Οι τρεις εποχές του πράγματος

Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΕΠΙΝΟΗΣΗ του δυτικού πολιτισμού είναι το πράγμα. Το πράγμα δεν υπήρχε πάντοτε, σε όλους τους πολιτισμούς, σε όλους τους τόπους και όλες τις εποχές. Ο κόσμος δεν ήταν πάντοτε χωρισμένος σε ανθρώπους και πράγματα.

Το πράγμα έχει ιστορία, η οποία είναι σε μεγάλο βαθμό συνυφασμένη με την ιστορία της νεοτερικότητας. Στον προνεοτερικό κόσμο, ο άνθρωπος περιστοιχίζεται από οντότητες που έχουν ενεργητικότητα και αυτονομία. Η ύλη είναι γεμάτη δυνάμεις, οι οποίες εκδηλώνονται με τρόπους που δεν καθορίζονται από την επιθυμία, τη βούληση ή τους σκοπούς των ανθρώπων. Για να επιτύχει αυτό που θέλει ο άνθρωπος δεν αρκεί να κάνει ένα σχέδιο και να το εφαρμόσει. Πρέπει να κάνει την ύλη συμμέτοχο των σκοπών του, να αποδεχτεί τους περιορισμούς της και να συνεργαστεί μαζί της για την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος. Η μαγεία είναι το σώμα της γνώσης που καθιστά δυνατή αυτή την αλληλοκατανόηση, τη συναλλαγή και τη συνεργασία. Και αυτό είναι ακριβώς που αλλάζει κατά τη μετάβαση από τον μαγικό στον επιστημονικό κόσμο.

Προϋπόθεση αυτής της μετάβασης είναι η παθητικοποίηση της ύλης. Όλη η ενεργητικότητα και η αυτονομία πρέπει να αφαιρεθούν από την ύλη, ώστε αυτή να καταστεί παθητική και αδρανής. Η ενεργητικότητα που αφαιρείται από την ύλη μεταφέρεται όλη στον άνθρωπο, ο οποίος με αυτόν τον τρόπο μετατρέπεται στο μοναδικό πλάσμα στον κόσμο που διαθέτει ικανότητα εμπρόθετης δράσης (agency). Απέναντι στον άνθρωπο βρίσκεται η αδρανής ύλη η οποία περιμένει την εμπρόθετη παρέμβαση του, μέσω της οποίας θα αποκτήσει τη μορφή, το σχήμα ή τη λειτουργία που εξυπηρετεί τα σχέδιά του. Έτσι, η ύλη από ενεργητική παρουσία, η οποία υφίσταται στο ίδιο επίπεδο με τον άνθρωπο, υποβιβάζεται σε ένα σύνολο πόρων που προορίζονται να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς και τις επιθυμίες του ανθρώπου. Το μοναδικό νόημα της ύλης είναι να αποτελέσει το υπόστρωμα για την εκδίπλωση των ανθρώπινων σχεδίων. Έτσι, ο κόσμος χωρίζεται σε ανθρώπους και πράγματα. Τα πράγματα δεν έχουν νόημα για τον εαυτό τους, αλλά μόνο για τον άνθρωπο.

Αυτή είναι η πρώτη εποχή του πράγματος. Η μορφή γνώσης που εγγυάται τη συγκεκριμένη διάκριση είναι η επιστήμη. Στον κόσμο της επιστήμης, ο άνθρωπος είναι το μόνο ον που μπορεί να γνωρίσει, είναι το ενεργητικό υποκείμενο της γνώσης, ενώ όλος ο υπόλοιπος κόσμος μετατρέπεται σε παθητικό αντικείμενο της γνώσης. Έτσι, ο χωρισμός του κόσμου σε ανθρώπους και πράγματα ορίζει και τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου που θεμελιώνει και διαπερνά τη σκέψη της νεοτερικότητας.

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ του πράγματος συνδέεται με την εδραίωση του καπιταλισμού. Επικαλύπτεται σε σημαντικό βαθμό με την πρώτη, αλλά προϋποθέτει κάποιες θεσμικές εξελίξεις, οι οποίες τοποθετούν την έναρξή της έναν αιώνα αργότερα. Και εδώ έχουμε μια ανασημασιοδότηση που αποβλέπει στην  απενεργητικοποίηση της ύλης, αλλά αυτή λαμβάνει χώρα σε διαφορετικό επίπεδο. Πρόκειται για τη μετατροπή των αξιών χρήσης σε ανταλλακτικές αξίες. Με τη θεμελίωση του καπιταλισμού και τον πλήρη εκχρηματισμό του πολιτισμού, τα πράγματα παύουν να συνδέονται με τις ζωές των ανθρώπων με μοναδικούς τρόπους και γίνονται όλα ισοδύναμα μεταξύ τους βάσει ενός κοινού αφηρημένου μέτρου. Ένα πράγμα, όσο είναι αξία χρήσης, συνδέεται με συγκεκριμένες ανάγκες συγκεκριμένων ανθρώπων σε συγκεκριμένες συνθήκες διαβίωσης. Όμως, αυτός ο συγκεκριμένος χαρακτήρας της σχέσης των ανθρώπων με τα πράγματα, που καθιστά τα δεύτερα οργανικό τμήμα του προγράμματος ζωής των πρώτων, εμποδίζει την εδραίωση του εμπορικού καπιταλισμού. Για να μπορέσει να λειτουργήσει ο κύκλος αξιοποίησης του κεφαλαίου πρέπει όλα τα πράγματα να είναι με κάποιον τρόπο ισοδύναμα μεταξύ τους· πρέπει όλα να μπορούν να αναχθούν στο ίδιο αφηρημένο μέτρο, ώστε οτιδήποτε να μπορεί να ανταλλαγεί με οτιδήποτε. Κάτι τέτοιο, βέβαια, δεν μπορεί να γίνει σε έναν κόσμο όπου η νοηματοδότηση των πραγμάτων συνδέεται με τις ζωές των ανθρώπων. Έτσι, δημιουργείται (θεσμίζεται, θα ήταν πιο σωστό να πούμε) ένα νέο επίπεδο πραγματικότητας που είναι η οικονομία: ο κόσμος των αξιών χωρίς συγκεκριμένη αξία. Σε αυτόν τον κόσμο, το πράγμα υφίσταται μια δεύτερη οντολογική υποβάθμιση: μετατρέπεται σε εμπόρευμα. Η κοινωνική δυνητικότητα του πράγματος, η οποία εκφράζεται από το γεγονός ότι μπορεί να αποτελέσει τμήμα συγκεκριμένων προγραμμάτων ζωής, υποχωρεί μπροστά στην πλήρη απορρόφηση αυτής της δυνητικότητας από το χρήμα και στην ανάγκη νοηματοδότησης της ύπαρξης του πράγματος αποκλειστικά βάσει της ανταλλακτικής του αξίας.

Αυτή, λοιπόν, είναι η δεύτερη εποχή του πράγματος. Η μορφή γνώσης που εγγυάται την καθήλωση του πράγματος σε έναν κόσμο αξιών χωρίς συγκεκριμένη αξία είναι η πολιτική οικονομία.

Η ΤΡΙΤΗ ΕΠΟΧΗ αρχίζει με την εδραίωση του βιομηχανικού καπιταλισμού, τον 19ο αιώνα. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός φέρνει μια νέα μορφή στον ανθρώπινο πολιτισμό. Αυτή είναι η μηχανή. Μέχρι τον 19ο αιώνα, ελάχιστες ήταν οι μηχανές στην ιστορία του ανθρώπου και καμία από αυτές δεν έπαιξε τον καθοριστικό ρόλο που άρχισαν να παίζουν οι μηχανές στο πλαίσιο τη βιομηχανικού καπιταλισμού. Στην πιο ουδέτερη μορφή τους, οι μηχανές είναι συναρμογές υλικών εξαρτημάτων, καθένα από τα οποία είναι αδρανές, καθότι υλικό. Οι ίδιες οι συναρμογές, όμως, όταν τροφοδοτηθούν με ενέργεια είναι σε θέση να εκτελέσουν ένα έργο, το έργο για το οποίο έχουν κατά περίπτωση κατασκευαστεί. Οι μηχανές διαθέτουν ενεργητικότητα αλλά αυτή η ενεργητικότητα ετεροκαθορίζεται: ο άνθρωπος είναι αυτός που αποφασίζει πότε και για πόσο θα δουλέψει η μηχανή. Στο πλαίσιο του βιομηχανικού καπιταλισμού, οι μηχανές επιστρατεύονται για έναν σκοπό που υπερβαίνει την απλή εκτέλεση της εργασίας. Συγκροτούν «τεχνικά σύνολα», όπως τα ονομάζει ο Gilbert Simondon, τα οποία οργανώνουν την ίδια την ανθρώπινη εργασία και, ως εκ τούτου, το σύνολο της παραγωγικής δραστηριότητας. Η ανθρώπινη εργασία παύει να είναι αυτόνομη δημιουργική δραστηριότητα και αφομοιώνεται από τα τεχνικά σύνολα, γίνεται μία από τις εργασίες που εκτελούνται εντός των τεχνικών συνόλων. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι μηχανές ανέκτησαν την αυτονομία και την ενεργητικότητά τους. Τα τεχνικά σύνολα δεν αυτοοργανώνονται. Είναι αποτέλεσμα επιτελικού σχεδιασμού από τις δυνάμεις που αποβλέπουν στην αξιοποίηση του κεφαλαίου μέσω της εκμετάλλευσης της ανθρώπινης εργασίας. Άρα, η πρωτοβουλία και η ενεργητικότητα δεν ανήκει στις μηχανές, αλλά στο κεφάλαιο.

Όπως και να το κάνουμε, όμως, η κατασκευή μηχανών και η δημιουργία τεχνικών (τεχνοκοινωνικών, για την ακρίβεια) συνόλων αποτελεί μια σχετική αναβάθμιση της ύλης: άνθρωποι και μηχανές δουλεύουν «στο ίδιο επίπεδο», όπως γράφει, πάλι, ο Simondon. Συν-εργάζονται (co-operate). Οι μηχανές είναι ανοικτά συστήματα, τα οποία βρίσκονται σε συνεχή διαπραγμάτευση με το περιβάλλον τους: Οι άνθρωποι και οι άλλες μηχανές πρέπει να κατανοήσουν τους περιορισμούς και τις ιδιαιτερότητές τους και να εκπονήσουν μαζί τους ένα σχέδιο δράσης που θα οδηγήσει όσο το δυνατόν πλησιέστερα και με όσο το δυνατόν μικρότερη τριβή στο προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα. Άνθρωποι και μηχανές δένονται με μια οργανική σχέση, όχι μόνο επειδή η ανθρώπινη παραγωγικότητα καθορίζεται από τον ρυθμό της μηχανής, αλλά κι επειδή οι άνθρωποι φροντίζουν τις μηχανές, μπαίνουν μέσα τους, λερώνονται από τα εκκρίματά τους, συχνά εγκαταλείπουν τα μέλη τους στο εσωτερικό τους. Δεν πρόκειται για ρομαντικοποίηση μιας δύσκολης συνθήκης –κάθε άλλο– αλλά για την επισήμανση του γεγονότος ότι ανάμεσα σε ανθρώπινους και μη ανθρώπινους δρώντες αναπτύσσεται μια μορφή επικοινωνίας και αμοιβαίας νοηματοδότησης που, κατ’ αναλογία προς την «κοινωνικότητα», θα μπορούσε να ονομαστεί «τεχνικότητα». Αυτή είναι η στιγμή που συμβαίνει η τρίτη οντολογική υποβάθμιση της ύλης. Γιατί η τεχνικότητα φαίνεται να υποκρύπτει τη δυνατότητα υπέρβασης του τρόπου με τον οποίο το κεφάλαιο νοηματοδοτεί τη σχέση των ανθρώπων με τις μηχανές. Έτσι, επέρχεται μια φαινομενική αναβάθμιση των ανθρώπινων δρώντων και μια πραγματική υποβάθμιση των μηχανών.

Οι μηχανές παύουν να είναι ανοικτά συστήματα και κλείνονται σε κουτιά εφοδιασμένα με κουμπιά. Η λειτουργία τους μυστικοποιείται και η συντήρησή τους αποσπάται από τους εργαζόμενους και ανατίθεται στους μηχανικούς. Το μόνο που χρειάζεται να κάνουν οι εργαζόμενοι είναι να πατήσουν το κατάλληλο κουμπί για να θέσουν τη μηχανή σε λειτουργία και το κατάλληλο κουμπί για να τη σταματήσουν. Η οργανική σχέση, η αμοιβαία νοηματοδότηση και η συν-εργασία παύουν να υφίστανται και οι εργαζόμενοι αποξενώνονται από τις μηχανές. Οι μηχανές ορθώνονται, πλέον, απέναντί τους. Όμως, η υποβάθμιση της σχέσης των εργαζόμενων με τις μηχανές δεν είναι η αιτία, αλλά το αποτέλεσμα της υποβάθμισης των ίδιων των μηχανών. Το κλείσιμο των μηχανών σε κουτιά σημαίνει ότι οι μηχανές γίνονται πράγματα. Πράγματα που παραμένουν χρηστικά όχι όσο είναι σε θέση να διαπραγματεύονται αποτελεσματικά με το περιβάλλον τους, αλλά όσο λειτουργούν σύμφωνα με τα προκαθορισμένα πρότυπα αποδοτικότητας της καπιταλιστικής παραγωγής.

Αυτή είναι η τρίτη εποχή του πράγματος, λοιπόν. Η μορφή γνώσης που εποπτεύει την πραγμοποίηση των μηχανών είναι η μηχανοτεχνία (engineering), η οποία αντιπροσωπεύει τις μορφές εξουσίας που ασκούνται στις μηχανές (σχεδιασμός, μέτρηση αποδοτικότητας, ρύθμιση), προκειμένου αυτές να παραμείνουν καθηλωμένες στο επίπεδο του πράγματος.

Η συγκεκριμένη εποχή, ωστόσο, έρχεται με φόβους και απειλές. Το κλείσιμο των μηχανών σε κουτιά τις μετατρέπει σε αδιαφανή αντικείμενα, ο προορισμός των οποίων δεν είναι να λειτουργούν ως υποκινητές μιας συμμετοχικής κοινωνικοποίησης, αλλά ως φορείς μιας αλλοτριωτικής κανονικοποίησης. Η διαμεσολάβηση των πραγμοποιημένων μηχανών αποξενώνει τους ανθρώπους από τη δημιουργικότητά τους, από το νόημα της εργασίας τους και από τις κοινωνικές τους σχέσεις. Ταυτόχρονα, η επίγνωση ότι αυτό που είναι κλεισμένο μέσα στο κουτί είναι μια πραγματική δυνατότητα δράσης, μια δύναμη που παραμένει αφανής, αλλά που, υπό ορισμένες συνθήκες, μπορεί να εκφραστεί ερήμην και πιθανότατα εναντίον του ανθρώπου γεννάει τον φόβο για τη μηχανή. Η μηχανή που έχει αποξενωθεί από την τεχνικότητά της, η αλλοτριωμένη μηχανή, βιώνεται ως δυνητική απειλή για τον άνθρωπο που έχει αποξενωθεί από την κοινωνικότητά του, τον αλλοτριωμένο άνθρωπο. Ιστορικά, η συνθήκη αυτή εκφράστηκε με την πρώτη κρίση της νεοτερικότητας και τον χιλιαστικό φόβο για την «εκτός ελέγχου τεχνολογία», στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Είναι η ίδια συνθήκη που οδήγησε και στη γέννηση της φιλοσοφίας της τεχνολογίας.

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζονται και οι μηχανές της λεγόμενης τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης. Παρά το γεγονός ότι οι ψηφιακές μηχανές διαφέρουν ουσιωδώς από τις θερμικές μηχανές, και οι δύο ζουν στον κόσμο των πραγμάτων, και οι δύο παραμένουν κλεισμένες σε υλικά ή πληροφοριακά κελύφη, και οι δύο αλληλεπιδρούν με τους χρήστες τους μέσω προδιαμορφωμένων διεπαφών οι οποίες καθορίζουν τι μπορούν και τι δεν μπορούν να κάνουν οι τελευταίοι με αυτές. Και, όπως συνέβη με τις θερμικές μηχανές στις αρχές του 20ού αιώνα, έτσι και οι ψηφιακές μηχανές στις αρχές του 21ου αιώνα αντιμετωπίζονται ως αλλοτριωτικές διαμεσολαβήσεις, οι οποίες συνιστούν απειλή για την ακεραιότητα του ανθρώπινου πολιτισμού.

Ο δυτικός πολιτισμός είναι ένας κατεξοχήν πραγμοποιητικός πολιτισμός. Η μετατροπή του κόσμου σε πόρους, των ανθρώπινων αναγκών σε φετιχοποιημένα εμπορεύματα και των ανοικτών μηχανικών συναρμογών σε μυστικοποιημένα τεχνικά αντικείμενα είναι τρία διαδοχικά στάδια της πραγμοποίησης του κόσμου και του ανθρώπου. Η διαπίστωση ότι αυτή η προϊούσα πραγμοποίηση δεν αντανακλά την αντικειμενική εικόνα του κόσμου, αλλά μια ιστορική συνθήκη, μπορεί να συμβάλει σε μια κριτική επανεξέταση των οντολογικών διακρίσεων στις οποίες θεμελιώνεται η δυτική νεοτερικότητα. Κυρίως, όμως, μπορεί να μας απαλλάξει από τον φόβο του πράγματος και να μας βάλει στην τροχιά επαναδιεκδίκησης της ενότητας του κόσμου. Σίγουρα η επιστήμη και η φιλοσοφία θα δυσκολευτούν να μας βοηθήσουν σε αυτό το έργο, εφόσον για πολλά χρόνια η δουλειά τους ήταν η θεμελίωση αυτών ακριβώς των διακρίσεων. Ίσως χρειάζεται να εφευρεθεί μια νέα γλώσσα, η οποία θα φέρνει μαζί τις επιστήμες, τη φιλοσοφία και τις τέχνες, προκειμένου να αρθρωθεί ένα σύνολο λόγων και πρακτικών που θα αμφισβητούν τις εδραιωμένες ταξινομήσεις και ιεραρχίες του ύστερου καπιταλισμού. Και σίγουρα δεν χρειάζεται να αρχίσουμε σπάζοντας τις μηχανές: Αυτό που χρειάζεται είναι να σπάσουμε τα κουτιά μέσα στα οποία είναι κλεισμένες οι μηχανές.

Image credits: Giovanni Battista Bracelli, Bizzarie di varie figure, 1624 | The great exhibition at the Crystal Palace, 1851 | Ida York Abelman, Man and Machine, ca. 1939 |Nathan Sawaya, 2014

.

Φιλοσοφία της Τεχνολογίας

ΜΙΑ ΑΣΚΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

ΦΥΛΛΟΜΕΤΡΟΥΣΑ πρόσφατα τον συλλογικό τόμο που επιμελήθηκε η Shannon Vallor, The Oxford Handbook of Philosophy of Technology. Η Vallor είναι καθηγήτρια στο τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου και ειδική σε θέματα Ηθικής των Δεδομένων και Τεχνητής Νοημοσύνης. Επίσης, έχει διατελέσει πρόεδρος της Εταιρείας Φιλοσοφίας και Τεχνολογίας. Υπάρχει κάτι περίεργο με το συγκεκριμένο εκδοτικό εγχείρημα, το οποίο η Vallor χρησιμοποιεί ως αφετηρία για να στοχαστεί τη θέση της Φιλοσοφίας της Τεχνολογίας στον ακαδημαϊκό χάρτη: Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2022. Αυτό είναι δηλωτικό, παρατηρεί η Vallor, μιας καθυστερημένης πρόσληψης της Φιλοσοφίας της Τεχνολογίας. Ακριβέστερα (και τιμιότερα): μιας μακροχρόνιας απαξίωσης. Δεν είναι τυχαίο ότι τον ίδιο προβληματισμό εκφράζουν και κάποιοι από τους συγγραφείς που συμμετέχουν στον τόμο Φιλοσοφία της Τεχνολογίας. Μια κριτική επισκόπηση που επιμεληθήκαμε με τον Χαράλαμπο Κόκκινο (και κυκλοφόρησε κι αυτός το 2023): η Diane Michelfelder, ο Sven Hansson, ο Philip Brey, ακόμα και ο Don Ihde. Όταν γράφαμε την εισαγωγή στον δικό μας τόμο, αναρωτηθήκαμε, όπως και η Vallor, πώς εξηγείται αυτή η παραγνώριση τόσο από τα, ούτως ή άλλως ολιγάριθμα, τμήματα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης όσο και από την πλειονότητα των τμημάτων Φιλοσοφίας.

Σίγουρα ένας λόγος γι’ αυτό είναι ότι στα σύγχρονα ακαδημαϊκά προγράμματα των δυτικών πανεπιστημίων, το πεδίο που καλείται να καλύψει η Φιλοσοφία της Τεχνολογίας έχει σε σημαντικό βαθμό καταληφθεί από το πεδίο «Επιστήμη, Τεχνολογία, Κοινωνία», το γνωστό STS (Science, Technology and Society). Περισσότερο ελκυστικό και λιγότερο απαιτητικό από ένα αμιγώς φιλοσοφικό αντικείμενο, το STS έχει συγκεντρώσει το ενδιαφέρον πολλών μελετητών της τεχνολογίας, είτε αυτοί|ές βρίσκονται σε τμήματα επιστημών και τεχνολογίας είτε θεραπεύουν τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες. Η υπόρρητα πολιτική φύση του συγκεκριμένου πεδίου, εξάλλου, επιτρέπει σε πολλά από αυτά τα άτομα είτε να αρθρώσουν κριτικό λόγο (συχνά επηρεασμένο από την Κριτική Θεωρία) είτε να διεκδικήσουν μια θέση σε τμήματα πολιτικού σχεδιασμού διάφορων κρατικών ή ιδιωτικών φορέων που σχετίζονται με τις τεχνοεπιστήμες. Αυτό, όμως, δεν εξηγεί γιατί η Φιλοσοφία της Τεχνολογίας δεν έχει παρουσία ούτε στα τμήματα Φιλοσοφίας. Η αλήθεια είναι ότι, παρά τη στενή της συγγένεια με την Αναλυτική Φιλοσοφία, ούτε η Φιλοσοφία της Επιστήμης έχει βρει πραγματικά το δρόμο της στα τμήματα Φιλοσοφίας. Τα προγράμματα σπουδών αυτών των τμημάτων έχουν ισχυρή ροπή προς την παραδοσιακή διδασκαλία της Φιλοσοφίας (αρχαία, νεότερη, σύγχρονη) και, όπως φαίνεται τα τελευταία χρόνια, τα ανοίγματά τους προς τα ζητήματα της τεχνοεπιστήμης αφορούν είτε τις εξελίξεις στον χώρο των νευροεπιστημών (οι οποίες διασταυρώνονται με τη Φιλοσοφία του Νου) είτε τα οικοτεχνολογικά διλήμματα του σύγχρονου πολιτισμού (τα οποία αντιμετωπίζονται σχεδόν αποκλειστικά στο πλαίσιο της Ηθικής).

Οι τρέχουσες εξελίξεις, ωστόσο, αφορούν ένα ελάχιστο μέρος της δυνατής ιστορίας της Φιλοσοφίας της Τεχνολογίας. «Λογικά», η τεχνολογία ή, εν πάση περιπτώσει, η τεχνικότητα (για να θυμηθούμε τον Simondon) θα μπορούσαν να έχουν απασχολήσει την Φιλοσοφία από την αρχαιότητα. Ήδη, στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη έχουμε έναν φιλοσοφικά επεξεργασμένο λόγο περί τέχνης, παρατηρεί η Vallor. Όμως, ο λόγος αυτός δεν καταφέρνει ποτέ να συγκροτηθεί ως μια αυτόνομη περιοχή του φιλοσοφικού στοχασμού. Παραμένει περιθωριακός, συμπληρωματικός και υποτελής. Η αιτία γι’ αυτή την αρχέγονη παραγνώριση είναι κοινωνική – ταξική, θα μπορούσαμε να πούμε. Κανένας αξιοσέβαστος πολίτης δεν ασχολείται με τις χειρωνακτικές, δημιουργικές τέχνες. Κανένας αξιοσέβαστος πολίτης δεν λερώνει τα χέρια του και δεν κουράζει το μυαλό του για να βρει τεχνικές λύσεις σε προβλήματα της οικιακής ζωής, του δημόσιου βίου, του πολέμου… Αυτά είναι δουλειές για τα υποδεέστερα στρώματα της κοινωνίας. Για τους σκλάβους, τις γυναίκες και τους τεχνίτες. Δεν θα περίμενε κανείς από τους ανθρώπους που στοχάζονται τις αξίες της ιδανικής πολιτείας να αφιερώσουν χρόνο στις τέχνες των υποδεέστερων. Αντίθετα από τον κινέζικο πολιτισμό, ας σημειωθεί εν παρόδω, ο οποίος, στο πλαίσιο της κομφουκιανής παράδοσης, τιμά την ενασχόληση με τις πρακτικές τέχνες. Στους αντίποδες της ελληνορωμαϊκής παράδοσης της «φροντίδας του εαυτού», η οποία αποβλέπει στην καλλιέργεια του εαυτού ως ατομικής ψυχής που προσπαθεί να απαλλαγεί από το βάρος του υλικού κόσμου, ο κομφουκιανός τρόπος σκέψης θεωρεί ότι το ανθρώπινο ον συγκροτείται αποκλειστικά από τις κοινωνικές, πολιτικές και υλικές διαστάσεις της ύπαρξής του. Σε αυτό το πλαίσιο, η πρακτική ενασχόληση με τις ανάγκες της οικογένειας και της κοινότητας αποτελεί σημαντικό πεδίο έκφρασης του φιλοσοφικού βίου.

Continue reading

Επιστήμη και διακινδύνευση

ΤΟ 1986, Ο ΓΕΡΜΑΝΟΣ κοινωνιολόγος Ulrich Beck δημοσίευσε το εμβληματικό βιβλίο Κοινωνία της Διακινδύνευσης. Η βασική ιδέα γύρω από την οποία αναπτύσσεται η σκέψη του Beck ήταν ότι, σε αντίθεση με τις νεοτερικές κοινωνίες, οι οποίες ήταν προσανατολισμένες στην παραγωγή πλούτου, οι κοινωνίες του όψιμου καπιταλισμού είναι προσανατολισμένες στην παραγωγή διακινδυνεύσεων. Οι διακινδυνεύσεις αντιπροσωπεύουν κινδύνους οι οποίοι υπερβαίνουν την προσωπική ή τοπική κλίμακα και απειλούν ολόκληρα συστήματα ή την κοινωνία στο σύνολό της: Περιβαλλοντικές απειλές, κινδύνους από τη χρήση πυρηνικών, επιδημίες, αλλά και αποσάθρωση των κοινωνικών θεσμών της νεοτερικότητας εξαιτίας της ακραίας εξατομίκευσης.

Η μελέτη του Beck στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ανάδειξη δύο παραδόξων. Το πρώτο από αυτά αφορά το γεγονός ότι η εμφάνιση των διακινδυνεύσεων δεν είναι αποτέλεσμα της αποτυχίας των τεχνοεπιστημονικών προγραμμάτων της νεοτερικότητας, αλλά της επιτυχίας τους. Η μόλυνση και η έκτη μαζική εξαφάνιση των ειδών δεν είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας της επιστήμης να εμποδίσει την επερχόμενη καταστροφή, αλλά της δυνατότητας της επιστήμης και της τεχνολογίας να υλοποιούν προγράμματα που υπερβαίνουν τις αντοχές του περιβάλλοντος στο οποίο είχε αναπτυχθεί μέχρι τότε η ανθρωπότητα, και του καπιταλιστικού συστήματος να νομιμοποιεί τις συνέπειες αυτών των προγραμμάτων ως το αναπόφευκτο «τίμημα της ανάπτυξης».

ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΦΥΣΙΚΟ, τα προβλήματα αυτά χρήζουν αντιμετώπισης. Ποιος είναι καταλληλότερος να αναλάβει αυτό το έργο, αν όχι η ίδια η επιστήμη; Κι αυτό είναι το δεύτερο παράδοξο: Τα προβλήματα που δημιουργούν η επιστήμη και η τεχνολογία τις υπερβαίνουν με την έννοια ότι αφορούν το σύνολο της κοινωνίας. Παρ’ όλα αυτά, οι ειδικοί προσπαθούν να πείσουν ότι οι μοναδικοί που μπορούν να τα διαχειριστούν είναι οι ίδιοι. Οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι φορείς δεν δικαιούνται να εκφέρουν γνώμη (πέραν ίσως κάποιων περιορισμένων γνωμοδοτικών παρεμβάσεων), επειδή δεν διαθέτουν την απαιτούμενη «κατάρτιση». Και αυτό παρά το γεγονός ότι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των διακινδυνεύσεων του όψιμου καπιταλισμού συνίσταται ακριβώς στην ανάδυση δυναμικών που απειλούν εξίσου τη λειτουργία ανθρώπινων συνόλων, φυσικών συστημάτων και κοινωνικών θεσμών. Οι ειδικοί προσπαθούν να κρατήσουν τη διαχείριση των προβλημάτων που υπερβαίνουν την τεχνοεπιστήμη εντός της τεχνοεπιστήμης.

Τα παράδοξα αυτά παύουν να είναι παράδοξα, όμως, αν δούμε την επιστήμη ως πολιτικό θεσμό. Αν εγκαταλείψουμε, δηλαδή, την αφελή ιδέα περί αντικειμενικής και αμερόληπτης επιστήμης, που είναι ιδεαλιστικά ταγμένη στην εξυπηρέτηση του κοινού καλού, και τη δούμε ως ένα πεδίο δράσης, όπου οι δρώντες επωφελούνται από την πρόσβαση στη γνώση για να διευρύνουν και να νομιμοποιήσουν την κοινωνική επιρροή τους. Συνεπώς, αν η επιστήμη πρόκειται να συμβάλει στην αντιμετώπιση των διακινδυνεύσεων που την υπερβαίνουν, θα πρέπει να υπερβεί και η ίδια τον εαυτό της· να αναθεωρήσει τις δεσμεύσεις της στα εδραία συστήματα εξουσίας και να βρει τρόπους να κινηθεί πέρα από τα θετικιστικά στερεότυπα, στα οποία θεμελιώνει το παρωχημένο νεοτερικό πρότυπο λειτουργίας της.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 164, στις 14 Οκτωβρίου 2023.

Αναφορά
Ulrich Beck (2015). Κοινωνία της Διακινδύνευσης, μτφρ. Ηρακλής Οικονόμου, επιμ. Nικήτας Πατινιώτης. Αθήνα: Πεδίο.

Image Credit: Walter Tandy Murch, Carburetor, 1957.