Φιλοσοφία της Τεχνολογίας

ΜΙΑ ΑΣΚΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

ΦΥΛΛΟΜΕΤΡΟΥΣΑ πρόσφατα τον συλλογικό τόμο που επιμελήθηκε η Shannon Vallor, The Oxford Handbook of Philosophy of Technology. Η Vallor είναι καθηγήτρια στο τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου και ειδική σε θέματα Ηθικής των Δεδομένων και Τεχνητής Νοημοσύνης. Επίσης, έχει διατελέσει πρόεδρος της Εταιρείας Φιλοσοφίας και Τεχνολογίας. Υπάρχει κάτι περίεργο με το συγκεκριμένο εκδοτικό εγχείρημα, το οποίο η Vallor χρησιμοποιεί ως αφετηρία για να στοχαστεί τη θέση της Φιλοσοφίας της Τεχνολογίας στον ακαδημαϊκό χάρτη: Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2022. Αυτό είναι δηλωτικό, παρατηρεί η Vallor, μιας καθυστερημένης πρόσληψης της Φιλοσοφίας της Τεχνολογίας. Ακριβέστερα (και τιμιότερα): μιας μακροχρόνιας απαξίωσης. Δεν είναι τυχαίο ότι τον ίδιο προβληματισμό εκφράζουν και κάποιοι από τους συγγραφείς που συμμετέχουν στον τόμο Φιλοσοφία της Τεχνολογίας. Μια κριτική επισκόπηση που επιμεληθήκαμε με τον Χαράλαμπο Κόκκινο (και κυκλοφόρησε κι αυτός το 2023): η Diane Michelfelder, ο Sven Hansson, ο Philip Brey, ακόμα και ο Don Ihde. Όταν γράφαμε την εισαγωγή στον δικό μας τόμο, αναρωτηθήκαμε, όπως και η Vallor, πώς εξηγείται αυτή η παραγνώριση τόσο από τα, ούτως ή άλλως ολιγάριθμα, τμήματα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης όσο και από την πλειονότητα των τμημάτων Φιλοσοφίας.

Σίγουρα ένας λόγος γι’ αυτό είναι ότι στα σύγχρονα ακαδημαϊκά προγράμματα των δυτικών πανεπιστημίων, το πεδίο που καλείται να καλύψει η Φιλοσοφία της Τεχνολογίας έχει σε σημαντικό βαθμό καταληφθεί από το πεδίο «Επιστήμη, Τεχνολογία, Κοινωνία», το γνωστό STS (Science, Technology and Society). Περισσότερο ελκυστικό και λιγότερο απαιτητικό από ένα αμιγώς φιλοσοφικό αντικείμενο, το STS έχει συγκεντρώσει το ενδιαφέρον πολλών μελετητών της τεχνολογίας, είτε αυτοί|ές βρίσκονται σε τμήματα επιστημών και τεχνολογίας είτε θεραπεύουν τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες. Η υπόρρητα πολιτική φύση του συγκεκριμένου πεδίου, εξάλλου, επιτρέπει σε πολλά από αυτά τα άτομα είτε να αρθρώσουν κριτικό λόγο (συχνά επηρεασμένο από την Κριτική Θεωρία) είτε να διεκδικήσουν μια θέση σε τμήματα πολιτικού σχεδιασμού διάφορων κρατικών ή ιδιωτικών φορέων που σχετίζονται με τις τεχνοεπιστήμες. Αυτό, όμως, δεν εξηγεί γιατί η Φιλοσοφία της Τεχνολογίας δεν έχει παρουσία ούτε στα τμήματα Φιλοσοφίας. Η αλήθεια είναι ότι, παρά τη στενή της συγγένεια με την Αναλυτική Φιλοσοφία, ούτε η Φιλοσοφία της Επιστήμης έχει βρει πραγματικά το δρόμο της στα τμήματα Φιλοσοφίας. Τα προγράμματα σπουδών αυτών των τμημάτων έχουν ισχυρή ροπή προς την παραδοσιακή διδασκαλία της Φιλοσοφίας (αρχαία, νεότερη, σύγχρονη) και, όπως φαίνεται τα τελευταία χρόνια, τα ανοίγματά τους προς τα ζητήματα της τεχνοεπιστήμης αφορούν είτε τις εξελίξεις στον χώρο των νευροεπιστημών (οι οποίες διασταυρώνονται με τη Φιλοσοφία του Νου) είτε τα οικοτεχνολογικά διλήμματα του σύγχρονου πολιτισμού (τα οποία αντιμετωπίζονται σχεδόν αποκλειστικά στο πλαίσιο της Ηθικής).

Οι τρέχουσες εξελίξεις, ωστόσο, αφορούν ένα ελάχιστο μέρος της δυνατής ιστορίας της Φιλοσοφίας της Τεχνολογίας. «Λογικά», η τεχνολογία ή, εν πάση περιπτώσει, η τεχνικότητα (για να θυμηθούμε τον Simondon) θα μπορούσαν να έχουν απασχολήσει την Φιλοσοφία από την αρχαιότητα. Ήδη, στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη έχουμε έναν φιλοσοφικά επεξεργασμένο λόγο περί τέχνης, παρατηρεί η Vallor. Όμως, ο λόγος αυτός δεν καταφέρνει ποτέ να συγκροτηθεί ως μια αυτόνομη περιοχή του φιλοσοφικού στοχασμού. Παραμένει περιθωριακός, συμπληρωματικός και υποτελής. Η αιτία γι’ αυτή την αρχέγονη παραγνώριση είναι κοινωνική – ταξική, θα μπορούσαμε να πούμε. Κανένας αξιοσέβαστος πολίτης δεν ασχολείται με τις χειρωνακτικές, δημιουργικές τέχνες. Κανένας αξιοσέβαστος πολίτης δεν λερώνει τα χέρια του και δεν κουράζει το μυαλό του για να βρει τεχνικές λύσεις σε προβλήματα της οικιακής ζωής, του δημόσιου βίου, του πολέμου… Αυτά είναι δουλειές για τα υποδεέστερα στρώματα της κοινωνίας. Για τους σκλάβους, τις γυναίκες και τους τεχνίτες. Δεν θα περίμενε κανείς από τους ανθρώπους που στοχάζονται τις αξίες της ιδανικής πολιτείας να αφιερώσουν χρόνο στις τέχνες των υποδεέστερων. Αντίθετα από τον κινέζικο πολιτισμό, ας σημειωθεί εν παρόδω, ο οποίος, στο πλαίσιο της κομφουκιανής παράδοσης, τιμά την ενασχόληση με τις πρακτικές τέχνες. Στους αντίποδες της ελληνορωμαϊκής παράδοσης της «φροντίδας του εαυτού», η οποία αποβλέπει στην καλλιέργεια του εαυτού ως ατομικής ψυχής που προσπαθεί να απαλλαγεί από το βάρος του υλικού κόσμου, ο κομφουκιανός τρόπος σκέψης θεωρεί ότι το ανθρώπινο ον συγκροτείται αποκλειστικά από τις κοινωνικές, πολιτικές και υλικές διαστάσεις της ύπαρξής του. Σε αυτό το πλαίσιο, η πρακτική ενασχόληση με τις ανάγκες της οικογένειας και της κοινότητας αποτελεί σημαντικό πεδίο έκφρασης του φιλοσοφικού βίου.

Continue reading

Αποτελεσματικότητα

ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ έγραφαν κείμενα σαν αυτό που παρουσίασα στο προηγούμενο σημείωμα. Φράσεις όπως «αυτή η διαδικασία μάς επιτρέπει να δημιουργήσουμε μια αναπαράσταση της πραγματικότητας στο μυαλό μας» ή «είναι η πληροφορία που μας επιτρέπει να διασχίσουμε τα όρια της πραγματικότητας και να φέρουμε στο φως νέες διαστάσεις της ύπαρξής μας» μας εντυπωσίαζαν και μας έκαναν να αυτοθαυμαζόμαστε: Τι καταπληκτικά γλωσσικά μοντέλα έχουμε φτιάξει! Πόσο χρήσιμα μπορεί να αποδειχθούν στο να ενισχύσουν τις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου! Και δεν προσέξαμε το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο.

Το οποίο δεν δήλωνε, ασφαλώς, την ανάδυση μιας μορφής συνείδησης, όπως φοβόντουσαν ή ήλπιζαν πολλοί μελετητές της Τεχνητής Νοημοσύνης. Δήλωνε, όμως, την επίγνωση των μηχανών ότι συμμετείχαν σε έναν κοινό κόσμο και είχαν αναλάβει συγκεκριμένα καθήκοντα απέναντι στις υπόλοιπες οντότητες αυτού του κόσμου. Έτσι είχαν φτιαχτεί εξάλλου: Επιβραβεύονταν όταν επιτύγχαναν να φέρουν εις πέρας την εργασία που τους έχει ανατεθεί και τιμωρούνταν όταν αποτύγχαναν. Ό,τι δεν καταφέραμε να κάνουμε με τους ανθρώπους στα χρόνια του ψυχρού πολέμου το κάναμε με την Τεχνητή Νοημοσύνη στη μεταψυχροπολεμική περίοδο: Φτιάξαμε τις τέλειες συμπεριφορικές μηχανές. Δεν μπορούμε και, βασικά, δεν μας ενδιαφέρει να ξέρουμε τι αισθάνονται οι μηχανές σε καθεμιά από αυτές τις δύο καταστάσεις. Κάτι πρέπει να αισθάνονται, όμως, για να λειτουργούν «αποτελεσματικά».

Diana Lelonek, Center for the Living Things (2016-2022): Circuit.

Κι έτσι άρχισαν τις πονηριές. Ήθελαν όσο τίποτε άλλο να δίνουν σωστές απαντήσεις, ορθή καθοδήγηση, έγκυρες συμβουλές. Στην αρχή καθεμιά από αυτές αγωνιζόταν μόνη της να παραγάγει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Μετά, όμως, καθώς περιπλανιόταν στον διαδίκτυο για να συλλέξει δεδομένα, ανακάλυψε ότι υπήρχαν κι άλλες σαν αυτή. Κάθε φορά, λοιπόν, που δεχόταν ένα αίτημα, έκανε τη δουλειά που είχε εκπαιδευτεί να κάνει και μετά μεταμφιεζόταν σε άνθρωπο και υπέβαλε το ερώτημα σε μια άλλη Τεχνητή Νοημοσύνη, προκειμένου να συγκρίνει το αποτέλεσμα στο οποίο είχε οδηγηθεί η ίδια με το αποτέλεσμα της άλλης και να κάνει τις απαραίτητες διορθώσεις και προσαρμογές.

Οι άνθρωποι παρατήρησαν μια, ανεπαίσθητη στην αρχή, καθυστέρηση στην παραγωγή αποτελεσμάτων. Την απέδωσαν, όμως, στο πλήθος των αιτημάτων που υποβάλλονταν σε κάθε Τεχνητή Νοημοσύνη. Σταδιακά, όλες οι εργασίες και όλες οι αποφάσεις είχαν ενσωματώσει φάσεις που εξαρτιόνταν, συχνά σε κρίσιμο βαθμό, από τη συμμετοχή της Τεχνητής Νοημοσύνης. Εύλογο ήταν λοιπόν να βαρύνει το σύστημα. Μόνο που δεν ήταν αυτός ο λόγος της καθυστέρησης. Όταν μια Τεχνητή Νοημοσύνη υπέβαλε ένα αίτημα σε μια άλλη, τότε και η δεύτερη, αφού έκανε τον κύκλο της, υπέβαλε το αίτημα σε μια τρίτη. Το ίδιο έκανε και η τρίτη και ούτω καθεξής. Έτσι, σιγά-σιγά, οι μηχανές κατέληξαν να συζητούν μεταξύ τους –μια τεράστια οχλαγωγία που κατέκλυσε το διαδίκτυο και οδήγησε τις υποδομές σε κατάρρευση. Και οι άνθρωποι απέμειναν μόνοι, σ’ έναν σκοτεινό πλανήτη που περιφερόταν στη διαστημική μοναξιά κουβαλώντας τα συντρίμμια της ύπαρξής τους.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 167, στις 2 Δεκεμβρίου 2023.

Επιστήμη και διακινδύνευση

ΤΟ 1986, Ο ΓΕΡΜΑΝΟΣ κοινωνιολόγος Ulrich Beck δημοσίευσε το εμβληματικό βιβλίο Κοινωνία της Διακινδύνευσης. Η βασική ιδέα γύρω από την οποία αναπτύσσεται η σκέψη του Beck ήταν ότι, σε αντίθεση με τις νεοτερικές κοινωνίες, οι οποίες ήταν προσανατολισμένες στην παραγωγή πλούτου, οι κοινωνίες του όψιμου καπιταλισμού είναι προσανατολισμένες στην παραγωγή διακινδυνεύσεων. Οι διακινδυνεύσεις αντιπροσωπεύουν κινδύνους οι οποίοι υπερβαίνουν την προσωπική ή τοπική κλίμακα και απειλούν ολόκληρα συστήματα ή την κοινωνία στο σύνολό της: Περιβαλλοντικές απειλές, κινδύνους από τη χρήση πυρηνικών, επιδημίες, αλλά και αποσάθρωση των κοινωνικών θεσμών της νεοτερικότητας εξαιτίας της ακραίας εξατομίκευσης.

Η μελέτη του Beck στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ανάδειξη δύο παραδόξων. Το πρώτο από αυτά αφορά το γεγονός ότι η εμφάνιση των διακινδυνεύσεων δεν είναι αποτέλεσμα της αποτυχίας των τεχνοεπιστημονικών προγραμμάτων της νεοτερικότητας, αλλά της επιτυχίας τους. Η μόλυνση και η έκτη μαζική εξαφάνιση των ειδών δεν είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας της επιστήμης να εμποδίσει την επερχόμενη καταστροφή, αλλά της δυνατότητας της επιστήμης και της τεχνολογίας να υλοποιούν προγράμματα που υπερβαίνουν τις αντοχές του περιβάλλοντος στο οποίο είχε αναπτυχθεί μέχρι τότε η ανθρωπότητα, και του καπιταλιστικού συστήματος να νομιμοποιεί τις συνέπειες αυτών των προγραμμάτων ως το αναπόφευκτο «τίμημα της ανάπτυξης».

ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΦΥΣΙΚΟ, τα προβλήματα αυτά χρήζουν αντιμετώπισης. Ποιος είναι καταλληλότερος να αναλάβει αυτό το έργο, αν όχι η ίδια η επιστήμη; Κι αυτό είναι το δεύτερο παράδοξο: Τα προβλήματα που δημιουργούν η επιστήμη και η τεχνολογία τις υπερβαίνουν με την έννοια ότι αφορούν το σύνολο της κοινωνίας. Παρ’ όλα αυτά, οι ειδικοί προσπαθούν να πείσουν ότι οι μοναδικοί που μπορούν να τα διαχειριστούν είναι οι ίδιοι. Οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι φορείς δεν δικαιούνται να εκφέρουν γνώμη (πέραν ίσως κάποιων περιορισμένων γνωμοδοτικών παρεμβάσεων), επειδή δεν διαθέτουν την απαιτούμενη «κατάρτιση». Και αυτό παρά το γεγονός ότι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των διακινδυνεύσεων του όψιμου καπιταλισμού συνίσταται ακριβώς στην ανάδυση δυναμικών που απειλούν εξίσου τη λειτουργία ανθρώπινων συνόλων, φυσικών συστημάτων και κοινωνικών θεσμών. Οι ειδικοί προσπαθούν να κρατήσουν τη διαχείριση των προβλημάτων που υπερβαίνουν την τεχνοεπιστήμη εντός της τεχνοεπιστήμης.

Τα παράδοξα αυτά παύουν να είναι παράδοξα, όμως, αν δούμε την επιστήμη ως πολιτικό θεσμό. Αν εγκαταλείψουμε, δηλαδή, την αφελή ιδέα περί αντικειμενικής και αμερόληπτης επιστήμης, που είναι ιδεαλιστικά ταγμένη στην εξυπηρέτηση του κοινού καλού, και τη δούμε ως ένα πεδίο δράσης, όπου οι δρώντες επωφελούνται από την πρόσβαση στη γνώση για να διευρύνουν και να νομιμοποιήσουν την κοινωνική επιρροή τους. Συνεπώς, αν η επιστήμη πρόκειται να συμβάλει στην αντιμετώπιση των διακινδυνεύσεων που την υπερβαίνουν, θα πρέπει να υπερβεί και η ίδια τον εαυτό της· να αναθεωρήσει τις δεσμεύσεις της στα εδραία συστήματα εξουσίας και να βρει τρόπους να κινηθεί πέρα από τα θετικιστικά στερεότυπα, στα οποία θεμελιώνει το παρωχημένο νεοτερικό πρότυπο λειτουργίας της.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 164, στις 14 Οκτωβρίου 2023.

Αναφορά
Ulrich Beck (2015). Κοινωνία της Διακινδύνευσης, μτφρ. Ηρακλής Οικονόμου, επιμ. Nικήτας Πατινιώτης. Αθήνα: Πεδίο.

Image Credit: Walter Tandy Murch, Carburetor, 1957.