Σκοτάδι

Η ΕΛΕΥΣΗ κάθε καινούργιας μέρας πλημμυρίζει τον κόσμο με φως. Ηλιόλουστη ή συννεφιασμένη, ζεστή ή κρύα, πολύβουη ή σιωπηλή, κάθε μέρα μάς επιστρέφει αυτό που μας στέρησε η αναχώρηση της προηγούμενης: Έναν κατακλυσμό από φωτεινές ακτίνες που αντανακλώνται σε όλες τις επιφάνειες χαρίζοντας χρώμα και ευκρίνεια στα πράγματα. Το φως μειώνει τον φόβο και τη μοναξιά. Διευκολύνει την επικοινωνία, δημιουργεί την αίσθηση της ασφάλειας και ενθαρρύνει τη δημιουργικότητα.

Υπάρχει σκοτάδι μέσα στο φως, όμως. Η ευφορία της φωταύγειας δεν μας αφήνει να το σκεφτούμε, αλλά μεγάλο μέρος του κόσμου παραμένει στο σκοτάδι ακόμα και στη μέση της μέρας. Το άλλο μισό της Γης, θα πείτε. Η μέρα ποτέ δεν λάμπει πάνω σε όλο τον κόσμο ταυτόχρονα – το φως και το σκοτάδι συνυπάρχουν συμπληρωματικά, το γιν και το γιανγκ. Όμως, δεν πρόκειται γι’ αυτό. Πρόκειται για τη νύχτα μέσα στη μέρα, για το σκοτάδι που κατοικεί μέσα στο φως. Για ό,τι παραμένει κλειστό και καλυμμένο ενώ το περίβλημά του λούζεται στις ακτίνες του Ήλιου.

Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι το μεγαλύτερο μέρος των πραγμάτων παραμένει διαρκώς στο σκοτάδι, ανεξάρτητα από τον κύκλο της μέρας και της νύχτας. Τα όμορφα τακτοποιημένα τρόφιμα δεν είναι το πολύχρωμο υπερθέαμα που ατενίζουμε ικανοποιημένοι όταν ανοίγουμε το ψυγείο μας, αλλά οι άψυχες μορφές που περνούν τον περισσότερο χρόνο τους στο σκοτεινό, σιωπηλό και κρύο εσωτερικό μιας μηχανής συντήρησης. Οι σελίδες δισεκατομμυρίων βιβλίων δεν εκπέμπουν κανένα μήνυμα όσο αυτά παραμένουν κλειστά· είναι άψυχοι όγκοι τυπωμένου χαρτιού που περνούν τον χρόνο τους προσδοκώντας ένα βλέμμα να τις ζωογονήσει μέσω μιας στιγμιαίας πράξης επικοινωνίας. Στο εσωτερικό των μηχανών συνωστίζονται άπειροι μικροσκοπικοί μηχανικοί εργάτες, οι οποίοι δουλεύουν ακατάπαυστα κάθιδροι, όπως οι αόρατοι σκλάβοι στα κάτεργα των πλοίων που κινούσαν τον κόσμο χωρίς ποτέ να φανερώνονται για να μη διαρρήξουν το περίβλημα της αστικής ευπρέπειας.

Το σκοτάδι είναι παντού και διαρκώς. Το κουβαλάμε πάνω μας. Το σώμα μας ζει στο σκοτάδι το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας. Τυλιγμένο σε υφάσματα για να προστατευτεί από τα στοιχεία της φύσης, αλλά κυρίως από το βλέμμα των άλλων, αφήνει να φανούν μόνο τα μέλη που δικαιούνται να συμμετάσχουν σε καθωσπρέπει επικοινωνιακές ανταλλαγές με τα αντίστοιχα μέλη των άλλων σωμάτων. Συσκευασμένο σε κομψά (ή casual) περιτυλίγματα που αναλαμβάνουν να συμβολίσουν και να μεταβιβάσουν τις πληροφορίες που το ίδιο αδυνατεί να εκφράσει, περιορίζει όλη την επικοινωνιακή εκφραστικότητά του στο κεφάλι. Ολόκληρο το σώμα ζει στο σκοτάδι διοχετεύοντας το μεγαλύτερο μέρος της εκφραστικότητας στα μάτια και στο στόμα. Μέχρι πρόσφατα. Γιατί τώρα ντύσαμε με σκοτάδι και το χαμόγελό μας.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 99, στις 19 Δεκεμβρίου 2020.

Δημοσιεύσεις

Οι επιστημονικές δημοσιεύσεις είναι δύσκολη υπόθεση. Είναι, όμως, και απαραίτητες αν κάποιος ή κάποια θέλει να εξασφαλίσει επαγγελματική απασχόληση στον ακαδημαϊκό χώρο. Ερευνητές και καθηγητές κρίνονται για τις επιδόσεις τους σε αυτό το πεδίο προκειμένου να μεταβούν στην επόμενη ακαδημαϊκή βαθμίδα και ολόκληρα ιδρύματα κρίνονται βάσει των δημοσιεύσεων του προσωπικού τους προκειμένου να λάβουν χρηματοδότηση. Όπως είναι φυσικό (;), γύρω από τις επιστημονικές δημοσιεύσεις αναπτύχθηκε ένα τεράστιο δίκτυο επιχειρηματικών συμφερόντων. Έχει γράψει παλιότερα ο Γιάννης Κοντογιάννης στο Πρίσμα γι’ αυτό το θέμα (τχ. 63 και 81). Μεγάλο μέρος της ακαδημαϊκής κοινότητας αποδοκιμάζει πλέον την αμαρτωλή σχέση ακαδημίας-εκδοτικής βιομηχανίας, όπως αποδοκιμάζει και τις πρακτικές των λεγόμενων «αρπακτικών» περιοδικών που προσφέρουν, έναντι εύλογου αντιτίμου, τη δυνατότητα γρήγορης δημοσίευσης σε όσες και όσους δεν καταφέρνουν να δημοσιεύσουν σε έγκυρα επιστημονικά περιοδικά. Παρά τις διαμαρτυρίες, ωστόσο, και παρά την περιορισμένη αναγνωσιμότητα των επιστημονικών περιοδικών, όλοι και όλες θέλουν να δημοσιεύσουν: «publish or perish».

Οι δημοσιεύσεις, όμως, αργούν. Κυρίως λόγω του μεγάλου όγκου του παραγόμενου ακαδημαϊκού έργου και της χρονοβόρας διαδικασίας που πρέπει να ακολουθηθεί προκειμένου ένα άρθρο να κριθεί κατάλληλο για δημοσίευση. Στις βιοεπιστήμες και στην τεχνολογία αυτό μπορεί να σημαίνει ότι όταν το άρθρο φτάσει να δημοσιευτεί, τα πορίσματά του είναι ήδη παρωχημένα. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, η εκδοτική βιομηχανία ανακάλυψε τον θεσμό των προδημοσιεύσεων. Σε τρεις μήνες (ή και σε πολύ λιγότερο), μπορείς να έχεις δημοσιευμένη μια σύντομη εκδοχή του άρθρου σου, κατοχυρώνοντας και προβάλλοντας τα αποτελέσματα της έρευνάς σου. Η οριστική «κρίση των ομοτίμων» αναβάλλεται μέχρι την υποβολή ενός ολοκληρωμένου άρθρου με διεξοδική τεκμηρίωση, αλλά η στιγμή αυτή μπορεί και να μην έρθει ποτέ. Πόσο έγκυρες είναι αυτές οι fast track δημοσιεύσεις; Σίγουρα βοηθούν στην προαγωγή της καριέρας των συγγραφέων και, συχνά, στην οικονομική εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων μιας έρευνας αλλά, για να το θέσουμε ευγενικά, η βιασύνη ποτέ δεν χαρακτήριζε την καλή επιστήμη.

Αυτές οι προδημοσιεύσεις, λοιπόν, με το αμφιλεγόμενο ακαδημαϊκό στάτους, έγιναν ξαφνικά βασικό εργαλείο της έρευνας για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού. Σημαντικά επιστημονικά συμπεράσματα και κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις βασίζονται, σε μεγάλο βαθμό, σε τέτοιου είδους δημοσιεύσεις. Η συνθήκη είναι έκτακτη, ασφαλώς, και δεν έχουμε την πολυτέλεια της αναμονής. Καλό είναι όμως να βλέπουμε και την άλλη όψη αυτής της διαδικασίας. Ερευνητές που θα δυσκολεύονταν πολύ να δημοσιεύσουν σε έγκυρα περιοδικά έχουν την ευκαιρία να γεμίσουν τα βιογραφικά τους με τετραψήφιο αριθμό ετεροαναφορών χάρη σε μικρής εμβέλειας τοπικές μελέτες. Πόσοι δεν θα «σκότωναν» για μια τέτοια ευκαιρία; Στο βαθμό, όμως, που τα κίνητρα καθορίζουν τα αποτελέσματα, θα πρέπει να προβληματιστούμε σοβαρά για το είδος της επιστημονικής γνώσης που παράγεται κατ’ αυτόν τον τρόπο και ακόμα σοβαρότερα για τις πολιτικές αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει αυτής της γνώσης.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 95, στις 24 Οκτωβρίου 2020.

Image credit: Yves Tanguy, Divisibilité indéfinie, 1942.

Μετά

ΦΑΝΤΑΖΟΜΑΙ ότι οι άνθρωποι που ζουν έναν πόλεμο έχουν την ίδια αίσθηση. Την αίσθηση ότι αυτό που συμβαίνει είναι πρωτοφανές. Επίσης, άνθρωποι που ζουν μια προσωπική τραγωδία, μια απώλεια, έναν εκτοπισμό αισθάνονται ότι από τη μια στιγμή στην άλλη έχουν γίνει μέρος μιας πραγματικότητας που τους ήταν αδιανόητη. Με τη σημαντική διαφορά, στη δεύτερη περίπτωση, ότι αυτή την αδιανόητη πραγματικότητα τη μοιράζονται με μερικούς ακόμα ανθρώπους κι όχι με ένα ολόκληρο έθνος ή, όπως τώρα, με όλο τον υπόλοιπο πλανήτη. Αυτό που ζούμε είναι όντως αδιανόητο και είναι, για πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία, οικουμενικό. Συμβαίνει τώρα και συμβαίνει ταυτόχρονα σε όλο τον πλανήτη. Και είναι σαφές ότι ο κόσμος δεν θα είναι ποτέ ξανά ο ίδιος, δεν θα επανέλθει ποτέ στην προηγούμενη «κανονικότητα», όπως για παράδειγμα ήλπιζε η πλειονότητα των πολιτών στη διάρκεια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης. Το νέο στην περίπτωση της συγκεκριμένης πανδημίας δεν είναι η μαζική απώλεια ζωών, οι τραγικές επιλογές στις οποίες εξωθήθηκε το υγειονομικό προσωπικό, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η καραντίνα και οι αναγκαστικοί νόμοι. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι και το Ολοκαύτωμα είναι πολύ πρόσφατα. Το νέο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι αποδείχτηκε πως μπορείς να κλείσεις όλους τους κατοίκους του πλανήτη στο σπίτι τους, να τους κάνεις να συμμορφωθούν με διατάγματα έκτακτης ανάγκης, να κανονικοποιήσεις και να ελέγξεις τη συμπεριφορά τους, και όλα αυτά μέσα σε λίγες ώρες. Από τη στιγμή που αποδείχθηκε ότι αυτό είναι δυνατό, ο κόσμος δεν μπορεί να είναι ποτέ ξανά ο ίδιος. Δεν λέω ότι δεν έπρεπε να γίνει αυτό για να εμποδιστεί η εξάπλωση του ιού – μάλλον έπρεπε. Αλλά από τη στιγμή που αποδείχτηκε ότι είναι δυνατό να βρεθεί όλος ο πλανήτης σε κατάσταση εξαίρεσης, δεν έχει καμιά σημασία αν η απειλή είναι πραγματική ή φανταστική, «φυσική» ή «κατασκευασμένη» – απλώς περνάμε σε άλλο επίπεδο.

Continue reading