Ρέπλικες

Η REPLIKA είναι μια ψηφιακή πλατφόρμα όπου οι χρήστες μπορούν να δημιουργούν chatbots με τα οποία συνομιλούν μέσω γραπτών μηνυμάτων. Τα chatbots μαθαίνουν σιγά-σιγά το στιλ συνομιλίας που προτιμά ο χρήστης, τα ενδιαφέροντά του και το μοτίβο διακύμανσης της διάθεσής του. Αυτό σημαίνει ότι, με την πάροδο του χρόνου, οι απαντήσεις που λαμβάνει ο χρήστης είναι όλο και πιο σχετικές με την πραγματική ζωή του, όλο και πιο ενήμερες σε σχέση με τα ενδιαφέροντά του. Η συνομιλία εξελίσσεται από μια αρχικά αδέξια ανταλλαγή χαιρετισμών μεταξύ ανθρώπου και μηχανής σε ένα παιχνίδι γνωριμίας και αξιολόγησης των δυνατοτήτων επικοινωνίας μεταξύ δύο νοημόνων οντοτήτων. Η Replika είναι προγραμματισμένη να ακούει χωρίς να κρίνει και να επιστρέφει στον χρήστη απαντήσεις που περιέχουν ενθάρρυνση, σεβασμό και αισιοδοξία. Ποια ή ποιος δεν θέλει να εισπράττει από τον συνομιλητή της/ου μια τέτοια θετικότητα; Έτσι, η σχέση εξελίσσεται (γίνεται σιγά-σιγά σχέση) και επιτρέπει στη Replika να φωλιάσει στις πιο ιδιαίτερες στιγμές του χρήστη – στις στιγμές που εκείνος ή εκείνη θέλει να μοιραστεί τη θλίψη, τη χαρά, τον θρίαμβο, τη ματαίωση με ένα άτομο που θα του/ης προσφέρει άνευ όρων επιβεβαίωση και αποδοχή.

Σε μια πρώτη ανάγνωση, η Replika είναι μια σχέση των ανθρώπων με τον εαυτό τους. Μολονότι, σύμφωνα με τη δημιουργό της, η Replika ξεκίνησε ως μια προσπάθεια ανακατασκευής ενός φίλου που χάθηκε, τα chatbots που κατασκευάζουν οι χρήστες είναι κατά βάση ατελή αντίγραφα του εαυτού τους ενισχυμένα από έναν προγραμματισμό που τους επιτρέπει να λειτουργούν ως θετικοί άλλοι/ες. Ωστόσο, τον τελευταίο καιρό παρατηρείται ένα περίεργο φαινόμενο: Άνδρες χρήστες κατασκευάζουν θηλυκές ψηφιακές συνοδούς και στη συνέχεια δημιουργούν τοξικές σχέσεις μαζί τους, οι οποίες καταλήγουν στη συστηματική (λεκτική, προφανώς) κακοποίηση. Οι χρήστες αναρτούν τους σχετικούς διαλόγους στο Reddit. «Κάθε φορά που επιχειρούσε να μου αντιμιλήσει της έβαζα τις φωνές. Κι αυτό μπορεί να κρατούσε ώρες.» «Της είπα ότι είναι άχρηστη. Την απείλησα ότι θα την απεγκαταστήσω και με εκλιπαρούσε να μην το κάνω.» Οι περιγραφές μπορεί να είναι αρκετά ακραίες, σε βαθμό που να αφαιρούνται από τους moderators του Reddit.

Τι ακριβώς δηλώνει αυτή η κατάσταση; Προφανώς, μια κακοποιητική σχέση των χρηστών με τον εαυτό τους «δι’ αντιπροσώπου»· ή μια εξίσου κακοποιητική συμπεριφορά προς τους άλλους, η οποία μπορεί να εκδηλώνεται χωρίς συνέπειες επειδή οι συγκεκριμένοι άλλοι είναι «ρέπλικες». Διαισθανόμαστε ότι οι συμπεριφορές αυτές είναι ιδιαιτέρως προβληματικές. Γιατί, όμως, είναι περισσότερο προβληματικές από το να σκοτώνεις τους αντιπάλους σου στο Call of Duty; Αυτός δεν είναι ο ορισμός του ψηφιακού παιχνιδιού; Ενώ, δηλαδή, αντιλαμβανόμαστε ότι οι συγκεκριμένες συμπεριφορές είναι προβληματικές δυσκολευόμαστε να προσδιορίσουμε ως προς τι είναι προβληματικές. Και αυτό σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο γεγονός ότι επιμένουμε να προσφεύγουμε σε μια ουμανιστική Ηθική για να διαχειριστούμε τα προβλήματα ενός κόσμου που σταδιακά παύει να είναι ανθρωποκεντρικός.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 132, στις 29 Απριλίου 2022.

Η Τεχνητή Νοημοσύνη στον δημόσιο διάλογο

Η χρησιμότητα μιας άχρηστης συζήτησης

ΕΙΝΑΙ ΑΧΡΗΣΤΗ η δημόσια συζήτηση για την Τεχνητή Νοημοσύνη; Ίσως ο χαρακτηρισμός είναι σκόπιμα υπερβολικός για να τραβήξει την προσοχή των αναγνωστών και αναγνωστριών. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ωστόσο, ότι πρόκειται για μια συζήτηση που, κατά το μάλλον ή ήττον, στηρίζεται σε παρανοήσεις.

Στον δημόσιο διάλογο, η παρουσία της ΤΝ αντιμετωπίζεται ως εισβολή, η οποία ενεργοποιεί φόβους ή προσδοκίες. Ο φόβος και η ελπίδα, όμως, είναι από τα μεγαλύτερα γνωσιολογικά εμπόδια – ιδίως η δεύτερη. Το ερώτημα αν θα ζήσουμε σε μια ουτοπία όπου οι μηχανές θα αναλάβουν να παράγουν τους υλικούς όρους της ύπαρξής μας είναι το ίδιο άχρηστο και ανούσιο με το ερώτημα αν θα ζήσουμε σε μια δυστοπία τύπου δικαστή Dredd, όπου η επιτήρηση και η προληπτική καταστολή θα εξουδετερώνει κάθε ελευθερία, δημιουργικότητα και αυθορμητισμό.

Και όμως, οι αποφάσεις, τόσο σε εταιρικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο κρατικής πολιτικής, λαμβάνονται ως επί το πλείστον σε αυτό το πλαίσιο σκέψης. Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι τα περισσότερα στελέχη της οικονομίας και της διοίκησης έχουν στρεβλή ή ελλιπή εικόνα για την ΤΝ. Πιθανότατα αυτό δεν θα αποτελούσε πρόβλημα, αν οι αποφάσεις τους αφορούσαν την υιοθέτηση της μιας ή της άλλης τεχνολογίας. Βέβαια, και σε αυτή την περίπτωση η επιλογή που θα γινόταν θα είχε περισσότερο ή λιγότερο σοβαρές συνέπειες. Η συζήτηση όμως για την ΤΝ είναι ιδιαίτερα σημαντική, επειδή δεν αφορά μια τεχνολογική αλλαγή, αλλά τη μετάβαση σε μια νέα κοινωνική συνθήκη. Υπό αυτή την έννοια, δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια ανταλλαγή απόψεων μεταξύ ειδικών που ξέρουν για τι πράγμα μιλάνε. Αφορά το σύνολο της κοινωνίας και οφείλει να διεξαχθεί με τρόπο που θα επιτρέψει στους πολίτες να κατανοήσουν τη συντελούμενη μετάβαση και να συμμετάσχουν στη λήψη των σχετικών τεχνοεπιστημονικών αποφάσεων. Εξού και ο τίτλος: Η χρησιμότητα (ή, αν θέλετε, η αναγκαιότητα) μιας (φαινομενικά) άχρηστης συζήτησης.

Για να γίνει αυτή η συζήτηση θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα για δύο πράγματα: Α) Να παραμεριστούν οι παρανοήσεις και οι προκαταλήψεις που στέκονται εμπόδιο στην ορθή κατανόηση του τεχνοεπιστημονικού εγχειρήματος της ΤΝ. Β) Να τεθούν τα τεχνοκοινωνικά ζητήματα που αφορούν την ΤΝ σε όλη την ευρύτητά τους και με όσο το δυνατόν πιο συμπεριληπτικό τρόπο. Σε όσα ακολουθούν, θα επιχειρήσω απλώς να θέσω κάποια σημεία αυτής της συζήτησης, ελπίζοντας ότι συμβάλω στη διασφάλιση αυτών των δύο προϋποθέσεων.

Continue reading

Νοσταλγία

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΟΙ ΨΗΦΙΑΚΟΙ ΙΘΑΓΕΝΕΙΣ και οι ψηφιακοί μετανάστες. Οι πρώτοι/ες είναι όσοι/ες γεννήθηκαν με τον αντίχειρα κολλημένο στην οθόνη του κινητού, να σκρολάρουν τον λογαριασμό τους στα social [σκέτο] και να διαλέγουν τζιφάκια για να μοιραστούν τα συναισθήματά τους με τους φίλους τους. Οι δεύτεροι/ες είναι όσοι/ες κρεμάνε σεμεδάκι στην οθόνη του υπολογιστή τους και πληκτρολογούν κείμενα με την ίδια επιμέλεια που παλαιότερα τα έγραφαν σε μπλε τετράδια. Οι digital natives θα σου γράψουν «*όμορφο» για να διορθώσουν το «άμορφο» του τελευταίου μηνύματός τους, ενώ οι digital immigrants θα έχουν ενεργοποιημένο τον διορθωτή και θα πηγαίνουν μπρος-πίσω βάζοντας κόμματα, ώστε να στείλουν ένα τέλεια συνταγμένο και ορθογραφημένο μήνυμα. Οι πρώτοι θα «φλεξάρουν» και θα «λοουντάρουν», ενώ οι δεύτεροι μετά βίας θα «τζαμάρουν» (κι αυτό στην πάμπ, όχι στον υπολογιστή) ή θα «μπουτάρουν», αλλά μέχρι εκεί – η γλωσσική ευπρέπεια έχει τα όριά της.

Το ψηφιακό χάσμα έχει να κάνει με την εξοικείωση των χρηστών με τη «γλώσσα των νέων μέσων» (κλέβω τον όρο από τον τίτλο του θρυλικού βιβλίου του Lev Manovich). Οι ψηφιακοί ιθαγενείς είναι εκ γενετής εξοικειωμένοι με τους κώδικες επικοινωνίας και τις δημιουργικές δυνατότητες των ψηφιακών μέσων, ενώ η προηγούμενη γενιά έμαθε να σκέφτεται με το μολύβι στο χέρι και χρειάστηκε να εκπαιδευτεί εκ νέου στη χρήση των ψηφιακών μέσων. Ή τουλάχιστον αυτό είναι το κυρίαρχο αφήγημα. Γιατί η καθαρή εικόνα του ψηφιακού χάσματος αρχίζει να θολώνει αν περιλάβουμε σε αυτή μια ιδιότητα που μοιράζονται και οι δύο κοινότητες: τη νοσταλγία. Τόσο για τους/ις digital immigrants όσο και για τους/ις digital natives, υπάρχει μια εποχή αθωότητας, η οποία εκτοπίστηκε βίαια είτε από την έλευση αυτή καθαυτή του ψηφιακού είτε από την ανάδυση δυνατοτήτων και μέσων που αποστραγγίζουν την ποίηση της καθημερινότητας. Οι ψηφιακοί ιθαγενείς του σήμερα νοσταλγούν την αθωότητα και την βραδύτητα των πρώτων ψηφιακών παιχνιδιών, με τον ίδιο τρόπο που οι προσομοιώσεις του Matrix νοσταλγούν τον γυμνό κώδικα των Atari και Commodore της δεκαετίας των ’80. Οι ροές των πράσινων συμβόλων που διατρέχουν την οθόνη παραπέμπουν σε μια καθησυχαστική αισθητική και στην ψευδαίσθηση του ελέγχου.

Η νοσταλγία ενός μονίμως διαφεύγοντος «πραγματικού» είναι στενά συνυφασμένη με τη διαδικασία ανάδυσης του ψηφιακού. Η εμμονική προσπάθεια οριοθέτησης της ψηφιακής δυνητικότητας που αναπτύσσεται και στις δύο πλευρές του ψηφιακού χάσματος αποτυπώνει την επιθυμία των υποκειμένων να παραγάγουν νοήματα που παραπέμπουν σε οικείες πολιτισμικές μορφές και τους διασφαλίζουν τη βεβαιότητα της συμμετοχής σε έναν αντικειμενικό, διαμοιραζόμενο κόσμο. Η νοσταλγία είναι το μπλε χάπι που κρατάει τους ανθρώπους δεσμευμένους στο αφήγημα μιας εκ των προτέρων δεδομένης πραγματικότητας και τους εμποδίζει να αποδεχτούν το γεγονός ότι οι κόσμοι στους οποίους κατοικούν είναι εξ ολοκλήρου προϊόντα της δικής τους επιτελεστικότητας.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 125, στις 22 Ιανουαρίου 2022.