Επιστήμη και Θρησκεία στο βασίλειο του Λόγου

ΕΝΑ από τα πιο βαθιά εδραιωμένα στερεότυπα της δυτικής νεωτερικότητας είναι η αντίθεση μεταξύ επιστήμης και θρησκείας. Σε αυτό το στερεοτυπικό αφήγημα, η επιστήμη αντιπροσωπεύει την ελεύθερη σκέψη και την αμερόληπτη μελέτη του φυσικού κόσμου, ενώ η θρησκεία τη δογματική σκέψη και την προκατειλημμένη ερμηνεία του κόσμου. Η επιστήμη είναι προσανατολισμένη στην εμπειρία, τη δημιουργία και την πρόοδο· η θρησκεία στη μεταφυσική, τη στασιμότητα και τη συντήρηση. Κι αυτό δεν συμβαίνει μόνο σήμερα. Πάντοτε η θρησκεία αποτελούσε εμπόδιο για τον ελεύθερο φυσικό στοχασμό και οι άνθρωποι της προόδου έπρεπε να βρίσκουν πλάγιους τρόπους για να προωθήσουν τις ιδέες τους.

Η αλήθεια είναι ότι τέτοιες δηλώσεις αποτελούν σοβαρή διαστρέβλωση της ιστορικής πραγματικότητας, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας εδώ. Το θέμα είναι ότι η ίδια η ιδέα της αντίθεσης μεταξύ επιστήμης και θρησκείας είναι μια κατασκευή του τέλους του 19ου αιώνα. Όταν η επιστήμη συγκροτείται ως κοινωνική ταυτότητα και αρχίζει να απορροφά το κοινωνικό κύρος που μέχρι τότε απολάμβανε η θρησκεία (κι αυτό δεν γίνεται πριν το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα), εμφανίζονται τα πρώτα αφηγήματα που έχουν στόχο αφενός να εξάρουν την διανοητική ανωτερότητα της επιστήμης έναντι της θρησκείας και, αφετέρου, να προβάλουν τη μεταξύ τους αντίθεση στο σύνολο της Ιστορίας των Επιστημών. Γι’ αυτή την κοινωνική κατασκευή μιλάει ο Peter Harrison στο βιβλίο του Οι Επικράτειες της Επιστήμης και της Θρησκείας. Ο Αυστραλός ιστορικός έχει αφιερώσει μεγάλο μέρος της έρευνάς του στην αναθεώρηση των αντιλήψεων περί επιστήμης και θρησκείας, εστιάζοντας την προσοχή του στην ιστορικότητα των δύο εννοιών, καθώς και στην πορεία συνδιαμόρφωσής τους.

Ο ισχυρισμός που προβάλλει ο Harrison στο βιβλίο είναι ότι όχι μόνο η ιδέα περί προαιώνιας αντίθεσης μεταξύ επιστήμης και θρησκείας αλλά και οι ίδιες οι πρωταγωνίστριες αυτής της αντίθεσης είναι κατασκευές του όψιμου 19ου αιώνα. Είναι η εποχή που οι επιστήμες (στον πληθυντικό) γίνονται Επιστήμη (στον ενικό) και η Θρησκεία (ο Χριστιανισμός) συναντά τους υποδεέστερες όμοιές της – τις «θρησκείες» του κόσμου. Για την αναγνώστρια και τον αναγνώστη που έχουν εκτεθεί στη νέα Ιστοριογραφία της Επιστήμης, το ότι η επιστήμη, ως ομοιογενής και αυτόνομη διανοητική δραστηριότητα, διαμορφώθηκε πριν από ενάμιση αιώνα μπορεί να μην αποτελεί έκπληξη. Είναι δυνατόν να ισχύει το ίδιο και για τη θρησκεία, όμως; Οι θρησκείες υπήρχαν από την αυγή της ανθρωπότητας. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Auguste Comte, το πρώτο στάδιο διανοητικής ανάπτυξης της ανθρωπότητας ήταν το θεολογικό, στη διάρκεια του οποίου το ανθρώπινο πνεύμα αντιλαμβανόταν τον φυσικό κόσμο ως αποτέλεσμα της δράσης υπερφυσικών όντων. Μπορεί, αλλά οι θρησκείες ως συμπαγή δογματικά συστήματα, που προβάλλουν αξιώσεις αλήθειας, είναι προϊόντα της νεωτερικότητας. Ο Harrison μας εκπλήσσει: «Αυτές που, συχνά πλέον, αναφέρονται ως “ανατολικές θρησκείες” […] εμφανίστηκαν τον 19ο αιώνα και η γέννησή τους καταγράφηκε με ένα νέο εύρος ονομασιών. Η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση του “βουδισμού” έγινε το 1801, του “ινδουισμού” το 1829, του “ταοϊσμού” το 1838 και του “κομφουκιανισμού” το 1862. […] Η προϋπόθεση για την εμφάνιση των πολλών “θρησκειών” ήταν ότι κατά την πρώιμη νεότερη περίοδο προέκυψε ένας κοινός τρόπος εννοιολόγησης της θρησκείας, δηλαδή μίας θρησκείας που είχε συγκεκριμένες πεποιθήσεις και πρακτικές» (σελ. 219-20).

Οι θρησκείες κατασκευάστηκαν κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Χριστιανισμού και των εσωτερικών δογματικών του αντιπαραθέσεων. Ο σκοπός ήταν διττός. Αφενός, έπρεπε να μπορούν να συγκριθούν μαζί του, άρα έπρεπε να αποτελέσουν και αυτές συγκροτημένα δογματικά συστήματα. Αφετέρου, έπρεπε να μπορεί να αποδειχθεί ότι η «αλήθεια» τους ήταν κατώτερη ή έστω λιγότερο πλήρης από εκείνη του Χριστιανισμού. Έτσι, η κατασκευή των θρησκειών συνοδεύτηκε από την αναγωγή των διαφόρων συστημάτων πίστης σε συστήματα προτάσεων, τα οποία μπορούσαν να κριθούν ως προς την εσωτερική συνέπεια και την αλήθεια τους. Με άλλα λόγια, οι θρησκείες μπορούσαν πλέον να τεθούν στη δοκιμασία του λόγου. Αλλά αυτό είχε μια απροσδόκητη συνέπεια: Οι θρησκείες ως προτασιακά συστήματα τίθενται στο ίδιο επίπεδο με το άλλο εμβληματικό προτασιακό σύστημα της νεωτερικότητας, την επιστήμη. Το θέμα εδώ δεν είναι πόσο γόνιμη μπορεί να αποδειχθεί μια σύγκριση μεταξύ τους, αλλά ότι θρησκεία και επιστήμη διεκδικούν την ίδια επικράτεια –την επικράτεια της γνώσης– και μάλιστα με όρους αμοιβαίου αποκλεισμού.

ΑΥΤΗ Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ της θρησκείας είχε μια εξαιρετικά σημαντική συνέπεια για τη φυσιογνωμία της επιστήμης. Όπως σημειώνει ο Harrison, η πρώιμη χριστιανική θρησκευτικότητα παρείχε το μοντέλο ενός συστήματος πίστης, το οποίο διεκδικούσε οικουμενική και διαπολιτισμική αξία. Η νέα αντίληψη για τη θρησκεία έβαλε τον Χριστιανισμό στο παιχνίδι των αντικρουόμενων ισχυρισμών αλήθειας με τις άλλες θρησκείες, οι οποίες είχαν συγκροτηθεί κατά το πρότυπό του. Όπως ήταν φυσικό, η σύγκριση επικύρωσε την οικουμενική ισχύ των χριστιανικών αληθειών. Τώρα, όμως, είχε δημιουργηθεί ένας επιστημικός χώρος, τον οποίο η θρησκεία μοιραζόταν με την επιστήμη.

Ο ανταγωνισμός μεταξύ θρησκείας και επιστήμης κατά τον 19ο αιώνα σηματοδότησε τη μεταφορά πολιτισμικού και γνωσιολογικού κύρους από την πρώτη στη δεύτερη. Αυτή η μεταφορά συνέβαλε στην απορρόφηση από τη νεοσύστατη επιστήμη και των αξιώσεων οικουμενικότητας που μέχρι τότε αποτελούσαν αποκλειστικό προνόμιο του Χριστιανισμού: «Ένας από τους λόγους που η επιστήμη μας διατυπώνει καθολικούς ισχυρισμούς […] είναι επειδή δανείζεται από “τη χριστιανική θρησκεία” την ιδέα ότι μπορεί να έχει οικουμενική ισχύ» (σ. 376-7). Συνεπώς, «αν η άνοδος της πολιτισμικής εξουσίας της επιστήμης στη σύγχρονη περίοδο συνέβαλε στην υποστασιοποίηση της θρησκείας, το είδος της εξουσίας που απέκτησε η επιστήμη ήταν δάνειο από την επιβλητική πολιτισμική εξουσία που κάποτε ανήκε στη θρησκεία» (σ. 379).

Όπως συμβαίνει πάντα, όταν τολμάμε να κινηθούμε πέρα από τα εδραιωμένα στερεότυπα, ανακαλύπτουμε έναν κόσμο διαφορετικό, πλούσιο σε νοήματα, ιδέες και πραγματοποιημένες ή μη ιστορικές δυνατότητες. Ο Peter Harrison μας προσφέρει μια γοητευτική ιστορική επισκόπηση, η οποία μας επιτρέπει να δούμε τη νεωτερικότητα υπό νέο φως και να αναστοχαστούμε κριτικά τις πολιτικές ισχύος που εδραιώνονται στο αυτοεπιβεβαιωτικό θετικιστικό αφήγημα της σύγχρονης επιστήμης. Η εξαιρετική μετάφραση του Δημήτρη Πετάκου συνοδεύεται από ένα κατατοπιστικό προοίμιο του ίδιου, που εισάγει δεξιοτεχνικά τον αναγνώστη στις προκλήσεις της σύγχρονης Ιστοριογραφίας της Επιστήμης.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα το Βήμα, στις 30 Απριλίου 2023.

Αναφορές
Peter Harrison (2023). Οι Επικράτειες της Επιστήμης και της Θρησκείας, μτφρ. Δημήτρης Πετάκος. Θεσσαλονίκη: Ροπή.

Επιστήμη και Λογοτεχνία

Στις 19 Μαΐου, έγινε στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών η παρουσίαση των 11 πρώτων τόμων των ψηφιακών εκδόσεων του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών. Είχα κληθεί να μιλήσω για το έργο Science and Literature που επιμελήθηκαν ο Κώστας Ταμπάκης και ο Γιώργος Βλαχάκης. Το έκανα με μεγάλη χαρά, όχι μόνο γιατί οι επιμελητές είναι καλοί φίλοι, αλλά κι επειδή το πεδίο που επιχειρούν να οριοθετήσουν είναι εξαιρετικά πρωτότυπο και ενδιαφέρον.

Το έργο αποτελείται από δύο τόμους. Η οργάνωση του κάθε τόμου είναι διαφορετική. Τα άρθρα του πρώτου τόμου κατανέμονται σε τρεις κατηγορίες: Φαντασία, Ιατρική και Χώροι. Τα άρθρα του δεύτερου τόμου κατανέμονται σε δύο κατηγορίες: Ποίηση και Πεζός Λόγος. Ασφαλώς η διάκριση αυτή είναι συμβατική και εξυπηρετεί εκδοτικές σκοπιμότητες. Για παράδειγμα, το κείμενο για το Cosmicomics του Italo Calvino, που είναι ενταγμένο στην ενότητα Πεζός Λόγος, θα μπορούσε κάλλιστα να ενταχθεί στην ενότητα Φαντασία, όπως και το κείμενο για τον αφασικό λόγο του Μπέκετ θα μπορούσε να ενταχθεί στην ενότητα Ιατρική. Φαίνεται, ωστόσο, ότι οι επιμελητές θέλησαν να κάνουν μια διπλή δήλωση με την εκδοτική επιλογή τους: Αφενός, ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι να ταξινομηθούν οι μελέτες για τις σχέσεις επιστήμης και λογοτεχνίας: Θεματικοί (φαντασία, ιατρική, cyberpunk, φύλο, χωρόχρονος, γλώσσα κ.λπ.) και Μορφολογικοί (ποίηση, πρόζα, δοκίμιο). Αφετέρου, ότι το ίδιο το πεδίο των σπουδών επιστήμης και λογοτεχνίας είναι ένα ευρύ και δυναμικό πεδίο που τέμνει εγκάρσια διάφορες γνωστικές και αισθητικές επικράτειες (θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να σκεφτούμε ένα ερευνητικό εγχείρημα που ξεδιπλώνεται στη διεπαφή ποίησης και νευροεπιστημών).

Continue reading

Αρχαιότερη από τη Βαβέλ

ΣΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ σημείωμα έγραφα για τη διεπαφή ως τεχνολογικό τόπο όπου επιτελείται η επικοινωνία, όχι μεταξύ ενός εσωτερικού και ενός εξωτερικού, αλλά μεταξύ δύο λειτουργιών – μιας μηχανής και ενός χρήστη. Ωστόσο, η διεπαφή δεν είναι μόνο τεχνολογικός τόπος. Μπορεί να είναι και πολιτισμικός τόπος, όπου επιτελείται η επικοινωνία μεταξύ διαφορετικών διανοητικών πλαισίων. Η μετάφραση, ή ακριβέστερα η μεταφραστική εργασία είναι μια τέτοια και ίσως η σημαντικότερη πολιτισμική διεπαφή. Και όπως κάθε καλή διεπαφή, οφείλει να παραμένει αφανής.

Το 2008 κυκλοφόρησε η αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου του Lawrence Venuti, The translators invisibility, το οποίο παρακολουθεί τις διαφορετικές μορφές μεταφραστικής εργασίας στη διάρκεια της Ιστορίας. Η «καλή» μεταφράστρια είναι η αόρατη μεταφράστρια: ο άνθρωπος που παύει να υπάρχει τη στιγμή ακριβώς που ολοκληρώνει την εργασία του και αφήνει τον αναγνώστη να έρθει σε «απευθείας» επαφή με το έργο της συγγραφέως. Μόνο που αυτός ο άνθρωπος δεν υπάρχει και δεν υπήρξε ποτέ στην Ιστορία. Η μεταφραστική εργασία, όπως κάθε εργασία, μετασχηματίζει το αντικείμενό της. Υπό αυτή την έννοια, η μετάφραση είναι μια δημιουργική εργασία η οποία παράγει ένα νέο προϊόν. Επίσης, η πρώτη ύλη αυτής της εργασίας δεν είναι μόνο το έργο, η εκφρασμένη με μοναδικό τρόπο σκέψη της συγγραφέως, αλλά και ολόκληρο το διανοητικό πλαίσιο στο οποίο συγκροτείται αυτή η σκέψη, καθώς και το διανοητικό πλαίσιο που την υποδέχεται. Συνεπώς, η μετάφραση αποτελεί τη διεπαφή μέσω της οποίας ένα διανοητικό πλαίσιο αλληλεπιδρά με ένα άλλο, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η πρόσληψη του συγκεκριμένου έργου. Και, όπως κάθε διεπαφή, αποκρυσταλλώνει συγκεκριμένες αισθητικές, αξιακές, εννοιολογικές και γλωσσικές συμβάσεις. Γι’ αυτό και στη διάρκεια της Ιστορίας, η μετάφραση πήρε πολύ διαφορετικές μορφές.

Ακόμα, λοιπόν, κι αν ο αναγνώστης επιλέγει να ζήσει με την ψευδαίσθηση ότι η μετάφραση τού εξασφαλίζει απευθείας πρόσβαση στη σκέψη της συγγραφέως, αυτό δεν συμβαίνει σε καμία περίπτωση. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι του εξασφαλίζει πρόσβαση στην ίδια τη μεταφραστική εργασία, η οποία εμπλουτίζει το εννοιολογικό και γλωσσικό του σύμπαν με νέες έννοιες, νέα μέσα και, ως εκ τούτου, νέες εκφραστικές και δημιουργικές δυνατότητες. Υπό αυτή την έννοια, η μετάφραση δεν περιορίζεται στη μεταφορά ενός έργου στο πλαίσιο υποδοχής, αλλά συμβάλλει στον μετασχηματισμό αυτού του πλαισίου. Το ίδιο συμβαίνει και προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το μετάφρασμα επιστρέφει στο αρχικό έργο διευρύνοντας το εννοιολογικό του σύμπαν με τις ερμηνείες και τις ανανοηματοδοτήσεις που δέχτηκε κατά τη διέλευσή του από τη διεπαφή της μετάφρασης. Μετά την μετάφρασή του ούτε το αρχικό έργο ούτε η σκέψη που το γέννησε είναι πλέον ίδια.

Η μετάφραση είναι αρχαιότερη από τη Βαβέλ, επειδή βλέπει τη διαφορετικότητα, όχι ως τιμωρία, αλλά ως προϋπόθεση για τη δημιουργία των νοημάτων που συνέχουν έναν κοινό ανθρώπινο κόσμο.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 112, στις 18 Ιουνίου 2021.

IMAGE CREDIT: Pieter Bruegel ο πρεσβυτερος, Ο Πυργος της Βαβελ,1563.