Στρατηγικές διαχείρισης του Ψηφιακού Πολιτισμού

Εικονικότητα, Δυνητικότητα, Εργαλειακότητα

ΕΧΟΥΜΕ ΣΥΝΗΘΙΣΕΙ να θεωρούμε ότι το ψηφιακό είναι κάτι λιγότερο από το αναλογικό. Σύμφωνα με την κοινή αντίληψη, όταν ψηφιοποιούμε κάτι το κατακερματίζουμε, το μετατρέπουμε σε 0 και 1 κι έτσι χάνουμε κάτι από τη «φύση» του. Για παράδειγμα, όταν μεταβαίνουμε από το βινύλιο στον ψηφιακό ήχο, θεωρούμε ότι κάτι χάνεται – αδιόρατο ίσως, αλλά πάντως ουσιώδες. Κάτι χάνεται και κάτι φτιάχνεται. Οι ψηφιακές οντότητες μοιάζουν με το δημιούργημα του Frankenstein. Όπως ο Frankenstein κατασκευάζει μια «ψηφιακή», συγκολλημένη οντότητα που στερείται πραγματικής ανθρώπινης ζωής, έτσι και τα αντικείμενα του ψηφιακού κόσμου στερούνται «φυσικότητας». Η φυσικότητα διαρρέει από τα χάσματα που υπάρχουν ανάμεσα στα 0 και τα 1 που τα συνθέτουν.

Continue reading

Ευθύνη

Ο ΚΑΘΕΝΑΣ έχει το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογεί. Οι πολίτες, οι πολιτικοί, οι ειδικοί. Οι πολιτικοί σχεδιάζουν πολιτικές περιορισμού της πανδημίας βάσει των εισηγήσεων των ειδικών και οι πολίτες καλούνται να τις εφαρμόσουν. Είναι αποτελεσματικές αυτές οι πολιτικές; Όπως αποδεικνύει η εμπειρία, δεν είναι. Αφενός επειδή δεν αποδίδουν και, αφετέρου, επειδή για να φτάσουν να αποδώσουν πρέπει να θυσιαστούν σημαντικοί κοινωνικοί θεσμοί: οι ατομικές ελευθερίες, το δικαίωμα στη μόρφωση και το δικαίωμα στην εργασία. Είναι ορθές αυτές οι πολιτικές; Σύμφωνα με τους πολιτικούς, είναι οι μόνες ορθές επειδή, όπως κατ’ επανάληψη τονίζεται, βασίζονται σε αλγόριθμους, οι οποίοι δίνουν αντικειμενικές και αμερόληπτες εκτιμήσεις της κατάστασης. Η φράση «το βάλαμε στον αλγόριθμο» έχει ακουστεί δεκάδες φορές και είναι ντροπή που κανείς από τους ειδικούς που φιλοξενούνται καθημερινά στα κανάλια δεν μπήκε στον κόπο να σχολιάσει την αβυσσαλέα ανοησία της – ίσως ούτε οι ίδιοι να μην την αντιλαμβάνονται.

Το ότι οι πολιτικές είναι ορθές αλλά όχι αποτελεσματικές προβληματίζει ασφαλώς πολιτικούς και ειδικούς. Τις πταίει; Ο τρίτος παράγοντας της δυσεπίλυτης εξίσωσης – οι απείθαρχοι πολίτες που, με κίνδυνο της ζωής τους και της ζωής των οικείων τους, παρακάμπτουν τις απαγορεύσεις και, με παράνομες συναθροίσεις, επιταχύνουν τη διασπορά του ιού στην κοινότητα. Άρα, οι πολίτες είναι υπεύθυνοι για την αύξηση των κρουσμάτων, την επιβάρυνση του συστήματος υγείας και τους νεκρούς της πανδημίας. Οι πολίτες και ο ιός, ασφαλώς. Ο ιός εξαπλώνεται σαν μούχλα στα σημεία του κοινωνικού σώματος που είναι περισσότερο εκτεθειμένα στον κίνδυνο ηθικής και πολιτικής διάβρωσης. Συνεπώς, αυτό που απαιτείται είναι μεγαλύτερη πειθαρχία. Από την απαίτηση δημοσιονομικής πειθαρχίας, που υπήρξε το κρίσιμο πολιτικό διακύβευμα της προηγούμενης περιόδου, περάσαμε γρήγορα στην απαίτηση υγειονομικής πειθαρχίας. Η πειθάρχηση των πολιτών, η συμμόρφωση με τα περιοριστικά μέτρα (που, όπως και στην περίπτωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, παρουσιάζουν ύποπτη ομοιότητα με τις αρχές της «προτεσταντικής ηθικής»), η αναστολή της κριτικής και των δημοκρατικών διαδικασιών λήψης αποφάσεων – αυτά είναι τα μέσα που θα ανακόψουν την εξάπλωση της πανδημίας.

Αν αυτή είναι μια καταφανώς λανθασμένη αντίληψη –όπως νομίζω ότι είναι–, τότε ποιος έχει την ευθύνη για τα δεινά που συνεπάγεται, δηλαδή τον συνδυασμό της αναποτελεσματικής αντιμετώπισης της πανδημίας με τον περιορισμό των δημοκρατικών ελευθεριών; Οι ειδικοί κρύβονται πίσω από τους αλγόριθμους και την υποτιθέμενη αντικειμενικότητα των «μοντέλων» για να αποσείσουν την ευθύνη τους. Την ίδια στιγμή, όμως, μια επιστήμη που ξεχνά πως ο οργανωμένος σκεπτικισμός αποτελεί ένα από τα βασικότερα θεμέλιά της, τροφοδοτεί την εξουσία με επιχειρήματα που της επιτρέπουν να εφαρμόζει πολιτικές, οι οποίες αφήνουν μόνιμες ουλές στο σώμα της κοινωνίας. Ο νομιμοποιητικός λόγος των ειδικών φέρει μεγάλο μέρος της ευθύνης γι’ αυτές τις επιλογές και οι εκφραστές του θα πρέπει κάποια στιγμή να λογοδοτήσουν.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 102, στις 30 Ιανουαρίου 2021.

IMAGE CREDIT: ΓιΑννης ΓαΪΤΗς, ΠαρΕλαση, 1974.

Διαμεσολάβηση

Έγραφα στο προηγούμενο φύλλο για τη θεατρική παράσταση της Έλλης Παπακωνσταντίνου και της ομάδας ΟDC Ensemble «Το Σπήλαιο». Το έργο θέτει το ερώτημα της αλήθειας στον ψηφιακό χώρο, τον οποίο παριστάνει ως μια διευρυμένη εκδοχή του πλατωνικού σπηλαίου όπου τα υποκείμενα συνυπάρχουν με τις σκιές τους και η δράση τους με την αναπαράστασή της.

Ο προβληματισμός της παράστασης συνδέεται στενά και με ένα άλλο ζήτημα που θέτει η μετάβαση στην ψηφιακότητα. Συχνά διατυπώνεται έντονος σκεπτικισμός για τη λειτουργία των ανθρώπων στον ψηφιακό χώρο, επειδή η λειτουργία αυτή διαμεσολαβείται και εποπτεύεται από μέσα που τα υποκείμενα δεν είναι σε θέση να ελέγξουν. Παρά το γεγονός ότι όλες και όλοι αισθάνονται ότι λαμβάνουν έλλογες αποφάσεις για την παρουσία τους στον ψηφιακό χώρο, στην πραγματικότητα η ενημέρωσή τους, η αλληλεπίδρασή τους με άλλους χρήστες, οι αισθητικές τους προτιμήσεις και οι καταναλωτικές τους αποφάσεις ελέγχονται από τις λειτουργίες του ίδιου του ψηφιακού πλαισίου: Από τους αλγόριθμους που οριοθετούν και διαμορφώνουν το εύρος των επιλογών των χρηστών. Η τεχνολογική διαμεσολάβηση θεωρείται ένας από τους μεγάλους κινδύνους που φέρνει η μετάβαση στην ψηφιακότητα.

Με αφορμή το έργο της Παπακωνσταντίνου, σκεφτόμουν ότι το πρόβλημα είναι ακριβώς το αντίθετο: η απουσία διαμεσολάβησης. Όλα τα σώματα στο ψηφιακό στερέωμα έχουν το ίδιο μέγεθος, την ίδια λαμπρότητα, την ίδια ευκρίνεια. Μεμονωμένες, αποκλίνουσες ή παραβατικές συμπεριφορές αποκτούν καθολικότητα σαν να επρόκειτο για συμπεριφορές ενός σημαντικού τμήματος του πληθυσμού. Στο πλαίσιο της «πολιτικής οικονομίας της προσοχής» όλοι και όλα αγωνίζονται να κάνουν αισθητή την παρουσία τους και το ποιος θα το καταφέρει δεν έχει σχέση ούτε με το ποιος είναι ούτε με το τι αντιπροσωπεύει. Η διάκριση ανάμεσα στο τοπικό και το καθολικό, το σημαντικό και το ασήμαντο, το επείγον και το καθημερινό, το ιδιωτικό και το δημόσιο καταλύεται. Όλα έχουν το ίδιο μέγεθος, είναι εξίσου σημαντικά και εξίσου καθολικά.

Ωστόσο, σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας, η γνώση μας για την πραγματικότητα ήταν προϊόν της ανθρώπινης εργασίας. Η αξιολόγηση, η επιλογή, η κρίση, αλλά επίσης η μέτρηση και τα τεχνικά μέσα έδιναν στην πραγματικότητα τη μορφή με την οποία τη γνώριζαν οι άνθρωποι. Χωρίς αυτή τη διαμεσολάβηση, η πραγματικότητα δεν θα είχε νόημα και το ίδιο το υποκείμενο θα αδυνατούσε να οριοθετήσει την ύπαρξή του απ’ ό,τι το περιέβαλε. Και είναι ακριβώς η απουσία αυτής της διαμεσολάβησης που μετατρέπει την ανθρώπινη παρουσία στον ψηφιακό χώρο σε ψηφιακό μωσαϊκό. Σε αυτή τη βάση, η Παπακωνσταντίνου αναρωτιέται: Σε έναν κόσμο όπου η πραγματικότητα περιορίζεται σε δύο διαστάσεις, σαν τις μορφές του θεάτρου σκιών, πώς θα μπορέσουν τα υποκείμενα να ανακτήσουν την ικανότητά τους να αντιλαμβάνονται την αληθινή προοπτική των πραγμάτων;

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 35, στις 24.2.2018.