Δέλτα, όπως Δημοσιογραφία

Δεν το ρωτήσαμε ποτέ μέχρι σήμερα: Τι ρόλο έπαιξε η δημοσιογραφία στην αντιμετώπιση της πανδημίας; Και δεν το ρωτήσαμε γιατί η απάντηση μοιάζει προφανής: Συνέβαλε αποφασιστικά, αφενός στην ενημέρωση «του κόσμου» και, αφετέρου, στην αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης που διακινούν διάφορες ομάδες ανεύθυνων «αρνητών». Ο Τύπος έπαιξε τον ρόλο του ως πυλώνας της Δημοκρατίας και ήρθη με αυτοθυσία στο ύψος των περιστάσεων, προκειμένου να υπερασπιστεί το κοινό καλό και το δημόσιο συμφέρον (το τελευταίο αφορά τον ανελαστικά χαμηλό αριθμό των νοσοκομειακών κλινών). Φυσικά, στο πλαίσιο της ελευθερίας της έκφρασης έδωσε χώρο και σε κάποιες φωνές που κινούνταν αντίθετα στο ρεύμα αλλά, λόγω του επείγοντος χαρακτήρα της κατάστασης, η έμφαση δόθηκε στην ομόφωνη και αδιαμφισβήτητα έγκυρη γνώμη των ειδικών που ανέλαβαν (με εκ των προτέρων υπεσχημένη ασυλία) να λάβουν τις κρίσιμες αποφάσεις για τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης.

ΔΥΣΤΥΧΩΣ, η πραγματικότητα απέχει πολύ από αυτή την ειδυλλιακή περιγραφή. Οι δύο πυλώνες στους οποίους στηρίχτηκαν τα ελληνικά, τουλάχιστον, ΜΜΕ δεν είναι η υπεύθυνη ενημέρωση και ο έλεγχος της παραπληροφόρησης, αλλά η προχειρότητα και η χειριστικότητα. Όπως συνέβη και στην περίπτωση της οικονομικής κρίσης, οι φορείς της «έγκυρης ενημέρωσης» παρήγαγαν πολύ περισσότερα fake news από αυτούς που (ορθά) κατηγορούνται ως διακινητές πλαστών ειδήσεων. Η συντριπτική πλειονότητα των ειδήσεων που διακινήθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας ήταν κατά λέξη αναπαραγωγή ανακοινώσεων, τηλεοπτικών δηλώσεων και δελτίων τύπου, από ανθρώπους που αδυνατούσαν να καταλάβουν το περιεχόμενό τους, πόσο μάλλον να ελέγξουν την εγκυρότητά τους και να αρθρώσουν κριτικό λόγο, όπως θα όφειλε να κάνει κάθε σοβαρός/ή δημοσιογράφος. Καμία πραγματική επιστημονική ενημέρωση (την criοποία, εξάλλου, ούτε οι επιτροπές και οι μεγαλόσχημες περσόνες των μίντια παρείχαν) και καμιά προσπάθεια να προσφέρουν «στον κόσμο» τα εργαλεία να κατανοήσει, να κρίνει και να αποφασίσει. Ανορθόγραφες, ασύντακτες, ασυνάρτητες, αποσπασματικές και ατεκμηρίωτες αναφορές που ψάρευαν από την καθημερινή ενημέρωση των συντακτών ή μετέφραζαν όπως όπως από ξένα έντυπα ήταν το μόνο που είχαν να προσφέρουν οι δημοσιογράφοι στους πολίτες που αγωνίζονταν να επαναπροσδιορίσουν το νόημα της Δημοκρατίας σε συνθήκες κρίσης.

Και για όσες και όσους επέμεναν να εκτεθούν στην επισφάλεια της κριτικής σκέψης επιστρατευόταν χωρίς δισταγμό ο εκφοβισμός της απόκλισης από την κανονικότητα. Η έκτακτη συνθήκη δεν μας επιτρέπει να αποκλίνουμε από τα «συνετά» πρότυπα διαβίωσης, ούτε καν να διανοηθούμε κάτι τέτοιο. There is no alternative! Όποιος/α εγείρει αντιρρήσεις σε συνθήκες πανδημίας είναι «εχθρός του λαού» και κατατάσσεται με συνοπτικές διαδικασίες στους «αρνητές». Εξάλλου, ο ένας λόγος των ειδικών είναι πολύ πιο διαχειρίσιμος και αποτελεσματικός από την πολυ-λογία και την αμφιταλάντευση της Δημοκρατίας!

Η πανδημία του κορωνοϊού, αργά ή γρήγορα θα υποχωρήσει· η απειλή για τη Δημοκρατίας, όμως, θα παραμείνει και θα συνεχίσει να υποθάλπεται από μια σοβαρά νοσούσα δημοσιογραφία.

Καλό καλοκαίρι!

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 115, στις 31 Ιουλίου 2021.

Δυστοπίες

ΤΑ ΣΕΝΑΡΙΑ των περισσότερων ταινιών επιστημονικής φαντασίας περιγράφουν ένα δυστοπικό μέλλον, όπου μια ομάδα ανθρώπων προσπαθεί να διασφαλίσει την επιβίωση του ανθρώπινου πολιτισμού απέναντι σε μια εχθρική απειλή. Όλο και συχνότερα αυτή η απειλή προέρχεται από τον ίδιο τον άνθρωπο και τη δυνατότητά του να επιδράσει σε πλανητική κλίμακα. Τα μέσα με τα οποία τον εξοπλίζει η τεχνολογία είναι τέτοια που, για πρώτη φορά στην ιστορία, τού επιτρέπουν να επιφέρει αλλαγές γεωλογικής κλίμακας. Ως εκ τούτου, ζούμε καθημερινά με τον φόβο της επικείμενης καταστροφής.

Δεν είναι η πρώτη φορά που εμφανίζεται αυτός ο φόβος στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού. Το φαινόμενο έχει πάρει το όνομα fin de siècle, εξαιτίας του γεγονότος ότι εμφανιζόταν συστηματικά στο γύρισμα των αιώνων με τη μορφή μαζικού ψυχωσικού φόβου για το επικείμενο τέλος του κόσμου. Η χιλιαστική παράδοση του Χριστιανισμού, αλλά και του Ισλάμ αποτελούν το υπόβαθρο αυτού του φόβου, πάντοτε σε συνδυασμό με μεγάλες κοινωνικές και πολιτισμικές ανακατατάξεις. Η τελευταία μεγάλη εκδήλωση αυτού του φαινομένου ήταν στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν η μαζική τεχνοφοβία έδωσε ώθηση στην ανάδυση ανορθολογικών αντιλήψεων για τη φύση και τον άνθρωπο, αλλά και νέων μορφών καλλιτεχνικής έκφρασης και φιλοσοφικού στοχασμού. Η λεγόμενη πρώτη κρίση της νεωτερικότητας γέννησε πολιτισμό, αλλά και τέρατα.

Η διαφορά στις μέρες μας είναι ότι αυτός ο φόβος μοιάζει να εγκαθίσταται στην καθημερινότητα ως συστατικό στοιχείο του τεχνοεπιστημονικού πολιτισμού. Η αλήθεια είναι ότι και πάλι η κορύφωση συμπίπτει με το γύρισμα του αιώνα, αλλά η κλιμάκωση άρχισε από πολύ νωρίς (από τη δεκαετία του 1960) και δεν δείχνει σημάδια υποχώρησης. Αντίθετα, καλλιεργεί μια μόνιμη αίσθηση μηδαμινότητας στο ατομικό επίπεδο και τη θετικιστική κατάφαση του αναπόδραστου στο πολιτικό επίπεδο. Εξού και η αποτύπωσή της στα κάθε είδους σενάρια δυστοπιών: «Όλα είναι ανώφελα, αν ο τόπος της τελικής άφιξης δεν μπορεί παρά να είναι η κολασμένη πόλη, κι είναι εκεί που μας τραβάει το ρεύμα, με κύκλους που όλο και στενεύουν», είπε ο Κουμπλάι Χαν. Και ο Μάρκο Πόλο απάντησε: «Η κόλαση των ζωντανών δε είναι κάτι που θα υπάρξει· αν υπάρχει μία, είναι αυτή που βρίσκεται ήδη εδώ, η κόλαση που κατοικούμε κάθε μέρα, που φτιάχνουμε με το να ζούμε μαζί. Δυο τρόποι υπάρχουν για να γλυτώσεις από το μαρτύριό της. Ο πρώτος είναι εύκολος σε πολλούς: δέξου την κόλαση και γίνε μέρος της έτσι που να μην τη βλέπεις πια. Ο δεύτερος είναι επικίνδυνος και απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση και γνώση: ψάξε και μάθε ν’ αναγνωρίζεις ποιος και τι, στη μέση της κόλασης, δεν είναι κόλαση, κι αυτά κάνε να διαρκέσουν, δώσ’ τους χώρο» (Ί. Καλβίνο, Αόρατες Πόλεις, μετάφραση Ε. Γ. Ασλανίδης και Σ. Καπογιαννοπούλου).

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 19, στις 10.6.2017.