Το μεγάλο τεχνούργημα

ΕΓΡΑΦΑ ΣΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ σημείωμα ότι η τεχνική είναι η συνθήκη ύπαρξης του ανθρώπου σε έναν κόσμο που εξ ορισμού στερείται νοήματος. Δεν είναι ότι ο άνθρωπος, μέσω της τεχνικής, βρήκε τον τρόπο να εδραιώσει την παρουσία και την κυριαρχία του σε έναν αβέβαιο κόσμο, αλλά ότι μέσω της τεχνικής δημιούργησε τον μόνο κόσμο στον οποίο μπορούσε να υπάρξει. Και, κάνοντάς το αυτό, δημιούργησε τον εαυτό του.

Φυσικά, άνθρωποι και πολιτισμοί είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους. Όπως περιγράφεται στους αρχαίους μύθους, οι άνθρωποι, από τη στιγμή που απέκτησαν συνείδηση της παρουσίας τους πάνω στη Γη, πήραν διαφορετικούς δρόμους. Έχτισαν διαφορετικούς κόσμους και οργάνωσαν με διαφορετικούς τρόπους τις ζωές τους. Το κοινό στοιχείο σε όλες τις εκδοχές αυτού του εγχειρήματος είναι ότι πρόκειται για πτυχώσεις του πραγματικού που συντηρούνται χάρη στην τεχνική εργασία. Οι διαφορές μεταξύ των κόσμων, από την άλλη, δεν οφείλονται στη βιολογία ή στη γεωγραφία, αλλά στις διαφορετικές μορφές της τεχνικής εργασίας που τους παράγει και τους συντηρεί.

Παρ’ όλα αυτά, για πολλές χιλιάδες χρόνια, οι άνθρωποι δεν έπαψαν να έχουν συνείδηση ότι μοιράζονταν την ύπαρξή τους με μια ποικιλία όντων και φαινομένων που υπερέβαιναν τους ανθρώπινους κόσμους τους. Κατανοούσαν ότι ζούσαν σε μια πτύχωση του πραγματικού, αλλά κατανοούσαν, επίσης, ότι ήταν μέρος ενός οργανικού συνόλου που τους περιείχε και τους καθόριζε. Η στιγμή που η σχέση αυτή διακόπτεται έρχεται πολύ αργά και όχι ταυτόχρονα σε όλους τους πολιτισμούς. Ο λεγόμενος δυτικός πολιτισμός, χάρη στην ιδιαίτερη ιστορική διαδρομή που ακολούθησε, πιστώνεται με την αποφασιστική κίνηση που οδήγησε στη ρήξη της σχέσης του ανθρώπου με το κοσμικό γίγνεσθαι. Η στιγμή αυτή είναι η δημιουργία της Φύσης.

Η έννοια της φύσης υπάρχει, ασφαλώς, από την αρχαιότητα. Μόνο που η φύση δεν είναι η Φύση, όπως την εννοούμε σήμερα, αλλά το σύνολο των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε επιμέρους όντος. Είναι πάντα η φύση κάποιου πράγματος, αυτό που το εξατομικεύει και το διαφοροποιεί από τα άλλα όντα. Και σε πολλές περιπτώσεις η φύση αυτή είναι ευμετάβλητη και παροδική. Η έννοια μιας περιεκτικής Φύσης που στέκεται απέναντι από τον άνθρωπο δεν υπάρχει, επειδή απλούστατα οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και τον κόσμο τους ως μέρη μιας οργανικής ολότητας που έχει έναν αυτοκαθοριζόμενο τρόπο ύπαρξης. Ο προνεοτερικός «κόσμος» αναφέρεται σε μια υπερβατική τάξη (πρβλ. «διάκοσμος», «κόσμημα»), η οποία περιλαμβάνει τα ανθρώπινα, υπογραμμίζοντας την ενδεχομενικότητα και τη μερικότητα κάθε πτύχωσης που τα φιλοξενεί. Από αυτόν τον κόσμο αποκόπτεται η δυτική νεοτερικότητα με τη δημιουργία της έννοιας της Φύσης.

Η δημιουργία της φύσης (ας συνεχίσουμε με μικρό φ, πλέον, μια που σήμερα αυτό είναι το κυρίαρχο νόημα της λέξης) πραγματοποιείται κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα, στο πλαίσιο της Επιστημονικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού. Η διαδικασία αυτή τροφοδοτείται από τέσσερις παράλληλες εξελίξεις, καμία από τις οποίες δεν αποβλέπει ευθέως στην αποκοπή του ανθρώπου από τον κόσμο, αλλά οι οποίες, μέσω του συνδυασμού τους, οδήγησαν σε αυτό το αποτέλεσμα.

Η πρώτη από αυτές τις εξελίξεις αφορά τη δημιουργία του ατόμου. Όπως παρατηρούσε ο Gideon Freudenthal το μακρινό 1986, ο 17ος αιώνας είναι ο αιώνας του ατόμου και του ατόμου. Το φυσικό άτομο (atom) και το κοινωνικό άτομο (individual) είναι μορφές που εμφανίζονται ταυτόχρονα και θεμελιώνουν αμφότερες το οικοδόμημα της νεοτερικότητας. Βεβαίως, το άτομο με την έννοια του οριοθετημένου όντος που συμμετέχει σε ένα σύνολο αλληλεπιδράσεων προϋπάρχει. Αυτό που είναι νέο τον 17ο αιώνα είναι ότι το κοινωνικό άτομο επαναπροσδιορίζεται ως μια οντότητα που διαθέτει ατομικότητα από την ίδια της τη φύση. Στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του φυσικού δικαίου, το άτομο ορίζεται ως ένα ον που είναι εκ φύσεως εφοδιασμένο με ορισμένα θεμελιώδη και αναφαίρετα δικαιώματα. Υπό αυτή την ιδιότητα, το άτομο προσέρχεται σε διαπραγμάτευση με άλλα άτομα και προσυπογράφει το κοινωνικό συμβόλαιο που καθορίζει τους όρους της συνύπαρξής τους. Θα μπορούσε να πει κανείς, επομένως, ότι ο 17ος αιώνας είναι η εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι «ανακαλύπτουν» τη φυσικότητα του κοινωνικού ατόμου. Όμως, αυτό δεν είναι απολύτως ακριβές. Διότι, αυτό που κάνει δυνατή μια τέτοια «ανακάλυψη» δεν είναι η καλλιέργεια της σκέψης και η ανάπτυξη της επιστήμης του δικαίου, αλλά η δημιουργία μιας έννοιας, η οποία μορφοποιείται στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο. Αυτή είναι η έννοια του «ατομικού συμφέροντος».

Μολονότι θεωρούμε αυτονόητο ότι το ουσιαστικό προηγείται οντολογικά του επιθέτου (το άτομο είναι το ον και το ατομικό είναι μια ιδιότητα ή κατάσταση που συνδέεται με την ύπαρξη του ατόμου), η ιστορική διαδικασία συχνά είναι αντίστροφη. Εν προκειμένω, δεν είναι η έννοια του ατόμου που δημιουργεί την έννοια του ατομικού συμφέροντος, αλλά η επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος που συγκροτεί το νεοτερικό άτομο. Το νεοτερικό άτομο εμφανίζεται όταν ο φορέας της εξουσίας, της ιδιοκτησίας και του πλούτου, που στις προνεοτερικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης ορίζεται μέσω συμβολικών σχέσεων, παραχωρεί τη θέση του στο διεκδικητικό υποκείμενο του εμπορικού καπιταλισμού: Το εκκοσμικευμένο ατομικό συμφέρον συγκροτεί ένα υποκείμενο, η δράση και η θέση του οποίου δεν καθορίζονται από μια υπερβατική εξωτερικότητα (κληρονομικότητα, καταγωγή), αλλά από ένα εσωτερικό κίνητρο ιδιοποίησης, πλουτισμού και κυριαρχίας. Αυτή είναι και η στιγμή που η «ατομική ιδιοκτησία» γίνεται πραγματικά ατομική. Αν στην προηγούμενη τάξη πραγμάτων οι οικογενειακές γαίες περιέρχονταν μέσω του κληρονομικού δικαίου στην κατοχή του προσώπου που εκπροσωπούσε τον οίκο, τώρα οι περιφραγμένες γαίες ήταν αποτέλεσμα ενεργητικής ιδιοποίησης που υποκινούνταν από την ενεργητική επιδίωξη του πλουτισμού. Το άτομο αναδύεται, επομένως, ως το ον που έχει επίγνωση του ατομικού του συμφέροντος. Και αυτή η επίγνωση είναι που του δίνει μια διακριτή θέση στον κόσμο. Το ατομικό του συμφέρον μπορεί να το φέρνει σε αντίθεση με άλλα άτομα, αλλά και με μια εξωτερικότητα, η οποία είναι μη άτομο και ως τέτοια δεν διαθέτει ατομικά συμφέροντα η ίδια: τη φύση.

Η δεύτερη διαδικασία που τροφοδοτεί τη δημιουργία της φύσης αφορά την εμφάνιση μιας θεολογικά προσανατολισμένης φυσικής φιλοσοφίας. Συνεχίζοντας την παράδοση του μεσαιωνικού νομιναλισμού, η φυσική φιλοσοφία του 17ου αιώνα στρέφεται προς τη μελέτη του κόσμου, όχι μόνο για να γνωρίσει αυτόν τον ίδιο, αλλά κυρίως για να γνωρίσει τον Δημιουργό του. Υπό αυτή την έννοια, ο κόσμος δεν γίνεται αντιληπτός ως μια πολύπλοκη, αυτοτελής ενότητα που περιλαμβάνει τον άνθρωπο, αλλά ως ένα βιβλίο που στέκεται απέναντι στον άνθρωπο και στο οποίο είναι γραμμένο το σχέδιο της Δημιουργίας. Όλους τους προηγούμενους αιώνες, το εγχείρημα κατανόησης της θεϊκής σοφίας είχε επενδύσει στη λογική: Μέσω του λόγου, ο άνθρωπος θα προσπαθούσε να συλλάβει τον τρόπο με τον οποίο σκέφτηκε ο Θεός για να δημιουργήσει τον κόσμο. Και εφόσον κατάφερνε να συλλάβει έστω και κάποιες όψεις αυτής της διάνοιας, θα αναγνώριζε τη σοφία, τη δύναμη και την πρόνοια με την οποία ενήργησε ο Δημιουργός. Τόσο ο νομιναλισμός του 14ου αιώνα, όμως, όσο και ο αγγλικός εμπειρισμός του 17ου αιώνα θεώρησαν ότι η προσέγγιση αυτή ήταν ατελέσφορη, γιατί η πεπερασμένη ανθρώπινη διάνοια ήταν αδύνατο να διαπεράσει την άπειρη θεϊκή διάνοια. Έτσι, ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να γνωρίσουμε και να δοξάσουμε το θεϊκό μεγαλείο περνά μέσα από την «επιστημονική» μελέτη της φύσης. Ο Θεός έδρασε κατά την απολύτως ελεύθερη και ακατανόητη από τον άνθρωπο ελεύθερη βούλησή του· αυτό που οφείλουν να κάνουν οι άνθρωποι είναι να μελετήσουν τη Δημιουργία όπως πραγματικά είναι και να προσπαθήσουν, μέσω αυτής, να κατανοήσουν κάποιες όψεις του Σχεδίου της Δημιουργίας. Αυτές οι όψεις θα είναι αρκετές για να αναγνωρίσει ο άνθρωπος τη δύναμη, τη σοφία και την πρόνοια με την οποία έδρασε ο Δημιουργός, δίχως να υποβιβάζουν τη διάνοιά του στο ανθρώπινο επίπεδο. Αυτό είναι το περίφημο «Επιχείρημα του Σχεδιασμού» (Argument by Design). Όσο αιρετικό κι αν ακούγεται (επειδή έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε ότι η επιστήμη βρίσκεται στους αντίποδες της θρησκείας), ο σύγχρονος εμπειρικός τρόπος μελέτης της φύσης έχει τις ρίζες του σε αυτή τη θεολογική παράδοση που επιδιώκει να επικυρώσει την απόλυτη ελευθερία του Θεού κατά την πράξη της Δημιουργίας.

Σε ό,τι μας αφορά εδώ, αυτή είναι και η παράδοση που μετατρέπει τον κόσμο στο δεύτερο ιερό βιβλίο. Το πρώτο είναι η Βίβλος. Οι πιστοί μπορούν να κατανοήσουν τον λόγο του Θεού διαβάζοντας τις Ιερές Γραφές. Μπορούν, όμως, να φτάσουν στην αναγνώριση του θεϊκού μεγαλείου και μέσω της μελέτης του δεύτερου ιερού βιβλίου που είναι η φύση. Ο Θεός όρισε τον άνθρωπο κυρίαρχο της φύσης, αλλά επίσης του έδωσε τη φύση ως ένα μέσο κατανόησης των δυνάμεων που κυβερνούν τη Δημιουργία και ενίσχυσης της πίστης του. Υπό αυτή την έννοια, δεν είναι τυχαίο ότι οι φυσικοί φιλόσοφοι του 17ου και του 18ου αιώνα θεωρούν ότι η πρωταρχική αποστολή τους είναι η υπεράσπιση της ορθής πίστης. Και για να φέρουν εις πέρας αυτή την αποστολή πρέπει να αποκρυπτογραφήσουν το βιβλίο της φύσης.

Η τρίτη εξέλιξη που συνέβαλε στην εδραίωση της έννοιας της φύσης συνδέεται και αυτή με μια νεοτερική αντίληψη. Ο άνθρωπος δεν είναι μέρος ενός ενιαίου κοσμικού γίγνεσθαι, αλλά ένα αυτεξούσιο ον που στέκεται απέναντι σε μια φύση, η οποία είναι φτιαγμένη για να τον υπηρετεί. Η φύση είναι ένα σύνολο από «πράγματα» που έχουν δυνάμεις και ιδιότητες. Όμως, αυτές οι δυνάμεις και ιδιότητες δεν εκφράζουν τις φύσεις των όντων, αλλά τη σχέση τους με τον άνθρωπο. Κάνουν τα πράγματα να είναι χρήσιμα, άχρηστα, επιβλαβή ή ωφέλιμα. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο το ανθρώπινο βλέμμα επισκοπεί και ταξινομεί τη φύση: Ένα φυτό είναι δηλητηριώδες, ένα ζώο παραγωγικό, ένα μέταλλο ελατό, μια θάλασσα πλεύσιμη, μια έρημος αφιλόξενη. Το κέντρο της Δημιουργίας είναι ο άνθρωπος και ο κόσμος φτιάχτηκε γι’ αυτόν. Άρα, η φύση είναι το σύνολο των πόρων που ο Θεός έθεσε στη διάθεση του ανθρώπου. Κι αν κάτι έκανε λάθος ο άνθρωπος στη διάρκεια της νεοτερικότητας, μας λένε οι σύγχρονοι υπερασπιστές της φύσης, είναι ότι χρησιμοποίησε αυτούς τους πόρους σαν να ήταν ανεξάντλητοι. Ενώ η σχέση μας με τη φύση έπρεπε να χαρακτηρίζεται από σύνεση και πνεύμα οικονομίας, ώστε οι πόροι να ανανεώνονται με ικανοποιητικό ρυθμό και να συνεχίζουν να τροφοδοτούν την ανθρώπινη πρόοδο.

Ακόμα και σήμερα, λοιπόν, το πρόβλημα στη σχέση μας με τη φύση δεν εντοπίζεται στην υποταγή όλων των πραγμάτων στην ανθρώπινη ιδιοτέλεια και στον συνακόλουθο οντολογικό υποβιβασμό τους, αλλά στην αλόγιστη σπατάλη της θεϊκής κληρονομιάς. Έτσι, ό,τι υπάρχει δεν υπάρχει για τον εαυτό του, δεν διαθέτει αυτενέργεια ή ένα διακριτό πρόγραμμα ζωής, αλλά ετεροπροσδιορίζεται από τον άνθρωπο, ο οποίος με τη βοήθεια της επιστήμης και της τεχνολογίας τού αποδίδει μια συγκεκριμένη θέση στον κόσμο του.

Η τελευταία από τις εξελίξεις που συνέβαλαν στη δημιουργία της νεοτερικής έννοιας φύσης αφορά τη γνωσιμότητα της φύσης. Η φράση «η γνώση είναι δύναμη» αποδίδεται στον Francis Bacon, μολονότι διατυπώθηκε από διάφορους στοχαστές της πρώιμης νεοτερικότητας. Ο Bacon, όμως, είναι αναμφίβολα ο άνθρωπος που στα γραπτά του εκφράζει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο την έμφυλη σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Ο άνθρωπος αντιπροσωπεύει το αρσενικό στοιχείο που είναι περίεργο και δυναμικό. Η φύση αντιπροσωπεύει το θηλυκό στοιχείο που είναι παθητικό και μυστικοπαθές. Το καθήκον της αρρενωπής επιστήμης, που θεμελιώνεται στις αρχές του 17ου αιώνα, είναι να αποσπάσει από τη φύση τα μυστικά της. Και για να το κάνει αυτό, πρέπει να την ακινητοποιήσει και να την εξετάσει με έναν τρόπο που δεν διαφέρει πολύ από εκείνον που χρησιμοποιούσαν οι δικαστές για να ανακρίνουν τις μάγισσες. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα πρώιμο προγραμματικό κείμενο του Bacon στο οποίο σκιαγραφείται η νέα μέθοδος φυσικής γνώσης επιγράφεται Temporis Partus Masculus, τουτέστιν Η αρρενωπή γέννηση του χρόνου. Ο σκοπός της ανανεωμένης φυσικής φιλοσοφίας είναι η σύναψη ενός «αγνού, ιερού και νόμιμου γάμου», ο οποίος θα θέσει τη φύση «στην υπηρεσία του ανθρώπου και θα την κάνει σκλάβα του». Μέσω αυτής της διαδικασίας, ο άνθρωπος θα ανακτήσει την κυριαρχία του επί του κόσμου («The Great Instauration»), την οποία απώλεσε κατά την εκδίωξή του από τον Παράδεισο.

Έτσι, το πατριαρχικό βλέμμα αναλαμβάνει να ορίσει τη φύση: Τέμνει τη φυσική συνέχεια μετατρέποντάς τη σε ένα σύνολο αδρανών αντικειμένων τα οποία είναι απαλλαγμένα από ζωτικότητα και αυτενέργεια. Η φύση στέκεται απέναντι στον άνθρωπο-άνδρα παθητική και διαθέσιμη. Κι εκείνος, με την ψυχρή, αμερόληπτη και διεισδυτική ματιά του, της αποσπά μεθοδικά τα μυστικά της. Η γνώση των ιδιοτήτων των αντικειμένων και των νόμων που διέπουν τις αλληλεπιδράσεις τους του επιτρέπει να τη θέσει υπό τον έλεγχό του και να επωφεληθεί από τον «αγνό, ιερό και νόμιμο» γάμο του μαζί της. Όπως μια γυναίκα στην εποχή του Bacon και για αιώνες αργότερα δεν θεωρούνταν ολοκληρωμένη έξω από τη δέσμευση του γάμου, έτσι και η φύση δεν υπάρχει έξω από τη σχέση της με τον άνθρωπο. Μόνο στο πλαίσιο αυτής της πατριαρχικής σχέσης, την οποία εγγυάται ο θείος νόμος, αποκτά υπόσταση, νόημα και λόγο ύπαρξης.

***

ΕΧΟΥΜΕ ΕΞΟΙΚΕΙΩΘΕΙ τόσο πολύ με την έννοια της φύσης που δεν μπορούμε να διανοηθούμε ότι αυτή η έννοια δεν ήταν πάντοτε «εκεί», δεν είναι μια αυθύπαρκτη εξωτερικότητα με την οποία ο άνθρωπος αλληλεπιδρούσε σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του. Η φύση είναι ένα τεχνούργημα – το μεγάλο τεχνούργημα που θεμελιώνει και νοηματοδοτεί τον κόσμο της νεοτερικότητας.

Όπως είδαμε, η φύση είναι προϊόν τεσσάρων κρίσιμων ιστορικών εξελίξεων:

  • Η πρώτη είναι αυτή που συγκροτεί το υποκείμενο του αναδυόμενου καπιταλισμού: Το άτομο που υποκινείται από το ατομικό του συμφέρον βλέπει τον κόσμο ως μια εξωτερικότητα, την οποία πρέπει να υποτάξει και να θέσει στην υπηρεσία του.
  • Η δεύτερη αφορά τη στροφή της φυσικής φιλοσοφίας στην αναζήτηση του σχεδίου της Δημιουργίας: Η ορθή κατανόηση του «βιβλίου της φύσης» μπορεί να συμβάλει στην εδραίωση της χριστιανικής πίστης.
  • Η τρίτη εξέλιξη αφορά τη μετατροπή του κόσμου σε ένα σύνολο πόρων που προορίζονται αποκλειστικά για την ανθρώπινη ανάπτυξη: Ο κόσμος χάνει την οντολογική του αυτοτέλεια και νοηματοδοτείται μόνο σε σχέση με το πρόγραμμα ζωής των ανθρώπων.
  • Η τέταρτη αφορά την εδραίωση της πατριαρχικής σχέσης μεταξύ ανθρώπου και φύσης: Το ανθρώπινο βλέμμα οριοθετεί, ταξινομεί και υποτάσσει τις οντότητες, συγκροτώντας τη φύση μέσω μιας πράξης κυριαρχίας του δυναμικού αρσενικού λόγου επί μιας αδρανούς και παθητικής θηλυκής υλικότητας.

Η φύση είναι το μεγάλο τεχνούργημα του χριστιανισμού, του καπιταλισμού, του ανθρωπισμού και της πατριαρχίας. Το σημαντικό σε αυτή τη διαπίστωση δεν είναι ότι η φύση παρουσιάζεται ως κάτι κατασκευασμένο –άρα ως κάτι που στερείται «φυσικότητας»–, αλλά ότι αποτελεί το πλαίσιο εντός του οποίου τα συγκεκριμένα συστήματα σχέσεων φυσικοποιούνται και εγγράφονται στον πυρήνα του τρόπου με τον οποίο ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τη θέση του στον κόσμο.

IMAGE CREDITS: Pablo Picasso, Κοριτσι με μαντολινο, 1910 | Ivan Puni, Αυτοπροσωπογραφια, 1921 | Henri Le Fauconnier, Αφθονια, 1910 |  Εκτελεση Μαγισσων στο Τσελμσφορντ το 1589 (απο το βιβλιο της Silvia Federici, Ο Καλιμπαν και η Μαγισσα, Εκδοσεισ των Ξενων).

Φιλοσοφία και Τεχνολογία

ΣΥΝΗΧΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΝΟΗΜΑΤΟΣ

ΣΤΙΣ 30 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2023 πραγματοποιήθηκε στα Ιωάννινα εκδήλωση με θέμα «Φιλοσοφία και Τεχνολογία: Μια σχέση αμοιβαίας προκατάληψης ή αμφίδρομου εμπλουτισμού;». Την εκδήλωση οργάνωσε το Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων στο πλαίσιο της σειράς εκδηλώσεων «Η φιλοσοφία ως τέχνη του βίου», που συνδιοργανώνει με το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ιωαννιτών. Αφορμή για τη συγκεκριμένη εκδήλωση ήταν η έκδοση του βιβλίου Φιλοσοφία της Τεχνολογίας. Μια κριτική επισκόπηση σε επιμέλεια Χαράλαμπου Κόκκινου και Μανώλη Πατηνιώτη. Το πάνελ αποτελούνταν από την Γκόλφω Μαγγίνη, τον Ορέστη Παλέρμο, τον Γιάννη Περπερίδη και τον Μανώλη Πατηνιώτη. Το κείμενο που ακολουθεί είναι η απομαγνητοφωνημένη και ελαφρά επιμελημένη εκδοχή της ομιλίας μου.

Θέλω να εκφράσω τη χαρά μου που βρίσκομαι εδώ μαζί σας. Χαίρομαι πάντα όταν βρίσκομαι στα Γιάννενα, στο πλαίσιο τέτοιων εκδηλώσεων, γιατί η συνομιλία που έχει ανοίξει το τμήμα Φιλοσοφίας με την πόλη και την ακαδημαϊκή κοινότητα είναι εξαιρετικά γόνιμη και επίκαιρη. Ευχαριστώ πολύ την Γκόλφω, τον Ορέστη και τον Γιάννη για τις εισηγήσεις τους και για την ανάδειξη της θεματικής του βιβλίου που επιμεληθήκαμε με τον Μπάμπη Κόκκινο. Εγώ θα μιλήσω για κάτι λίγο πιο παραδοσιακό, το οποίο συνδέεται με το εκδοτικό μας εγχείρημα, αλλά έχει πιστεύω και ένα γενικότερο ενδιαφέρον.

Θα σας πω από την αρχή για τι πρόκειται να μιλήσω και θα το κάνω με πολύ αδρές πινελιές, επειδή προφανώς αυτά τα ζητήματα, όπως θα φανεί και στη συνέχεια, είναι πολύ μεγάλα. Σηκώνουν πολλή συζήτηση, την οποία ελπίζω ότι θα έχουμε την ευκαιρία να κάνουμε μετά το τέλος των εισηγήσεων. Θα ισχυριστώ, λοιπόν, τρία πράγματα. Το πρώτο είναι ότι φιλοσοφία και τεχνολογία ήταν ανέκαθεν συγκοινωνούντα δοχεία. Προσέξτε, όχι φιλοσοφία της τεχνολογίας, φιλοσοφία και τεχνολογία ήταν ανέκαθεν συγκοινωνούντα δοχεία – και θα το εξηγήσω. Το δεύτερο που θα πω είναι ότι κάποια στιγμή, κάτι συνέβη σε αυτή τη σχέση και τέθηκε σε αναστολή. Και θα δούμε, πάλι με πολύ αδρές πινελιές, πότε συνέβη αυτό. Τι ήταν αυτό που συνέβη και τι σημαίνει το γεγονός ότι τέθηκε σε αναστολή αυτή η σχέση. Ακούγοντας τη Γκόλφω να μιλάει στην αρχή αυτής της εκδήλωσης συνειδητοποίησα ότι τότε ήταν και η στιγμή που αναδύθηκε η φιλοσοφία της τεχνολογίας. Όταν δηλαδή η σχέση μεταξύ φιλοσοφίας και τεχνολογίας τέθηκε σε αναστολή, τότε ήταν που αναδύθηκε η φιλοσοφία της τεχνολογίας. Και το τρίτο πράγμα που θα ισχυριστώ είναι ότι υπάρχουν πολύ σοβαροί λόγοι για ουσιαστική επανενεργοποίηση αυτής της σχέσης. Με κάποιον τρόπο θα απευθύνω ένα κάλεσμα όχι για κινητοποίηση της φιλοσοφίας της τεχνολογίας, αλλά για υπέρβαση της φιλοσοφίας της τεχνολογίας· όχι για κατάργησή της, αλλά για το πέρασμα σε ένα επόμενο επίπεδο, που θα μας επιτρέψει να μιλήσουμε για τα πολύ επείγοντα ζητήματα του καιρού μας.

Λοιπόν, το πρώτο ζήτημα, η φιλοσοφία και η τεχνολογία ως συγκοινωνούντα δοχεία. Σε ένα από τα κείμενα που έχουμε στον τόμο, ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι η τεχνολογία έχει δώσει στη φιλοσοφία –σε πολλές περιπτώσεις, όχι πάντα και όχι αποκλειστικά–  τον τρόπο να μιλάει. Τη γλώσσα, τις λέξεις και αν θέλετε τις μεταφορές – αν και θα ήθελα να αποφύγω αυτή τη λέξη, γιατί δεν είναι ακριβώς μεταφορές, αλλά βολεύει για να καταλάβουμε τι θέλω να πω. Έχει δώσει λοιπόν τις μεταφορές που επιτρέπουν στη φιλοσοφία να καλλιεργήσει τον στοχασμό της. Αναφέρω εν τάχει κάποια παραδείγματα. Ξεκινάω από τα πιο πρόσφατα και θα πάω στα πολύ-πολύ παλιά. Ο υπολογιστής έχει χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα για να σκεφτούμε τον άνθρωπο με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Έχουμε αρχίσει εδώ και πολλές δεκαετίες να σκεφτόμαστε τον νου και τις νοητικές λειτουργίες του ανθρώπου ως λειτουργίες του υπολογιστή. Και όχι μόνο αυτό. Ο υπολογιστής και τα προγράμματα που τρέχουν στον υπολογιστή έχουν χρησιμοποιηθεί από τους βιολόγους, για παράδειγμα, για να μιλήσουν για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το DNA. Θα μου πείτε, οι βιολόγοι δεν είναι φιλόσοφοι. Ναι, αλλά συμμετέχουν στη δημιουργία μιας γενικής αναπαράστασης του κόσμου, την οποία χρησιμοποιεί στη συνέχεια η φιλοσοφία. Δεν επεκτείνομαι περισσότερο, καταλαβαίνετε και νομίζω συμφωνείτε ότι ο υπολογιστής είναι κάτι που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον ως μεταφορά από τη φιλοσοφία. Πάω λίγο πιο πίσω σε αυτόν από τον οποίο ξεκίνησε όλη αυτή η ιστορία. Ο Alan Turing χρησιμοποίησε τις μηχανές για να λύσει δύο ειδών φιλοσοφικά προβλήματα. Το ένα είναι το πρόβλημα της υπολογισιμότητας, το οποίο έθεσε ο David Hilbert στις αρχές του 20ού αιώνα. Είναι πρόβλημα μαθηματικών, αλλά είναι πρόβλημα φιλοσοφικής θεμελίωσης των μαθηματικών. Αντί να χρησιμοποιήσει μαθηματικά για να το λύσει, όπως έκανε ο Gödel ή όπως έκανε ο δάσκαλός του ο Church, ο Turing είπε: εγώ θα χρησιμοποιήσω μια μηχανή για να λύσω αυτό το πρόβλημα – τη μηχανή Turing. Ούτε εδώ επεκτείνομαι – περισσότερα στη συζήτηση που θα ακολουθήσει. Κάποια χρόνια αργότερα, δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, όταν δημοσιεύει το περίφημο άρθρο όπου εξετάζει αν μπορούν να σκεφτούν οι μηχανές, πάλι ξεκινάει με τη διαπίστωση ότι  δεν μπορεί να ασχολείται με τις ασάφειες του φιλοσοφικού λόγου για να απαντήσει τι σημαίνει σκέψη, τι σημαίνει μηχανή, τι σημαίνει σκέφτομαι κλπ., γι’ αυτό προτιμά να χρησιμοποιήσει το παιχνίδι της μίμησης, που στην ουσία είναι μια τεχνολογική διάταξη. Ο Turing χρησιμοποιεί κυριολεκτικά τις μηχανές. Κατασκευάζει μηχανές, κατασκευάζει τεχνολογικές διατάξεις για να κάνει φιλοσοφία. Πάμε πιο πίσω, πολύ πιο πίσω, στον 17ο αιώνα. Όλες και όλοι είμαστε εξοικειωμένοι και εξοικειωμένες με τον όρο Μηχανοκρατία. Τι είναι η Μηχανοκρατία; Είναι ο τρόπος να σκεφτόμαστε τον κόσμο στο πλαίσιο της φυσικής φιλοσοφίας. Είναι φιλοσοφία, λοιπόν, είναι ο τρόπος να σκεφτόμαστε τον κόσμο χρησιμοποιώντας τις μηχανές ως υπόδειγμα, αλλά και ως υπόστρωμα της φυσικής πραγματικότητας. Υπάρχουν, δηλαδή, μηχανισμοί χάρη στους οποίους ενεργεί ο μαγνήτης, χάρη στους οποίους η Γη γυρίζει γύρω από τον Ήλιο, χάρη στους οποίους δεχόμαστε εμπειρίες από τον εξωτερικό κόσμο· υπάρχουν διάφορα ρευστά, τα οποία τρέχουν σε κανάλια μέσα στο σώμα μας κλπ. Άρα, οι μηχανές έχουν χρησιμοποιηθεί ως οντολογικό υπόδειγμα στην πρώιμη νεότερη φιλοσοφία. Την ίδια εποχή, οι μηχανικές μεταφορές χρησιμοποιούνται και γνωσιολογικά. Το να κτίσουμε το κτίριο της γνώσης, αυτό είναι μια αναφορά η οποία επανέρχεται από τα τέλη του 16ου μέχρι τα μέσα του  18ου αιώνα. Από τον Bacon μέχρι τον Diderot επανέρχεται συνεχώς αυτή η ιδέα του οικοδομήματος της γνώσης, με τους κτίστες που έχουν συγκεκριμένες δεξιότητες και χρησιμοποιούν διάφορες τεχνικές, για να κάνουν το κτίριο ισορροπημένο, για να βγάλουν τις πέτρες μέσα από τη γη και να τις βάλουν στη σειρά, για να χτίσουν κλπ. Ακόμα πιο πίσω, στον Πλάτωνα, ο Δημιουργός είναι κι αυτός τεχνίτης, που δίνει μορφή στο αρχέγονο χάος. Και φυσικά η Βίβλος αντλεί από την τεχνολογία των νεολιθικών πολιτισμών που ψήνουν τα κεραμικά τους: Ο Θεός φτιάχνει τον άνθρωπο από πηλό· και η Δημιουργία ολόκληρη, ασφαλώς, είναι μια τεχνολογική κατασκευή. Και ακόμα όχι πιο πίσω, αλλά ανατολικότερα για όσες και όσους είναι εξοικειωμένοι με την κινέζικη σκέψη, την κινέζικη φιλοσοφία (υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για το πώς πρέπει να τη λέμε), η ιδέα ότι το ανθρώπινο σώμα αλλά και ο φυσικός χώρος διαπερνώνται από μεσημβρινούς μέσα στους οποίους ρέει το τσι (η ζωτική ενέργεια) είναι προϊόν ενός αγροτικού πολιτισμού που εμπνέεται από το αρδευτικό σύστημα για να αναπαραστήσει τον κόσμο.

Άρα, εδώ έχουμε μια σχέση συμβίωσης, η οποία ξεκινάει από πολύ παλιά, από τότε που ακόμα δεν έχουμε τεχνολογία, αλλά τεχνική και φτάνει μέχρι τις μέρες μας, μέχρι τον υπολογιστή. Θα περάσω τώρα στο δεύτερο ζήτημα: Κάποια στιγμή αυτή η σχέση χαλάει. Πότε γίνεται αυτό; Αυτό γίνεται τον 19ο αιώνα, όταν η τεχνική υπάγεται ουσιωδώς στον καπιταλισμό. Όταν η τεχνική γίνεται κομμάτι των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Τότε αυτή η συμπόρευση φιλοσοφίας και τεχνολογίας αρχίζει να υφίσταται μια δοκιμασία. Δεν έχουμε προφανώς χρόνο να μπούμε στις λεπτομέρειες αυτού του διαζυγίου, αλλά σίγουρα μπορείτε να καταλάβετε ότι συνδέεται με την υπαγωγή της τεχνικής στον βιομηχανικό καπιταλισμό και τη μετατροπή της τεχνικής σε τεχνολογία (κανονικά για τεχνολογία μιλάμε από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά – αυτό είναι μια μεγάλη συζήτηση, την οποία επίσης μπορούμε να κάνουμε αργότερα). Έχουμε λοιπόν τη μετατροπή της τεχνικής σε τεχνολογία και τη χρήση της τεχνικής που έχει γίνει πλέον τεχνολογία για την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, τη δημιουργία της μισθωτής σχέσης, την οικειοποίηση του προϊόντος της ανθρώπινης εργασίας από τον καπιταλισμό και την αντικειμενοποίηση αυτού του προϊόντος απέναντι στην εργατική δύναμη που το παράγει. Εξού και η έννοια της αλλοτρίωσης στη μαρξική θεωρία. Εκείνη είναι, λοιπόν, η εποχή που εμφανίζεται ένας φιλοσοφικός λόγος ο οποίος βλέπει την τεχνολογία κριτικά. Και αυτή η κριτική στάση της φιλοσοφίας απέναντι στην τεχνολογία έχει τρία χαρακτηριστικά, τα οποία συνοδεύουν τη φιλοσοφία της τεχνολογίας μέχρι σήμερα.

Ποια είναι αυτά τα χαρακτηριστικά; Το ένα είναι ότι η φιλοσοφία βλέπει την τεχνολογία ως διαμεσολάβηση. Αυτό είναι κάτι που φτάνει μέχρι σήμερα: θεωρείται περίπου αυτονόητο ότι η τεχνολογία είναι διαμεσολάβηση. Πρέπει όμως να έχουμε επίγνωση ότι αυτή η ιδέα αναδύεται τον 19ο αιώνα. Δεν υπήρχε η ιδέα ότι η τεχνική είναι διαμεσολάβηση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Ή ανάμεσα σε κάτι και κάτι άλλο. Η ιδέα ότι η τεχνική είναι διαμεσολάβηση, άρα ότι είναι εν δυνάμει αποξενωτικός παράγοντας ή ένα πεδίο στο οποίο ενεργοποιούνται χειριστικές πρακτικές εμφανίζεται τότε, τον 19ο αιώνα, και φυσικά φτάνει μέχρι τις μέρες μας, αλλά κορυφώνεται στις αρχές του 20ού αιώνα με την πρώτη κρίση της νεωτερικότητας. Άρα, το ένα στοιχείο είναι αυτό, ότι η τεχνολογία είναι διαμεσολάβηση.

Το δεύτερο στοιχείο που απορρέει από αυτό είναι ότι η τεχνολογία είναι αλλοτριωτική. Αλλοτριώνει τον άνθρωπο από τον εαυτό του, από τη φύση του – από μια φυσική ατομικότητα. Ούτε αυτό ήταν ανέκαθεν δεδομένο. Δηλαδή, η ιδέα ότι η τεχνολογία μάς αποξενώνει από τον εαυτό μας είναι κάτι το οποίο εμφανίζεται εκείνη την εποχή, ενώ μέχρι τότε δεν υπήρχε καθόλου αυτός ο προβληματισμός – η αντιδιαστολή φυσικού εαυτού και τεχνολογικοποιημένου εαυτού. Και το τρίτο στοιχείο είναι ότι η τεχνολογία είναι αποξενωτική, αποξενώνει το ανθρώπινο υποκείμενο από τα άλλα ανθρώπινα υποκείμενα, απομονώνει τον άνθρωπο και τον κάνει να μην αναγνωρίζει την ύπαρξη των άλλων υποκειμένων, τον εξατομικεύει σε τέτοιον βαθμό που καταλήγει να ενεργεί με τρόπο καταστροφικό για την κοινωνία και τον πολιτισμό.

Αν το καλοσκεφτείτε, αυτές είναι οι κριτικές οι οποίες αποτελούν τον πυρήνα της φιλοσοφίας της τεχνολογίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε στη διάρκεια του 20ού αιώνα και όλες αυτές οι ιδέες εμφανίστηκαν με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο, όπως ήδη είπα, στην πρώτη κρίση της νεωτερικότητας. Η πρώτη κρίση της νεωτερικότητας αρχίζει πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά εντείνεται μετά από αυτόν, γιατί ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος κάνει αυτά τα πράγματα να φαίνονται ακόμα πιο τρομακτικά. Ακόμα πιο αληθινά και ακόμα πιο τρομακτικά, επειδή η τεχνολογία δεν έχει υπαχθεί μόνο στον καπιταλισμό, αλλά και στις δυνάμεις ενός απόλυτα καταστροφικού πολέμου, του πιο καταστροφικού που έχει γνωρίσει μέχρι εκείνη την εποχή η ανθρωπότητα. Η πρώτη κρίση της νεωτερικότητας, λοιπόν, χαρακτηρίζεται από το στοιχείο, της «εκτός ελέγχου τεχνολογίας» και η κριτική που γίνεται από τη φιλοσοφία –από την οποία κριτική γεννιέται η φιλοσοφία της τεχνολογίας– είναι ότι επειδή ακριβώς η τεχνολογία έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, λειτουργεί καταστροφικά απέναντι στον ανθρώπινο πολιτισμό. Και σημειώνω εδώ ότι, φυσικά, έχει δίκιο η φιλοσοφία της τεχνολογίας, επειδή μιλάει για μια τεχνολογία η οποία έχει τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που της δίνει η υπαγωγή της στον καπιταλισμό.

Άρα, εδώ ζούμε το διαζύγιο της σχέσης φιλοσοφίας και τεχνολογίας και το ζούμε με έναν δραματικό τρόπο, γιατί παράγεται ένας πληθωρικός και γοητευτικός, θα έλεγα, λόγος γύρω από αυτά τα ζητήματα, ο οποίος συνδυάζεται με μια σειρά από πολύ δύσκολες εμπειρίες που είχε η ανθρωπότητα από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το τρίτο και τελευταίο σημείο που θέλω να αναφέρω και που θα είναι αναγκαστικά το συντομότερο είναι ότι σήμερα το ζητούμενο είναι η φιλοσοφία και η τεχνολογία να ξαναβρούν τον κοινό βηματισμό τους. Και γιατί αυτό είναι αναγκαίο; Επειδή έχουμε επειγόντως ανάγκη από την παραγωγή νέων νοημάτων. Αυτό το οποίο εξαρχής χαρακτήριζε την σχέση της φιλοσοφίας με την τεχνική ήταν ότι μοιράζονταν ένα βασίλειο λόγου, εντός του οποίου παρήγαγαν νοήματα. Αυτά τα νοήματα μπορεί να αποτυπώνονταν σε λέξεις – να ήταν έννοιες· μπορεί να αποτυπώνονταν στην ύλη – να ήταν τεχνουργήματα. Αλλά ήταν νοήματα που έκαναν τον κόσμο βιώσιμο. Έκαναν τον κόσμο κατανοητό και ανθρώπινο. Αυτό το πράγμα χάθηκε στη διάρκεια του διαζυγίου και αυτό που ισχυρίζομαι τώρα είναι ότι έχουμε ανάγκη από την ανασύνθεση της σχέσης φιλοσοφίας-τεχνολογίας, διότι μπαίνουμε σε μια περίοδο που έχουμε απελπιστικά ανάγκη την παραγωγή νέων νοημάτων. Θα αναφέρω δύο μόνο όρους και νομίζω θα καταλάβετε σε τι αναφέρομαι. Ο ένας είναι η ψηφιακή συνθήκη και όλα αυτά που ανέφερε ο Ορέστης προηγουμένως, η γενική τεχνητή νοημοσύνη, οι μη ανθρώπινες οντότητες, το έξυπνο λογισμικό, τα ψηφιακά τεχνουργήματα. Πώς συμβιώνουμε σε αυτό το περιβάλλον; Ποιες είναι οι σχέσεις, ποιες είναι οι αξίες, ποιες είναι οι ιδέες που θα καθοδηγήσουν τον ανθρώπινο βίο σε αυτό το νέο πλαίσιο; Και ο άλλος όρος που θέλω να αναφέρω είναι η ανθρωπόκαινος. Εδώ, οι μη ανθρώπινες, μη έμβιες οντότητες μας αντιμιλάνε. Οντότητες, από τις οποίες είχαμε στερήσει την ικανότητα εμπρόθετης δράσης (agency), έχουν αρχίσει να μας αντιμιλάνε, να αντιμιλάνε σε ποιους, σ’ εμάς που είμαστε τα μοναδικά όντα σε αυτόν τον πλανήτη που διαθέτουν ικανότητα εμπρόθετης δράσης! Και αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε ότι ο κόσμος είναι πιο περίπλοκος απ’ ό,τι νομίζαμε. Χρειαζόμαστε νέα εργαλεία, και όταν λέω νέα εργαλεία εννοώ όργανα και έννοιες, για να μπορέσουμε να καταλάβουμε αυτόν τον κόσμο και να τον βιώσουμε με ολοκληρωμένο τρόπο. Που μπορεί και να μην είναι ανθρώπινος αυτός ο τρόπος, να είναι μετανθρώπινος. Άρα, έχουμε μεγάλη ανάγκη τη συμπόρευση, την εκ νέου συμπόρευση της φιλοσοφίας με την τεχνολογία, προκειμένου να μπούμε σε μια διαδικασία παραγωγής νέων νοημάτων.

Τα τρία πράγματα που κατά τη γνώμη μου μπορούν να γίνουν σε αυτή τη φάση που βρισκόμαστε είναι: Πρώτον, η φιλοσοφία και η τεχνολογία να υπερβούν την ανταγωνιστική σχέση που προκλήθηκε από την υπαγωγή της τεχνολογίας στον καπιταλισμό και να δημιουργήσουν ένα κοινό πεδίο συζήτησης. Και για να υπερβούν αυτή την ανταγωνιστική σχέση, πρέπει να αρχίσουμε να βλέπουμε τα πράγματα που συμβαίνουν και που θα συμβούν με ανοιχτό μυαλό. Να πάψει να υψώνεται μπροστά μας ως απαγορευτικό τείχος η τεχνοφοβία, η οποία παραλύει τη σκέψη μας. Άρα, πρέπει να βρούμε τρόπους έντιμους και εγκάρδιους, ώστε η τεχνολογία και η φιλοσοφία να μπορέσουν να συνομιλήσουν. Νομίζω, και αυτή θα είναι και η μόνη μου αναφορά στο βιβλίο, ότι τα κείμενα που έχουμε περιλάβει στον τόμο είναι σε αυτή τη λογική. Δεν αναφέρονται καθόλου σε ψηφιακά ζητήματα ή στην ανθρωπόκαινο, αλλά είναι ακριβώς σε αυτή τη λογική της ανάκτησης μιας εγκάρδιας σχέσης μεταξύ των δύο πεδίων.

Το δεύτερο πράγμα που πρέπει να γίνει είναι ότι πρέπει να ανοίξει μια σοβαρή συζήτηση μεταξύ φιλοσοφίας και τεχνολογίας. Θα καταλάβετε τι αφορά η έμφαση στη λέξη «σοβαρή» μόλις πω την επόμενη φράση. Η μόνη χρήση μέχρι σήμερα της φιλοσοφίας για την κατανόηση των τεχνολογικών εξελίξεων και μεταβάσεων που βιώνουμε είναι μέσω της ηθικής. Παντού ακούμε για ηθική: Ηθική για την τεχνητή νοημοσύνη, ηθική για τα ζώα, ηθική για το περιβάλλον… Λες κι όλες οι διαστάσεις του φιλοσοφικού λόγου έχουν απορροφηθεί από την ηθική. Δεν διαφωνώ με τη χρήση της ηθικής, αλλά θεωρώ ότι πρέπει να ενεργοποιηθούν και οι άλλες μεγάλες δυνάμεις της φιλοσοφίας, που είναι η οντολογία και η γνωσιολογία. Αναφέρω πολύ γρήγορα δύο παραδείγματα: Πώς μαθαίνει η τεχνητή νοημοσύνη; Και τι μαθαίνουμε για τους τρόπους μάθησης, παρακολουθώντας την τεχνητή νοημοσύνη; Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για τεράστια συζήτηση. Δεύτερον, τι είναι η πληροφορία και τι είναι το πληροφοριακό υπόβαθρο της ύπαρξης; Τι σημαίνει ότι μοιραζόμαστε τον κόσμο με άλλες μη ανθρώπινες οντότητες, οι οποίες συμμετέχουν στο κοινό πληροφοριακό υπόβαθρο της ύπαρξης; Μεγάλες συζητήσεις, αλλά πρέπει να τις ανοίξουμε και να μην καταναλωνόμαστε αποκλειστικά στην ηθική. Καλή η ηθική, μας χρειάζεται οπωσδήποτε, αλλά η αποκλειστική έμφαση στην ηθική οδηγεί σε μια στενή κανονιστική αντίληψη. Για να το πω διαφορετικά, χρειαζόμαστε την πλήρη ενεργοποίηση της φιλοσοφίας.

Και το τρίτο στοιχείο, με το οποίο θα κλείσω αυτή την παρουσίαση, είναι το εξής: Ναι, η φιλοσοφία και η τεχνολογία θα πρέπει να το πάρουν απόφαση ότι θα βαδίσουν σε έναν κοινό δρόμο, αλλά αυτός δεν θα είναι ο κοινός δρόμος του παρελθόντος. Θα είναι ένας νέος δρόμος και –άλλη μια αναφορά στο βιβλίο– θα είναι ο δρόμος της πολιτικής. Το βιβλίο αρχίζει και τελειώνει με κείμενα του Langdon Winner. Ο Winner είναι από τους ανθρώπους που ξεκίνησαν την εμπειρική στροφή στη φιλοσοφία της τεχνολογίας με το περίφημο άρθρο του «Do artifacts have politics?» που δημοσιεύτηκε το 1980. Mε αυτό το κείμενο ξεκινάει και το βιβλίο. Kαι τελειώνει με το «Facing the Plague: Economic and Political Inequality», άρθρο του 2014, όπου ο Winner μιλάει ως πολιτικός επιστήμονας, χωρίς όμως να αποποιείται την ταυτότητα του φιλοσόφου της τεχνολογίας. Ο νέος κοινός δρόμος, τον οποίο θα βαδίσουν η φιλοσοφία και η τεχνολογία, είναι ο δρόμος της πολιτικής. Είναι ο δρόμος ενός οράματος που έρχεται από το μέλλον. Για να χρησιμοποιήσω μια τεχνολογική αναλογία, η συνεργασία μεταξύ τεχνολογίας και φιλοσοφίας δεν πρέπει να αποβλέπει σε έναν εξηγητικό, αλλά σε έναν κατασκευαστικό λόγο. Φιλοσοφία και τεχνολογία καλούνται να επεξεργαστούν από κοινού τις αρχές ενός σχεδίου για τον κόσμο που θέλουμε να χτίσουμε, για τον κόσμο που θέλουμε να φτιάξουμε με όλες αυτές τις δυνάμεις που έχουμε ενεργοποιήσει. Θα πρέπει να αποφασίσουμε, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι αν πρόκειται να αναπτυχθεί ένας γόνιμος διάλογος μεταξύ φιλοσοφίας και τεχνολογίας, αυτός θα έχει αναγκαστικά στη βάση του τη διάσταση του σχεδιασμού. Κι αυτή η διάσταση δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική. Δεν είναι βέβαιο ότι θα πετύχει, αλλά είναι το καλύτερο που έχουμε.

Σας ευχαριστώ!

Image credits: Athanasius Kircher, Mundus subterraneus, quo universae denique naturae divitiae, 1665 | Daragh Walsh Kennedy, Adrift in a sea of beings.

 

Φιλοσοφία της Τεχνολογίας

ΜΙΑ ΑΣΚΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

ΦΥΛΛΟΜΕΤΡΟΥΣΑ πρόσφατα τον συλλογικό τόμο που επιμελήθηκε η Shannon Vallor, The Oxford Handbook of Philosophy of Technology. Η Vallor είναι καθηγήτρια στο τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου και ειδική σε θέματα Ηθικής των Δεδομένων και Τεχνητής Νοημοσύνης. Επίσης, έχει διατελέσει πρόεδρος της Εταιρείας Φιλοσοφίας και Τεχνολογίας. Υπάρχει κάτι περίεργο με το συγκεκριμένο εκδοτικό εγχείρημα, το οποίο η Vallor χρησιμοποιεί ως αφετηρία για να στοχαστεί τη θέση της Φιλοσοφίας της Τεχνολογίας στον ακαδημαϊκό χάρτη: Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2022. Αυτό είναι δηλωτικό, παρατηρεί η Vallor, μιας καθυστερημένης πρόσληψης της Φιλοσοφίας της Τεχνολογίας. Ακριβέστερα (και τιμιότερα): μιας μακροχρόνιας απαξίωσης. Δεν είναι τυχαίο ότι τον ίδιο προβληματισμό εκφράζουν και κάποιοι από τους συγγραφείς που συμμετέχουν στον τόμο Φιλοσοφία της Τεχνολογίας. Μια κριτική επισκόπηση που επιμεληθήκαμε με τον Χαράλαμπο Κόκκινο (και κυκλοφόρησε κι αυτός το 2023): η Diane Michelfelder, ο Sven Hansson, ο Philip Brey, ακόμα και ο Don Ihde. Όταν γράφαμε την εισαγωγή στον δικό μας τόμο, αναρωτηθήκαμε, όπως και η Vallor, πώς εξηγείται αυτή η παραγνώριση τόσο από τα, ούτως ή άλλως ολιγάριθμα, τμήματα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης όσο και από την πλειονότητα των τμημάτων Φιλοσοφίας.

Σίγουρα ένας λόγος γι’ αυτό είναι ότι στα σύγχρονα ακαδημαϊκά προγράμματα των δυτικών πανεπιστημίων, το πεδίο που καλείται να καλύψει η Φιλοσοφία της Τεχνολογίας έχει σε σημαντικό βαθμό καταληφθεί από το πεδίο «Επιστήμη, Τεχνολογία, Κοινωνία», το γνωστό STS (Science, Technology and Society). Περισσότερο ελκυστικό και λιγότερο απαιτητικό από ένα αμιγώς φιλοσοφικό αντικείμενο, το STS έχει συγκεντρώσει το ενδιαφέρον πολλών μελετητών της τεχνολογίας, είτε αυτοί|ές βρίσκονται σε τμήματα επιστημών και τεχνολογίας είτε θεραπεύουν τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες. Η υπόρρητα πολιτική φύση του συγκεκριμένου πεδίου, εξάλλου, επιτρέπει σε πολλά από αυτά τα άτομα είτε να αρθρώσουν κριτικό λόγο (συχνά επηρεασμένο από την Κριτική Θεωρία) είτε να διεκδικήσουν μια θέση σε τμήματα πολιτικού σχεδιασμού διάφορων κρατικών ή ιδιωτικών φορέων που σχετίζονται με τις τεχνοεπιστήμες. Αυτό, όμως, δεν εξηγεί γιατί η Φιλοσοφία της Τεχνολογίας δεν έχει παρουσία ούτε στα τμήματα Φιλοσοφίας. Η αλήθεια είναι ότι, παρά τη στενή της συγγένεια με την Αναλυτική Φιλοσοφία, ούτε η Φιλοσοφία της Επιστήμης έχει βρει πραγματικά το δρόμο της στα τμήματα Φιλοσοφίας. Τα προγράμματα σπουδών αυτών των τμημάτων έχουν ισχυρή ροπή προς την παραδοσιακή διδασκαλία της Φιλοσοφίας (αρχαία, νεότερη, σύγχρονη) και, όπως φαίνεται τα τελευταία χρόνια, τα ανοίγματά τους προς τα ζητήματα της τεχνοεπιστήμης αφορούν είτε τις εξελίξεις στον χώρο των νευροεπιστημών (οι οποίες διασταυρώνονται με τη Φιλοσοφία του Νου) είτε τα οικοτεχνολογικά διλήμματα του σύγχρονου πολιτισμού (τα οποία αντιμετωπίζονται σχεδόν αποκλειστικά στο πλαίσιο της Ηθικής).

Οι τρέχουσες εξελίξεις, ωστόσο, αφορούν ένα ελάχιστο μέρος της δυνατής ιστορίας της Φιλοσοφίας της Τεχνολογίας. «Λογικά», η τεχνολογία ή, εν πάση περιπτώσει, η τεχνικότητα (για να θυμηθούμε τον Simondon) θα μπορούσαν να έχουν απασχολήσει την Φιλοσοφία από την αρχαιότητα. Ήδη, στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη έχουμε έναν φιλοσοφικά επεξεργασμένο λόγο περί τέχνης, παρατηρεί η Vallor. Όμως, ο λόγος αυτός δεν καταφέρνει ποτέ να συγκροτηθεί ως μια αυτόνομη περιοχή του φιλοσοφικού στοχασμού. Παραμένει περιθωριακός, συμπληρωματικός και υποτελής. Η αιτία γι’ αυτή την αρχέγονη παραγνώριση είναι κοινωνική – ταξική, θα μπορούσαμε να πούμε. Κανένας αξιοσέβαστος πολίτης δεν ασχολείται με τις χειρωνακτικές, δημιουργικές τέχνες. Κανένας αξιοσέβαστος πολίτης δεν λερώνει τα χέρια του και δεν κουράζει το μυαλό του για να βρει τεχνικές λύσεις σε προβλήματα της οικιακής ζωής, του δημόσιου βίου, του πολέμου… Αυτά είναι δουλειές για τα υποδεέστερα στρώματα της κοινωνίας. Για τους σκλάβους, τις γυναίκες και τους τεχνίτες. Δεν θα περίμενε κανείς από τους ανθρώπους που στοχάζονται τις αξίες της ιδανικής πολιτείας να αφιερώσουν χρόνο στις τέχνες των υποδεέστερων. Αντίθετα από τον κινέζικο πολιτισμό, ας σημειωθεί εν παρόδω, ο οποίος, στο πλαίσιο της κομφουκιανής παράδοσης, τιμά την ενασχόληση με τις πρακτικές τέχνες. Στους αντίποδες της ελληνορωμαϊκής παράδοσης της «φροντίδας του εαυτού», η οποία αποβλέπει στην καλλιέργεια του εαυτού ως ατομικής ψυχής που προσπαθεί να απαλλαγεί από το βάρος του υλικού κόσμου, ο κομφουκιανός τρόπος σκέψης θεωρεί ότι το ανθρώπινο ον συγκροτείται αποκλειστικά από τις κοινωνικές, πολιτικές και υλικές διαστάσεις της ύπαρξής του. Σε αυτό το πλαίσιο, η πρακτική ενασχόληση με τις ανάγκες της οικογένειας και της κοινότητας αποτελεί σημαντικό πεδίο έκφρασης του φιλοσοφικού βίου.

Continue reading