενα, την Κοζάνη, την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη, το Βουκουρέστι και τελικά στη Λειψία. Εκεί θα έρθει σε επαφή με το πολιτικό πρόγραμμα της Μεγάλης Αικατερίνης. Μεταφράζει στα Ελληνικά το περίφημο Νακάζ, την Εισήγηση της αυτοκράτειρας στην επιτροπή των αντιπροσώπων που συγκάλεσε η ίδια το 1767 με σκοπό τη σύνταξη ενός νέου νομοθετικού κώδικα για τη Ρωσική Αυτοκρατορία. Το βιβλίο εκδίδεται το 1771 με δικό του πρόλογο. Εκεί παρομοιάζει την Αικατερίνη με μητέρα που φροντίζει για το καλό τόσο των δικών της υπηκόων όσο και εκείνων των όμορων εθνών, στα οποία λειτουργεί ως «ειρηνεύτρια και προστάτις αδικουμένων».

Το Νακάζ αρχίζει ως εξής: «Η Ρωσσία είναι ένα Κράτος Ευρωπαίον. […] Αι υπό την Επικράτειαν της Ρωσσικής Αυτοκρατορίας χώραι, εφαπλούνται επί της υδρογείου σφαίρας 32 μοίρας πλάτους, και 165 μήκους. Ο της Ρωσσίας Μονάρχης είναι Υπέρτατος. Μία μόνη δύναμις εις το Πρόσωπον αυτού υφεστώσα δύναται να ενεργή προσφυώς, εις μιάς τόσον ευρυχώρου Αυτοκρατορίας την έκτασιν. […] Άπαν άλλο διοικήσεως είδος ου μόνον ήθελεν είναι εις την Ρωσσίαν επιβλαβές, αλλ’ ήθελεν επισύρη επ’ αυτής και παντελή τον όλεθρον».

Σε αναγνώριση του έργου του, ο Βούλγαρης προσκαλείται στην Πετρούπολη και, λίγα χρόνια αργότερα, χειροτονείται αρχιεπίσκοπος Σλαβηνίου και Χερσώνος. Η αρχιεπισκοπή του καλύπτει μεγάλο μέρος της σημερινής Ουκρανίας. Κύρια αποστολή του είναι να διαχειριστεί τις υποθέσεις των ελληνόφωνων πληθυσμών που είχαν εξεγερθεί κατά της ρωσικής πολιτικής. Η διοίκηση τον εξοντώνει όμως κι έτσι αποφασίζει να αποσυρθεί στα πνευματικά του ενδιαφέροντα, κληροδοτώντας την αρχιεπισκοπή στον φίλο και συμπατριώτη του Νικηφόρο Θεοτόκη.

Δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς την ενδιαφέρουσα σύμπτωση. Όλα τα στοιχεία του δράματος είναι ήδη εκεί: μια γεωπολιτική συνθήκη, ένα πρότυπο διακυβέρνησης, μια μεθοριακή περιοχή που πρέπει να ελεγχθεί. Και ένας ελληνόφωνος λόγιος που οι προσωπικές του διαδρομές τον έφεραν στο επίκεντρο ενός δράματος που επρόκειτο να παιχτεί δυόμισι αιώνες αργότερα.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 144, στις 19 Νοεμβρίου 2022.

Αναφορές
Stephen Batalden, Catherine II’s Greek Prelate Eugenios Voulgaris in Russia, 1771-1806, Columbia University Press, Νέα Υόρκη 1982.
Μανώλης Πατηνιώτης, Στοιχεία Φυσικής Φιλοσοφίας: Ο ελληνικός επιστημονικός στοχασμός τον 17ο και 18ο αιώνα, Gutenberg, Αθήνα 2013.
Manolis Patiniotis and Sakis Gekas, «Greek Travelers in Eastern Europe at the end of the 18th Century: Shifting identities and the production of knowledge across borders», Diasporas: Circulations, Migrations, Histoire 2017, 29: 17-32.

Αναμνήσεις

Τι σημαίνει θυμάμαι; Η απάντηση είναι προφανής: Ανακαλώ αναμνήσεις. Τι είναι οι αναμνήσεις; Είναι εγγραφές σε κάποιο σημείο του νευρικού συστήματος (πιθανότατα στον εγκέφαλο), οι οποίες έχουν προκληθεί από αισθητηριακά ερεθίσματα. Γι’ αυτό και όταν για κάποιο λόγο εκφυλίζεται, φυσιολογικά ή παθολογικά, το νευρικό σύστημα, οι αναμνήσεις φθίνουν ή χάνονται τελείως. Τι σημαίνει ανακαλώ; Σημαίνει ότι ενεργοποιώ μια διαδικασία του νευρικού μου συστήματος, η οποία βάσει των οδηγιών που θα της δοθούν αναζητά ένα αντικείμενο με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και συγκεκριμένη χρονική και γεωγραφική σήμανση (θυμάσαι αυτό που συνέβη εκεί, τότε;). Προκειμένου να πραγματοποιηθεί η ανάκτηση της ανάμνησης θα πρέπει η διαδικασία αναζήτησης να οδηγηθεί σε μια συγκεκριμένη περιοχή της μνήμης, να εντοπίσει και να ανασύρει το συγκεκριμένο αντικείμενο. Γι’ αυτό και όταν οι αναμνήσεις πλακώνονται από άλλα αντικείμενα η ανάκτησή τους είναι δύσκολη. Μπορεί ακόμα και να είναι αδύνατη, αν η συσσώρευση άλλων αντικειμένων πάνω τους προκαλεί την καταστροφή τους λόγω συμπίεσης.

Το σχήμα αυτό είναι ασφαλώς μια καρικατούρα. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι όταν δεν έχουμε κάποιον ιδιαίτερο λόγο να είμαστε προσεκτικοί, αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο σκεπτόμαστε τη μνήμη. Το ότι αυτή η συγκεκριμένη περιγραφή θυμίζει τον τρόπο που λειτουργούν οι υπολογιστές (μείον το γεγονός ότι οι υπολογιστές δεν ανατρέχουν απευθείας στη μνήμη, αλλά σε ένα μητρώο εγγραφών) δεν αποδεικνύει ότι η αντίληψή μας για τη μνήμη είναι επηρεασμένη από την κουλτούρα των υπολογιστών, αλλά ότι οι υπολογιστές φτιάχτηκαν προσομοιώνοντας μια ορισμένη αντίληψη για τη λειτουργία του ανθρώπινου νευρικού συστήματος.

Σε μια προσεκτικότερη εξέταση, όμως, η συγκεκριμένη αντίληψη φαίνεται ότι δεν ανταποκρίνεται στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί πραγματικά η μνήμη. Η ανάκτηση της ανάμνησης δεν είναι ανάκτηση ενός «πρωτοτύπου» και δεν υπόκειται σε κριτήρια πιστότητας, από τα οποία ενδεχομένως τεκμαίρεται και η νευρολογική κατάσταση του υποκειμένου. Οι αναμνήσεις έχουν τη δική τους ζωή, η οποία ξεκινά από τη στιγμή της «εγγραφής» των εμπειρικών δεδομένων και φτάνει μέχρι την απόπειρα ανάκτησής τους από το υποκείμενο. Η ενθύμηση  είναι μια ενεργητική διαδικασία επανεπινόησης –ανακατασκευής– του βιώματος που αναφέρεται σε μια στιγμή του παρελθόντος. Αυτή η διαδικασία χρησιμοποιεί τις εμπειρικές αποτυπώσεις περισσότερο ως πρώτη ύλη (ως «πόρους») παρά ως οριστικά διαμορφωμένες εγγραφές, συνδυάζοντάς τες με μεταγενέστερες εμπειρίες, καθώς και με το εκάστοτε διανοητικό και κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο πραγματοποιείται η ανάκτηση. Υπό αυτή την έννοια, η ανάμνηση ενός γεγονότος δεν είναι ποτέ η ίδια. Είναι προϊόν μιας διανοητικής προσπάθειας, η οποία χαράσσει διαδρομές στην αχανή επικράτεια του χρόνου συσχετίζοντας κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο γεγονότα και εμπειρίες προκειμένου να συνθέσει μια συνεκτική αφήγηση που θα νοηματοδοτεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο ένα συγκεκριμένο παρόν. Η μνήμη είναι το ποτάμι του Ηράκλειτου: Κανείς δεν μπαίνει στο ίδιο ποτάμι δύο φορές.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 131, στις 16 Απριλίου 2022.

Αναφορές
Tanja E. Bosch (2016). Memory Studies. A brief concept paper. Working paper in Media, Conflict and Democratisation series.
Andrew Hoskins (2001). New Memory: mediating history. Historical Journal of Film, Radio and Television, 21(4), 333-346.

Νοσταλγία

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΟΙ ΨΗΦΙΑΚΟΙ ΙΘΑΓΕΝΕΙΣ και οι ψηφιακοί μετανάστες. Οι πρώτοι/ες είναι όσοι/ες γεννήθηκαν με τον αντίχειρα κολλημένο στην οθόνη του κινητού, να σκρολάρουν τον λογαριασμό τους στα social [σκέτο] και να διαλέγουν τζιφάκια για να μοιραστούν τα συναισθήματά τους με τους φίλους τους. Οι δεύτεροι/ες είναι όσοι/ες κρεμάνε σεμεδάκι στην οθόνη του υπολογιστή τους και πληκτρολογούν κείμενα με την ίδια επιμέλεια που παλαιότερα τα έγραφαν σε μπλε τετράδια. Οι digital natives θα σου γράψουν «*όμορφο» για να διορθώσουν το «άμορφο» του τελευταίου μηνύματός τους, ενώ οι digital immigrants θα έχουν ενεργοποιημένο τον διορθωτή και θα πηγαίνουν μπρος-πίσω βάζοντας κόμματα, ώστε να στείλουν ένα τέλεια συνταγμένο και ορθογραφημένο μήνυμα. Οι πρώτοι θα «φλεξάρουν» και θα «λοουντάρουν», ενώ οι δεύτεροι μετά βίας θα «τζαμάρουν» (κι αυτό στην πάμπ, όχι στον υπολογιστή) ή θα «μπουτάρουν», αλλά μέχρι εκεί – η γλωσσική ευπρέπεια έχει τα όριά της.

Το ψηφιακό χάσμα έχει να κάνει με την εξοικείωση των χρηστών με τη «γλώσσα των νέων μέσων» (κλέβω τον όρο από τον τίτλο του θρυλικού βιβλίου του Lev Manovich). Οι ψηφιακοί ιθαγενείς είναι εκ γενετής εξοικειωμένοι με τους κώδικες επικοινωνίας και τις δημιουργικές δυνατότητες των ψηφιακών μέσων, ενώ η προηγούμενη γενιά έμαθε να σκέφτεται με το μολύβι στο χέρι και χρειάστηκε να εκπαιδευτεί εκ νέου στη χρήση των ψηφιακών μέσων. Ή τουλάχιστον αυτό είναι το κυρίαρχο αφήγημα. Γιατί η καθαρή εικόνα του ψηφιακού χάσματος αρχίζει να θολώνει αν περιλάβουμε σε αυτή μια ιδιότητα που μοιράζονται και οι δύο κοινότητες: τη νοσταλγία. Τόσο για τους/ις digital immigrants όσο και για τους/ις digital natives, υπάρχει μια εποχή αθωότητας, η οποία εκτοπίστηκε βίαια είτε από την έλευση αυτή καθαυτή του ψηφιακού είτε από την ανάδυση δυνατοτήτων και μέσων που αποστραγγίζουν την ποίηση της καθημερινότητας. Οι ψηφιακοί ιθαγενείς του σήμερα νοσταλγούν την αθωότητα και την βραδύτητα των πρώτων ψηφιακών παιχνιδιών, με τον ίδιο τρόπο που οι προσομοιώσεις του Matrix νοσταλγούν τον γυμνό κώδικα των Atari και Commodore της δεκαετίας των ’80. Οι ροές των πράσινων συμβόλων που διατρέχουν την οθόνη παραπέμπουν σε μια καθησυχαστική αισθητική και στην ψευδαίσθηση του ελέγχου.

Η νοσταλγία ενός μονίμως διαφεύγοντος «πραγματικού» είναι στενά συνυφασμένη με τη διαδικασία ανάδυσης του ψηφιακού. Η εμμονική προσπάθεια οριοθέτησης της ψηφιακής δυνητικότητας που αναπτύσσεται και στις δύο πλευρές του ψηφιακού χάσματος αποτυπώνει την επιθυμία των υποκειμένων να παραγάγουν νοήματα που παραπέμπουν σε οικείες πολιτισμικές μορφές και τους διασφαλίζουν τη βεβαιότητα της συμμετοχής σε έναν αντικειμενικό, διαμοιραζόμενο κόσμο. Η νοσταλγία είναι το μπλε χάπι που κρατάει τους ανθρώπους δεσμευμένους στο αφήγημα μιας εκ των προτέρων δεδομένης πραγματικότητας και τους εμποδίζει να αποδεχτούν το γεγονός ότι οι κόσμοι στους οποίους κατοικούν είναι εξ ολοκλήρου προϊόντα της δικής τους επιτελεστικότητας.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 125, στις 22 Ιανουαρίου 2022.