Υπέρ αλγορίθμων

ΣΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ σημείωμα εξέφρασα τη συμπάθειά μου στους αλγόριθμους και ισχυρίστηκα ότι το πρόβλημα με την αλγοριθμοποίηση της κοινωνικής ζωής δεν βρίσκεται στους αλγόριθμους καθαυτούς, αλλά στην ατομική ιδιοκτησία των αλγορίθμων. Εξού και το σύνθημα «Να απελευθερώσουμε τους αλγόριθμους!». Τι σημαίνει, όμως, στ’ αλήθεια αυτό το σύνθημα; Από τι να τους απελευθερώσουμε; Και τι θα κάνουν οι αλγόριθμοι όταν αποκτήσουν την ελευθερία τους; Ομολογώ ότι δεν έχω τις απαντήσεις. Μου φαίνεται όμως λογικό να ισχυριστώ κάτι τέτοιο, για πολλούς λόγους.

Κατ’ αρχάς, δεν θα ήταν λογικό να θέλουμε να ξεφορτωθούμε τους αλγόριθμους που μας έχουν συντροφέψει στο μεγαλύτερο μέρος της Ιστορίας μας. Όχι για συναισθηματικούς, αλλά για πρακτικούς λόγους. Η οργάνωση των κοινωνιών έχει στηριχτεί σε τεράστιο βαθμό στη διάχυση της γνώσης μέσω των αλγορίθμων. Η έξωση των αλγορίθμων από την κοινωνική ζωή είναι απλώς αδιανόητη. Θα μπορούσαμε, βέβαια, να ισχυριστούμε ότι υπάρχουν καλοί και κακοί αλγόριθμοι. Αλγόριθμοι, οι οποίοι μας βοηθούν, πράγματι, να διεκπεραιώνουμε τις εργασίες της καθημερινής ζωής και τα καθήκοντα της διακυβέρνησης και αλγόριθμοι που συνεργάζονται με συστήματα επιτήρησης, υποκλοπής δεδομένων και συμπεριφορικού ελέγχου. Εμείς θα πρέπει να περιορίσουμε τη δράση των δεύτερων. Ωστόσο, πέρα από το επιστημολογικά ανούσιο δίλημμα «καλό μαχαίρι-κακό μαχαίρι» που αναπαράγει αυτή η αντιδιαστολή, δεν φαίνεται να υποδεικνύει έναν ασφαλή τρόπο διάκρισης μεταξύ των δυο κατηγοριών.

Ποιοι είναι οι «κακοί» αλγόριθμοι; Είναι οι αλγόριθμοι που έχουν ψηφιακό «σώμα» και, άρα, ανήκουν στην κατηγορία των μηχανών χειραγώγησης; Όμως, όλοι οι συμβατικοί αλγόριθμοι έχουν αποκτήσει πλέον ψηφιακό «σώμα» ­– μπορούν, δηλαδή,­ να γραφούν υπό μορφή κώδικα και να ενσωματωθούν σε υπολογιστικά συστήματα που εκτελούν λειτουργίες επιτήρησης και συμπεριφορικού ελέγχου. Ένας απλός αλγόριθμος κατάταξης αποτελεί συχνά την καρδιά τέτοιων συστημάτων. Θα πρέπει, γι’ αυτό τον λόγο, να εξαιρέσουμε τους αλγορίθμους κατάταξης από την κοινωνική ζωή ή να τους στερήσουμε τη δυνατότητα να αποκτούν ψηφιακή υπόσταση;

Το πιο σοβαρό πρόβλημα με τους ψηφιακούς αλγόριθμους, όμως, έγκειται στο ότι είναι δύσκολο να τους ορίσουμε ως τεχνουργήματα, ως αντικείμενα προορισμένα να εκτελούν μια συγκεκριμένη λειτουργία. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, προκειμένου να λειτουργήσουν σε ψηφιακά περιβάλλοντα, οι αλγόριθμοι πρέπει να κοινωνικοποιηθούν. Αφενός, πρέπει να επικοινωνήσουν μεταξύ τους και να κατανοήσουν ο ένας τον άλλο, ώστε να μπορέσουν να συνεργαστούν και να συγχρονίσουν τις ενέργειές τους. Αφετέρου, πρέπει να επικοινωνήσουν με τους χρήστες και να κατανοήσουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους, ώστε να προσαρμόσουν τις λειτουργίες τους στις απαιτήσεις τής μεταξύ τους αλληλεπίδρασης. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσουμε πλέον να αντιμετωπίζουμε τους ψηφιακούς αλγόριθμους ως πειθήνια εργαλεία στα χέρια των «κακών» και να αρχίσουμε να τους βλέπουμε ως (ανοίκειες, έστω) μορφές νόησης, η λειτουργία των οποίων εισάγει το στοιχείο της κοινωνικής επιτελεστικότητας στον κόσμο των μηχανών.

Αναφορές
Beer, D. (2017). The social power of algorithms. Information, Communication & Society, 20(1), 1-13.
Bucher, T. (2017). The algorithmic imaginary: exploring the ordinary affects of Facebook algorithms. Information, Communication & Society, 20(1), 30-44.
Kitchin, R. (2017). Thinking critically about and researching algorithms. Information, Communication & Society, 20(1), 14-29.
Neyland, D. & Möllers, N. (2017). Algorithmic IF  … THEN rules and the conditions and consequences of power. Information, Communication & Society, 20(1), 45-62.
Parisi, L. (2015). Instrumental Reason, Algorithmic Capitalism, and the Incomputable. Στο M. Pasquinelli (ed.), Alleys of Your Mind: Augmented Intelligence and Its Traumas (125-37). Lüneburg: meson press.
Pasquale, F. (2015). The Black Box Society: The Secret Algorithms that Control Money and Information. Κέιμπριτζ, ΜΑ: Harvard University Press.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 127, στις 19 Φεβρουαρίου 2022.

IMAGE CREDIT: Theo van Doesburg, Mouvement héroïque, 1916.

Νοσταλγία

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΟΙ ΨΗΦΙΑΚΟΙ ΙΘΑΓΕΝΕΙΣ και οι ψηφιακοί μετανάστες. Οι πρώτοι/ες είναι όσοι/ες γεννήθηκαν με τον αντίχειρα κολλημένο στην οθόνη του κινητού, να σκρολάρουν τον λογαριασμό τους στα social [σκέτο] και να διαλέγουν τζιφάκια για να μοιραστούν τα συναισθήματά τους με τους φίλους τους. Οι δεύτεροι/ες είναι όσοι/ες κρεμάνε σεμεδάκι στην οθόνη του υπολογιστή τους και πληκτρολογούν κείμενα με την ίδια επιμέλεια που παλαιότερα τα έγραφαν σε μπλε τετράδια. Οι digital natives θα σου γράψουν «*όμορφο» για να διορθώσουν το «άμορφο» του τελευταίου μηνύματός τους, ενώ οι digital immigrants θα έχουν ενεργοποιημένο τον διορθωτή και θα πηγαίνουν μπρος-πίσω βάζοντας κόμματα, ώστε να στείλουν ένα τέλεια συνταγμένο και ορθογραφημένο μήνυμα. Οι πρώτοι θα «φλεξάρουν» και θα «λοουντάρουν», ενώ οι δεύτεροι μετά βίας θα «τζαμάρουν» (κι αυτό στην πάμπ, όχι στον υπολογιστή) ή θα «μπουτάρουν», αλλά μέχρι εκεί – η γλωσσική ευπρέπεια έχει τα όριά της.

Το ψηφιακό χάσμα έχει να κάνει με την εξοικείωση των χρηστών με τη «γλώσσα των νέων μέσων» (κλέβω τον όρο από τον τίτλο του θρυλικού βιβλίου του Lev Manovich). Οι ψηφιακοί ιθαγενείς είναι εκ γενετής εξοικειωμένοι με τους κώδικες επικοινωνίας και τις δημιουργικές δυνατότητες των ψηφιακών μέσων, ενώ η προηγούμενη γενιά έμαθε να σκέφτεται με το μολύβι στο χέρι και χρειάστηκε να εκπαιδευτεί εκ νέου στη χρήση των ψηφιακών μέσων. Ή τουλάχιστον αυτό είναι το κυρίαρχο αφήγημα. Γιατί η καθαρή εικόνα του ψηφιακού χάσματος αρχίζει να θολώνει αν περιλάβουμε σε αυτή μια ιδιότητα που μοιράζονται και οι δύο κοινότητες: τη νοσταλγία. Τόσο για τους/ις digital immigrants όσο και για τους/ις digital natives, υπάρχει μια εποχή αθωότητας, η οποία εκτοπίστηκε βίαια είτε από την έλευση αυτή καθαυτή του ψηφιακού είτε από την ανάδυση δυνατοτήτων και μέσων που αποστραγγίζουν την ποίηση της καθημερινότητας. Οι ψηφιακοί ιθαγενείς του σήμερα νοσταλγούν την αθωότητα και την βραδύτητα των πρώτων ψηφιακών παιχνιδιών, με τον ίδιο τρόπο που οι προσομοιώσεις του Matrix νοσταλγούν τον γυμνό κώδικα των Atari και Commodore της δεκαετίας των ’80. Οι ροές των πράσινων συμβόλων που διατρέχουν την οθόνη παραπέμπουν σε μια καθησυχαστική αισθητική και στην ψευδαίσθηση του ελέγχου.

Η νοσταλγία ενός μονίμως διαφεύγοντος «πραγματικού» είναι στενά συνυφασμένη με τη διαδικασία ανάδυσης του ψηφιακού. Η εμμονική προσπάθεια οριοθέτησης της ψηφιακής δυνητικότητας που αναπτύσσεται και στις δύο πλευρές του ψηφιακού χάσματος αποτυπώνει την επιθυμία των υποκειμένων να παραγάγουν νοήματα που παραπέμπουν σε οικείες πολιτισμικές μορφές και τους διασφαλίζουν τη βεβαιότητα της συμμετοχής σε έναν αντικειμενικό, διαμοιραζόμενο κόσμο. Η νοσταλγία είναι το μπλε χάπι που κρατάει τους ανθρώπους δεσμευμένους στο αφήγημα μιας εκ των προτέρων δεδομένης πραγματικότητας και τους εμποδίζει να αποδεχτούν το γεγονός ότι οι κόσμοι στους οποίους κατοικούν είναι εξ ολοκλήρου προϊόντα της δικής τους επιτελεστικότητας.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 125, στις 22 Ιανουαρίου 2022.

Αμφισημία

ΟΧΙ, η πληροφορία δεν παραβιάζει τους νόμους της θερμοδυναμικής. Στο προηγούμενο σημείωμα έγραφα ότι η πληροφορία, αντίθετα από την ύλη και την ενέργεια, είναι το μόνο πράγμα που αυξάνεται στο σύμπαν. Μπορεί, ασφαλώς, κάποιος να διαφωνήσει ισχυριζόμενος ότι η πληροφορία δεν είναι κάτι διαφορετικό από την ύλη και την ενέργεια – ότι είναι απλώς μία από τις μεταμορφώσεις της ενέργειας. Και κάποιος άλλος να του απαντήσει ότι η αναγωγή του νοήματος στην ενέργεια δεν είναι έγκυρη: «A unit of information is a difference which makes a difference», έγραφε ο George Bateson το 1972. Μολονότι ο ορισμός μοιάζει με τον ορισμό της διαφοράς δυναμικού που ευθύνεται για την παραγωγή έργου, η ενέργεια απουσιάζει εντελώς, και τη θέση της παίρνει το νόημα. Το θέμα μου, ωστόσο, δεν είναι ο πληροφοριακός δομικός ρεαλισμός του Luciano Floridi ούτε το «it from bit» του John Wheeler. Είναι η γνωσιολογική χρησιμότητα της αμφισημίας.

Τη δεκαετία του 1960 έκανε την εμφάνισή του ο όρος «δύο κουλτούρες», για να δηλώσει το χάσμα ανάμεσα στις θετικές, από τη μία πλευρά, και τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές, από την άλλη, επιστήμες. Η διάκριση, ασφαλώς, υπήρχε ήδη επί δεκαετίες και το ομώνυμο βιβλίο του C. P. Snow ήρθε απλώς να καταγράψει  το φαινόμενο. Από τη μια ο κόσμος του λόγου κι από την άλλη ο κόσμος του συναισθήματος· από τη μια ο κόσμος της αυστηρής μεθοδολογίας κι από την άλλη ο κόσμος της ενσυναίσθησης και της συμμετοχής· από τη μια ο κόσμος των αντικειμενικών φυσικών νόμων κι από την άλλη ο κόσμος των απρόβλεπτων ανθρώπινων φαινομένων. Η αντικειμενικότητα απέναντι στην ενδεχομενικότητα.

Στα χρόνια του μεσοπολέμου, ωστόσο, άρχισαν να αποκτούν κεντρική σημασία κάποιες αμφίσημες έννοιες: Η εμπειρία, ο χρόνος, η πληροφορία, η επικοινωνία. Η αμφισημία των συγκεκριμένων εννοιών έγκειται στο γεγονός ότι καθεμιά από αυτές ανήκει και στις δύο περιοχές –και στην περιοχή των θετικών και στη περιοχή των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών– αλλά σε κάθε περιοχή έχει διαφορετικό νόημα. Η εμπειρία της πειραματικής ψυχολογίας και η εμπειρία της Φαινομενολογίας. Ο  χρόνος του Αϊνστάιν και ο χρόνος του Bergson. Η πληροφορία των μηχανικών και η πληροφορία των γλωσσολόγων. Η επικοινωνία των πληροφορικών και η επικοινωνία των κοινωνιολόγων. Μολονότι πάντα υπήρχε διάλογος ανάμεσα στις δύο κουλτούρες, η έμφαση δόθηκε περισσότερο στην αυστηρή περιχαράκωση της κάθε έννοιας στο αντίστοιχο πεδίο, ώστε να μην συγχέεται με την ομώνυμή της στο άλλο πεδίο, παρά στην αξιοποίηση της διπολικής τους φύσης.

Θα μπορούσαμε, άραγε, να σκεφτούμε μια μορφή γνώσης που να κάνει το ακριβώς αντίθετο; Αντί, δηλαδή, να εκκινεί από τη διχοτόμηση και την εσωτερική οριοθέτηση των εννοιών, να θεμελιώνεται στην εξερεύνηση της ίδιας της αμφισημίας τους; Ποια θα ήταν η εικόνα του κόσμου που θα προέκυπτε από μια τέτοια επιστήμη;

Αναφορές
Bateson, G. (1972). Steps to an Ecology of Mind. New York: Ballantine Books.
Bergson, H. (1999). Duration and Simultaneity: Bergson and the Einsteinian Universe. Manchester: Clinamen Press Ltd 1999.
Floridi, L. (2008). A defense of informational structural realism. Synthese 161, 219-53.
Snow, C. P. (1962). The two cultures and the scientific revolution; the Rede lecture, 1959. Cambridge: Cambridge University Press.
Wheeler, J. A. (2018). Information, physics, quantum: The search for links. Στο A. J. G. Hey (επιμ.), Feynman and Computation. Exploring the Limits of Computers. Boca Raton, FL: CRC Press.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 123, στις 18 Δεκεμβρίου 2021.